Ο Τρωικός πόλεμος, μεταξύ των Ελλήνων και των υπερασπιστών της πόλης της Τροίας στην Ανατολία, κάποτε στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον επί χιλιετίες. Μια σύγκρουση μεταξύ Μυκηναίων και Χετταίων, μπορεί όντως να είχε συμβεί, αλλά η παρουσίασή της από τα έργα της επικής λογοτεχνίας, όπως η Ιλιάδα του Ομήρου, είναι περισσότερο μύθος παρά πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, επηρέασε και διαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μέχρι και τον 21ο αιώνα. Αυτή η ιστορία θεών και ηρώων, είναι ίσως μια από τις πλουσιότερες μεμονωμένες πηγές που σώζονται από την αρχαιότητα και προσφέρει γνώση για τον πόλεμο, τη θρησκεία, τα έθιμα και τις συμπεριφορές των αρχαίων Ελλήνων.
Πάρις και Ελένη
Η βασική πηγή της γνώσης μας για τον Τρωικό Πόλεμο, είναι η Ιλιάδα του Ομήρου (γραμμένη κάποια στιγμή τον 8ο αι. π.Χ.), στην οποία περιγράφονται 52 ημέρες από τον τελευταίο χρόνο της δεκαετούς σύγκρουσης. Οι Έλληνες φαντάζονταν τον πόλεμο να έχει διεξαχθεί τον 13ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, ο πόλεμος αυτός ήταν το θέμα μιας μακράς προφορικής παράδοσης πριν από τα ομηρικά έργα και αυτό, σε συνδυασμό με άλλες πηγές όπως τα αποσπάσματα των ποιημάτων του Επικού Κύκλου, μας δίνει μια πληρέστερη εικόνα για το τι ακριβώς πίστευαν οι Έλληνες για τον Τρωικό Πόλεμο.
Στην ελληνική παράδοση, ο Τρωικός Πόλεμος άρχισε ως μια προσπάθεια του Δία να μειώσει τον ολοένα αυξανόμενο ανθρώπινο πληθυσμό και, σε πιο πρακτικό επίπεδο, ως μια εκστρατεία για την ανάκτηση της Ελένης, της συζύγου του Μενέλαου, βασιλιά της Σπάρτης και αδελφού του Αγαμέμνονα. Η Ελένη είχε απαχθεί από τον Τρώα πρίγκιπα Πάρι (γνωστό και ως Αλέξανδρο) και ήταν η ανταμοιβή του για την επιλογή της Αφροδίτης ως της πιο όμορφης από τις θεές, σε έναν διαγωνισμό με την Αθηνά και την Ήρα, στον γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας. Ο Μενέλαος και οι Έλληνες ήθελαν να πάρουν πίσω την Ελένη και να τιμωρήσουν τους Τρώες για την αναίδειά τους.
Ο ελληνικός στρατός
Του συνασπισμού των ελληνικών δυνάμεων (των Αχαιών, όπως τους αποκαλεί ο όμηρος) ηγείτο ο βασιλιάς Αγαμέμνων των Μυκηνών. Μεταξύ των πόλεων ή περιοχών που έστειλαν δυνάμεις ήταν η Βοιωτία, η Φώκαια, η Εύβοια, η Αθήνα, το Άργος, η Κόρινθος, η Αρκαδία, η Σπάρτη, η Κεφαλλονιά, η Κρήτη, η Ρόδος, η Μαγνησία και οι Κυκλάδες. Πόσους ακριβώς άνδρες έστειλαν, είναι ασαφές. Ο Όμηρος μιλάει για έναν στρατό «δεκάδων χιλιάδων» ή πιο ποιητικά «[τόσους] όσα και φύλλα και λουλούδια την άνοιξη φυτρώνουν».
Ανάμεσα στους Έλληνες πολεμιστές υπήρχαν και κάποιοι πολύ ιδιαίτεροι ήρωες, ηγέτες που ήταν οι σπουδαιότεροι μαχητές και που επέδειξαν το μεγαλύτερο θάρρος στο πεδίο του πολέμου. Συχνά, είχαν μια θεϊκή μητέρα ή έναν θεϊκό πατέρα, ενώ ο άλλος γονιός ήταν θνητός, δημιουργώντας έτσι έναν γενεαλογικό δεσμό μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Από τους πιο σημαντικούς ήταν ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Αίας, ο Διομήδης, ο Πάτροκλος, ο Αντίλοχος, ο Μενεσθέας και ο Ιδομενέας.
