Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός (π. 1700-1100 π.Χ.) άνθισε κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, φτάνοντας στην ακμή του μεταξύ του 15ου και 13ου αιώνα π.Χ., όταν επέκτεινε την επιρροή του όχι μόνο σε ολόκληρη την Πελοπόνησο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρο το Αιγαίο και συγκεκριμένα, στην Κρήτη και στα νησιά των Κυκλάδων. Οι Μυκηναίοι, που πήραν το όνομά τους από την πρωτεύουσα των Μυκηνών στην Αργολίδα της βορειοανατολικής Πελοπονήσου, επηρεάστηκαν από τον προγενέστερο Μινωικό Πολιτισμό (2000-1450 π.Χ.), που επεκτάθηκε από την κοιτίδα του στην Κνωσσό της Κρήτης, στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου. Η αρχιτεκτονική, η τέχνη και οι θρησκευτικές πρακτικές, αφομοιώθηκαν και προσαρμόστηκαν για να εκφράσουν καλύτερα τον ίσως πιο στρατιωτικό και αυστηρό μυκηναϊκό πολιτισμό. Οι Μυκηναίοι έφτασαν να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε πολλά νησιά, επεκτείνοντας τις εμπορικές σχέσεις με άλλους πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού, όπως η Κύπρος, ο Λεβάντες και η Αίγυπτος. Η παράδοσή τους έμεινε στη μνήμη των μεταγενέστερων Ελλήνων της Αρχαϊκής και της Κλασικής Περιόδου, εμφανέστερα στους μύθους τους για τους ήρωες της Εποχής του Χαλκού, όπως ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας και τα κατορθώματά τους στον Τρωϊκό Πόλεμο.
Σημαντικά Μυκηναϊκά Κέντρα
Οι Μυκηναίοι ήταν αυτόχθονες Έλληνες που πιθανότατα πήραν το ερέθισμα από την επαφή τους με τη Μινωική Κρήτη και άλλους μεσογειακούς πολιτισμούς για να αναπτύξουν έναν δικό τους, πιο εξελιγμένο, κοινωνικοπολιτικό πολιτισμό. Στα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα περιλαμβάνονται οι Μυκήνες (παραδοσιακή κατοικία του Αγαμέμνονα), η Τίρυνθα (ίσως το παλαιότερο κέντρο), η Πύλος (παραδοσιακή κατοικία του Νέστορα), η Θήβα, η Μιδέα, ο Γλας, ο Ορχομενός, το Άργος, η Σπάρτη, η Νιχώρια και πιθανώς η Αθήνα. Με την πάροδο του χρόνου, οι Μυκηναίοι θα επιβάλλονταν ακόμη και στην Κρήτη και ειδικά στην Κνωσό, αντικαθιστώντας έτσι τους Μινωίτες ως τον κυρίαρχο πολιτισμό στο νότιο Αιγαίο, μέχρι το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα π.Χ.
Η μεγαλύτερη πόλη (αν και δεν αποτελεί πρωτεύουσα υπό καμία έννοια) ήταν οι Μυκήνες, χτισμένες σε μια εντυπωσιακή ακρόπολη σε λόφο πάνω από 278 μέτρα (912 πόδια) από την επιφάνεια της θάλασσας, όπου υπάρχουν ερείπια μεγάλων κτιρίων «ανακτόρων» και εκατοντάδες τύμβοι και λακκοειδείς τάφοι, συμπεριλαμβανομένων εννέα μεγάλων θολωτών τάφων (1600-1300 π.Χ.). Άλλα εντυπωσιακά λείψανα περιλαμβάνουν τμήματα των τειχών της οχύρωσης και τη διάσημη Πύλη των Λεόντων (1250 π.Χ.) με το εραλδικό ζεύγος λιονταριών πάνω από την είσοδο.
