Η Αλταμίρα είναι ένα σπήλαιο της παλαιολιθικής εποχής που βρίσκεται στη Σαντιγιάνα Ντελ Μαρ (περιοχή της Κανταβρία) στη βόρεια Ισπανία, το οποίο περιέχει προϊστορικές σπηλαιογραφίες. Το σπήλαιο κατοικούνταν για χιλιετίες και έτσι, εκτός από τις παλαιολιθικές σπηλαιογραφίες, περιέχει κατάλοιπα από τις καθημερινές δραστηριότητες του προϊστορικού πληθυσμού. Ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την Ουνέσκο το 1985.
Σήμερα το σπήλαιο έχει μήκος 270 μ. και ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο, κοντά στην είσοδο, ωστόσο υπάρχουν και λείψανα έξω, αφού η αρχική είσοδος του σπηλαίου κατέρρευσε. Το σπήλαιο μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη:
- η είσοδος του σπηλαίου
- η μεγάλη ή πολύχρωμη αίθουσα
- η στοά
Η είσοδος είναι το μέρος που ζούσαν οι άνθρωποι. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν υπολείμματα οστών ζώων, στάχτη που ανήκει σε συνεχόμενες εστίες και αντικείμενα από πυριτόλιθο, όπως μαχαίρια, τσεκούρια και θραύσματα πυριτόλιθου, που υποδηλώνουν ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτό το τμήμα του σπηλαίου. Δεδομένου ότι οι αρχαιολόγοι έχουν βρει αυτούς τους τύπους υπολειμμάτων σε διαφορετικά στρώματα ιζημάτων, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το σπήλαιο κατοικήθηκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η λεγόμενη πολύχρωμη ή μεγάλη αίθουσα, βαμμένη σε πολλά χρώματα, βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του σπηλαίου, όπου δεν φτάνει το φυσικό φως. Η είσοδος και η πολύχρωμη αίθουσα σχηματίζουν έναν μεγάλο χώρο, αλλά επειδή το σπήλαιο είναι μια στενή στοά, δεν υπάρχουν μεγάλοι χώροι, εκτός από τον μεγαλύτερο θάλαμο. Το άκρο του σπηλαίου είναι μια στενή στοά με δύσκολη πρόσβαση, αλλά περιέχει και παλαιολιθικές σπηλαιογραφίες ή εγχαράξεις.
Η ιστορία του σπηλαίου
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το 1868 από έναν κυνηγό, τον Μοντέστο Κουμπίγιας, ο οποίος το ανέφερε στον Μαρσελίνο Σάνθ Ντε Σαούτολα, έναν ευγενή της περιοχής. Ωστόσο, ο Σάνθ Ντε Σαούτολα δεν επισκέφτηκε το σπήλαιο μέχρι το 1875 και οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες στην τοποθεσία ξεκίνησαν μόλις το 1879. Βρήκε αντικείμενα από πυριτόλιθο, οστό και κέρατο, καθώς και χρωστικές ουσίες, υπολείμματα πανίδας και κοχύλια που επέτρεπαν τη χρονολόγηση των σπηλαιογραφιών. Οι εργασίες αυτές έγιναν στην είσοδο του σπηλαίου. ο Σάνθ Ντε Σαούτολα δημοσίευσε το «Σημειώσεις για ορισμένα προϊστορικά αντικείμενα στην περιοχή του Σανταντέρ» (Breves apuntes sobre algunos objetos prehistóricos de la provincia de Santander) ένα χρόνο αργότερα. Την εποχή που έγινε η ανακάλυψη, στην έρευνα της Προϊστορίας κυριαρχούσαν οι Γάλλοι μελετητές οι οποίοι δεν αποδέχτηκαν την αυθεντικότητα των σπηλαιογραφιών, καθώς δεν απεικονίζονταν τα ίδια μοτίβα και χαρακτηριστικά με εκείνα που μελετήθηκαν στα σπήλαια της Γαλλίας. Ο Σάνθ Ντε Σαούτολα θεωρήθηκε ψεύτης και η Αλταμίρα ξεχάστηκε. Το 1902, ο Ε. Ντε Καρταιάκ, ένας Γάλλος μελετητής της προϊστορίας, δημοσίευσε το «Τα σπήλαια διακοσμημένα με σχέδια. Το σπήλαιο της Αλταμίρα, Ισπανία. «Mea culpa» ενός σκεπτικιστή» (Les cavernes ornées de dessins. La grotte d'Altamira, Espagne. «Mea culpa» d'un sceptique) και, από εκείνη τη στιγμή, το σπήλαιο απέκτησε σημαντικό ρόλο στη διεθνή προϊστορική έρευνα.
Αργότερα, το 1903, ο Χ. Αλκάλντε Ντελ Ρίο συνέχισε τις ανασκαφές και ανακάλυψε δύο διαδοχικά επίπεδα: ένα από την Ανώτερη Σολουτραία και ένα άλλο από την Κατώτερη Μαγδαλήνια. Και οι δύο περίοδοι ανήκουν στην Παλαιολιθική Περίοδο. Αυτά τα δεδομένα επιβεβαιώθηκαν στις ανασκαφές που έγιναν από τον Ούγκο Ομπερμάιερ το 1924 και το 1925, και τους Χ Γκονζάλεθ Ετσεγκαράι και Λ.Γ. Φρίμαν το 1980 και 1981, όταν ανακάλυψαν μεγαλύτερη πολυπλοκότητα των αρχαιολογικών καταγραφών. Οι μελέτες και η χρονολόγηση του C14-AMS που έγιναν το 2006 έδειξαν τα διαφορετικά στάδια ανθρώπινης παρουσίας στο σπήλαιο. Διακρίθηκαν οκτώ επίπεδα, από τη Μέση Μαγδαλήνια (15.000-10.000 π.Χ.) έως τη Γραβετιανή (25.000-20.000 π.Χ.) περίοδο.
