Οι ελληνικοί «Σκοτεινοί Αιώνες» είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα στην κατάρρευση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, γύρω στο 1200 π.Χ. και στην ελληνική Αρχαϊκή Περίοδο, γύρω στο 800 π.Χ. Οι «Σκοτεινοί Αιώνες» ή «Σκοτεινοί Χρόνοι» αρχίζουν με ένα καταστροφικό γεγονός: την κατάρρευση του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, όταν όλα τα σημαντικά μυκηναϊκά κέντρα εγκαταλείπονται, έχοντας υποστεί έναν συνδυασμό καταστροφών και ερήμωσης. Η Γραμμική Β, το μυκηναϊκό σύστημα γραφής, χάθηκε λίγο αργότερα, γύρω στο 1200 π.Χ. και για αυτόν τον λόγο, δεν διαθέτουμε άμεσα γραπτά στοιχεία για τη συγκεκριμένη περίοδο. Επομένως, οι γνώσεις μας για τους ελληνικούς «Σκοτεινούς Αιώνες» βασίζονται κατά κύριο λόγο στην αρχαιολογική έρευνα.
Η επεξεργασία του σιδήρου είναι μια τεχνολογική καινοτομία που ξεχωρίζει αυτήν την περίοδο, ώστε οι ελληνικοί «Σκοτεινοί Αιώνες» να είναι γνωστοί και ως Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Η κατεργασία του σιδήρου φαίνεται ότι ήταν μια καινοτομία που δεν αναπτύχθηκε στην Ελλάδα, αλλά εισήχθη σε αυτήν, πιθανόν μέσω της Κύπρου και της Εγγύς Ανατολής. Οι μέθοδοι της μεταλλοτεχνίας στη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, εμφανίζουν σημάδια τεχνικών ελλείψεων στα πολεμικά αντικείμενα, σε πολλά μέρη, σε σχέση με τις παλαιότερες πρακτικές της Εποχής του Χαλκού.
Περισσότερο από έναν αιώνα πριν από την μυκηναϊκή κατάρρευση, βρίσκουμε ενδείξεις ότι υπήρχαν ήδη συγκρούσεις και αστάθεια στο Αιγαίο. Στη διάρκεια της Υστεροελλαδικής IIIA-B περιόδου (βλ. Πίνακα 1), χτίστηκε οχύρωση στις Μυκήνες, για την προστασία του ανακτόρου και μέρους του οικιστικού χώρου· κάποιες από τις οικίες εκτός της ακρόπολης καταστράφηκαν κατά την ΥΕ IIIB περίοδο (χωρίς να αποκλείεται η τυχαία καταστροφή) και μετά από αυτό το περιστατικό, η οχύρωση επεκτάθηκε για να διασφαλίσει την παροχή νερού. Την ίδια εποχή, παρόμοιες πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται στην Αθήνα, την Τίρυνθα και τον Γλα (Βοιωτία), ενώ πιθανολογείται ότι χτίστηκε τείχος στον Ισθμό της Κορίνθου, προφανώς για τον έλεγχο της μοναδικής χερσαίας πρόσβασης στην Πελοπόννησο. Τουλάχιστον ορισμένα από αυτά τα γεγονότα, ίσως συνδέονται με αιγυπτιακά και χετιτικά αρχεία, που καταγράφουν χερσαίες και θαλάσσιες επιδρομές την ίδια εποχή.
