Η μπίρα είναι ένα από τα πρώτα οινοπνευματώδη ποτά που κατανάλωσε ο άνθρωπος. Ακόμη και μια σύντομη έρευνα της ιστορίας δείχνει ξεκάθαρα ότι, αφού οι άνθρωποι αντιμετώπισαν τις βασικές τους ανάγκες της τροφής, της στέγης και των στοιχειωδών νόμων της κοινότητας, το επόμενο άμεσο ενδιαφέρον τους ήταν η ανάπτυξη οινοπνευματωδών. Αποδείξεις πρώιμης παρασκευής μπίρας επιβεβαιώθηκαν από ευρήματα στον σουμεριακό οικισμό Γκοντίν Τεπέ (Godin Tepe), στο σύγχρονο Ιράν, και χρονολογούνται γύρω στο 3500 - 3100 π.Χ., αλλά τα οινοπνευματώδη είχαν ήδη γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής ζωής των ανθρώπων πολύ πριν. Ο Ζαν Μποτερό γράφει:
Στην Αρχαία Μεσοποταμία, ανάμεσα στους παλαιότερους "πολιτισμένους ανθρώπους" στον κόσμο, τα αλκοολούχα ποτά ήταν μέρος των εορτασμών κάθε φορά που μια απλή συνάθροιση μετατρεπόταν σε γιορτή. Αν και η μπίρα, που παρασκευαζόταν κυρίως από κριθάρι, παρέμενε το «εθνικό ποτό», το κρασί δεν ήταν ασυνήθιστο. (84)
Αν και το κρασί καταναλωνόταν στην Μεσοποταμία, ποτέ δεν έφτασε στο επίπεδο δημοτικότητας που διατηρούσε η μπίρα για χιλιάδες χρόνια. Οι Σουμέριοι αγαπούσαν την μπίρα τόσο πολύ ώστε απέδωσαν τη δημιουργία της στους θεούς και η μπίρα παίζει σημαντικό ρόλο σε πολλούς από τους μύθους των Σουμερίων, όπως "Η Ινάννα και ο Θεός της Σοφίας" ή το "Έπος του Γκιλγκαμές". Ο σουμεριακός "Ύμνος στη Νινκάσι", που γράφτηκε το 1800 π.Χ., είναι όμως πολύ παλαιότερος, αποτελεί έναν ύμνο για τη Θεά της μπίρας αλλά ταυτόχρονα και μια συνταγή για την παρασκευή της.
Οι ζυθοποιοί ήταν γυναίκες, πιθανότατα ιέρειες της Νινκάσι, και από νωρίς η μπίρα παρασκευαζόταν από τις γυναίκες στο σπίτι ως συμπλήρωμα για τα γεύματα. Η μπίρα ήταν ένα παχύρρευστος, σαν χυλός, ποτό, που καταναλωνόταν με ένα αχυρένιο καλάμι και παρασκευαζόταν από κριθαρένιο ψωμί που είχε ψηθεί δύο φορές και είχε αφεθεί να υποστεί ζύμωση σε έναν κάδο. Μέχρι στο 2050 π.Χ. η παρασκευή μπίρας είχε εμπορευματοποιηθεί όπως αποδεικνύεται από την περίφημη απόδειξη της μπίρας Αλούλου από την πόλη Ουρ που χρονολογείται από εκείνη την εποχή.
Η προέλευση και η ανάπτυξη της μπίρας.