Οι Έλληνες είχαν τη βοήθεια αρκετών από τους Ολύμπιους θεούς. Η Αθηνά, ο Ποσειδώνας, η Ήρα, ο Ήφαιστος, ο Ερμής και η Θέτις, προσέφεραν όλοι άμεση ή έμμεση βοήθεια στους Έλληνες, σύμφωνα με την ομηρική εκδοχή του πολέμου. Οι θεοί είχαν ευνοούμενους μεταξύ των ανδρών που πολεμούσαν στις πεδιάδες της Τροίας και συχνά τους προστάτευαν εκτρέποντας δόρατα ή ακόμη και αφαρπάζοντάς τους από τη φωτιά της μάχης και τοποθετώντας τους σε ασφαλές μέρος, μακριά από τον κίνδυνο.
Ο στρατός των Τρώων
Ο στρατός που υπερασπιζόταν τη μεγάλη πόλη της Τροίας, υπό την ηγεσία του βασιλιά Πριάμου, είχε βοήθεια από έναν μακρύ κατάλογο συμμάχων. Αυτοί περιλάμβαναν τους Κάρες, τους Αλιζώνες, τους Καύκωνες, τους Κίκονες, τους Λυκίους, τους Μαίονες, τους Μοισούς, τους Παίονες, του Παφλαγόνες, τους Πελασγούς, τους Φρύγες και τους Θράκες.
Οι Τρώες είχαν κι αυτοί τους ημίθεούς τους, μεταξύ τους ο Έκτορας (γιος του Πριάμου), ο Αινείας, ο Σαρπηδόνας, ο Γλαύκος, ο Φόρκυς, ο Πολυδάμας και ο Ρήσος. Οι Τρώες είχαν, επίσης, βοήθεια από τους θεούς, λαμβάνοντας τη συνδρομή του Απόλλωνα, της Αφροδίτης, του Άρη και της Λητώς, στη διάρκεια της μάχης.
Σημαντικές μάχες
Το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου ήταν στην πραγματικότητα μια παρατεταμένη πολιορκία και η πόλη μπόρεσε να αντισταθεί για τόσον καιρό, επειδή η οχύρωσή της ήταν μεγαλειώδης. Πράγματι, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, τα τείχη της Τροίας είχαν χτιστεί από τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα, οι οποίοι, έπειτα από μια πράξη ασέβειας, είχαν υποχρεωθεί από τον Δία να υπηρετήσουν τον Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα για έναν χρόνο. Υπήρξαν, όμως, μάχες έξω από τα τείχη, όπου οι αντίπαλοι πολέμησαν με άρματα, αλλά κυρίως με πεζούς άνδρες που χρησιμοποιούσαν δόρατα και σπαθιά και προστατεύονταν από ασπίδες, κράνη και θωράκιση για το στήθος και τα πόδια. Ο πόλεμος μαινόταν και κόπαζε στις πεδιάδες της Τροίας για χρόνια, αλλά οι πραγματικά συναρπαστικές μάχες φαίνεται ότι έγιναν το τελευταίο έτος της πολιορκίας και τα ακόλουθα είναι μια επιλογή από τις καλύτερες στιγμές.
Πάρις εναντίον Μενέλαου
Κουρασμένος από τις ατελέσφορες μάχες, ο Μενέλαος κάλεσε τον Πάρι σε μονομαχία, ώστε να αποφασιστεί η έκβαση του πολέμου. Αφού συμφώνησαν, οι δύο πολεμιστές τράβηξαν κλήρο για να δουν ποιος θα έριχνε πρώτος το δόρυ του. Ο Πάρις κέρδισε και έριξε πρώτος, αλλά το δόρυ του καρφώθηκε στην ασπίδα του Μενέλαου, χωρίς να τον απειλήσει. Τότε, ο Έλληνας βασιλιάς έριξε το όπλο του με τεράστια δύναμη και η λόγχη διαπέρασε την ασπίδα του Πάρι και τρύπησε την πανοπλία του. Αν ο Πάρις δεν είχε κάνει έναν ελιγμό την τελευταία στιγμή, σίγουρα θα είχε σκοτωθεί επιτόπου. Ωστόσο, ο Μενέλαος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και με το σπαθί του κατάφερε ένα τρομακτικό χτύπημα στο κράνος του πρίγκιπα της Τροίας. Όμως, το σπαθί έσπασε και έπεσε κομματιασμένο στο χώμα. Ο Μενέλαος άρπαξε, τότε, το κράνος του Πάριδος με γυμνά χέρια και άρχισε να τον σέρνει έξω από το πεδίο της μάχης. Ο Πάρις άρχισε να πνίγεται καθώς το λουρί του κράνους σφιγγόταν γύρω από τον λαιμό του και σώθηκε μόνο χάρη στην επέμβαση της Αφροδίτης, η οποία έσπασε το λουρί και, καλύπτοντας τον πρίγκιπα με ένα πέπλο ομίχλης, έστειλε τον ευνοούμενό της πίσω στη μυρωμένη του κάμαρα.