Χρονολόγηση των ελληνικών «Σκοτεινών Αιώνων»
Αν και το π. 1200 π.Χ. είναι μια αποδεκτή χρονολογία για την καταστροφή και εγκατάλειψη πολλών σημαντικών μυκηναϊκών κέντρων, τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν δείχνουν σημαντικές αλλαγές μέχρι τουλάχιστον έναν αιώνα αργότερα· δηλαδή, ο μυκηναϊκός πολιτισμός συνεχίστηκε και μετά την καταστροφή των ανακτορικών κέντρων για περίπου έναν αιώνα και τα πολιτιστικά του χαρακτηριστικά παρέμειναν αναγνωρίσιμα. Η χρονολόγηση των ελληνικών Σκοτεινών Χρόνων δεν έχει κάποιο «σημείο αναφοράς», πράγμα που σημαίνει ότι, αφού χάθηκε η γραφή, δεν υπάρχει κάποιο ιστορικό γεγονός που να την συνδέει με την παγκόσμια χρονολόγηση. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει μια χρονολόγηση μεταξύ 1200 και 800 π.Χ. για τους ελληνικούς Σκοτεινούς Χρόνους. Άλλοι θεωρούν ότι αρχίζουν το 1200 π.Χ. και τελειώνουν το 776 π.Χ., ημερομηνία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων (σύμφωνα με τον Ιππία τον Ηλείο). Μια χρονολόγηση μεταξύ 1000 και 750 π.Χ. προτάθηκε, επίσης. Όλες αυτές οι εκτιμήσεις είναι αποδεκτές από τους περισσότερους μελετητές σήμερα. Ο πίνακας 1 προσφέρει μια απλοποιημένη χρονολόγηση των ελληνικών Σκοτεινών Αιώνων.
Ο απόηχος της κατάρρευσης
Μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα κτίρια αυτά ανοικοδομήθηκαν· φαίνεται ξεκάθαρα, ωστόσο, ότι κάποιες από τις τοποθεσίες αυτές επανακατοικήθηκαν και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν προσπάθειες να χτιστούν νέες δομές, αν και δεν μπορεί να τεκμηριωθεί καμία πραγματική προσπάθεια ανοικοδόμησης των παλαιών ανακτόρων. Στις Μυκήνες, οι υψηλότερες αναβαθμίδες εγκαταλείφθηκαν, αλλά μέρος της ακρόπολης κατοικήθηκε ξανά· στο Διμήνι, οι δραστηριότητες στο κατεστραμμένο μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα, αποκαταστάθηκαν εν μέρει, αλλά διακόπηκαν λίγο μετά. Ορισμένες πτυχές του μυκηναϊκού πολιτισμού εξακολούθησαν να υπάρχουν για περίπου έναν αιώνα μετά το 1200 π.Χ. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και κάποια από τα νησιά των Κυκλάδων, διατηρήθηκαν η μυκηναϊκή κεραμική και οι μυκηναϊκές ταφές.
Στην Κρήτη, αν και η αστική ζωή συνεχίστηκε σε κάποιες παράκτιες πόλεις (π.χ. Παλαίκαστρο), πολλοί σημαντικοί οικισμοί της Εποχής του Χαλκού εγκαταλείφθηκαν και εμφανίστηκε μια νέα συμπεριφορά: η εγκατάσταση νέων οικισμών σε απομακρυσμένες και προστατευμένες περιοχές. Κάποιες από αυτές, δεν κατοικούνταν πριν από το 1200 π.Χ. Ο οικισμός Καρφί είναι ένα καλό παράδειγμα: το μεγαλύτερο μέρος του βρίσκεται σε υψόμετρο 1.000 μέτρων. Φαίνεται ότι οι κάτοικοί του επέλεξαν σκόπιμα να εγκατασταθούν σε ένα τόσο δυσπρόσιτο μέρος και είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από μια σειρά περιστάσεων, πιθανώς συνδεδεμένων με αμυντικούς και άλλους στρατηγικούς παράγοντες. Πάνω από εκατό τέτοιοι οικισμοί έχουν καταγραφεί μόνο στην Κρήτη.
Ταφικές πρακτικές στη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων
Μέχρι το π. 1100 π.Χ., μια σειρά από αλλαγές εντοπίζονται από την αρχαιολογική έρευνα στις ταφικές πρακτικές, τους οικισμούς και την κεραμική. Σε πολλές περιοχές, το μυκηναϊκό έθιμο της ταφής σε οικογενειακούς θαλαμοειδείς τάφους, αντικαθίσταται ξαφνικά από μεμονωμένες ταφές, ενώ η καύση των νεκρών υιοθετείται σε κάποια μέρη. Έχουν εντοπιστεί τοπικές διαφορές στις ταφικές πρακτικές, αλλά και συνύπαρξη διαφορετικών πρακτικών στην ίδια κοινότητα.
