Ο οστρακισμός ήταν μια πολιτική διαδικασία που εφαρμόστηκε κατά τον 5ο αι. π.Χ. στην Αθήνα, σύμφωνα με την οποία τα άτομα που θεωρούνταν πολύ ισχυρά ή επικίνδυνα για την πόλη εξορίζονταν για 10 χρόνια με λαϊκή ψηφοφορία. Μερικά από τα σημαντικότερα πρόσωπα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας έπεσαν θύματα αυτής της διαδικασίας, αν και, καθώς οι ψήφοι είχαν συνήθως πολιτικά και όχι προσωπικά κίνητρα, πολλοί κατάφεραν να ασχοληθούν και πάλι με την πολιτική αφού είχαν εκτίσει τα 10 χρόνια μακριά από την πόλη τους. Παρ' όλα αυτά, ο οστρακισμός ήταν το ανώτατο παράδειγμα της δύναμης του απλού λαού, του δήμου, για την αντιμετώπιση της κατάχρησης εξουσίας στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Η διαδικασία
Η απόφαση, αν θα γίνει ή όχι οστρακισμός, λαμβανόταν μία φορά το χρόνο. Κατ' αρχάς, η απόφαση διεξαγωγής ψηφοφορίας για τον οστρακισμό παρουσιαζόταν στη λαϊκή συνέλευση της Αθήνας, την εκκλησία, η οποία συγκαλούνταν στην Πνύκα. Εκεί μέχρι και 6.000 πολίτες ψήφιζαν αν θα προχωρήσουν στη διαδικασία ή όχι. Αν αποφάσιζαν πως πρέπει να προχωρήσουν, μια ειδική συνέλευση, η οστρακοφορία, διοργανωνόταν στην Αγορά μία συγκεκριμένη μέρα κατά την όγδοη πρυτανεία (το έτος χωριζόταν σε δέκα πρυτανείες). Την ψηφοφορία επόπτευαν το εκτελεστικό συμβούλιο των 500 (βουλή) και οι εννέα άρχοντες. Οι πολίτες καταψήφιζαν έναν υποψήφιο χαράσσοντας το όνομά του σε ένα θραύσμα από αγγείο, ένα όστρακο. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Αξιωματούχοι συνέλεγαν στη συνέχεια τα όστρακα και διασφάλιζαν ότι κανείς δεν ψήφισε δύο φορές.
Για να είναι έγκυρο το αποτέλεσμα του οστρακισμού έπρεπε να υπάρχουν τουλάχιστον 6.000 ψήφοι. Στη συνέχεια οι αξιωματούχοι ανακοίνωναν ποιο άτομο είχε συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους και αυτό το άτομο εξοστρακιζόταν, δηλαδή εξοριζόταν. Δεν υπήρχε δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης. Στον πολίτη που καταδικαζόταν δίνονταν δέκα ημέρες προθεσμία για να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του και έπρεπε να φύγει από την πόλη και να μην επιστρέψει στην Αττική για 10 χρόνια. Είναι ενδιαφέρον ότι το άτομο δεν έχανε την ιδιότητα του πολίτη ούτε την προσωπική του περιουσία.
Κατάχρηση του θεσμού
Η καταδίκη σε εξορία δεν είχε μόνιμες επιπτώσεις, καθώς ορισμένα άτομα επέστρεψαν μετά την έκτιση της ποινής τους και έπαιξαν και πάλι ρόλο στη δημόσια ζωή. Αυτό ίσως υποδεικνύει ότι οι ψήφοι στρέφονταν πολύ συχνά εναντίον της πολιτικής που ακολουθούσε κάποιος και όχι εναντίον του ιδίου προσωπικά και ότι η ψήφος εναντίον ενός ατόμου έδινε στήριξη στον αντίπαλό του και στις πολιτικές του. Ωστόσο, σίγουρα πρέπει να υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς επίσημες κατηγορίες ή ομιλίες, η συνέλευση επηρεάστηκε από τον λαϊκισμό και ψήφισε εναντίον ατόμων χωρίς να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι. Ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Αριστείδη αφηγείται την πρόθεση ενός μέλους της συνέλευσης να καταψηφίσει τον Αριστείδη απλώς και μόνο επειδή είχε βαρεθεί να ακούει τους άλλους να αποκαλούν τον Αριστείδη "ο Δίκαιος".
