Η Ασσυρία ήταν η περιοχή στην αρχαία Εγγύς Ανατολή που, υπό τη Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία, εκτεινόταν από τη Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ) και διαμέσου της Μικράς Ασίας (σημερινή Τουρκία) έως τον νότο μέσω της Αιγύπτου. Η αυτοκρατορία ξεκίνησε ταπεινά στην πόλη της Ασσούρ (γνωστής ως Σουμπαρτού στους Σουμέριους), η οποία βρισκόταν τοποθετημένη στη Μεσοποταμία βορειο-ανατολικά από τη Βαβυλώνα, όπου οι έμποροι που ασκούσαν εμπόριο στην Ανατολία έγιναν προοδευτικά πλουσιότεροι και αυτή η ευμάρεια επέτρεψε την ανάπτυξη και την ευημερία της πόλης.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία των κειμένων στο βιβλικό βιβλίο της Γενέσεως, η Ασσούρ ιδρύθηκε από έναν άνδρα με το όνομα Ασσούρ, γιο του Σεμ, γιου του Νώε, μετά τον Μεγάλο Κατακλυσμό, ο οποίος έπειτα προχώρησε για να ιδρύσει τις άλλες σημαντικές Ασσυριακές πόλεις. Μια πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι η πόλη ονομάστηκε Ασσούρ, από τη θεότητα με το όνομα αυτό κάποια στιγμή κατά την 3η χιλιετία π.Χ. Το όνομα του ίδιου θεού είναι η πηγή για το όνομα «Ασσυρία». Η βιβλική εκδοχή της καταγωγής του Ασσούρ εμφανίζεται αργότερα στις ιστορικές πηγές (η Γένεσις χρονολογείται στο 1450 π.Χ. το νωρίτερο, στον 5ο αιώνα π.Χ. το αργότερο) και φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από τους Ασσύριους μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού από αυτούς. Αυτή η εκδοχή, λοιπόν, θεωρείται ότι είναι μια επανερμηνεία τις πρότερης ιστορίας τους, σε περισσότερη συμφωνία με το νέο σύστημα πεποιθήσεων των Χριστιανών Ασσυρίων.
Οι Ασσύριοι ήταν ένας σημιτικός λαός που αρχικά μιλούσε και έγραφε στην Ακκαδική, προτού η ευκολότερη στη χρήση Αραμαϊκή έγινε πιο δημοφιλής. Οι ιστορικοί έχουν χωρίσει την άνοδο και την πτώση της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας σε τρεις περιόδους: Το Παλαιό Βασίλειο, τη Μέση Αυτοκρατορία και την Ύστερη Αυτοκρατορία (επίσης γνωστή ως Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία), παρόλο που πρέπει να σημειωθεί ότι η Ασσυριακή Αυτοκρατορία συνεχίστηκε και μετά το σημείο αυτό. Υπάρχουν ακόμα Ασσύριοι που ζούνε σε περιοχές του Ιράν και του βορείου Ιράκ, και αλλού, στη σημερινή μέρα. Η Ασσυριακή Αυτοκρατορία θεωρείται η μεγαλύτερη από τις αυτοκρατορίες της Μεσοποταμίας, λόγω της έκτασής της και της ανάπτυξης της γραφειοκρατίας και των στρατιωτικών στρατηγικών που της επέτρεψαν να μεγαλώσει και να ανθίσει.
Το Παλαιό Βασίλειο
Παρόλο που η πόλη της Ασσούρ υπήρχε από την 3η χιλιετία π.Χ., τα σωζόμενα ερείπια της πόλης εκείνης χρονολογούνται στο 1900 π.Χ., το οποίο τώρα θεωρείται η ημερομηνία που η πόλη ιδρύθηκε. Σύμφωνα με τις πρώιμες επιγραφές, ο πρώτος βασιλιά ήταν ο Τουντίγια και όσοι τον ακολούθησαν ήταν γνωστοί ως «οι βασιλείς που ζούσαν σε σκηνές» υπονοώντας μια νομαδική, παρά αστική, κοινωνία.
Η Ασσούρ ήταν αναμφίβολα ένα σημαντικό κέντρο εμπορίου ακόμα και την εποχή αυτή όμως, ακόμα και αν η ακριβής μορφή και δομή της είναι αβέβαιη. Ο βασιλιάς Ερισούμ Α΄ έχτισε τον ναό του Ασσούρ στον τόπο αυτό περίπου το 1900/1905 π.Χ. και αυτή κατέληξε να είναι η αποδεκτή χρονολογία για την ίδρυση μιας πραγματικής πόλης στο σημείο αυτό παρόλο που, προφανώς, ένα είδος πόλης πρέπει να είχε υπάρξει εκεί πριν τη χρονολογία εκείνη. Ο ιστορικός Βόλφραμ Φον Σοντεν γράφει:
Λόγω έλλειψης πόρων, πολύ λίγα είναι γνωστά για την Ασσυρία στην τρίτη χιλιετία… Η Ασσυρία όντως ανήκε στην Αυτοκρατορία του Ακκάδ κατά περιόδους, όπως και στην Τρίτη Δυναστεία της Ουρ. Οι κύριες πηγές μας για την περίοδο αυτή είναι οι πολλές χιλιάδες Ασσυριακών επιστολών και αρχείων από τις εμπορικές αποικίες στην Καππαδοκία, ιδίως από αυτή που ήταν η Κανές (σημερινό Κούλτεπε). (49-50)
Η εμπορική αποικία του Καρούμ Κανές (το Λιμάνι του Κανές) ήταν ανάμεσα στα πιο πλούσια εμπορικά κέντρα στην αρχαία Μέση Ανατολή και αναμφίβολα η πιο σημαντική αποικία για την πόλη της Ασσούρ. Έμποροι από την Ασσούρ ταξίδευαν στο Κανές, έστηναν επιχειρήσεις και έπειτα, αφού άφηναν πίσω έμπιστους εργαζόμενους (συνήθως μέλη της οικογένειας) ως επικεφαλής, επέστρεφαν στην Ασσούρ και επέβλεπαν τις επαγγελματικές δοσοληψίες από εκεί. Ο ιστορικός Πολ Κρίβατσεκ σημειώνει:
Για αρκετές γενιές οι εμπορικοί οίκοι του Καρούμ Κανές ανθούσαν, και ορισμένοι έγιναν εξαιρετικά πλούσιοι – αρχαίοι εκατομμυριούχοι. Μολαταύτα, δεν διατηρούνταν όλες οι δουλειές μέσα στην οικογένεια. Η Ασσούρ είχε ένα εξεζητημένο τραπεζικό σύστημα και ένα μέρος από το κεφάλαιο που χρηματοδοτούσε το εμπόριο της Ανατολίας προήλθε από μακροχρόνιες επενδύσεις που έγιναν από ανεξάρτητους επενδυτές σε αντάλλαγμα για ένα συμπεφωνημένο με συμβόλαιο ποσοστό των κερδών. Δεν υπάρχουν πολλά γύρω από τις σημερινές αγορές αγαθών που ένας αρχαίος Ασσύριος δε θα αναγνώριζε γρήγορα. (214-215)
Η Άνοδος της Ασσούρ
Ο πλούτος που παρήχθη από το εμπόριο στο Καρούμ Κανές προμήθευσε τους ανθρώπους της Ασσούρ με τη σταθερότητα και την ασφάλεια που ήταν απαραίτητη για την επέκταση της πόλης και έτσι έθεσε τα θεμέλια για την άνοδο της αυτοκρατορίας. Το εμπόριο με την Ανατολία ήταν εξίσου σημαντικό στο να παρέχει στους Ασσύριους ακατέργαστα υλικά, από τα οποία κατόρθωσαν να τελειοποιήσουν την τέχνη της επεξεργασίας του σιδήρου. Τα σιδερένια όπλα του στρατού των Ασσυρίων θα αποδεικνύονταν ένα καθοριστικό πλεονέκτημα στις εκστρατείες, οι οποίες θα οδηγούσαν στην κατάληψη ολόκληρης της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Προτού εκείνο, όμως, μπορούσε να συμβεί, το πολιτικό τοπίο χρειαζόταν να αλλάξει.