- Αττική. Στην Αθήνα, η ταφή σε απλούς ή κιβωτιόσχημους λάκκους ήταν η επικρατούσα ταφική πρακτική, όπως καταγράφεται στο νεκροταφείο του Κεραμεικού, μέχρι το 1050 π.Χ. Μεταξύ 1100 και 1050 π.Χ., παρόμοιες πρακτικές ακολουθούνταν στην Αθήνα και τη Σαλαμίνα, όπου ελάχιστα ευρήματα φανερώνουν διάκριση με βάση τον πλούτο. Κατά την Πρωτογεωμετρική Περίοδο, η αποτέφρωση ήταν η κύρια ταφική πρακτική. Τα υπολείμματα της καύσης έμπαιναν μέσα σε έναν αμφορέα, ο οποίος στη συνέχεια τοποθετούνταν μαζί με τα κτερίσματα του τάφου μέσα σε έναν λάκκο, που γέμιζε με χώμα και σκεπαζόταν με πέτρινη πλάκα. Η διάκριση με βάση το φύλο ήταν έντονη στην Αθήνα: όπλα και μεγάλοι κρατήρες συνδέονταν με τους άνδρες, ενώ κοσμήματα και αμφορείς συνδέονταν με τις γυναίκες. Μέχρι τα τέλη του 8ου αι. π.Χ., η καύση έγινε και πάλι η κυρίαρχη ταφική πρακτική.
- Εύβοια. Στο Λευκαντί, ακολουθούνταν τόσο ο ενταφιασμός, όσο και η καύση. Παραλλαγές υπήρχαν και στα δύο: οι στάχτες μπορούσαν να τοποθετηθούν σε κιβώτιο ή να παραμείνουν στην πυρά και η ταφή μπορούσε να γίνει είτε σε κιβωτιόσχημους, είτε σε λακκοειδείς τάφους. Σε ορισμένες πόλεις, καταγράφηκαν ταφές σε πιθάρια κάτω από τα δάπεδα σπιτιών. Στην Ερέτρια, αποτεφρώσεις και ταφές, βρέθηκαν στο ίδιο νεκροταφείο.
- Θεσσαλία. Εδώ διατηρήθηκαν κάποιες πτυχές των μυκηναϊκών ταφικών πρακτικών, όπως οι μικροί θολωτοί τάφοι (πολύ συνηθισμένοι κατά τη διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων), οι οποίοι συνέχισαν να χτίζονται καθ 'όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων. Καταγράφονται αρκετά νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους (αρχικά προορισμένους για παιδιά), που περιλαμβάνουν και αρκετές ταφές σε λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους. Άλλες πρακτικές περιλαμβάνουν λάκκους σκεπασμένους με πλάκες στο δάπεδο θολωτών τάφων (κάποιοι από αυτούς περιείχαν υπολείμματα καύσης), αποτέφρωση σε κιβώτια και ομαδοποιημένες πυρές καλυμμένες με τύμβο.
- Κρήτη. Οι θολωτοί τάφοι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται σε κάποιες περιοχές (π.χ. Κνωσσός) όπου οι συλλογικές ταφές ήταν ο κανόνας, αλλά πολλοί από τους τάφους αυτούς εγκαταλείφθηκαν μετά από δύο γενιές. Η διάκριση του φύλου και της ηλικίας τονιζόταν στην Κνωσσό μέσω των κτερισμάτων, αλλά και αυτή η πρακτική εγκαταλείφθηκε μέχρι τον 10ο αιώνα π.Χ.