Σπηλαιογραφίες
Με βάση την αρχαιολογική έρευνα, οι ειδικοί υποθέτουν ότι οι ζωγραφιές και οι εγχαράξεις στους τοίχους του σπηλαίου έγιναν από ανθρώπους που κατοικούσαν στο σπήλαιο κατά τις διάφορες περιόδους. Οι περισσότερες σπηλαιογραφίες και εγχαράξεις της Αλταμίρα, από απεικονίσεις ζώων μέχρι σχέδια χεριών, βρίσκονται στην πολύχρωμη αίθουσα. Οι παλαιότερες ζωγραφιές βρίσκονται στα δεξιά της οροφής και περιλαμβάνουν άλογα, εικόνες ανθρώπινων χεριών, αφηρημένα σχήματα και μια σειρά από κουκκίδες. Ως επί το πλείστον είναι σχεδιασμένες με κάρβουνο. Υπάρχουν επίσης «μάσκες» που δημιουργήθηκαν σχεδιάζοντας τα μάτια και το στόμα στα φυσικά περιγράμματα των βράχων, που χρονολογούνται από την Κατώτερη Μαγδαλένια περίοδο. Ωστόσο, η πλειονότητα των ζωγραφιών αυτής της περιόδου αναπαριστά ελάφια.
Στα δεξιά της οροφής, υπάρχουν 25 χρωματιστές σπηλαιογραφίες (κυρίως σε κόκκινο και μαύρο): μεγάλες αναπαραστάσεις αλόγων, βίσονες και ένα θηλυκό ελάφι που έχει μέγεθος μεγαλύτερο από δύο μέτρα. Η τεχνική σχεδίασης που χρησιμοποιήθηκε ήταν η χάραξη του τοίχου με ένα αντικείμενο από πυριτόλιθο και, στη συνέχεια, ο χρωματισμός μιας μαύρης γραμμής με κάρβουνο. Στη συνέχεια, χρωματίστηκε με κόκκινο ή ώχρα. Οι λεπτομέρειες, όπως τα μαλλιά, ήταν φτιαγμένες με μολύβι από κάρβουνο, ενώ λεπτομέρειες όπως τα μάτια ή τα κέρατα ήταν χαραγμένα. Αν και φαίνονται απλές φιγούρες, τα εξογκώματα και οι ρωγμές της οροφής χρησιμοποιήθηκαν σκόπιμα για να δώσουν όγκο στα ζώα.
Στη στενή στοά υπάρχει σύνολο από σχέδια που αναπαριστούν κεφάλια από ζώα όπως ελάφια και βίσονες. Η τεχνική που χρησιμοποιείται είναι ταυτόχρονα απλή και εκπληκτική. Ο καλλιτέχνης εκμεταλλεύτηκε τα φυσικά περιγράμματα και την προοπτική για να δημιουργήσει ένα ολόκληρο κεφάλι με απλά στοιχεία όπως μάτια και γραμμές που αντιπροσωπεύουν το στόμα ή τη μύτη.
Η Αλταμίρα σήμερα
Σήμερα, το σπήλαιο της Αλταμίρα είναι κλειστό για το κοινό λόγω προβλημάτων συντήρησης. Όπως προαναφέρθηκε, η είσοδος κατέρρευσε και κάλυψε το σπήλαιο, δημιουργώντας ένα σταθερό κλίμα στο εσωτερικό που εξασφάλιζε τη διατήρηση των σπηλαιογραφιών, αλλά όταν ανακαλύφθηκε, ο αέρας άρχισε να μπαίνει από έξω προκαλώντας μεταβολές στην υγρασία και τη θερμοκρασία. Επιπλέον, κατά τον 20ο αιώνα, χτίστηκαν τοιχώματα και διάδρομοι μέσα στο σπήλαιο για να δεχτούν εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες. Όλες αυτές οι αλλαγές καθώς και η ανθρώπινη παρουσία επηρέασαν τις σπηλαιογραφίες. Μεταξύ 1997 και 2001, ελήφθησαν μέτρα για τον έλεγχο της κατάστασης του σπηλαίου. Το 2002, το Ισπανικό Εθνικό Ερευνητικό Συμβούλιο (CSIC) ξεκίνησε ένα διεξοδικό σχέδιο συντήρησης και, από το 2011, μια διεθνής επιτροπή εμπειρογνωμόνων μελετά τη σκοπιμότητα παροχής πρόσβασης σε περιορισμένο αριθμό επισκεπτών που δεν επηρεάζουν τη διατήρηση των σπηλαιογραφιών.
Παρόλο που το αρχικό σπήλαιο δεν είναι επισκέψιμο, αρχαιολογικές μελέτες και ειδικοί κατέστησαν δυνατή τη δημιουργία ενός πιστού αντιγράφου του σπηλαίου καθώς και του Μουσείου της Αλταμίρα που περιέχει μια μόνιμη συλλογή αντικειμένων από την Αλταμίρα και άλλα σπήλαια της περιοχής.