Έκτορας εναντίον Αίαντα
Η συνάντηση των δύο μεγάλων ηρώων αντηχεί εκείνη του Μενέλαου και του Πάριδος. Και οι δύο έριξαν τα δόρατά τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, ο Έκτορας πέταξε μια μεγάλη πέτρα κατά του Έλληνα, αλλά εκείνος την απέκρουσε με την ασπίδα του. Ο Αίαντας απάντησε με μια ακόμα μεγαλύτερη πέτρα, σπάζοντας την ασπίδα του Έκτορα. Στη συνέχεια, τράβηξαν τα σπαθιά τους και ετοιμάστηκαν για θανάσιμη μάχη, αλλά τους σταμάτησαν οι σύντροφοί τους, που ζήτησαν τον τερματισμό των συγκρούσεων επειδή πλησίαζε η νύχτα. Ακολουθώντας τον κώδικα τιμής της παλιάς καλής εποχής, οι δύο μαχητές χαιρετήθηκαν φιλικά ανταλλάσσοντας δώρα, ο μέν Έκτορας έδωσε ένα ξίφος με ασημένια λαβή και ο Αίας μια εντυπωσιακή κόκκινη ζώνη.
Η επίθεση στα ελληνικά πλοία
Μετά από μια μέρα τρομερών μαχών, ο Έκτορας οδήγησε τους Τρώες σε μια επίθεση στο τείχος του ελληνικού στρατοπέδου. Γκρεμίζοντας τις πύλες, οι Τρώες απώθησαν τους έντρομους Έλληνες προς τα πλοία τους. Όμως, καθώς η προσοχή του Δία αποσπάται προσωρινά από τη γοητεία της Ήρας, ο Ποσειδώνας παρεμβαίνει και εμψυχώνει τους Έλληνες, οι οποίοι ανασυντάσσονται και αναγκάζουν τους Τρώες σε υποχώρηση. Στη συνέχεια, η πορεία της μάχης αλλάζει και πάλι και, με την υποστήριξη του Απόλλωνα, ένας χαρισματικός Έκτορας, στην καλύτερή του στιγμή, για άλλη μια φορά απωθεί τους Έλληνες στα πλοία τους, τα οποία επιχειρεί να κάψει.
Ο θάνατος του Πάτροκλου
Ο ανίκητος Αχιλλέας ήταν απλά ο καλύτερος πολεμιστής στην Ελλάδα, ή οπουδήποτε αλλού, εδώ που τα λέμε. Όμως, προς απογοήτευση των Ελλήνων, απείχε από το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας πράξης του πολέμου, καθώς ήταν θυμωμένος. Ο Αγαμέμνων του είχε κλέψει τη Βρισηίδα – λάφυρο του πολέμου – με αποτέλεσμα ο ήρωας να αρνείται να πολεμήσει. Αρχικά, ο Αγαμέμνων δεν φάνηκε να ενοχλείται ιδιαίτερα που έχασε τον ευέξαπτο μαχητή του, αλλά καθώς οι Τρώες άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι, διαφάνηκε ότι ο Αχιλλέας θα ήταν απαραίτητος αν οι Αχαιοί ήθελαν να κερδίσουν την παρατεταμένη σύγκρουση. Έτσι, ένας όλο και πιο απελπισμένος Αγαμέμνονας, απευθύνει έκκληση στον Αχιλλέα και του υπόσχεται πλούσιους θησαυρούς, αν επιστρέψει στην μάχη. Ο Αχιλλέας αρνείται, αλλά με το στρατόπεδο των Ελλήνων να δέχεται επίθεση, ο Πάτροκλος καλεί τον μέντορα και καλό του φίλο, Αχιλλέα, να επιστρέψει και όταν εκείνος αρνείται και πάλι, ζητά την άδεια να φορέσει την πανοπλία του Αχιλλέα και να οδηγήσει ο ίδιος τους φοβερούς Μυρμιδόνες. Βλέποντας τα ελληνικά πλοία να καίγονται, ο Αχιλλέας δίνει διστακτικά τη συγκατάθεσή του, αλλά προειδοποιεί τον Πάτροκλο μόνο να απωθήσει τους Τρώες από το στρατόπεδο και να μην τους ακολουθήσει στα τείχη της Τροίας.