Οι οικισμοί στην αρχαιολογική μαρτυρία
Η μελέτη των οικισμών δείχνει μια δραματική μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα, στη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων. Αυτό αντανακλάται στη μείωση του αριθμού των οικισμών στην Ελλάδα γύρω στο 1100 π.Χ.: ο αριθμός των καταγεγραμμένων οικισμών και νεκροταφείων κατά την ΥΕ IIIB και ΥΕ IIIΓ περίοδο, δείχνει ξεκάθαρα αυτή την τάση (βλ. Εικ. 1). Αυτό συμβαδίζει με τα στοιχεία που πρότεινε ο Anthony Snodgrass για τον αριθμό των κατοικημένων τοποθεσιών στην Ελλάδα με βάση τα διαφορετικά είδη κεραμικής:
- π. 320 τοποθεσίες κατοικούνται τον 13ο αι. π.Χ. (με βάση την μυκηναϊκή IIIB κεραμική)
- π. 130 τοποθεσίες κατοικούνται τον 12ο αι. π.Χ. (με βάση την IIIΓ μυκηναϊκή κεραμική)
- π. 40 τοποθεσίες κατοικούνται τον 10ο αι. π.Χ. (με βάση την υπομυκηναϊκή + πρώιμη πρωτογεωμετρική κεραμική)
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, όπως η Λακωνία και η νότια Αργολίδα, πολύ λίγα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν ταυτοποιηθεί για την περίοδο 1100 – 1000 π.Χ. και οι λίγοι οικισμοί που εντοπίστηκαν είναι μικροί σε σχέση με προηγούμενες περιόδους. Ο Vincent Desborough έχει υπολογίσει μια ραγδαία μείωση του πληθυσμού μέχρι το 1100 π.Χ. «περίπου στο ένα δέκατο αυτού που ήταν λιγότερο από έναν αιώνα νωρίτερα».
Οι οικισμοί στη διάρκεια των Σκοτεινών Αιώνων ήταν γενικά μικρότεροι και διασκορπισμένοι, ενώ το φάσμα του υλικού πολιτισμού εμφανίζει σημάδια φτωχοποίησης σε σχέση με τους μυκηναϊκούς χρόνους. Μια διαφορετική εικόνα παρουσιάζει ο οικισμός στο Λευκαντί της Εύβοιας, που θεωρείται ο πλουσιότερος στην Ελλάδα το 1000 π.Χ. Το Λευκαντί παρουσιάζει ενδείξεις επαφών με το εξωτερικό (Κύπρος και Εγγύς Ανατολή) και κτίρια πολύ ανώτερα από οπουδήποτε αλλού στην Ελλάδα την ίδια περίοδο. Όσο συναρπαστικά κι αν ακούγονται όλα αυτά, το Λευκαντί αντικατοπτρίζει, επίσης, την υλική παρακμή της Ελλάδας: όσον αφορά στα πρότυπα κατασκευής, το Λευκαντί κατατάσσεται πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο πολυπλοκότητας της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής. Ο ελληνικός υλικός πολιτισμός έγινε γενικά φτωχότερος και λιγότερο καινοτόμος κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες και μέρη σαν το Λευκαντί ήταν σπάνιες εξαιρέσεις και όχι ο κανόνας.
Η κεραμική κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες
Όπως και οι ταφές, το ύφος στην αγγειοπλαστική σε όλη την Ελλάδα κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες, εμφανίζει παραλλαγές, σε αντίθεση με τους μυκηναϊκούς χρόνους, όταν η κεραμική παρουσίαζε μια στιλιστική ομοιογένεια. Μετά την καταστροφή των ανακτόρων, η παραγωγή αγγείων συνεχίζεται κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδο, αλλά τελικά, χάνει την ποιότητά της και ακολουθείται από νέες, τοπικές τεχνοτροπίες. Μια επισκόπηση των ελληνικών περιφερειακών ρυθμών κεραμικής παρουσιάζεται στον Πίνακα 2.
Η αφηρημένη διακόσμηση κυριάρχησε στα κεραμικά των Σκοτεινών Χρόνων. Η εικονιστική τέχνη, απούσα σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια των ελληνικών Σκοτεινών Αιώνων και αρκετά συχνή κατά τη μυκηναϊκή εποχή, επέστρεψε κατά την τελευταία φάση της Γεωμετρικής Περιόδου, περιλαμβάνοντας μάχες, πομπές αρμάτων και ταφικές σκηνές. Μόνο λίγα παραδείγματα εικονιστικής τέχνης έχουν καταγραφεί στην κεραμική πριν από την Ύστερη Γεωμετρική φάση (π.χ πρώιμος πρωτογεωμετρικός ρυθμός στο Λευκαντί και την Κρήτη).