Ο λαός γνωστός ως Χουρρίτες και οι Χάττι κυριαρχούσαν στην περιοχή της Ανατολίας και η Ασσούρ, στα βόρεια της Μεσοποταμίας, παρέμενε στη σκιά αυτών των πιο ισχυρών πολιτισμών. Πέρα από τους Χάττι, υπήρχε και ο λαός γνωστός ως Αμορίτες, οι οποίοι με σταθερό ρυθμό εγκαθίσταντο στην περιοχή και αποκτούσαν περισσότερη γη και πόρους. Ο Ασσύριος βασιλιάς Σαμασχί Αντάντ Α΄ (1813-1791 π.Χ.) εκδίωξε τους Αμορίτες και εξασφάλισε τα σύνορα της Ασσυρίας, διεκδικώντας την Ασσούρ ως πρωτεύουσα του βασιλείου του. Οι Χάττι συνέχισαν να παραμένουν κυρίαρχοι στην περιοχή, μέχρις ότου δέχτηκαν την εισβολή και αφομοιώθηκαν με τους Χιττίτες, περίπου το 1700 π.Χ.
Πολύ πριν τον καιρό εκείνο, όμως, είχαν πάψει να θεωρούνται τόσο μεγάλη πηγή ανησυχίας όσο η πόλη στα νοτιο-δυτικά, η οποία σιγά σιγά αποκτούσε ισχύ: Η Βαβυλώνα. Οι Αμορίτες ήταν μια ανερχόμενη δύναμη στη Βαβυλώνα για τουλάχιστον 100 χρόνια, όταν ο Αμορίτης Βασιλιάς με το όνομα Σιν-Μουμπαλίτ πήρε το θρόνο και, περίπου το 1792 π.Χ., ο γιος του Χαμουραμπί (1792-1750 π.Χ.) ανήλθε στον θρόνο και υπέταξε τα εδάφη των Ασσυρίων. Περίπου τον ίδιο καιρό το εμπόριο ανάμεσα στο Ασσούρ και το Καρούμ Κανές τελείωσε, καθώς η Βαβυλώνα τώρα ανέβηκε σε σπουδαιότητα στην περιοχή και πήρε τον έλεγχο του εμπορίου με την Ασσυρία.
Λίγο μετά το θάνατο του Χαμουραμπί το 1750 π.Χ., η Βαβυλωνιακή Αυτοκρατορία κατέρρευσε. Η Ασσυρία προσπάθησε ξανά να αποκτήσει τον έλεγχο στην περιοχή γύρω από την Ασσούρ, αλλά φαίνεται ότι οι βασιλείς της περιόδου αυτής δεν μπορούσαν να πετύχουν τον στόχο. Στην περιοχή ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και η σταθερότητα δεν επιτεύχθηκε μέχρι τη βασιλεία του Ασσύριου βασιλιά Αντάσι (περ. 1726-1691 π.Χ.). Ο Αντασί κατόρθωσε να διασφαλίσει την περιοχή και οι διάδοχοί του συνέχισαν τις πολιτικές του, αλλά ήταν είτε ανίκανοι είτε απρόθυμοι να εμπλακούν στην επέκταση του βασιλείου.
Η Μέση Αυτοκρατορία
Το αχανές βασίλειο των Μιτάννι αναδύθηκε από την περιοχή της Ανατολικής Ανατολίας και, έως τον 14ο αιώνα π.Χ., είχε τον έλεγχο στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Η Ασσυρία τέθηκε υπό τον έλεγχο τους. Οι εισβολές από τους Χιττίτες, υπό τον βασιλιά Σουπιλουλιούμα Α΄ (βασίλευσε 1344-1322 π.Χ.) διέλυσαν τη δύναμη των Μιτάννι και αντικατέστησαν τους βασιλείς των Μιτάννι με Χιττίτες κυβερνήτες, κατά την ίδια περίοδο που ο Ασσύριος βασιλιάς Εριμπά Αντάντ Α΄ κατόρθωνε να αυξήσει την επιρροή του στην αυλή των Μιτάννι (τώρα κυρίως Χιττιτών). Οι Ασσύριοι τότε διέβλεψαν μια ευκαιρία να διεκδικήσουν τη δική τους αυτονομία και άρχισαν να επεκτείνουν προς τα έξω το βασίλειό τους από την Ασσούρ, προς τις περιοχές που πρωτύτερα ήλεγχε το βασίλειο των Μιτάννι.
Οι Χιττίτες αντεπιτέθηκαν και μπόρεσαν να περιορίσουν τους Ασσύριους, μέχρις ότου ο βασιλιάς Ασσούρ-Ουμπαλίτ Α΄ (περ. 1353-1318 π.Χ.) νίκησε τις εναπομείνασες δυνάμεις των Μιτάννι, κάτω από τους Χιττίτες διοικητές τους, και κατέλαβε σημαντικό ποσοστό της περιοχής. Τον διαδέχθηκαν δύο βασιλείς που διατήρησαν ό,τι είχε κερδηθεί, αλλά δεν επιτεύχθηκε περαιτέρω επέκταση μέχρι την εμφάνιση του βασιλιά Αντάντ-Νιραρί Α΄ (περ. 1307-1275 π.Χ.), ο οποίος επέκτεινε την Ασσυριακή Αυτοκρατορία στον βορρά και στον νότο, εκδιώκοντας τους Χιττίτες και κατακτώντας τα σημαντικότερα τους προπύργια.
Ο Αντάντ Νιραρί Α΄ είναι ο πρώτος Ασσύριος βασιλιάς για τον οποίο είναι οτιδήποτε γνωστό με σιγουριά, διότι άφησε πίσω του επιγραφές με τα επιτεύγματά του, το οποίο επιβίωσαν σχεδόν άθικτα. Επιπλέον, επιστολές ανάμεσα στους Ασσύριους και τους Χιττίτες ηγεμόνες έχουν επίσης επιβιώσει και καθιστούν φανερό ότι, αρχικά, οι Ασσύριοι ηγεμόνες δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από εκείνους των άλλων κρατών στην περιοχή, μέχρι που αποδείχθηκαν πολύ ισχυροί για να τους αντισταθεί κανείς. Ο ιστορικός Γουίλ Ντουράντ σχολιάζει πάνω στην άνοδο της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας:
Εάν πρέπει να δεχτούμε την θεμελιώδη αρχή – ότι είναι καλό, για χάρη της διάδοσης του νόμου, της ασφάλειας, του εμπορίου και της ειρήνης, πολλά κράτη να υπαχθούν, με την πειθώ ή τη δύναμη, κάτω από την εξουσία μιας μοναδικής διακυβέρνησης – τότε πρέπει να πιστώσουμε στην Ασσυρία τη διάκριση ότι είχε καθιερώσει στη δυτική Ασία ένα μεγάλο βαθμό και περιοχή ασφάλειας και προόδου, απ’ όσο η περιοχή εκείνη της γης είχε απολαύσει, απ’ όσο γνωρίζουμε, παλαιοτέρα. (270)
Η Ασσυριακή πολιτική Επανεγκατάστασης
Ο Αντάντ Νιραρί Α΄ κατέλαβε εξ ολοκλήρου τη χώρα των Μιτάννι και άρχισε αυτό που θα αποτελούσε έπειτα τη συνήθη πολιτική υπό την Ασσυριακή Αυτοκρατορία: την έξωση και επανεγκατάσταση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού. Με τους Μιτάννι υπό Ασσυριακό έλεγχο, ο Αντάντ Νιραρί Α΄ αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος να εμποδίσει μια μελλοντική εξέγερση ήταν να απομακρύνει τους προηγούμενους κατοίκους της χώρας και να τους αντικαταστήσει με Ασσύριους. Αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί, όμως, ως κακομεταχείριση των αιχμαλώτων. Γράφοντας πάνω σε αυτό, η ιστορικός Κάρεν Ράντνερ τονίζει:
Οι απελαθέντες, η εργασία τους και οι ικανότητές τους ήταν εξαιρετικά πολύτιμοι για το Ασσυριακό κράτος και η επανεγκατάστασή τους ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη και οργανωμένη. Δεν πρέπει να φανταζόμαστε πλήθη από άπορους φυγάδες, οι οποίοι ήταν εύκολο θήραμα για πείνα και αρρώστιες: Οι απελαθέντες προορίζονταν να ταξιδεύσουν με όσο μεγαλύτερη άνεση και ασφάλεια γινόταν, για να φτάσουν στον προορισμό τους σε καλή σωματική κατάσταση. Οποτεδήποτε επανεγκαταστάσεις απεικονίζονταν στην Ασσυριακή αυτοκρατορική τέχνη, άνδρες, γυναίκες και παιδιά παρουσιάζονται να ταξιδεύουν σε ομάδες, συχνά έφιππες σε οχήματα ή ζώα και ποτέ με δεσμά. Δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης των απεικονίσεων αυτών, καθώς η Ασσυριακή αφηγηματική τέχνη δεν αποστρέφεται εξάλλου από τη γραφική αναπαράσταση της ακραίας βίας. (1)
Οι απελαθέντες επιλέγονταν προσεκτικά για τις ικανότητές τους και στέλνονταν σε περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα ταλέντα τους. Δεν επιλεγόταν ο καθένας από τον κατακτημένο πληθυσμό για επανεγκατάσταση και οι οικογένειες ποτέ δεν χωρίζονταν. Αυτά τα τμήματα του πληθυσμού που είχαν ενεργά προβάλλει αντίσταση στην Ασσυριακή παρουσία είτε εκτελούνταν είτε πωλούνταν ως δούλοι, αλλά ο γενικός πληθυσμός απορροφήθηκε στην αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία και αντιμετωπίζονταν ως Ασσύριοι. Η ιστορικός Γκουέντολιν Λέικ γράφει για τον Αντάντ Νιραρί Α΄ ότι:
Η ευημερία και η σταθερότητα της βασιλείας του του επέτρεψε να εμπλακεί σε φιλόδοξα κατασκευαστικά προγράμματα, χτίζοντας τείχη στις πόλεις και κανάλια και αποκαθιστώντας ναούς. (3)
Αυτός επίσης προσέφερε ένα θεμέλιο για την αυτοκρατορία, πάνω στο οποίο οι διάδοχοί του θα έκτιζαν.