Οι μελετητές πιστεύουν ότι η τέχνη της ζύμωσης της μπίρας ξεκίνησε σε οικιακές κουζίνες, όταν τα σιτηρά που χρησιμοποιούνταν για το ψήσιμο ψωμιού ξεχάστηκαν και υπέστησαν ζύμωση. Ο Τζέρεμι Μπλακ και ο Αντονι Γκριν, για να αναφέρουμε μόνο αυτούς, γράφουν, "τα αλκοολούχα ποτά πιθανότατα προήλθαν από μια τυχαία ανακάλυψη κατά τη διάρκεια του πρώιμου σταδίου της ανθρώπινης προϊστορίας, της εποχής των τροφοσυλλεκτών" (Gods, 28). Ενώ αυτή η θεωρία έχει γίνει από καιρό αποδεκτή, ο Στίβεν Μπέρτμαν διατύπωσε μια άλλη θεωρία και εξέτασε τη μακροχρόνια δημοτικότητα του ποτού:
Αν και το ψωμί ήταν βασικό στοιχείο της διατροφής της Μεσοποταμίας, ο βοτανολόγος Τζόναθαν Σάουερ πρότεινε ότι η παρασκευή ψωμιού μπορεί να μην ήταν το αρχικό κίνητρο για την καλλιέργεια κριθαριού. Αντίθετα, υποστήριξε ότι το πραγματικό κίνητρο ήταν η μπίρα, που ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά όταν σπόροι κριθαριού βλάστησαν και υπέστησαν ζύμωση κατά την αποθήκευση. Είτε έχει δίκιο ο Σάουερ είτε όχι, η μπίρα σύντομα έγινε το αγαπημένο ποτό της αρχαίας Μεσοποταμίας. Όπως το θέτει μια Σουμεριακή παροιμία: "Όποιος δεν ξέρει την μπίρα δεν ξέρει τι είναι καλό". Οι Βαβυλώνιοι είχαν περίπου 70 ποικιλίες, και την μπίρα απολάμβαναν θεοί και άνθρωποι, οι οποίοι, όπως βλέπουμε μέσα από καλλιτεχνικές απεικονίσεις, την έπιναν με μακριά καλαμάκια για να αποφεύγουν τις φλούδες του κριθαριού που επέπλεαν στην επιφάνεια. (292)
Ο Μαξ Νέλσον επίσης απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η μπίρα ανακαλύφθηκε τυχαία, γράφοντας:
Τα φρούτα, συχνά, υφίστανται ζύμωση στη φύση η οποία προκαλείται από την επίδραση της άγριας μαγιάς και τα ζώα αναζητούν και απολαμβάνουν το αλκοολούχο αυτό μίγμα. Οι προ-αγροτικοί πληθυσμοί σε πολλές περιοχές, από τη Νεολιθική περίοδο σίγουρα, αναζητούσαν παρόμοια προϊόντα ζύμωσης και πιθανότατα μάζευαν άγρια φρούτα με την ελπίδα ότι θα τους πρόσφεραν ένα ενδιαφέρον φυσικό αποτέλεσμα (δηλαδή μέθη) αν αφήνονταν στον ανοιχτό αέρα. (9)
Η μπίρα έγινε δημοφιλής όχι μόνο εξ αιτίας της γεύσης της και της επίδρασης που είχε, αλλά και επειδή ήταν πιο υγιεινή από το νερό της περιοχής. Ο Πολ Κρίβατσεκ περιγράφει πώς τα περίπλοκα συστήματα διάθεσης αποβλήτων των πόλεων της Μεσοποταμίας σχεδιάστηκαν για να αποθέτουν ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα έξω από τα τείχη της πόλης, όμως εκεί ακριβώς ήταν που βρισκόταν η παροχή νερού. Ο Κρίβατσεκ σημειώνει πώς αυτό ήταν "ένα θαυμάσιο επίτευγμα της μηχανικής αλλά μια πιθανή καταστροφή για τη δημόσια υγεία".(83). Το καλής ποιότητας νερό βρισκόταν μακριά από τις πόλεις, αλλά τα κοντινά ρυάκια μπορούσαν να αξιοποιηθούν και με το νερό τους να παραχθεί μπίρα, η οποία ήταν πιο ασφαλής για κατανάλωση λόγω της διαδικασίας ζύμωσης που περιελάμβανε και το βρασμό του νερού. Ο Κρίβατσεκ συνεχίζει:
Αν τα ρεύματα νερού δεν ήταν ασφαλή, οι γεωτρήσεις και τα πηγάδια δεν παρείχαν πια πόσιμο νερό καθώς η επιφάνεια αλατούχων υδάτων ήταν πολύ κοντά την επιφάνεια του εδάφους. Η μπίρα λοιπόν, που αποστειρώνεται λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ, ήταν το πιο ασφαλές ποτό, και, όπως ακριβώς και στο δυτικό κόσμο μέχρι τη Βικτωριανή εποχή, σερβιρόταν με κάθε γεύμα, ακόμα και σε νοσοκομεία και ορφανοτροφεία. Στους Σουμέριους η μπίρα αποτελούσε επίσης ένα ποσοστό του μισθού που καταβαλλόταν στους εργάτες.(83)
Η μπίρα έγινε το κυρίαρχο ποτό σε ολόκληρη την περιοχή και ειδικά όταν η παραγωγή της εξελίχθηκε σε εμπορική επιχείρηση. Σε αυτό το σημείο, φαίνεται ότι η δραστηριότητα αυτή πέρασε στα χέρια των ανδρών, που κατάλαβαν πόσο κερδοφόρα θα μπορούσε να είναι, και οι γυναίκες - οι παραδοσιακοί παραγωγοί - συνέχισαν υπό την επίβλεψη των ανδρών. Η παραγωγή ήταν όλη, φυσικά, χειροποίητη, αλλά όσο αυξανόταν η ζήτηση παρασκευάζονταν μεγαλύτερες ποσότητες και αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη ζυθοποιείων μεγαλύτερης κλίμακας. Η Γκουέντολιν Λάικ σημειώνει:
Η μπίρα παραγόταν κυρίως από κριθάρι. Από τους θρυμματισμένους κόκκους, έφτιαχναν και έψηναν για λίγο ένα είδος ψωμιού. Αυτό θρυμματιζόταν ξανά, ανακατευόταν με νερό και αφηνόταν να υποστεί ζύμωση. Στη συνέχεια ο πολτός φιλτραριζόταν και η μπίρα αποθηκευόταν σε μεγάλα δοχεία. Η μπίρα της Μεσοποταμίας δεν μπορούσε να διατηρηθεί για μεγάλο διάστημα και έπρεπε να καταναλωθεί φρέσκια. Τα κείμενα σε σφηνοειδή γραφή αναφέρουν διάφορα είδη μπίρας, όπως "δυνατή μπίρα", "εκλεκτή μπίρα" και "μαύρη μπίρα". Άλλοι τύποι μπίρας παράγονταν από δίκοκκο σιτάρι ή σουσάμι, καθώς και από χουρμάδες, μετά την Νεοβαβυλωνιακή περίοδο. (33)
Η μπίρα θεωρούνταν δώρο των Θεών στους ανθρώπους, γι' αυτό προσέφεραν μπίρα στους θεούς σε όλους τους ναούς της Μεσοποταμίας. Όπως σημειώθηκε, χρησιμοποιήθηκε επίσης για την καταβολή μισθών και καταναλωνόταν σε θρησκευτικά πανηγύρια, εορτασμούς και κηδείες. Η μπίρα συσχετίστηκε με ευχάριστες στιγμές ως ποτό αφού χαλάρωνε τους ανθρώπους και τους βοηθούσε να ξεχάσουν τα προβλήματα τους.
Στο Έπος του Γκιλγκαμές, για παράδειγμα, ο ήρωας, απογοητευμένος από το θάνατο του φίλου του, ξεκινά μια αναζήτηση για την αθανασία και το νόημα της ζωής. Στο ταξίδι του, συναντά τον ταβερνιάρη Σιντούρι, ο οποίος του προτείνει να εγκαταλείψει τέτοιες υψηλές φιλοδοξίες και να απολαύσει απλώς τη ζωή του. Με λίγα λόγια του λέει να χαλαρώσει και να πιει μια μπίρα. Μπίρα καταναλώνονταν για διάφορους λόγους και σχεδόν σε κάθε περίσταση. Ο Μπλακ και ο Γκριν γράφουν:
Αυτή η εμπορευματοποιημένη κατανάλωση, όχι για θρησκευτικούς ή ιατρικούς σκοπούς, ήταν συνηθισμένη τουλάχιστον από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και πιστοποιείται από τους νόμους του Χαμουραμπί της Βαβυλώνας που ρυθμίζουν τη λειτουργία των ζυθοπωλείων. (Gods, 28)
Αν και οι Σουμέριοι ανέπτυξαν πρώτοι την τέχνη της ζυθοποιίας, οι Βαβυλώνιοι την εξέλιξαν επιβάλλοντας κανόνες που ρύθμιζαν τον τρόπο παρασκευής και διάθεσης, ακόμα και το ποιος μπορούσε να την πουλήσει. Μια ιέρεια που είχε αφιερωθεί σε μια θεότητα, για παράδειγμα, μπορούσε να πίνει, ιδιωτικά, όση μπίρα ήθελε αλλά δεν της επιτρέπονταν να ανοίξει ζυθοπωλείο, να πουλά μπίρα ή να επισκεφθεί ένα ζυθοπωλείο και να πιει δημόσια σαν μια απλή γυναίκα.