Περί το 1125 π.Χ., στην Αττική εμφανίζεται ένας τοπικός ρυθμός γνωστός ως «υπομυκηναϊκός». Ο ρυθμός αυτός έχει εντοπιστεί και σε άλλες περιφέρειες, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις· στο Λευκαντί, για παράδειγμα, εμφανίζει χαμηλότερη ποιότητα σε σύγκριση με την Αττική. Στην Αργολίδα, υπάρχουν διαφορές στην ποιότητα ανά τοποθεσία. Ο υπομυκηναϊκός ρυθμός, γενικά, είναι υποδεέστερος από τον ύστερο μυκηναϊκό από άποψη υλικών και ζωγραφικής. Ο ύστερος μυκηναϊκός και ο υπομυκηναϊκός ρυθμός συνυπάρχουν μέχρι περίπου το 1050 π.Χ., όταν αντικαταστάθηκαν από τον πρωτογεωμετρικό ρυθμό που εμφανίζεται σε Αργολίδα, Κόρινθο, Θεσσαλία, νότιες και κεντρικές Κυκλάδες και δυτική Μικρά Ασία. Μεταξύ 950 και 900 π.Χ., ο πρωτογεωμετρικός ρυθμός είναι ο πιο δημοφιλής στην Ελλάδα, αλλά απουσιάζει από ορισμένες περιοχές: Ηλεία, Λακωνία, Αρκαδία και Σάμο – Χίο (όπου δεν υπάρχουν στοιχεία)· Λέσβο, Μακεδονία και Σικελία – Ιταλία (όπου έχουν καταγραφεί τοπικοί ρυθμοί) και ανατολική Κρήτη (όπου χρησιμοποιείται ο υπομυκηναϊκός).
Από το 900 π.Χ. και μετά, επικρατεί σταδιακά ο Γεωμετρικός ρυθμός, μέχρι που αντικαθιστά όλους τους προηγούμενους ρυθμούς έως το 750 π.Χ., εκτός από τη Μακεδονία. Γύρω στο 725 π.Χ., η Πρωτοκορινθιακή κεραμική εμφανίζεται στην Κόρινθο και λίγο αργότερα, άλλες πλήρως εικονιστικές τεχνοτροπίες εντοπίζονται στην Κρήτη.
Οι τοπικές διαφοροποιήσεις στην κεραμική μπορούν να ερμηνευθούν ως απώλεια ή μείωση των επαφών μεταξύ διαφορετικών ομάδων, καθώς τα είδη διακόσμησης συνήθως ανταλλάσσονται κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ των ομάδων. Η έλλειψη μιας ενιαίας καλλιτεχνικής παράδοσης, που συνδέεται με την απουσία μιας κυρίαρχης πολιτικής οντότητας στην Ελλάδα, θα μπορούσε επίσης να είναι ένας παράγοντας για αυτές τις διαφορές. Επιρροές από ξένους ρυθμούς καταγράφονται σε σπάνιες περιπτώσεις (π.χ. Λευκαντί και Αθήνα).