Η Ασσυριακή Κατάκτηση των Μιτάννι και των Χιττιτών
Ο γιος και διάδοχός του Σαλμανεσέρ Α΄ ολοκλήρωσε την καταστροφή των Μιτάννι και αφομοίωσε τον πολιτισμό του. Ο Σαλμανεσέρ Α΄ συνέχισε τις πολιτικές του πατέρα του, συμπεριλαμβανομένης της επανεγκατάστασης των πληθυσμών, αλλά ο γιος του, Τουκουλτί-Νινουρτά Α΄ (περ. 1244-1208 π.Χ.), προχώρησε ακόμα περισσότερο. Σύμφωνα με τη Λέικ, ο Τουκουλτί-Νινουρτά Α΄
...ήταν ένας από τους πιο διάσημους Ασσύριους στρατιώτες βασιλείς, ο οποίος εκστράτευσε αδιάκοπα για να διατηρήσει τις Ασσυριακές κτήσεις και επιρροή. Αντέδρασε με εντυπωσιακή σκληρότητα σε οποιαδήποτε ένδειξη επανάστασης. (177)
Είχε ενδιαφερθεί επίσης πολύ για την απόκτηση και διατήρηση της γνώσης και των πολιτισμών των λαών που κατέκτησε και ανέπτυξε ένα πιο εκλεπτυσμένο τρόπο επιλογής του είδους των ατόμων, ή κοινωνιών, που θα επανεγκαθίσταντο και σε ποια συγκεκριμένη τοποθεσία. Γραφείς και μελετητές, για παράδειγμα, επιλέγονταν με προσοχή και στέλνονταν στα αστικά κέντρα, όπου θα μπορούσαν να καταγράψουν τα γραπτά έργα και να βοηθήσουν με τη γραφειοκρατία της αυτοκρατορίας. Άνθρωπος μορφωμένος, συνέθεσε το επικό ποίημα που κατέγραφε τη νίκη του πάνω στον Κασσίτη βασιλιά της Βαβυλώνας και την υποταγή της πόλης εκείνης και τις περιοχές κάτω από την επιρροή της και έγραψε ένα ακόμα για τη νίκη του πάνω στους Ελαμίτες.
Κατανίκησε τους Χιττίτες στη Μάχη του Νιχρίγια περί το 1245 π.Χ., το οποίο στην πράξη τερμάτισε την Χεττιτική ισχύ στην περιοχή και ξεκίνησε την παρακμή του πολιτισμού της. Όταν η Βαβυλώνα έκανε επιδρομές στο Ασσυριακό έδαφος, ο Τουκουλτί-Νινουρτά Α΄ τιμώρησε την πόλη αυστηρά καταστρέφοντάς την, λεηλατώντας τους ιερούς ναούς και κουβαλώντας τον βασιλιά και ένα μέρος του πληθυσμού πίσω στην Ασσούρ ως σκλάβους. Με τα λεηλατημένα πλούτη ανακαίνισε το μεγάλο παλάτι του στην πόλη που είχε χτίσει απέναντι από την Ασσούρ, την οποία ονόμασε Καρ-Τουκουλτί-Νινουρτά, στην οποία φαίνεται να είχε καταφύγει, μόλις το κύμα της κοινής γνώμης στράφηκε εναντίον του.
Η βεβήλωση των ναών της Βαβυλώνας εκλήφθη ως προσβολή κατά των θεών (καθώς οι Ασσύριοι και οι Βαβυλώνιοι μοιράζονταν πολλές από τις ίδιες θεότητες) και οι γιοι του και οι αυλικοί αξιωματούχοι επαναστάτησαν εναντίον του, διότι έβαλε το χέρι του στα αγαθά των θεών. Δολοφονήθηκε στο παλάτι του, πιθανόν από έναν από τους γιους του, τον Ασσούρ-Ναντίν-Απλί, ο οποίος τότε πήρε τον θρόνο.
Ο Τιγλάθ Πιλεσέρ Α΄ και η Αναζωογόνηση
Μετά τον θάνατο του Τουκουλτί-Νινουρτά Α΄, η Ασσυριακή Αυτοκρατορία έπεσε σε μια περίοδο στασιμότητας, στην οποία ούτε αναπτύχθηκε ούτε παρήκμασε. Ενώ το σύνολο της Εγγύς Ανατολή έπεσε σε μια «σκοτεινή εποχή», ακολουθώντας την αποκαλούμενη Κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού του 1200 π.Χ. περίπου, η Ασσούρ και η αυτοκρατορία της παρέμεινε σχετικά άθικτη. Αντίθετα με άλλους πολιτισμούς στην περιοχή, οι οποίοι υπέστησαν μια ολοκληρωτική κατάρρευση, οι Ασσύριοι φαίνεται να είχαν βιώσει κάτι πιο κοντά σε μια απλή απώλεια ορμής προς τα εμπρός. Η αυτοκρατορία σίγουρα δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είχε «τελματωθεί», διότι η κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της έμφασης στη στρατιωτική εκστρατεία και στην αξία της κατάκτησης, συνεχίστηκε. Μολαταύτα, δεν υπήρχε κάποια σημαντική επέκταση της αυτοκρατορίας και του πολιτισμού, σε σχέση με αυτήν υπό τον Τουκουλτί-Νινουρτά Α΄.
