Ο ερυθρόμορφος ρυθμός είναι μια τεχνοτροπία της ελληνικής αγγειογραφίας που επινοήθηκε στην Αθήνα περίπου το 530 π.Χ. Με την τεχνοτροπία αυτή σχεδιάζονται κόκκινες φιγούρες σε βαμμένο μαύρο φόντο. Ο ερυθρόμορφος ρυθμός έγινε πιο δημοφιλής και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. είχε ήδη αντικαταστήσει το μελανόμορφο ως τον κυρίαρχο τύπο κεραμικής στην Αθήνα. Τα τελευταία καταγεγραμμένα παραδείγματα είναι από το 320 π.Χ.
Στον ερυθρόμορφο ρυθμό οι μορφές αποδίδονται στο αρχικό κόκκινο-πορτοκαλί του πηλού. Αυτό επέτρεψε περισσότερες λεπτομέρειες απ' ότι στο μελανόμορφο ρυθμό, γιατί οι γραμμές δεν αποδίδονταν με χάραξη αλλά ζωγραφίζονταν με λεπτό πινέλο. Αυτό έκανε τις ζωγραφισμένες σκηνές πιο λεπτομερείς και πιο ρεαλιστικές και έδωσε στους ερυθρόμορφους ζωγράφους την ευκαιρία να εργαστούν με μεγαλύτερη προοπτική. Στη μελανόμορφη ζωγραφική οι φιγούρες εμφανίζονταν σχεδόν πάντα σε προφίλ, αλλά η ερυθρόμορφη επέτρεπε τη μετωπική όψη, την πίσω όψη και όψη τριών τετάρτων, δημιουργώντας έτσι μια τρίτη διάσταση.
Όπως ο μελανόμορφος ρυθμός, έτσι και ο ερυθρόμορφος εφαρμόστηκε σε διαφορετικούς τύπους αγγείων για συγκεκριμένες χρήσεις. Στα αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως αμφορείς για τη μεταφορά αγαθών και υδρίες για την μεταφορά νερού, συχνά απεικονίζονταν σκηνές της καθημερινής ζωής. Στα αγγεία που προορίζονταν για τελετουργική χρήση, όπως οι λήκυθοι για τις σπονδές, απεικονίζονταν συνήθως σκηνές θρησκευτικής σημασίας.
Η Αθήνα παρέμεινε ο κύριος παραγωγός στην ερυθρόμορφη κεραμική, τόσο σε ποιότητα όσο και σε ποσότητα, αλλά τελικά η τεχνοτροπία εξαπλώθηκε και σε άλλες ελληνικές περιοχές, ιδιαίτερα στη Νότια Ιταλία. Η θεματολογία των ερυθρόμορφων αγγείων διέφερε πολύ: από απεικονίσεις θεών και ηρώων μέχρι απεικονίσεις της καθημερινής αθηναϊκής ζωής. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις ζωγραφιές καταγράφονται ιστορικές, κοινωνικές και μυθολογικές πληροφορίες.
Οι ειδικοί κατάφεραν να αναγνωρίσουν καλλιτέχνες και καλλιτεχνικές ομάδες ως ζωγράφους αυτών των ερυθρόμορφων αγγείων. Το πιο σημαντικό έργο για την ταυτοποίηση αυτών των καλλιτεχνών είναι το "Ζωγράφοι αττικών ερυθρόμορφων αγγείων" του Τζον Μπίζλι, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1925. Ο Μπίζλι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, κατέγραψε πάνω από 65.000 αγγεία και θραύσματα και αναγνώρισε πάνω από 17.000 καλλιτέχνες.
Από αυτούς τους αναγνωρισμένους ζωγράφους, ο ζωγράφος του Ανδοκίδη συνήθως πιστώνεται η εφεύρεση της τεχνοτροπίας. Μαζί του υιοθέτησαν την τεχνική και αρκετοί άλλοι, συμπεριλαμβανομένης της λεγόμενης «Ομάδας Πρωτοπόρων» του Ευφρονίου, του Ευθυμίδη και του Φιντία. Αυτοί οι πρώτοι ερυθρόμορφοι ζωγράφοι ήταν συχνά «δίγλωσσοι», που σημαίνει ότι εργάζονταν τόσο σε ερυθρόμορφο όσο και σε μελανόμορφο ρυθμό για μια χρονική περίοδο. Από την ύστερη αρχαϊκή περίοδο εμφανίστηκαν αξιόλογοι ζωγράφοι, όπως ο ζωγράφος του Βερολίνου, ο ζωγράφος του Κλεοφράδη και ο Δούρις, και η τεχνική έγινε πιο εκλεπτυσμένη και άρχισε να κυριαρχεί στον μεσογειακό κόσμο. Η επιδεξιότητα στην τεχνική συνεχίστηκε στην Κλασική περίοδο με διάσημους ζωγράφους όπως ο Ζωγράφος του Αχιλλέα, ο Ζωγράφος της Πρόνοιας και ο Ζωγράφος του Πανός. Μεταγενέστεροι διάσημοι καλλιτέχνες υπήρξαν ο Ζωγράφος της Ερέτριας, ο Ζωγράφος του Μειδία, ο οποίος πέτυχε νέα επίπεδα λεπτομέρειας στη ζωγραφική ενδυμάτων και ο Ζωγράφος του Μελέαγρου.