Προηγούμενες απόψεις για τους ελληνικούς Σκοτεινούς Αιώνες
Αρκετές δεκαετίες πριν, οι μελετητές είχαν μια μάλλον διαφορετική άποψη για τους ελληνικούς Σκοτεινούς Αιώνες, σε σχέση με αυτή που έχουμε σήμερα. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός πιστευόταν ότι έπεσε μετά από αλλεπάλληλα κύματα εισβολών από διαφορετικές ομάδες, που έφεραν βία και χάος στους εξελιγμένους Μυκηναίους. Ο όρος «Σκοτεινοί Αιώνες» φαινόταν κατάλληλος για μια πολύπλοκη κοινωνία που διαλύεται από νομάδες που εισέρχονται στην Ελλάδα και την «υποβαθμίζει» σε μια εποχή αγριότητας. Αυτή η εικόνα υποστηριζόταν κυρίως από αρχαίες αναφορές σε Δωριείς εισβολείς, μια ελληνική φυλή που μετανάστευσε στην Ελλάδα και ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την μυκηναϊκή κατάρρευση. Πιστευόταν ότι οι Δωριείς:
...βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της βοσκής και του κυνηγιού· [...] βασίζονταν κυρίως στα κοπάδια τους, των οποίων η ανάγκη για νέα βοσκοτόπια, κράτησε τις φυλές σε κίνηση. [...] το σκληρό μέταλλο των σπαθιών και των ψυχών τους, τούς έδωσε μια ανελέητη υπεροχή έναντι των Αθηναίων και των Κρητών, που χρησιμοποιούσαν ακόμα τον χαλκό για να σκοτώνουν. [...] [οι Δωριείς] εξόντωσαν τις άρχουσες τάξεις και μετέτρεψαν τους Μυκηναίους σε είλωτες. [...] Οι επιζώντες Αχαιοί διέφυγαν [...] όλοι, καθώς αισθάνονταν ανασφαλείς, κρατούσαν όπλα: η αυξανόμενη βία διέκοψε τη γεωργία και την ανταλλαγή αγαθών στην ξηρά και το εμπόριο στις θάλασσες. Ο πόλεμος άνθισε, η φτώχεια βάθυνε και εξαπλώθηκε. Η ζωή έγινε ασταθής, καθώς οι οικογένειες μετακινούνταν από τόπο σε τόπο, αναζητώντας ασφάλεια και ειρήνη.
(Durant: 62-63)
Οι παλαιότεροι μελετητές πήραν τοις μετρητοίς τις αρχαίες αναφορές στους Δωριείς και τους άλλους εισβολείς. Αντί να εξετάσουν με κριτική ματιά τις πηγές αυτές, αναζητούσαν αποδείξεις που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν την εγκυρότητά τους. Ως αποτέλεσμα, προτάθηκε ότι κάποια από τα αρχαιολογικά στοιχεία από το 1200 π.Χ. ήταν μια αντανάκλαση αυτών των νεοφερμένων. Οι μονές ταφές και οι αποτεφρώσεις αντιμετωπίστηκαν ως «παρεμβατικά» στοιχεία στην αρχαιολογική μαρτυρία, συνήθως σχετιζόμενα με τους Δωριείς: θεωρήθηκαν ως νέες ταφικές πρακτικές, ξένες προς τον μυκηναϊκό κόσμο που εισήχθησαν από τους εισβολείς. Ήταν μια «επιβεβαίωση» των αρχαίων αναφορών σε ομάδες εισβολέων.
Από το 1960 και έπειτα, η αρχαιολογική μελέτη των ελληνικών Σκοτεινών Αιώνων, εντείνεται σημαντικά και πολλές από τις παλαιότερες υποθέσεις αμφισβητούνται. Μεμονωμένες ταφές, για παράδειγμα, εντοπίζονται καθ’ όλη τη μυκηναϊκή περίοδο στο Άργος. Η καύση, ένα άλλο «παρεμβατικό» στοιχείο, έχει επίσης καταγραφεί κατά τη διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων στη δυτική Ανατολία, στην Αττική, ακόμη και στην Ιταλία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως αυτές οι ταφικές πρακτικές, που ερμηνεύθηκαν στο παρελθόν ως «απόδειξη» εισβολής ομάδων στην Ελλάδα, στην πραγματικότητα μπορεί να έχουν μια εγχώρια μυκηναϊκή προέλευση, ή ακόμα και καταγωγή από γειτονικές περιοχές με ισχυρούς εμπορικούς δεσμούς με τον μυκηναϊκό κόσμο, όπως η Ιταλία. Ίσως τα δωρικά φύλα να μετανάστευσαν στην Ελλάδα κατά την εποχή της κατάρρευσης των Μυκηναίων και ίσως, ακόμα και να έπαιξαν κάποιον ρόλο στην κατάρρευση, αλλά τελικά, οι διαθέσιμες αποδείξεις για αυτό είναι κάθε άλλο παρά αδιάσειστες και δεν έχουν στέρεα αρχαιολογική βάση.