Αυτά όλα άλλαξαν με την άνοδο του Τιγλάθ Πιλεσέρ Α΄ στον θρόνο (βασίλευσε περ. 1115-1076 π.Χ.). Σύμφωνα με τη Λέικ:
Ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Ασσύριους βασιλείς της περιόδου, κυρίως λόγω των εκτεταμένων στρατιωτικών εκστρατειών, τον ενθουσιασμό του για τα κατασκευαστικά προγράμματα και το ενδιαφέρον του για τις συλλογές πλακιδίων σφηνοειδούς. Εκστράτευσε πλατιά στην Ανατολία, όπου και καθυπέταξε αναρίθμητους λαούς και προχώρησε έως τη Μεσόγειο Θάλασσα. Στην πρωτεύουσα, Ασσούρ, έχτισε ένα νέο παλάτι και ίδρυσε μια βιβλιοθήκη, η οποία διατηρούσε αναρίθμητα πλακίδια με όλα τα ήδη των ακαδημαϊκών θεμάτων. Εξέδωσε επίσης ένα νομικό διάταγμα, τους αποκαλούμενους Νόμους της Μέσης Ασσυρίας και έγραψε τα πρώτα βασιλικά χρονικά. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους Ασσύριους βασιλείς που παρήγγειλε πάρκα και κήπους γεμάτα με ξένα και ντόπια δέντρα και φυτά. (171)
Στον 11ο αιώνα π.Χ., ο Τιγλάθ Πιλεσέρ Α΄ αναζωογόνησε την οικονομία και τον στρατό μέσα από τις εκστρατείες του, προσθέτοντας περισσότερους πόρους και εξειδικευμένους πληθυσμούς στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Η παιδεία και οι τέχνες άνθισαν και η πρωτοβουλία του βασιλιά για τη διατήρηση σχετικά με τις πινακίδες σφηνοειδούς θα λειτουργούσε ως το υπόδειγμα για τη διάσημη βιβλιοθήκη στη Νινευή του ύστερου ηγεμόνα, Ασσουρμπανιπάλ. Με τον θάνατο του Τιγλάθ Πιλεσέρ Α΄, ο γιος του, Ασσαρίντ-απάλ-Εκουρ, πήρε τον θρόνο και βασίλευσε για δύο χρόνια, κατά τα οποία συνέχισε τις πολιτικές του πατέρα του χωρίς μεταβολή. Τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Ασσούρ-μπελ-Καλά, ο οποίος αρχικά βασίλευσε με επιτυχία, μέχρις ότου κάποιος σφετεριστής τον προκάλεσε και οδήγησε την αυτοκρατορία σε εμφύλιο πόλεμο.
Παρόλο που η επανάσταση συνεθλίβη και οι συμμετέχοντες εκτελέστηκαν, η αναταραχή επέτρεψε σε συγκεκριμένες περιοχές που ελέγχονταν σφιχτά από την Ασσυρία να απελευθερωθούν και ανάμεσα σε αυτές ήταν η περιοχή που ήταν γνωστή ως Έμπερ Νάρι (σημερινή Συρία, Λίβανος και Ισραήλ), η οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την αυτοκρατορία, λόγω των καλά-θεμελιωμένων λιμανιών κατά μήκος της ακτής. Η Αραμαίοι κρατούσαν τώρα το Έμπερ Νάρι και άρχισαν να διεξάγουν από εκεί επιδρομές στο υπόλοιπο της αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο, οι Αμορίτες της Βαβυλώνας και η πόλη του Μάρι αυτονομήθηκαν και προσπάθησαν να σπάσουν τα δεσμά της αυτοκρατορίας.
Οι βασιλείς που ακολούθησαν τον Ασσούρ-Μπελ-Καλά (ανάμεσά τους, ο Σαλμανεσέρ Β΄ και ο Τιγλάθ Πιλεσέρ Β΄) κατόρθωσαν να διατηρήσουν τον πυρήνα της αυτοκρατορίας γύρω από την Ασσούρ, αλλά δεν επέτυχαν να καταλάβουν πάλι το Έμπερ Νάρι ή να εκδιώξουν τους Αραμαίους και τους Αμορίτες πλήρως από τα σύνορα. Η αυτοκρατορία σταθερά συρρικνώθηκε μέσα από τις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις από το εξωτερικό και τις εξεγέρσεις από το εσωτερικό και, καθώς κανένας βασιλιάς δεν ήταν αρκετά ισχυρός να αναζωογονήσει τον στρατό, η Ασσυρία ξανά μπήκε σε μια περίοδο στασιμότητας, στην οποία οι Ασσύριοι διατήρησαν ό,τι μπορούσαν ενωμένο από την αυτοκρατορία, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν οτιδήποτε άλλο.
Η Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία
Η Ύστερη Αυτοκρατορία (επίσης γνωστή ως η Νέο-Ασσυριακή Αυτοκρατορία) είναι η πιο γνωστή στους σπουδαστές της αρχαίας ιστορίας, καθώς είναι η περίοδος της μεγαλύτερης επέκτασης της αυτοκρατορίας. Είναι επίσης η εποχή που δίνει πιο αποφασιστικά στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία τη φήμη που έχει για αναλγησία και σκληρότητα. Ο ιστορικός Κρίβατσεκ γράφει:
Η Ασσυρία πρέπει να έχει ανάμεσα στα χειρότερα γραφεία τύπου οποιουδήποτε κράτους στην ιστορία. Η Βαβυλώνα μπορεί να είναι συνώνυμο της διαφθοράς, παρακμής και αμαρτίας, αλλά οι Ασσύριοι και οι διάσημοί της ηγεμόνες, με τρομακτικά ονόματα όπως Σαλμανεσέρ, Τιγλάθ-Πιλεσέρ, Σενναχερίμπ, Εσαρχαδδών και Ασσουρμπανιπάλ, βαθμολογούνται στη λαϊκή φαντασία λίγο πιο κάτω από τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Τζένκις Χαν για σκληρότητα, βιαιότητα και απόλυτη δολοφονική βαρβαρότητα. (208)
Αυτή η φήμη υπογραμμίζεται παραπέρα από τον ιστορικό Σάιμον Άνγκλιμ και άλλους. Ο Άνγκλιμ γράφει:
Ενώ οι ιστορικοί τείνουν να αποφεύγουν τις αναλογίες, είναι δελεαστικό να δει κανείς την Ασσυριακή αυτοκρατορία, η οποία κυριάρχησε στη Μέση Ανατολή από το 900-612 π.Χ., ως έναν ιστορικό προκάτοχο της Ναζιστικής Γερμανίας: ένα επιθετικό, φονικά εκδικητικό καθεστώς υποστηριζόμενο από μια εντυπωσιακή και επιτυχημένη πολεμική μηχανή. Όπως με τον Γερμανικό στρατό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ασσυριακός στρατός ήταν ο πιο τεχνολογικά και οργανωτικά προηγμένος της εποχής του και ήταν ένα υπόδειγμα για τους άλλους για πολλές γενιές μετά. Οι Ασσύριοι ήταν η πρώτοι που έκαναν εκτεταμένη χρήση σιδερένιων όπλων [και] όχι μόνο ήταν τα σιδερένια όπλα ανώτερα από τα χάλκινα, αλλά μπορούσαν να παραχθούν μαζικά, επιτρέποντας πράγματι τον εξοπλισμό πολύ μεγάλων στρατευμάτων. (12)
Παρόλο που η φήμη για αποφασιστικές, ανελέητες, στρατιωτικές τακτικές είναι κατανοητή, η σύγκριση με το καθεστώς των Ναζί δεν είναι τόσο κατανοητή. Σε αντίθεση με τους Ναζί, οι Ασσύριοι συμπεριφέρονταν στους κατακτημένους λαούς που επανεγκαθιστούσαν καλά ( όπως ήδη αναφέρθηκε πιο πάνω) και τους θεωρούσαν Ασσύριους, όταν πια είχαν υποταχθεί στην κεντρική εξουσία. Δεν υπάρχει καμία έννοια της «κυρίαρχης φυλής» στις πολιτικές των Ασσυρίων. Ο καθένας θεωρείτο χρήσιμο εργαλείο για την αυτοκρατορία, είτε είχε γεννηθεί είτε είχε ενταχθεί στην κουλτούρα τους. Ο Κρίβατσεκ σημειώνει, «Στην πράξη, ο τρόπος πολέμου των Ασσυρίων δεν ήταν πιο βάρβαρος από αυτόν των συγχρόνων τους κρατών. Ούτε, πράγματι, ήταν οι Ασσύριοι περισσότερο σκληροί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι συνήθιζαν να γεμίζουν τους δρόμους τους με τα θύματα σταυρώσεων που πέθαιναν με αγωνία» (209). Η μόνη δίκαιη σύγκριση ανάμεσα στη Γερμανία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στους Ασσύριους, τότε, είναι η αποτελεσματικότητα της πολεμικής μηχανής τους και το μέγεθος του στρατού, και η ίδια σύγκριση μπορεί να γίνει με την αρχαία Ρώμη.
Οι πολυπληθείς στρατιές ακόμα βρίσκονταν μακριά στο μέλλον, όμως, όταν ο πρώτος βασιλιάς της Νέο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας ανήλθε στην εξουσία τον 10ο π.Χ. αιώνα. Η άνοδος του βασιλιά Αντάντ-Νιραρί Β΄ (912-891 π.Χ.) έφερε το είδος της αναγέννησης που η Ασσυρία χρειαζόταν. Ο Αντάντ Νιραρί Β΄ ανέκτησε τα εδάφη που κάποτε είχαν χαθεί, συμπεριλαμβανομένου και του Έμπερ Νάρι, και ασφάλισε τα σύνορα.