Όπως και στην διαδικασία παρασκευής, οι πρώτοι ζυθοπώλες ήταν γυναίκες, όπως ορίζει ξεκάθαρα ο Κώδικας του Χαμουράμπι. Μεταξύ άλλων κανονισμών, ο κώδικας του Χαμουραμπί απειλεί με θάνατο διά πνιγμού κάθε ζυθοπώλισσα που σερβίρει "μικρή ποσότητα" μπίρας σε έναν πελάτη, δηλαδή οποιαδήποτε ζυθοπώλισσα δεν γεμίζει το δοχείο του πελάτη με την ποσότητα μπίρας που πλήρωσε.
Η μπίρα ταξιδεύει στον κόσμο.
Μέσω του εμπορίου η μπίρα έφτασε στην Αίγυπτο όπου οι άνθρωποι την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Οι Αιγύπτιοι αγάπησαν την μπίρα όσο και οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας και ζυθοποιίες ξεφύτρωσαν σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Όπως και στη Μεσοποταμία, οι γυναίκες ανέλαβαν αρχικά την παραγωγή και η μπίρα συνδέθηκε στενά, σε πρώιμο στάδιο, με τη θεά Άθωρ στα Δένδερα. Ο Αιγυπτιολόγος Ρίτσαρντ Γουίλκινσον γράφει:
Η θεά Άθωρ συνδέθηκε με τα αλκοολούχα ποτά που φαίνεται ότι καταναλώνονταν εκτεταμένα στις γιορτές της. Η εικόνα της θεάς εμφανίζεται σε πολλά δοχεία που προορίζονταν για την κατανάλωση κρασιού και μπίρας. Η Άθωρ συνεπώς ήταν γνωστή ως ερωμένη της μέθης, του τραγουδιού, του μύρου και είναι πολύ πιθανό ότι αυτές οι ιδιότητες αύξησαν τη δημοτικότητα της θεάς από την εποχή του Παλαιού Βασιλείου και εξασφάλισαν τη διατήρηση της λατρείας της σε όλη την υπόλοιπη ιστορία της Αιγύπτου. (143)
Αν και η Άθωρ ενθάρρυνε τους ανθρώπους να εκφράζουν τη χαρά τους για τη ζωή μέσα από το ποτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπερβολική κατανάλωση ποτού επιτρεπόταν μόνο υπό ορισμένες περιστάσεις. Ούτε η Άθωρ ούτε καμία άλλη αιγυπτιακή θεότητα χαιρόταν με μεθυσμένους εργάτες ή με μεθυσμένους που βιαιοπραγούσαν. Η καθολική αρχή της Μάατ (αρμονία και ισορροπία) επέτρεπε την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, αλλά πάντα σε ισορροπία με τις υπόλοιπες καθημερινές ευθύνες, τις υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία.
Η Αθώρ, ωστόσο, δεν ήταν η βασική θεά της μπίρας. Η αιγυπτική θεότητα της μπίρας ήταν η Τενενίτ (από την αιγυπτιακή λέξη για την μπίρα, tenemu) και πίστευαν ότι την τέχνη της ζυθοποιίας την είχε διδαχθεί από τον ίδιο τον Όσιρι. Όπως η Νίνκασι στους Σουμέριους, η Τενενίτ παρασκεύαζε την μπίρα της με τα καλύτερα συστατικά και επέβλεπε κάθε πτυχή της διαδικασίας παραγωγής της.