Η κριτική στον όρο «Σκοτεινοί Αιώνες»
Ορισμένοι ακαδημαϊκοί έχουν εκφράσει προβληματισμό για τον όρο «Σκοτεινοί Αιώνες». Ο James Whitley έχει πει ότι ο όρος Σκοτεινοί Αιώνες είναι «ένας μάλλον φορτισμένος όρος». Ο Timothy Darvill πιστεύει ότι ο όρος Σκοτεινοί Αιώνες «δεν είναι πολύ χρήσιμος», γιατί υπονοεί ότι πολύ λίγα είναι γνωστά για την εποχή, παρά το γεγονός ότι η αρχαιολογία έχει εμπλουτίσει τις γνώσεις μας για τους ελληνικούς Σκοτεινούς Χρόνους. Με βάση αυτές και άλλες παρατηρήσεις, υπάρχουν κάποιοι εναλλακτικοί όροι για να αναφερθούμε σε αυτήν την περίοδο, όπως «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» (σύμφωνα με το Σύστημα των Τριών Εποχών), που μπορεί να υποδιαιρεθεί σε «Πρωτογεωμετρική» (1050 BCE - 900 BCE π.Χ.) και «Γεωμετρική» (900 BCE - 700 π.Χ.).
Παρά τις ενστάσεις αυτές για τον όρο «Σκοτεινοί Αιώνες», η συνολική εικόνα που μας δίνουν τα αρχαιολογικά δεδομένα για αυτήν την περίοδο, ταιριάζει με τα γενικά χαρακτηριστικά της συστημικής κατάρρευσης – απουσία κεντρικής διοίκησης, μείωση του πληθυσμού και φτωχοποίηση του υλικού πολιτισμού. Αυτό συμφωνεί με την άποψη του Anthony Snodgrass, που υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες, πολύ λίγα διατηρήθηκαν από τον μυκηναϊκό πολιτισμό και «αργότερα, αυτά τα λίγα σχεδόν εξαφανίστηκαν, έως ότου κάποια στοιχεία αναβίωσαν τεχνητά» στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. και μετά.
Ανάκαμψη και μετάβαση στην Αρχαϊκή Περίοδο
Από το 800 π.Χ., οι οικισμοί άρχισαν να πληθαίνουν. Αυτή η αύξηση καταγράφεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου και αντικατοπτρίζεται, επίσης, στην αύξηση του αριθμού των ελληνικών οικισμών εκτός Ελλάδας (δυτική Μεσόγειος και Μαύρη Θάλασσα). Η αύξηση του αριθμού των οικισμών συμβαδίζει με τον αυξανόμενο αριθμό τάφων στην Αθήνα, την Αττική και το Άργος κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. Το ίδιο μοτίβο έχει καταγραφεί στην Κνωσό και σε άλλα νεκροταφεία σε όλη την Ελλάδα. Ο υλικός πολιτισμός του 8ου αιώνα π.Χ. στην Ελλάδα, είναι ποικίλος και καινοτόμος σε σύγκριση με τους προηγούμενους αιώνες. Άλλες αλλαγές που καταγράφηκαν προς το τέλος των Σκοτεινών Χρόνων είναι: ανάκαμψη της γραφής (ελληνικό αλφάβητο) μετά την εγκατάλειψη της μυκηναϊκής Γραμμικής Β, αύξηση των επαφών με περιοχές εκτός του Αιγαίου και εμφάνιση μιας νέας και επιτυχημένης μορφής πολιτικού θεσμού (πρώιμες πόλεις). Αυτές οι ενδείξεις είναι συνεπείς με μια κοινωνία που βιώνει αύξηση του πληθυσμού της και αποκτά υψηλότερο επίπεδο πολυπλοκότητας.
Αυτή η περίοδος ανάκαμψης σηματοδοτεί το τέλος των «Σκοτεινών Αιώνων» και την μετάβαση στην ελληνική Αρχαϊκή Περίοδο, μια εποχή που θεωρείται σημείο καμπής ή αναβίωση στην ελληνική ιστορία.