Οι ηττημένοι Αραμαίοι είτε εκτελέστηκαν είτε απελάθηκαν σε περιοχές μέσα στην καρδιά της Ασσυρίας. Κατέκτησε επίσης τη Βαβυλώνα, αλλά, μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος, αρνήθηκε να λεηλατήσει την πόλη και, αντίθετα, σύναψε συμφωνία ειρήνης με τον βασιλιά, μέσα στην οποία παντρεύτηκαν ο ένας την κόρη του άλλου και έδωσαν όρκο αμοιβαίας πίστης. Η συνθήκη θα εξασφάλιζε την Βαβυλώνα ως ισχυρό σύμμαχο, αντί για διαρκές πρόβλημα, για τα επόμενα 80 χρόνια.
Η Στρατιωτική Επέκταση και η Νέα Οπτική του Θεού
Οι βασιλείς που ακολούθησαν τον Αντάντ Νιραρί Β΄ συνέχισαν τις ίδιες πολιτικές και τη στρατιωτική επέκταση. Ο Τουκουλτί Νινουρτά Β΄ (891-884 π.Χ.) επέκτεινε την αυτοκρατορία στον βορρά και απέκτησε περισσότερες περιοχές προς τα νότια στην Ανατολία, ενώ ο Ασσουρνασιρπάλ Β΄ (884-859 π.Χ.) παγίωσε τον έλεγχο στον Λεβάντε και επέκτεινε την εξουσία των Ασσυρίων μέσα στην Χαναάν. Ο πιο συνήθης τρόπος κατάκτησης ήταν μέσω πολιορκίας, η οποία θα ξεκινούσε με μια βίαιη επίθεση στην πόλη. Ο Άνγκλιμ γράφει:
Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, ο Ασσυριακός στρατός υπερείχε στις πολιορκίες, και ήταν ίσως η πρώτη δύναμη που έφερε μαζί ξεχωριστό σώμα μηχανικών… Η επίθεση ήταν η πρωταρχική τους τακτική απέναντι στις βαριά οχυρωμένες πόλεις της Εγγύς Ανατολής. Ανέπτυξαν μια μεγάλη ποικιλία μεθόδων για να δημιουργούν ρήγμα στα εχθρικά τείχη: σκαπανείς χρησιμοποιούνταν για να υπονομεύσουν τα τείχη ή για να ανάψουν φωτιές κάτω από ξύλινες πύλες, και ράμπες ρίχνονταν προς τα επάνω για να επιτρέψουν στους άνδρες να περάσουν πάνω από τους προμαχώνες ή να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν ρήγμα στο άνω μέρος του τείχους, όπου ήταν λιγότερο πυκνό. Κινητές σκάλες επέτρεπαν στους επιτιθέμενους να διασχίσουν τάφρους και γρήγορα να επιτεθούν σε οποιοδήποτε σημείο της άμυνας. Αυτές οι επιχειρήσεις είχαν την κάλυψη πλήθους τοξοτών, οι οποίοι αποτελούσαν τον πυρήνα του πεζικού. Αλλά το καμάρι της Ασσυριακής πολεμικής μηχανής ήταν οι μηχανές τους. Αυτές ήταν πολυώροφοι ξύλινοι πύργοι με τέσσερις ρόδες, έναν πύργο στην κορυφή και ένα η και δύο, ενίοτε, πολιορκητικούς κριούς στη βάση. (186)
Οι εξελίξεις στην στρατιωτική τεχνολογία δεν ήταν η μόνη, ούτε καν η πρωταρχική, συνεισφορά των Ασσυρίων, καθώς, κατά τον ίδιο χρόνο, έκαναν σημαντική πρόοδο στη φαρμακευτική, χτίζοντας πάνω στα θεμέλια των Σουμερίων και αντλώντας από τη γνώση και τα ταλέντα αυτών που είχαν κατακτηθεί και αφομοιωθεί. Ο Ασσουρνασιρπάλ Β΄ έκανε τις πρώτες συστηματικές λίστες φυτών και ζώων στην αυτοκρατορία και έφερε γραφείς μαζί του στις εκστρατείες για να καταγράψει νέα ευρήματα. Σχολεία ιδρύθηκαν παντού στην αυτοκρατορία, αλλά ήταν μόνο για τους γιους των πλουσίων και των ευγενών.
Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν σχολείο ή να διατηρήσουν θέσεις εξουσίας, παρόλο που, παλαιότερα στη Μεσοποταμία, οι γυναίκες απολάμβαναν σχεδόν ίσα δικαιώματα. Η παρακμή των δικαιωμάτων των γυναικών συσχετίζεται με την άνοδο του Ασσυριακού μονοθεϊσμού. Καθώς οι στρατιές των Ασσυρίων εκστράτευαν σε όλη τη χώρα, ο θεός τους Ασσούρ πήγαινε μαζί τους, αλλά, καθώς ο Ασσούρ προηγουμένως ήταν συνδεδεμένος με τον ναό εκείνης της πόλης και λατρευόταν μόνον εκεί, ένας νέος τρόπος απεικόνισης του θεού έγινε απαραίτητος, για να συνεχιστεί η λατρεία εκείνη και σε άλλες περιοχές. Ο Κρίβατσεκ γράφει:
Κάποιος θα μπορούσε να προσευχηθεί στον Ασσούρ όχι μόνο στον ναό του στη δική του πόλη, αλλά οπουδήποτε. Καθώς η Ασσυριακή αυτοκρατορία επέκτεινε τα σύνορά της, ο Ασσούρ συναντιόταν ακόμα και στα πιο μακρινά μέρη. Από την πίστη σε έναν πανταχού παρών θεό στην πίστη σε έναν μοναδικό θεό δεν είναι μεγάλο το βήμα. Αφού ήταν παντού, οι άνθρωποι έφτασαν να πιστεύουν ότι, κατά κάποια έννοια, οι τοπικές θεότητες ήταν απλά διαφορετικές εκδηλώσεις του ίδιου Ασσούρ. (231)
Αυτή η ενότητα της θεώρησης μιας υπέρτατης θεότητας βοήθησε στην περεταίρω ενοποίηση των επαρχιών της αυτοκρατορίας. Οι διαφορετικοί θεοί των κατεκτημένων λαών και οι διάφορες θρησκευτικές πρακτικές, απορροφήθηκαν στη λατρεία του Ασσούρ, ο οποίος αναγνωριζόταν ως ο μοναδικός αληθινός θεός, ο οποίος είχε λάβει διαφορετικά ονόματα από διαφορετικούς λαούς στο παρελθόν, αλλά που τώρα ήταν ξεκάθαρα γνωστός και μπορούσε πλέον να τύχει κατάλληλης λατρείας ως η παγκόσμια θεότητα. Σχετικά με αυτό, ο Κρίβατσεκ γράφει:
Η πίστη στο υπερβατικό παρά στη σημασία του θεϊκού στοιχείου είχε σημαντικές συνέπειες. Η φύση άρχισε να αποθεοποιείται, να απεμπολεί τον ιερό της χαρακτήρα. Καθώς οι θεοί ήταν έξω και πάνω από τη φύση, η ανθρωπότητα – σύμφωνα με τις αντιλήψεις των κατοίκων της Μεσοποταμίας πλασμένη καθ’ ομοίωσίν των θεών και ως υπηρέτης αυτών – πρέπει να είναι επίσης έξω και πάνω από τη φύση. Αντί να είναι ένα οργανικό μέρος του φυσικού κόσμου, η ανθρώπινη φυλή ήταν τώρα ανώτερη του και κυβερνήτης του. Αυτή η νέα αντίληψη συνοψίστηκε αργότερα στην Γένεση 1:26: «Και ο Θεός είπε, Ας κάνουμε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα μας, καθ’ ομοίωσίν μας: και ας τον αφήσουμε να έχει εξουσία πάνω στα ψάρια και τη θάλασσα, και στα πτηνά του ουρανού, και πάνω στα βοοειδή και πάνω σε όλη τη γη και πάνω σε οποιοδήποτε ερπετό που σέρνεται πάνω στη γη.» Αυτά είναι πολύ καλά για τον άνδρα, που προβάλλεται ρητά στον κείμενο αυτό. Αλλά για τις γυναίκες αποτελεί μια αξεπέραστη δυσκολία. Ενώ οι άνδρες μπορούν να εξαπατούν τον εαυτό τους και ο ένας τον άλλο ότι είναι έξω, πάνω και ανώτεροι από τη φύση, οι γυναίκες δεν μπορούν οι ίδιες να αποστασιοποιηθούν τόσο, διότι η φυσιολογία τους τις κάνει εναργώς και φανερά μέρος του φυσικού κόσμου…Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα οι θρησκείες εκείνες που δίνουν έμφαση στην απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού και στην αδυναμία ακόμα και να φανταστούμε την πραγματικότητά Του, υποβαθμίζουν τις γυναίκες σε κατώτερη βαθμίδα ύπαρξης, ενώ η συμμετοχή τους στη δημόσια θρησκευτική λατρεία γίνεται δεκτή με απροθυμία, εάν γίνεται κιόλας δεκτή. (229-230)
Ο Ασσυριακός πολιτισμός έγινε αυξανόμενα συνεκτικός με την επέκταση της αυτοκρατορίας στον 9ο αιώνα π.Χ., με τη νέα κατανόηση του θεϊκού στοιχείου και την ενσωμάτωση των ανθρώπων από τις κατακτημένες περιοχές. Ο Σαλμανεσέρ Γ΄ (859-824 π.Χ.) επέκτεινε την αυτοκρατορία μέσω της ακτής της Μεσογείου και έλαβε φόρο υποτέλειας από τις πλούσιες Φοινικικές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας. Νίκησε επίσης το Αρμενικό βασίλειο της Ουραρτού, το οποίο για πολύ καιρό είχε αποδειχθεί μια σημαντική ενόχληση στους Ασσύριους. Μετά τη βασιλεία του, όμως, ξέσπασε στην αυτοκρατορία εμφύλιος πόλεμος, καθώς ο βασιλιάς Σαμσί Αντάντ Ε΄ (824-811 π.Χ.) πολέμησε κατά του αδερφού του για την εξουσία. Παρόλο που η επανάσταση καταπνίγηκε, η επέκταση της αυτοκρατορίας σταμάτησε μετά τον Σαλμανεσέρ Γ΄.