Το τελικό αποτέλεσμα των προσπαθειών της ήταν ένα ποτό που απολάμβαναν σε όλη τη χώρα σε διάφορες ποικιλίες. Στους εργάτες στην Γκίζα έδιναν μερίδες μπίρας τρεις φορές την ημέρα και συνταγές για διάφορες ασθένειες περιελάμβαναν τη χρήση μπίρας (περιλαμβάνονταν σε περισσότερες από 100 συνταγές για φάρμακα). Όπως και στη Μεσοποταμία η μπίρα θεωρούνταν πιο υγιεινή από το νερό και καταναλώνονταν από Αιγύπτιους όλων των ηλικιών, από τους νεότερους έως τους γεροντότερους.
Από την Αίγυπτο η μπίρα ταξίδεψε στην Ελλάδα (όπως αποδεικνύεται από την ομοιότητα μιας άλλης αιγυπτιακής λέξης για τη μπίρα, zytum, και της αρχαίας ελληνικής, ζύθος). Οι έλληνες, ωστόσο, όπως και οι Ρωμαίοι αργότερα, προτιμούσαν το, δυνατότερο, κρασί από την μπίρα την οποία θεωρούσαν ένα κατώτερο ποτό βαρβάρων. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ιουλιανός συνέθεσε ακόμη και ένα ποίημα που εξυμνούσε τις αρετές του κρασιού και το παρομοίαζε με το νέκταρ, παρατηρώντας ότι η μπίρα μύριζε σαν κατσίκα. Πάντως, ότι οι Ρωμαίοι έφτιαχναν μπίρα αποδεικνύεται από ευρήματα σε ρωμαϊκό φυλάκιο στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας - που ιδρύθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο το 179 μ.Χ. ως Κάστα Ρεγκίνα - όπως και στο Τρίερ και σε άλλες θέσεις.
Η άνοδος και η πτώση της μπίρας
Καθώς εξαπλωνόταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εξαπλώνονταν και οι ρωμαϊκές συνήθειες και ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Καθώς οι Ρωμαίοι προτιμούσαν το κρασί, η μπίρα θεωρήθηκε ένα κακόγουστο "ποτό των βαρβάρων" σε σύγκριση με το κρασί που ταυτίστηκε με τις πιο καλλιεργημένες και ανώτερες τάξεις. Ακόμα φαίνεται ότι οι Κέλτες ήταν κυρίως οι πρώτοι υπεύθυνοι που το κρασί θεωρήθηκε ανώτερο της μπίρας, που, και αυτοί, τη θεωρούσαν ακατάλληλο ποτό για έναν άνδρα. Ο Νέλσον γράφει:
Η μπίρα θεωρήθηκε ότι είναι κατώτερος τύπος αλκοολούχου ποτού αφού επηρεαζόταν (τουλάχιστον συχνά) από την αλλοίωση της μαγιάς και ήταν φυσικά ένα «κρύο» και ως εκ τούτου θηλυπρεπές ποτό ενώ το κρασί θεωρήθηκε ότι δεν επηρεαζόταν από τη μαγιά και ότι ήταν μάλλον ένα «καυτό» και ως εκ τούτου ανδρικό ποτό (115-116)
Οι Γαλάτες ήταν "εθισμένοι στο κρασί των Ιταλών εμπόρων το οποίο έπιναν χωρίς να το ανακατεύουν (με νερό) και σε υπερβολική ποσότητα μέχρι τελικής πτώσεως" και λάτρευαν τόσο πολύ το κρασί ώστε θα μπορούσαν "να ανταλλάξουν έναν σκλάβο για μια κανάτα ιταλικού κρασιού" (Νέλσον 48-49). Όμως, όσο υποτιμητικά και να αντιμετωπίστηκε η μπίρα από την κοινωνική ελίτ, οι απλοί άνθρωποι δεν σταμάτησαν να την παρασκευάζουν.