Πέρα από τις εμπορικές σχέσεις, δεν είναι σαφής η ακριβής πολιτική σχέση μεταξύ των πάνω από 100 μυκηναϊκών κέντρων σε όλη την Ελλάδα. Δεν είναι καν σαφές ποια ήταν η σχέση μεταξύ ενός μόνο ανακτόρου και του γύρω πληθυσμού του, καθώς το πρώτο φαίνεται να ειδικευόταν στην κατασκευή ειδών πολυτελείας και το δεύτερο στα τρόφιμα, μέρος των οποίων στη συνέχεια αποθηκευόταν στο παλάτι. Η πολιτική σχέση μεταξύ του ανακτόρου και του οικισμού του ή μεταξύ διαφορετικών ανακτόρων, δεν είναι γνωστή. Ανεξάρτητα από αυτή την ασάφεια, υπήρχαν πολλά κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά σε όλλα τα κέντρα, που καθιστούν χρήσιμο τον όρο Μυκηναϊκός Πολιτισμός. Τέτοια κοινά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες, την κεραμική, την κοσμηματοποιία, την οπλουργία και φυσικά, την ελληνική γλώσσα και γραφή στη μορφή της Γραμμικής Β (μια διασκευή της μινωικής Γραμμικής Α).
Μυκηναϊκή Αρχιτεκτονική
Το Μέγαρο
Μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα εντοπίστηκαν σε πολλά μυκηναϊκά κέντρα. Αυτά τα συγκροτήματα, αν και παρουσιάζουν κάποιες τοπικές ιδιαιτερότητες, εμφανίζουν πολλά κοινά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Τα συγκροτήματα χτίστηκαν γύρω από μια μεγάλη ορθογώνια κεντρική αίθουσα ή Μέγαρο. Το Μυκηναϊκό Μέγαρο ήταν ο πρόδρομος των μετέπειτα αρχαϊκών και κλασικών ναών του ελληνικού κόσμου και αποτελούνταν από μία στεγασμένη είσοδο, έναν προθάλαμο και την κύρια αίθουσα. Αυτή ήταν η καρδιά του ανακτόρου και εσώκλειε μια μεγάλη κυκλική εστία (συνήθως μεγαλύτερη από 3 μ. / 9,8 πόδια σε διάμετρο) με τέσσερις ξύλινους κίονες που στήριζαν μια οροφή με άνοιγμα ή έναν φωταγωγό. Ήταν, επίσης, η αίθουσα του θρόνου του κυβερνήτη ή Άνακτα. Συνήθως, υπάρχει μια δεύτερη, μικρότερη αίθουσα (συχνά αποκαλείται «Μέγαρο της Βασίλισσας»), πολλά ιδιωτικά διαμερίσματα και επιπλέον χώροι που διατίθενται για την διοίκηση, την αποθήκευση και την παραγωγή. Τα δωμάτια ήταν πλούσια διακοσμημένα με τοιχογραφίες και τα δάπεδα επιστρωμένα με διακοσμημένο ασβεστοκονίαμα. Όσον αφορά στα υλικά, τα δωμάτια του παλατιού κατασκευάζονταν από πέτρινους τοίχους με σταυρωτά δοκάρια και στη συνέχεια καλύπτονταν με ασβεστοκονίαμα εσωτερικά και πλάκες από ασβεστόλιθο εξωτερικά. Οι κίονες και οι οροφές ήταν συνήθως από βαμμένο ξύλο, μερικές φορές με χάλκινες προσθήκες.
Κυκλώπεια Τείχη
Το συγκρότημα των ανακτόρων περιβαλλόταν από ένα οχυρωματικό τείχος από μεγάλους ακατέργαστους λίθους (ονομαζόταν Κυκλώπιο καθώς πιστευόταν ότι μόνο οι γιγάντιοι Κύκλωπες θα μπορούσαν να είχαν μετακινήσει τόσο ογκώδεις βράχους). Αυτά τα τείχη έφταναν τα 13 μέτρα (42,6 πόδια) σε ύψος και ήταν έως και 8 μέτρα (26 πόδια) πλατιά. Διακρίνονται καλύτερα στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και την Θήβα και βρίσκονται σε πλήρη αντίθετη με τα αποστράτευτα ανάκτορα της μινωικής Κρήτης.
Θολωτές σήραγγες – αψιδωτοί διάδρομοι που δημιουργούνται από σταδιακά αλληλεπικαλυπτόμενες πέτρινες πλάκες – κυκλικοί πέτρινοι τάφοι με θολωτές οροφές, και μνημειακές πύλες με μονολιθικά υπέρθυρα και ανακουφιστικά τρίγωνα, είναι επίσης κοινά χαρακτηριστικά των μυκηναϊκών κέντρων. Άλλες μυκηναϊκές αρχιτεκτονικές δομές περιλαμβάνουν την κατασκευή αναβαθμίδων στις γεωργικές εκτάσεις, φράγματα για τη διαχείριση των πλημμυρών (ιδιαίτερα εμφανή στην Τίρυνθα) και μικρές γέφυρες που κατασκευάστηκαν από μεγάλους πρόχειρα λαξευμένους λίθους, και πάλι, φαινομενικά έργα των Κυκλώπων. Σε αντίθεση με αυτές τις επίπονες κατασκευές, η μη ελίτ της μυκηναϊκής κοινωνίας ζούσε σε απλά σπίτια από πλίνθους με πέτρινα θεμέλια.