Η αντιβασιλέας Σαμμουραμάτ (επίσης διάσημα γνωστή ως Σεμιραμίς,η οποία έγινε η μυθική θεά-βασίλισσα των Ασσυρίων στην ύστερη παράδοση) διατήρησε τον θρόνο για τον νεαρό γιό της Αντάντ Νιραρί Γ΄ από το 811-806 π.Χ. και, σε εκείνο το χρονικό διάστημα, διαφύλαξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας και οργάνωσε επιτυχείς εκστρατείες, για να καθυποτάξει τους Μήδους και τους υπόλοιπους ενοχλητικούς πληθυσμούς στον βορρά.
Όταν ο γιός της ενηλικιώθηκε, κατόρθωσε να του παραδώσει μια σταθερή και ευμεγέθη αυτοκρατορία, την οποία έπειτα ο Αντάντ Νιραρί Γ΄ επέκτεινε μακρύτερα. Μετά τη βασιλεία του, όμως, οι διάδοχοί του προτιμούσαν να αναπαυθούν στα επιτεύγματα των άλλων και η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια νέα περίοδο στασιμότητας. Αυτό ήταν κυρίως βλαπτικό για τον στρατό, ο οποίος έγινε νωθρός υπό βασιλείς όπως ο Ασσούρ Νταν Γ΄ και ο Ασσούρ Νιραρί Ε΄.
Οι Μεγάλοι Βασιλείς της Νέο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας
Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ., η αυτοκρατορία αναζωογονήθηκε από τον Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ (745-727 π.Χ.), ο οποίος αναδιοργάνωσε τον στρατό και αναδόμησε τη γραφειοκρατία της διοίκησης. Σύμφωνα με τον Άνγκλιμ, ο Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ «πραγματοποίησε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στον στρατό, επιβεβαίωσε τον κεντρικό έλεγχο πάνω στην Αυτοκρατορία, ανακατέλαβε τις Μεσογειακές ακτές και ακόμη υπέταξε τη Βαβυλώνα. Αντικατέστησε την επιστράτευση [στον στρατό] με τη στρατολόγηση δυναμικού που επιβαλλόταν σε κάθε επαρχία και επίσης απαιτούσε στρατιωτικά τμήματα από υποτελή κράτη» (14). Νίκησε το βασίλειο της Ουραρτού, το όποιο είχε ισχυροποιηθεί ξανά και δημιουργούσε προβλήματα στους Ασσύριους ηγεμόνες, και καθυπέταξε την περιοχή της Συρίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄, ο Ασσυριακός στρατός έγινε η πιο αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη της ιστορίας μέχρι τον καιρό εκείνο και θα αποτελούσε υπόδειγμα για μελλοντικούς στρατούς σε θέματα οργάνωσης, τακτικής, εκγύμνασης και αποτελεσματικότητας.
Τον Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ διαδέχθηκε ο Σαλμανεσέρ Ε΄ (727-722 π.Χ.), ο οποίος συνέχισε τις πολιτικές του βασιλιά, ενώ ο διάδοχός του, Σαργών Β΄ (722-705 π.Χ.) τις βελτίωσε και επεξέτεινε ακόμα πιο μακριά την αυτοκρατορία. Παρόλο που την εξουσία του Σαργών Β΄ την ανταγωνίζονταν οι ευγενείς, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι απέκτησε τον θρόνο παράνομα, διατήρησε τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄, ο Σαργών Β΄ μπόρεσε να οδηγήσει την αυτοκρατορία στην μέγιστη ακμή της και νίκησε αποφασιστικά τους Ουραρτού στην περίφημη εκστρατεία του του 714 π.Χ.
Μετά τον θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο γιος του Σενναχερίμπ (705-681 π.Χ.), ο οποίος εκστράτευσε εκτενώς και ανελέητα, κατακτώντας το Ισραήλ, την Ιουδαία και τις Ελληνικές επαρχίες στην Ανατολία. Η καταστροφή από αυτόν της Ιερουσαλήμ αναπτύσσεται λεπτομερώς στο «Πρίσμα του Τέιλορ», μια στήλη σφηνοειδούς γραφής που περιέγραφε τα στρατιωτικά κατορθώματα του Σενναχερίμπ και ανακαλύφθηκε το 1830 μ.Χ. από τον Βρετανό Συνταγματάρχη Τέιλορ, στο οποίο ο βασιλιάς ισχυρίζεται ότι είχε καταλάβει 46 πόλεις και παγιδέψει τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ μέσα στην πόλη, μέχρι που τους κατατρόπωσε. Η εκδοχή του, πάντως, αμφισβητείται από την εκδοχή των γεγονότων που περιγράφονται στο βιβλικό βιβλίο Β΄ των Βασιλέων, κεφάλαια 18-19, όπου υποστηρίζεται ότι η Ιερουσαλήμ σώθηκε από μια θεϊκή παρέμβαση και ο στρατός του Σενναχερίμπ εκδιώχθηκε από το πεδίο της μάχης. Η βιβλική αφήγηση πάντως δεν παραδίδει την Ασσυριακή κατάκτηση της περιοχής.