Μια άλλη περίπτωση κατάχρησης είναι το εύρημα 190 οστράκων σε ένα πηγάδι κοντά στην Ακρόπολη των Αθηνών, όλα με το όνομα του Θεμιστοκλή χαραγμένο πάνω τους, αλλά ολοφάνερα χαραγμένα από πολύ λίγα "χέρια". Είναι αυτά τα όστρακα, ίσως, αποδείξεις ότι οι αντίπαλοι του Θεμιστοκλή έδωσαν όστρακα σε μέλη της συνέλευσης για να χειραγωγήσουν την ψηφοφορία;
Διάσημοι (και μη) εξόριστοι
Ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι ο η διαδικασία θεσμοθετήθηκε το 508 π.Χ. από τον Κλεισθένη, για να αποτραπεί η επιβολή τυραννίδας. Ωστόσο, ο πρώτος πραγματικός εξοστρακισμός δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι το 487 π.Χ. Τότε ο Ίππαρχος, γιος του Χάρμου, και συγγενής του Ιππία, απέκτησε την αμφίβολη διάκριση να είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος εξόριστος του οστρακισμού. Ο Μεγακλής και ο Καλλίας, γιος του Κρατία, ακολούθησαν τα επόμενα δύο χρόνια. Αυτοί οι πρώτοι εξόριστοι κρίθηκαν πιθανώς ένοχοι για υποστήριξη της Περσίας και για την αντίθεση τους στην όλο και πιο δημοκρατική κυβέρνηση στην Αθήνα.
Οι περιπτώσεις του Ξάνθιππου (εξορίστηκε το 484 π.Χ.) και του Αριστείδη (482 π.Χ.) είναι αξιοσημείωτες, καθώς τους δόθηκε χάρη και επέστρεψαν στην Αθήνα το 480 π.Χ., για να αντιμετωπιστεί η νέα απειλή περσικής εισβολής από τον Ξέρξη. Τις επόμενες δεκαετίες, μερικά από τα πιο επιφανή ονόματα της ελληνικής ιστορίας έπεσαν θύματα της διαδικασίας, όπως μας δείχνουν τα 12.000 όστρακα που έχουν σωθεί. Ο Θεμιστοκλής εξορίστηκε το 471 π.Χ. μετά από κατηγορία δωροδοκίας. Ο Κίμων, ο μεγάλος στρατηγός, κρίθηκε ύποπτος για φιλικές σχέσεις με τη Σπάρτη το 461 π.Χ. και ο Θουκυδίδης (όχι ο ιστορικός) υπήρξε θύμα του Περικλή, που χρησιμοποίησε τον οστρακισμό για να απομακρύνει με ευκολία τον αντίπαλό του από την πολιτική σκηνή το 443 π.Χ.
Το τέλος του οστρακισμού
Ο τελευταίος Αθηναίος που εξοστρακίστηκε, σύμφωνα με τις πηγές, ήταν ο δημαγωγός Υπέρβολος το 417 π.Χ.. Ήλπιζε να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία για να εξορίσει έναν από τους δύο μεγάλους αντιπάλους του, τον Αλκιβιάδη ή τον Νικία, αλλά, ενώνοντας τις δυνάμεις τους, οι δύο κατάφεραν να πετύχουν την εξορία του Υπέρβολου. Μετά από αυτό δεν αναφέρονται άλλες περιπτώσεις, αν και η διαδικασία παρέμενε νομικά σε ισχύ μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ.. Οι πολιτικοί αντίπαλοι στράφηκαν αντίθετα στη διαδικασία της "γραφής παρανόμων" όπου ο καθένας μπορούσε να κάνει μια επίσημη καταγγελία εναντίον ενός ατόμου και να ισχυριστεί ότι οι προτάσεις του έρχονταν σε σύγκρουση με ισχύοντες νόμους. Ένα άτομο που είχε κατηγορηθεί και είχε βρεθεί ένοχο για αυτή την κατηγορία κατέβαλλε βαρύ πρόστιμο και, εάν έχανε τρεις τέτοιες υποθέσεις, στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα.
Πηγές υποδεικνύουν ότι οστρακισμός ίσχυε επίσης στο Άργος, στα Μέγαρα, στη Μίλητο και στις Συρακούσες, αλλά υπάρχουν ελάχιστα αρχαιολογικά στοιχεία που να το επιβεβαιώνουν. Ο ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ., ο Διόδωρος ο Σικελιώτης περιγράφει έναν τύπο οστρακισμού στις Συρακούσες όπου, εν συντομία, χρησιμοποιούνταν φύλλα ελιάς αντί για θραύσματα αγγείων σε μια παρόμοια διαδικασία με τον οστρακισμό που είναι γνωστός ως πεταλισμός.