Ο μελανόμορφος ρυθμός είναι μια τεχνική της ελληνικής αγγειογραφίας που πήρε το όνομά της από το χρώμα των μοτίβων που ζωγραφίζονται σε αγγεία. Πρωτοεμφανίστηκε στην Κόρινθο γύρω στο 700 π.Χ. και στη συνέχεια υιοθετήθηκε από αγγειογράφους στην Αττική, όπου έγινε η κυρίαρχη διακοσμητική τεχνοτροπία από το 625 π.Χ. Τα αθηναϊκά αγγεία κυριάρχησαν από τότε στη μεσογειακή αγορά κεραμικής για τα επόμενα 150 χρόνια.
Εκτός από την Αττική και την Κόρινθο, η Λακωνία ήταν η τρίτη, αν και μικρότερη, παραγωγός του ρυθμού αυτού στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Τα περισσότερα από 20.000 σωζόμενα μελανόμορφα αγγεία ποικίλων μορφών όχι μόνο μας επιτρέπουν την αναγνώριση καλλιτεχνών και εργαστηρίων, αλλά μας παρέχουν επίσης τις παλαιότερες και πιο ποικιλόμορφες αναπαραστάσεις ελληνικής μυθολογίας, σκηνών μάχης και θρησκευτικών, κοινωνικών και αθλητικών συνηθειών. Τα αγγεία αποτελούν επίσης σημαντικό εργαλείο για την χρονολόγηση των αρχαιολογικών χώρων και την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας γενικότερα. Ο ρυθμός αυτός αντικαταστάθηκε τελικά από τον ερυθρόμορφο.
Εξέλιξη
Προερχόμενη από τα προηγούμενα γεωμετρικά σχέδια στην κεραμική, η μελανόμορφη τεχνική απεικόνιζε ζώα (που προτιμούσαν περισσότερο στην Κόρινθο) και ανθρώπινες σιλουέτες (που προτιμούσαν οι Αθηναίοι ζωγράφοι) με νατουραλιστική λεπτομέρεια. Πριν από τη διαδικασία του ψησίματος, μια γυαλιστερή μαύρη χρωστική ουσία από ποτάσα, ιλλιτικό πηλό και ξύδι (ως σταθεροποιητικό) εφαρμόζονταν με ένα πυκνό στρώμα σε ολόκληρα αγγεία ή μέρος των αγγείων. Αυτό το μαύρο λούστρο έδινε επίσης ένα ελαφρώς ανάγλυφο αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, τμήματα της βαμμένης περιοχής ξύνονταν όπου δεν χρειαζόταν, αφήνοντας ένα σχέδιο. Πρόσθετες λεπτομέρειες όπως μύες και μαλλιά προσθέτονταν στις φιγούρες με τη χρήση ενός αιχμηρού οργάνου για να χαράξουν το μαύρο αποκαλύπτοντας το χρώμα του πηλού από κάτω και προσθέτοντας πινελιές κόκκινου και λευκού χρώματος. Τα περιγράμματα και οι άκρες των αγγείων ήταν συχνά διακοσμημένα με σχέδια λουλουδιών, λωτών και ανθεμίων.
Μελανόμορφες συμβάσεις
Υιοθετήθηκαν ορισμένες χρωματικές συμβάσεις, όπως το λευκό για τη γυναικεία σάρκα, το μαύρο για την αντρική. Άλλες συμβάσεις ήταν το αμυγδαλωτό σχήμα για τα μάτια των γυναικών, κυκλικό για των ανδρών, τα παιδιά ζωγραφίζονταν ως ενήλικες αλλά σε μικρότερη κλίμακα, οι νεαροί άνδρες είναι χωρίς γενειάδα, οι ηλικιωμένοι άνδρες έχουν άσπρα μαλλιά και μερικές φορές σκύβουν και οι ηλικιωμένες γυναίκες είναι πιο γεμάτες στο σώμα. Μερικές χειρονομίες έγιναν επίσης συμβατικές, όπως το χέρι στο κεφάλι για να αναπαραστήσουν τη θλίψη. Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του ρυθμού είναι η έλλειψη κυριολεκτικού νατουραλισμού. Οι φιγούρες απεικονίζονται συχνά με προφίλ προσώπου και μετωπιαίο σώμα και οι δρομείς βρίσκονται στην αδύνατη θέση και των δύο αριστερών (ή δεξιών) χεριών και ποδιών που κινούνται προς τα εμπρός. Υπήρξε, ωστόσο, κάποια προσπάθεια επίτευξης προοπτικής, με τις μετωπικές απόψεις αλόγων και αρμάτων να είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς.
Χαρακτηριστικά αγγεία αυτής της τεχνοτροπίας είναι οι αμφορείς, οι λήκυθοι, οι κύλικες, οι απλές κούπες, οι πυξίδες (κουτιά με καπάκι) και τα κύπελλα.
Οι ζωγράφοι και οι αγγειοπλάστες ήταν συνήθως, αν και όχι πάντα, διαφορετικοί τεχνίτες. Το πρώτο υπογεγραμμένο αγγείο ήταν του Σοφίλου και χρονολογείται γύρω στο 570 π.Χ. Πολλοί άλλοι μεμονωμένοι ζωγράφοι έχουν αναγνωριστεί με βεβαιότητα μέσω των υπογραφών τους (συνηθέστερα ως «...έκανε αυτό») και πολλοί περισσότεροι ανυπόγραφοι καλλιτέχνες μπορεί να αναγνωριστούν μέσω του ιδιαίτερου στιλ τους.
Ίσως το πιο διάσημο παράδειγμα της τεχνικής είναι ο κρατήρας του Κλειτία (αγγείο του Φρανσουά) του 6ου αιώνα (περίπου 570 π.Χ.), ένας μεγάλος κρατήρας που έχει ύψος 66 εκ. και με μια εκπληκτική σειρά από σκηνές και χαρακτήρες απεικονίζονται 270 μορφές ανθρώπων και ζώων από την ελληνική μυθολογία περιλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τους Ολύμπιους θεούς, τους Κένταυρους, τον Αχιλλέα και τον Πηλέα.
Ο μελανόμορφος ρυθμός αντικαταστάθηκε τελικά από την (αντίστροφη) ερυθρόμορφη τεχνική γύρω στο 530 π.Χ. Οι δύο τεχνοτροπίες εμφανίζονταν παράλληλα για κάποιο χρονικό διάστημα στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. και υπάρχουν ακόμη και «δίγλωσσα» παραδείγματα αγγείων και με τις δύο τεχνικές, αλλά ο ερυθρόμορφος ρυθμός, με την προσπάθεια πιο ρεαλιστικής απεικόνισης της ανθρώπινης μορφής, τελικά θα γίνει η αγαπημένη τεχνοτροπία διακόσμησης της ελληνικής αγγειογραφίας.