Οι στρατιωτικές νίκες του Σενναχερίμπ αύξησαν τον πλούτο της αυτοκρατορίας. Μετέφερε την πρωτεύουσα της Ασσυρίας στη Νινευή και έχτισε αυτό που έμεινε γνωστό ως «το Παλάτι δίχως Αντίπαλο». Εξωράισε και επέφερε βελτιώσεις πάνω στην αρχική δομή της πόλης, φυτεύοντας οπωρώνες και κήπους. Ο ιστορικός Κρίστοφερ Σκάρρε γράφει:
Το παλάτι του Σανναχερίμπ είχε όλον τον συνήθη εξοπλισμό μιας Ασσυριακής κατοικίας: κολοσσιαίες φιγούρες φρουρούς και εντυπωσιακά πέτρινα ανάγλυφα (πάνω από 2000 ανάγλυφες πλάκες σε 71 δωμάτια). Οι κήποι του, επίσης, ήταν υπέροχοι. Πρόσφατη έρευνα από τη Βρεττανή Ασσυριολόγο Στέφανι Ντάλλεϊ υπέδειξε ότι αυτοί ήταν οι περίφημοι Κρεμαστοί Κήποι, ένα από τα Επτά Θαύματα του Αρχαίου Κόσμου. Ύστεροι συγγραφείς τοποθέτησαν τους Κρεμαστούς Κήπους στη Βαβυλώνα, αλλά η εκτεταμένη έρευνα απέτυχε να βρει κάποια ένδειξη αυτών. Η υπερήφανη αναφορά του Σενναχερίμπ για τους κήπους του παλατιού που δημιούργησε στη Νινευή ταιριάζει με εκείνη των Κρεμαστών Κήπων σε πολλές σημαντικές λεπτομέρειες. (231)
Αδιαφορώντας για τα μαθήματα του παρελθόντος, όμως, και μη ικανοποιημένος με τον μεγάλο πλούτο του και την πολυτέλεια της πόλης, ο Σενναχερίμπ οδήγησε τον στρατό του ενάντια στη Βαβυλώνα, την κατέστρεψε και λεηλάτησε τους ναούς. Όπως και παλαιότερα στην ιστορία, η λεηλασία και η καταστροφή των ναών της Βαβυλώνας θεωρήθηκε ως το απόγειο της ιεροσυλίας από τους λαούς της περιοχής και επίσης από τους γιούς του Σενναχερίμπ, οι οποίοι τον δολοφόνησαν στο παλάτι του στη Νινευή, για να εξευμενίσουν την οργή των θεών. Παρόλο που σίγουρα εκείνοι θα είχαν κίνητρα για να δολοφονήσουν τον πατέρα τους για τον θρόνο (αφού αυτός διάλεξε τον νεότερό του γιο, Εσαρχαδδών, ως διάδοχό του το 683 π.Χ., αγνοώντας τους) θα χρειάζονταν έναν νόμιμο λόγο για να το πράξουν. Και η καταστροφή της Βαβυλώνας τους τον προσέφερε.
Ο γιος του Εσαρχαδδών (681-669 π.Χ.) πήρε τον θρόνο και ένα από τα πρώτα του εγχειρήματα ήταν η ανοικοδόμηση της Βαβυλώνας. Εξέδωσε μια επίσημη διακήρυξη, η οποία υποστήριζε ότι η Βαβυλώνα καταστράφηκε από τη θέληση των θεών, λόγω της διαφθοράς της πόλης και της έλλειψης σεβασμού στους θεούς.
Πουθενά στη διακήρυξή του δεν αναφέρεται στον Σενναχερίμπ ή τον ρόλο του στην καταστροφή της πόλης, αλλά ξεκαθαρίζει ότι οι θεοί διάλεξαν τον Εσαρχαδδών ως τον θεϊκό διάμεσο για την αποκατάσταση: «κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός προηγούμενου ηγεμόνα υπήρχαν κακοί οιωνοί. Η πόλη προσέβαλε τους θεούς και καταστράφηκε με την εντολή τους. Επέλεξαν εμένα, τον Εσαρχαδδών, για να επαναφέρω τα πάντα στην δικαιωματική τους θέση, να απαλύνω τον θυμό τους και να γαληνέψω την οργή τους.»
Η αυτοκρατορία άνθισε κάτω από το σκήπτρο του. Κατέλαβε με επιτυχημένη εκστρατεία την Αίγυπτο (το οποίο ο Σενναχερίμπ είχε προσπαθήσει και αποτύχει να πράξει) και παγίωσε τα σύνορα της αυτοκρατορίας στον βορρά μέχρι την οροσειρά του Ζάγκρου (σημερινό Ιράν) και στον νότο έως τη Νουβία (σημερινό Σουδάν), με μια έκταση από δύση προς τα ανατολικά του Λεβάντε (σημερινή περιοχή από Λίβανο έως Ισραήλ) μέσω της Ανατολίας (Τουρκία). Οι επιτυχείς εκστρατείες του και η προσεκτική διατήρηση της διακυβέρνησης, προσέφερε τη σταθερότητα για πρόοδο στην φαρμακευτική, παιδεία, μαθηματικά, αστρονομία, αρχιτεκτονική και στις τέχνες. Ο Ντουράντ γράφει:
Στο πεδίο της τέχνης, η Ασσυρία εξισώθηκε με τον προκάτοχό της, τη Βαβυλωνία, και στην ανάγλυφη τεχνική την ξεπέρασε. Διεγερμένοι από την εισροή του πλούτου στην Ασσούρ, Καλάχ και Νινευή, οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες άρχισαν να παράγουν – για τους ευγενείς και τις κυρίες τους, για τους βασιλείς και τα παλάτια, για τους ιερείς και τους ναούς – κοσμήματα κάθε περιγραφής, να κατεργάζονται μέταλλα τόσο αριστοτεχνικά σχεδιασμένα όπως αυτά πάνω στις μεγάλες πύλες του Μπαλαγουάτ, και πολυτελή έπιπλα από πλούσια σμιλεμένα και ακριβά ξύλα, ενισχυμένα με μέταλλο και διακοσμημένα με χρυσό, ασήμι, χαλκό και πολύτιμους λίθους. (278)
Για να διασφαλίσει την ειρήνη, η μητέρα του Εσαρχαδδών, Ζακουτού (επίσης γνωστή ως Νακία-Ζακουτού) προχώρησε σε συνθήκες υποτέλειας με τους Πέρσες και τους Μήδους, ζητώντας τους να υποταχθούν από πριν στον διάδοχό του. Η συνθήκη αυτή γνωστή ως η Συνθήκη Πίστης της Νακία-Ζακουτού, διασφάλισε την εύκολη μετάβαση της εξουσίας, όταν ο Εσαρχαδδών πέθανε, ενώ προετοιμαζόταν να εκστρατεύσει κατά των Νουβίων, και η εξουσία πέρασε στον τελευταίο μεγάλο Ασσύριο Βασιλιά, τον Ασσουρμπανιπάλ (668-627 π.Χ.). Ο Ασσουρμπανιπάλ ήταν ο πιο μορφωμένος από τους Ασσύριους ηγεμόνες και είναι πιθανόν πιο γνωστός σήμερα για την αχανή βιβλιοθήκη που συγκέντρωσε στο παλάτι του στη Νινευή.
Μολονότι ήταν ένας μεγάλος προστάτης της τέχνης και του πολιτισμού, ο Ασσουρμπανιπάλ μπορούσε να είναι εξίσου ανελέητος με τους προκατόχους του στη διατήρηση της αυτοκρατορίας και στον εκφοβισμό των εχθρών του. Ο Κρίβατσεκ γράφει:
Ποιος άλλος ιμπεριαλιστής θα είχε παραγγείλει, όπως ο Ασσουρμπανιπάλ, ένα γλυπτό για το παλάτι του με διάκοσμο που θα δείχνει αυτόν και τη γυναίκα του να δειπνούν στον κήπο τους, με το κομμένο κεφάλι και το διαμελισμένο χέρι του Βασιλιά του Ελάμ να κρέμονται από δέντρα και στις δύο πλευρές, σαν αποτρόπαια χριστουγεννιάτικα στολίδια ή παράξενα φρούτα; (208)
Κατανίκησε ολοκληρωτικά τους Ελαμίτες και επέκτεινε την αυτοκρατορία μακρύτερα στην ανατολή και τον βορρά. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της διατήρησης του παρελθόντος, έστειλε έπειτα απεσταλμένους σε κάθε σημείο των χωρών υπό τον έλεγχό του και τους έβαλε να πάρουν ή να αντιγράψουν τα βιβλία εκείνης της πόλης ή χωριού, φέρνοντας τα όλα πίσω στη Νινευή για τη βασιλική βιβλιοθήκη.
Ο Ασσουρμπανιπάλ κυβέρνησε την αυτοκρατορία για 42 χρόνια και, τον καιρό εκείνο, εκστράτευσε επιτυχημένα και κυβέρνησε αποτελεσματικά. Η αυτοκρατορία, όμως, είχε γίνει υπερβολικά μεγάλη, και οι επαρχίες φορολογούνταν υπερβολικά. Επιπρόσθετα, το αχανές της επικράτειας των Ασσυρίων έκανε δύσκολη την προάσπιση των συνόρων. Όσο πολυπληθής και αν παρέμενε ο στρατός, δεν υπήρχαν αρκετοί άνδρες, για να διατηρούν φρουρές σε κάθε σημαντικό φρούριο ή φυλάκιο.