Ο Πάτροκλος οδήγησε την αντεπίθεση των Ελλήνων, οι Τρώες απωθήθηκαν και ο ίδιος κατάφερε να σκοτώσει τον μεγάλο ήρωα των Τρώων, Σαρπηδόνα. Μέσα στην έξαψη της επιτυχίας, ο νεαρός ήρωας ξέχασε τη συμβουλή του Αχιλλέα και με ορμή ώθησε τη μάχη προς την Τροία. Όμως, στο σημείο αυτό παρενέβη υπέρ των Τρώων ο μέγας Απόλλων, που με ένα χτύπημα αφαίρεσε το κράνος και την πανοπλία του Πάτροκλου, έσπασε το δόρυ του και του έριξε την ασπίδα από το χέρι. Εκτεθειμένος και ευάλωτος, ο Πάτροκλος μαχαιρώνεται από τον Εύφορβο και δέχεται το τελειωτικό χτύπημα από το δόρυ του Έκτορα.
Η νέα πανοπλία του Αχιλλέα
Όταν ο Αχιλλέας μαθαίνει για τον θάνατο του φίλου του, Πάτροκλου, καταβάλλεται από θλίψη και οργή και ορκίζεται να πάρει τρομερή εκδίκηση από τους Τρώες και ειδικά από τον Έκτορα. Μετά από την ενδεδειγμένη περίοδο πένθους, ο Αχιλλέας αποφασίζει να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης. Ήταν μια απόφαση που σφράγισε τη μοίρα της Τροίας.
Πριν επιστρέψει στη μάχη, ο Αχιλλέας χρειαζόταν καινούργια πανοπλία και αυτή του την έδωσε η θεϊκή μητέρα του, Θέτις, η οποία έβαλε τον Ήφαιστο, τον μέγα τεχνίτη του Ολύμπου, να του σφυρηλατήσει την μεγαλοπρεπέστερη πανοπλία που κατασκευάστηκε ποτέ. Χρησιμοποιώντας χαλκό, κασσίτερο, χρυσάφι και ασήμι, ο θεός έφτιαξε μια τεράστια ασπίδα, η οποία απεικόνιζε πολυάριθμες σκηνές από τη Γη και όλους τους αστερισμούς. Μαζί, έφτιαξε ένα εκθαμβωτικό χρυσό κράνος για τον ήρωα. Απαστράπτων μέσα στη λαμπερή του πανοπλία, ο Αχιλλέας, τρελός ακόμα από οργή, οδηγεί τους Τρώες σε άτακτη φυγή πίσω από τα τείχη τους, όπως ήταν αναμενόμενο.
Έκτορας εναντίον Αχιλλέα
Ο Έκτορας παρέμεινε μόνος έξω από τα τείχη, αλλά στη θέα του φοβερού, οργισμένου Αχιλλέα, το θάρρος του τον εγκατέλειψε και έτρεξε να σωθεί. Ο Αχιλλέας τον ακολούθησε και τον κυνήγησε κάνοντας τρεις φορές τον γύρο των τειχών. Καταφέρνοντας στο τέλος να τον φτάσει, ο Αχιλλέας σκότωσε τον αντίπαλό του, δίνοντας ένα μανιασμένο χτύπημα με το δόρυ του στον λαιμό του Έκτορα. Στη συνέχεια, του αφαίρεσε την πανοπλία και δένοντάς τον από τους αστραγάλους πίσω από το άρμα του, έσυρε το σώμα του μέχρι το ελληνικό στρατόπεδο, υπό το βλέμμα του Πριάμου, που παρακολουθούσε τη σκηνή από τα τείχη της πόλης. Αυτή ήταν μια τρομερά ανέντιμη πράξη, ενάντια σε όλους τους κανόνες του αρχαίου πολέμου.