Μυκηναϊκό Εμπόριο
Το γεγονός ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός είχε εμπορική επαφή με άλλους πολιτισμούς του Αιγαίου, αποδεικνύεται από την παρουσία ξένων αγαθών σε μυκηναϊκούς οικισμούς, όπως ο χρυσός, το ελεφαντόδοντο, ο χαλκός και το γυαλί και από την ανακάλυψη μυκηναϊκών αγαθών, όπως κεραμικά, σε μέρη τόσο μακρινά όσο η Αίγυπτος, η Μεσοποταμία, ο Λεβάντες, η Ανατολία, η Σικελία και η Κύπρος. Αναμφίβολα, ευπαθή προϊόντα όπως το ελαιόλαδο, τα αρωματισμένα έλαια και το κρασί, ήταν επίσης σημαντικές εξαγωγές των Μυκηναίων, αλλά, δυστυχώς, η έλλειψη διασωθέντων γραπτών αρχείων – περιορίζεται, για παράδειγμα, μόνο σε περίπου 70 πήλινα δισκία Γραμμικής Β – από έναν σημαντικό ιστότοπο όπως οι Μυκήνες, σημαίνει ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το διαπεριφερειακό εμπόριο. Το ναυάγιο του Ουλουμπουρούν, ένα πλοίο του 14ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκε στα ανοικτά των ακτών της Τουρκίας, μετέφερε εμπορεύματα πρώτων υλών, όπως χαλκό και ράβδους κασσίτερου, ελεφαντόδοντο και γυάλινους δίσκους και κατευθυνόταν, πιθανότατα, προς εργαστήρια της Μυκηναϊκής Ελλάδας προτού βυθιστεί.
Μυκηναϊκή Τέχνη
Στην τέχνη, όπως εκφράζεται σε τοιχογραφίες, κεραμική και κοσμήματα, η μινωική αγάπη για τις φυσικές μορφές και τον ρευστό σχεδιασμό, υιοθετήθηκε από τους Μυκηναίους τεχνίτες, αλλά με μια τάση για πιο σχηματική και λιγότερο ρεαλιστική αναπαράσταση. Αυτή η νέα τεχνοτροπία, θα γινόταν η κυρίαρχη σε όλη τη Μεσόγειο. Δημοφιλή ήταν τα γεωμετρικά σχέδια, αλλά και διασκοσμητικά μοτίβα όπως σπείρες και ροζέτες. Τα σχήματα των αγγείων μοιάζουν περισσότερο με τα μινωικά, με τις αξιοσημείωτες προσθήκες του κύπελλου και του αλάβαστρου (κοντόχοντρο βάζο) με μια συγκεκριμένη προτίμηση στα μεγάλα δοχεία. Τα πήλινα ειδώλια ζώων και ιδιαίτερα οι όρθιες γυναικείες μορφές ήταν διαδεδομένα, όπως ήταν και τα μικρά γλυπτά από ελεφαντόδοντο, τα σκαλιστά πέτρινα αγγεία και τα περίτεχνα χρυσά κοσμήματα. Οι τοιχογραφίες απεικόνιζαν φυτά, γρύπες, λιοντάρια, ταυροκαθάψια, σκηνές μάχης, πολεμιστές, άρματα, οκτώσχημες ασπίδες και κυνήγι αγριόχοιρου, μια ιδιαίτερα δημοφιλή μυκηναϊκή δραστηριότητα.