Όπως κάνει ξεκάθαρο ο Νέλσον στο βιβλίο του «Το ποτό των βαρβάρων: Η ιστορία της μπίρας στην Αρχαία Ευρώπη» (The Barbarian's Beverage: A History of Beer in Ancient Europe), το ποτό που σήμερα θεωρούμε "μπίρα" αναπτύχθηκε στη Γερμανία και οι τεχνικές παρασκευής που εφάρμοσαν εκεί επηρέασαν την περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγής της σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι Γερμανοί παράγουν μπίρα από το 800 μ.Χ. και οι πρώιμες μέθοδοι τους ήταν όμοιες με εκείνες των αρχαίων Σουμέριων όσον αφορά την καθαρότητα του παρασκευάσματος με μια διαφορά όμως, τη σημαντική προσθήκη λυκίσκου. Γυναίκες ήταν επίσης οι πρώτοι ζυθοποιοί και η μπίρα παρασκευαζόταν μόνο από φρέσκο, ζεστό νερό, και τα καλύτερα δημητριακά. Η παράδοση συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση του χριστιανισμού όταν οι μοναχοί ανέλαβαν την τέχνη της ζυθοποιίας και πουλούσαν μπίρα από τα μοναστήρια τους.
Η μπίρα εξακολουθούσε να θεωρείται θεϊκό δώρο, που τώρα προσέφερε ο χριστιανικός Θεός, και τα κακά που μπορεί να προέκυπταν από τη μέθη αποδίδονταν στον διάβολο (Nelson, 87). Η Βιβλική εντολή για αποφυγή της μέθης (Προς Εφεσίους 5.18) θεωρήθηκε ότι δεν ισχύει για το ίδιο το ποτό, αλλά μάλλον για την υπερβολική κατανάλωσή του, η οποία ανοίγει την πόρτα για να εισέλθουν οι σκοτεινές δυνάμεις τη ζωή του ανθρώπου διώχνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η άποψη είναι παρόμοια με την άποψη των αρχαίων κατοίκων της Μεσοποταμίας που κατηγορούσαν έναν άνθρωπο για την υπερβολική κατανάλωση και τα προβλήματα που προέκυπταν από αυτή, αλλά ποτέ δεν κατηγορούσαν το ίδιο το ποτό.
Το 770 μ.Χ. ο Καρλομάγνος παραχωρούσε άδειες σε ζυθοποιούς στη Γαλλία και, όπως παλιότερα οι Βαβυλώνιοι, ρύθμιζε την παραγωγή, την πώληση και τη χρήση της μπίρας. Η μπίρα εξακολουθούσε να θεωρείται πιο υγιεινή από το νερό, εξ αιτίας της διαδικασίας ζύμωσης, και συνέχιζε να θεωρείται ότι έχει θεϊκή προέλευση. Η δημοτικότητά της διατηρούνταν αμείωτη. Το Φινλανδικό έπος Καλεβάλα (γραμμένο την 17ο αιώνα μ.Χ., αλλά βασισμένο σε πολύ παλαιότερες παραδόσεις) αφιερώνει πολύ περισσότερους στίχους στη μπίρα παρά στη δημιουργία του κόσμου και επαινεί τα αποτελέσματα της μπίρας με τέτοιο τρόπο ώστε εύκολα θα αναγνωρίζονταν από οποιονδήποτε, από τον αρχαίο Σουμέριο έως έναν σύγχρονο πότη.
Οι ζυθοποιοί εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν ιδιαίτερο καθεστώς στις κοινότητές τους μέχρι τον 19ο και τον 20ο αιώνα μέχρι που ομάδες αντίθετες στην κατανάλωση αλκοόλ απέκτησαν πολιτική δύναμη στις Η.Π.Α. και σε περιοχές της Ευρώπης και μπόρεσαν να επιβάλουν ποτοαπαγόρευση σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Παρόλα αυτά, η μακρόχρονη δημοτικότητα των αλκοολούχων ποτών στους ανθρώπους δεν μπορούσε να κατασταλεί από τη νομοθεσία και όλες οι πράξεις των κυβερνητικών οργάνων δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν την επανεμφάνιση την ζυθοποιών και των οινοποιών. Στη σύγχρονη εποχή, η μπίρα είναι τόσο κερδοφόρα εμπορική επιχείρηση όσο ήταν και στην αρχαιότητα και διατηρεί τη δημοτικότητά της σε όλο τον κόσμο. Είτε στη χαρά είτε στη λύπη, η μπίρα συνεχίζει να κατέχει την ίδια υψηλή θέση που είχε στην αρχαία Μεσοποταμία: το ποτό που κάνει την καρδιά κάποιου να αισθάνεται ελαφριά.