Έχοντας εκδικηθεί για τον θάνατο του Πάτροκλου, ο Αχιλλέας διοργάνωσε επικήδειους αγώνες προς τιμήν του φίλου του. Στο μεταξύ, ο Πρίαμος μπήκε στο ελληνικό στρατόπεδο μεταμφιεσμένος και ικέτευσε τον Αχιλλέα να του δώσει το σώμα του γιου του, για να το θάψει με τις αρμόζουσες τιμές. Αρχικά απρόθυμος, ο Αχιλλέας πείστηκε τελικά από τις συναισθηματικές εκκλήσεις του γηραιού βασιλιά και συμφώνησε να επιστρέψει το σώμα. Εδώ τελειώνει η Ιλιάδα, αλλά ο πόλεμος είχε και άλλες ανατροπές.
Ο Δούρειος Ίππος και η νίκη
Ο πόλεμος περιλαμβάνει μερικά ακόμα συναρπαστικά επεισόδια, ανάμεσά τους ο φόνος σε μάχη με τον Αχιλλέα του Αιθίοπα βασιλιά Μέμνωνα και της Αμαζόνας Πενθεσίλειας, που πήγαν να βοηθήσουν τους Τρώες. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την όμορφη Αμαζόνα τη στιγμή που τη σκότωνε με το δόρυ του. Ο Αχιλλέας συνάντησε κι αυτός τη μοίρα του και σκοτώθηκε από ένα βέλος στο μοναδικό ευάλωτο σημείο του σώματός του, τον αστράγαλο, το οποίο εκτόξευσε ο Πάρις και οδήγησε στον στόχο ο Απόλλωνας. Ο Οδυσσέας και ο Αίας φιλονίκησαν για την μεγαλειώδη πανοπλία του ήρωα και ο Αίας τρελάθηκε από την απογοήτευση όταν έχασε το έπαθλο. Αφού σφαγίασε ένα κοπάδι προβάτων που πίστευε ότι ήταν Έλληνες, έπεσε πάνω στο σπαθί του, σε μια μάταιη αυτοκτονία. Ο Φιλοκτήτης εκδικήθηκε για τον Αχιλλέα, σκοτώνοντας τον Πάρι με το θρυλικό τόξο του Ηρακλή. Τέλος, ο Οδυσσέας κατάφερε να μπει στην πόλη μεταμφιεσμένος και να κλέψει το ιερό Παλλάδιο, το άγαλμα της Αθηνάς.
Η τελική και καθοριστική πράξη, όμως, ήταν η ιδέα του Δούρειου Ίππου. Ο Οδυσσέας, εμπνευσμένος από την Αθηνά, σκέφτηκε το τέχνασμα αυτό για να περάσει ένα σώμα ανδρών μέσα στα τείχη της Τροίας. Πρώτα, οι Έλληνες θα έφευγαν με τα πλοία τους προς τη δύση, αφήνοντας πίσω τους ένα μυστηριώδες δώρο για τους Τρώες, ένα γιγάντιο ξύλινο άλογο, το οποίο στην πραγματικότητα έκρυβε μέσα του μια ομάδα πολεμιστών. Για να βεβαιωθεί ότι οι Τρώες θα έπαιρναν το άλογο μέσα στην πόλη, ο Σίνων επιλέχθηκε να μείνει πίσω για να διηγηθεί μια παραπλανητική ιστορία για τους Έλληνες, που είχαν δήθεν εγκαταλείψει τον πόλεμο, αφήνοντας και ένα ωραίο δώρο. Πράγματι, οι Τρώες πήραν το άλογο μέσα στην πόλη, αλλά όσο απολάμβαναν τη νίκη τους πίνοντας, οι Έλληνες βγήκαν από το άλογο, άνοιξαν τις πύλες στον ελληνικό στρατό που είχε επιστρέψει, η πόλη λεηλατήθηκε και ο πληθυσμός της σφαγιάστηκε ή σκλαβώθηκε. Η Ελένη επέστρεψε στο Άργος και από τους ήρωες της Τροίας, μόνο ο Αινείας γλίτωσε και βρήκε νέα πατρίδα στην Ιταλία.