Μυκηναϊκή Θρησκεία
Λίγα είναι γνωστά με βεβαιότητα όσον αφορά στις μυκηναϊκές θρησκευτικές πρακτικές, πέρα από την σημασία που δίνεται στη θυσία των ζώων, στις δημόσιες γιορτές, στις χοές και στις προσφορές σε τρόφιμα. Η παρουσία γλυπτών διπλών πελέκεων και κεράτων καθοσιώσεως στην τέχνη και την αρχιτεκτονική, υποδηλώνει ισχυρούς δεσμούς με την μινωική θρησκεία, αν και τα σύμβολα αυτά θα μπορούσαν να έχουν υιοθετηθεί λόγω της πολιτικής τους σημασίας. Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά όπως ένθετες λεκάνες και τοιχογραφίες με απεικονίσεις βωμών, υποδηλώνουν ότι το Μέγαρο μπορεί να είχε θρησκευτική λειτουργία. Πολλά κέντρα διέθεταν, επίσης, ειδικούς χώρους λατρείας, συνήθως πλησίον του ανακτορικού συγκροτήματος. Είναι σαφές, ότι η ταφή ήταν μια σημαντική τελετουργία, όπως αποδεικνύεται από την παρουσία μνημειακών θολωτών τάφων, περιφανών νεκροταφείων και της ποσότητας πολύτιμων αντικειμένων που θάφτηκαν με τους νεκρούς – χρυσές μάσκες, διαδήματα, κοσμήματα και τελετουργικά ξίφη και στιλέτα.
Κατάρρευση και Κληρονομιά
Οι λόγοι για την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, η οποία επήλθε σταδιακά από το π. 1230 π.Χ. ως το π. 1100 π.Χ., έχουν συζητηθεί πολύ. Γνωρίζουμε ότι πολλές τοποθεσίες καταστράφηκαν μεταξύ 1250 π.Χ. και 1200 π.Χ., οδηγώντας στην αποκαλούμενη Μετανακτορική Περίοδο, όταν το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης των ανακτόρων εξασθένησε. Υπάρχουν ενδείξεις διαφορετικού βαθμού καταστροφής ανά τοποθεσία και ορισμένα μέρη απέφυγαν εντελώς το χάος που επικράτησε. Τότε, κάποιες τοποθεσίες επανακατοικήθηκαν, αλλά όπως φαίνεται, σε μικρότερη κλίμακα και με λιγότερο πλούτο από ό, τι προηγουμένως, ενώ άλλες έγιναν μεγαλύτερες και πιο εύπορες από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το π. 1100 π.Χ., οι περισσότεροι μυνηκαϊκοί οικισμοί είχαν συρρικνωθεί σε απλά χωριά.
Οι προτάσεις των μελετητών για την εξήγηση της γενικής κατάρρευσης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού (και άλλων συγχρόνων του στη Μεσόγειο), περιλαμβάνουν την φυσική καταστροφή (σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι), τον υπερπληθυσμό, την εσωτερική κοινωνική και πολιτική αναταραχή, την εισβολή από ξένες φυλές, όπως οι Λαοί της Θάλασσας, τις περιφερειακές κλιματικές αλλαγές ή έναν συνδυασμό μερικών ή όλων αυτών των παραγόντων. Με το μυστηριώδες τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και την επονομαζόμενη κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού στο αρχαίο Αιγαίο και την ευρύτερη Μεσόγειο, ήρθε η «Σκοτεινή Εποχή» (ένας άλλος ακραίος τίτλος για μια περίοδο που ίσως δεν ήταν και τόσο σκοτεινή) και, μολονότι ορισμένοι τόποι άρχισαν να αναζωογονούνται από τον 10ο αι. π.Χ., θα χρειαστούν αρκετοί ακόμη αιώνες προτού ο ελληνικός πολιτισμός ανακτήσει τελικά τα ύψη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.
Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός θα ενέπνεε τόσο πολύ τους Έλληνες της Αρχαϊκής και της Κλασικής Εποχής, αργότερα, από τον 8ο αιώνα π.Χ., ώστε η Εποχή του Χαλκού έφτασε να θεωρείται μια χρυσή εποχή, όταν οι άνθρωποι σέβονταν τους θεούς, οι πολεμιστές ήταν πιο γενναίοι και η ζωή γενικά ήταν λιγότερο περίπλοκη και πιο αξιοπρεπής. Θρυλικά ονόματα, όπως Αγαμέμνων, Αχιλλέας και Οδυσσέας – όλοι Μυκηναίοι – θα απαθανατίζονταν στην γλυπτική, την διακόσμηση των κεραμικών και την επική λογοτεχνία, όπως η Ιλιάδα του Ομήρου, που διηγείται την ιστορία του μεγάλου Τρωϊκού Πολέμου, πιθανότατα ενός μύθου βασισμένου σε μια πραγματική σύγκρουση ή μια σειρά συγκρούσεων μεταξύ των Μυκηναίων και των Χετταίων.