Η νίκη είχε το τίμημά της. Εξαιτίας της ανηλεούς καταστροφής της πόλης και των ανθρώπων της και ακόμα χειρότερα, λόγω προκλητικών ιερόσυλων πράξεων, όπως ο βιασμός της Κασσάνδρας, οι θεοί τιμώρησαν τους Έλληνες, στέλνοντας καταιγίδα που κατέστρεψε τα πλοία τους και όσοι κατάφεραν να επιστρέψουν, έπρεπε να υπομείνουν ένα παρατεταμένο και δύσκολο ταξίδι. Ακόμα και τότε, κάποιοι από τους Έλληνες που κατάφεραν να γυρίσουν, αντιμετώπισαν νέες δυστυχίες και καταστροφές στην πατρίδα τους.
Τρωικός Πόλεμος: Τέχνη και λογοτεχνία
Η Τροία και ο Τρωικός Πόλεμος έγιναν κυρίαρχος μύθος στην κλασσική ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία και επανεξετάστηκαν πολλές φορές από τους συγγραφείς, σε έργα όπως ο Αγαμέμνων του Αισχύλου, οι Τρωάδες του Ευριπίδη και η Αινειάδα του Βιργιλίου. Στην κεραμική διακόσμηση και στην γλυπτική, οι καλλιτέχνες επίσης γοητεύτηκαν από τον Τρωικό Πόλεμο. Σκηνές από την κρίση του Πάριδος, τη μάχη Αχιλλέα – Έκτορα, τους πεσσούς του Αχιλλέα και του Αία και την αυτοκτονία του Αία, είναι μερικές μόνο από τις πολυάριθμες σκηνές του μύθου που θα εμφανίζονταν επανειλημμένα στην τέχνη για αιώνες. Το σημαντικότερο, ίσως, είναι ότι ο Τρωικός Πόλεμος έγινε σύμβολο του αγώνα των Ελλήνων κατά των ξένων δυνάμεων και έδωσε έπη για μια εποχή που οι άντρες ήταν καλύτεροι, πιο ικανοί και πιο έντιμοι.
Η Τροία στην Αρχαιολογία
Υπήρξε μεγάλη συζήτηση μεταξύ των ακαδημαϊκών, για το αν η μυθική Τροία πράγματι υπήρξε και για το αν πρόκειται για την αρχαία πόλη που ανακαλύφθηκε στην Ανατολία και φαίνεται να άκμαζε επί χιλιάδες χρόνια· ωστόσο, είναι πλέον σχεδόν καθολικά αποδεκτό, ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν την πόλη της Ιλιάδας του Ομήρου.
Από τις πολλές πόλεις που είναι χτισμένες διαδοχικά η μία πάνω στην άλλη, η Τροία VI (c. 1750-1300 π.Χ.) είναι η καλύτερη υποψήφια για να αποτελεί την πολιορκημένη πόλη του Ομήρου. Τα εντυπωσιακά τείχη με τους πολλούς πύργους, σίγουρα ταιριάζουν στην περιγραφή του Ομήρου για την «εύπυργο» Τροία. Η κάτω πόλη καλύπτει μια εντυπωσιακή έκταση 270.000 μ², η οποία προστατεύεται από περιμετρική οχυρωματική τάφρο και υποδηλώνει μια μεγαλούπολη σαν τη μυθική Τροία.
Η Τροία VI είναι μερικώς κατεστραμμένη, αλλά ο ακριβής λόγος δεν είναι γνωστός, πλην κάποιων ενδείξεων πυρκαγιάς. Ενδιαφέρον προκαλεί ότι στο σημείο βρέθηκαν χάλκινα βέλη, αιχμές δόρατος και σφεντόνες, μάλιστα κάποια ήταν σφηνωμένα στα τείχη, κάτι που δείχνει ότι υπήρξε κάποιου είδους πολεμική σύγκρουση. Η χρονολόγησή τους (π. 1250 π.Χ.) και τα ίχνη της καταστροφής, συνάδουν με τις ημερομηνίες που δίνει ο Ηρόδοτος για τον Τρωικό Πόλεμο. Οι συγκρούσεις μεταξύ Μυκηναίων και Χετταίων, στη διάρκεια των αιώνων, είναι παραπάνω από πιθανές, με την αποικιακή εξάπλωση και τον έλεγχο των κερδοφόρων εμπορικών οδών να αποτελούν πρωταρχικά κίνητρα. Τέτοιες συγκρούσεις, όμως, είναι απίθανο να είχαν την κλίμακα του ομηρικού πολέμου, αλλά συνολικά θα μπορούσαν να είναι η βάση για τα έπη του Τρωικού Πολέμου, τα οποία εξακολουθούν να γοητεύουν.