Όταν ο Ασσουρμπανιπάλ πέθανε το 627 π.Χ., η αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται. Οι διάδοχοί του, Ασσούρ-ετλι-Ιλανί και Σιν-Σαρ-Ισκούν δεν μπορούσαν να διατηρήσουν ενωμένες τις περιοχές και οι επαρχίες άρχισαν να αποσχίζονται. Η διακυβέρνηση της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας αντιμετωπιζόταν ως υπερβολικά σκληρή από τους υπηκόους της, παρόλες τις καινοτομίες και την πολυτέλεια που μπορεί να παρείχε η θέση του Ασσύριου πολίτη, και τα πρώην υποτελή κράτη επαναστάτησαν.
Το 612 π.Χ. η Νινευή καταστράφηκε και κατεκαύθη από έναν συνασπισμό Βαβυλωνίων, Περσών, Μήδων και Σκυθών, μεταξύ άλλων. Η καταστροφή του παλατιού έριξε τους φλεγόμενους τοίχους πάνω στη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ και, παρόλο που απείχε πολύ από τον σκοπό της, διέσωσε την μεγάλη βιβλιοθήκη και την ιστορία των Ασσυρίων, ψήνοντας και θάβοντας τα βιβλία με τις πήλινες πινακίδες. Ο Κρίβατσεκ γράφει, «με τον τρόπο αυτό οι εχθροί των Ασσυρίων δεν επέτυχαν τελικά τον στόχο τους, όταν έκαψαν την Ασσούρ και τη Νινευή το 612 π.Χ., μόλις δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Ασσουρμπανιπάλ: την εξαφάνιση της θέσης της Ασσυρίας στην ιστορία» (255). Μολαταύτα, η καταστροφή των μεγάλων Ασσυριακών πόλεων ήταν τόσο ολοκληρωτική, ώστε, μέσα σε δύο γενιές από την πτώση της αυτοκρατορίας, κανείς δεν γνώριζε ποια ήταν η θέση των πόλεων αυτών. Τα ερείπια της Νινευή καλύφθηκαν από την άμμο και έμειναν θαμμένα για τα επόμενα 2000 χρόνια.
Η Κληρονομιά της Ασσυρίας
Χάρη στον Έλληνα ιστορικό Ηρόδοτο, ο οποίος θεωρούσε το σύνολο της Μεσοποταμίας «Ασσυρία», οι μελετητές γνώριζαν από καιρό τον πολιτισμό που υπήρχε ( σε σύγκριση με τους Σουμέριους, οι οποίοι ήταν άγνωστοι στην επιστημονική κοινότητα μέχρι τον 19ο αιώνα μ.Χ.). Οι ακαδημαϊκές σπουδές ήταν παραδοσιακά γνωστές ως Ασσυριολογία μέχρι σχετικά πρόσφατα (παρόλο που ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα), διότι οι Ασσύριοι ήταν πολύ καλά γνωστοί διαμέσου των πρωτογενών πηγών των Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων.
Μέσα από την έκταση της αυτοκρατορίας του, οι Ασσύριοι διέδωσαν την κουλτούρα της Μεσοποταμίας και στις υπόλοιπες περιοχές του κόσμου, οι οποίες, με τη σειρά τους, επηρέασαν κουλτούρες παντού στον κόσμο μέχρι τη σημερινή μέρα. Ο Ντουράντ γράφει:
Μέσα από την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τους Ασσύριους, την ιδιοποίηση της κουλτούρας της αρχαίας πόλης και την διάχυσή της κουλτούρας εκείνης παντού στην εκτεταμένη αυτοκρατορία τους· μέσα από την μακρόχρονη Αιχμαλωσία των Ιουδαίων και την μεγάλη επιρροή πάνω σε αυτούς από τη Βαβυλώνια ζωή και σκέψη· διαμέσου των Περσικών και Ελληνικών κατακτήσεων, οι οποίες τότε άνοιξαν με πρωτοφανέρωτη πληρότητα και ελευθερία όλες τις οδούς επικοινωνίας και εμπορίου μεταξύ της Βαβυλώνας και των αναδυόμενων πόλεων της Ιωνίας, Μικράς Ασίας και της Ελλάδας· μέσα από αυτές και πολλές άλλες οδούς, ο πολιτισμός της Χώρας μεταξύ των Ποταμών προχώρησε μέσα στην πολιτιστική δωρεά του είδους μας. Εν τέλει τίποτα δεν χάνεται· για καλό ή κακό, κάθε γεγονός έχει παντοτινές συνέπειες. (264)
Ο Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ είχε εισάγει τα Αραμαϊκά για να αντικαταστήσει τα Ακκαδικά ως την κοινή γλώσσα της αυτοκρατορίας και, καθώς τα Αραμαϊκά επιβίωσαν ως γραπτή γλώσσα, αυτό επέτρεψε αργότερα στους μελετητές να αποκωδικοποιήσουν τα Ακκαδικά γραπτά και έπειτα τα Σουμεριακά. Η Ασσυριακή κατάκτηση της Μεσοποταμίας και η επέκταση της αυτοκρατορίας σε όλη τη Μέση Ανατολή, έφερε τα Αραμαϊκά κοντά σε περιοχές όπως το Ισραήλ και όσο μακριά όσο η Ελλάδα και, με αυτόν τον τρόπο, η σκέψη της Μεσοποταμίας εμποτίστηκε σε εκείνες τις κουλτούρες και σε ένα μέρος της παιδευτικής και πολιτισμικές κληρονομιάς τους.
Μετά την παρακμή και τη διάσπαση της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας, η Βαβυλώνα απέκτησε την υπεροχή στην περιοχή από το 605-549 π.Χ. Η Βαβυλώνα έπειτα έπεσε στους Πέρσες υπό τον Κύρο τον Μέγα, ο οποίος ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών (549-330 π.Χ.), η οποία έπεσε στον Αλέξανδρο τον Μέγα και αποτέλεσε, μετά τον θάνατό του, τμήμα της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών.
Η περιοχή της Μεσοποταμίας που αντιστοιχεί στο σημερινό Ιράκ, Συρία και μέρος της Τουρκίας ήταν η περιοχή που ήταν την περίοδο αυτή γνωστή ως Ασσυρία και, όταν οι Σελευκίδες εκδιώχθηκαν από τους Πάρθους, το δυτικό τμήμα της περιοχής, παλαιότερα γνωστό ως Έμπερ Νάρι και έπειτα Αραμαία, διατήρησε το όνομα Συρία. Οι Πάρθοι απέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής και τον διατήρησαν μέχρι την έλευση της Ρώμης το 116 μ.Χ., και έπειτα η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών κυριάρχησε στην περιοχή από το 226-650 μ.Χ. μέχρις ότου, με την άνοδο του Ισλάμ και τις Αραβικές κατακτήσεις του 7ου μ.Χ., η Ασσυρία έπαψε να υφίσταται ως εθνική οντότητα.
Ανάμεσα στα μεγαλύτερα από τα κατορθώματά τους, όμως, ήταν το Αραμαϊκό αλφάβητο, που εισήχθη στην Ασσυριακή διοίκηση από τον Τιγλάθ Πιλεσέρ Γ΄ από την κατακτημένη περιοχή της Συρίας. Τα Αραμαϊκά ήταν ευκολότερο να γραφούν από τα Ακκαδικά και έτσι παλαιότερα έγγραφα που είχαν συλλεχθεί από βασιλείς όπως ο Ασσουρμπανιπάλ μεταφράστηκαν από τα Ακκαδικά στα Αραμαϊκά, ενώ νεότερα έγγραφα γράφονταν στα Αραμαϊκά και αγνοούσαν τα Ακκαδικά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι χιλιάδες χρόνων ιστορίας και κουλτούρας διατηρήθηκαν για τις επόμενες γενεές και αυτό είναι το μεγαλύτερο από τα Ασσυριακά κληροδοτήματα.
Σημείωση Συγγραφέα: πολλές ευχαριστίες στην κα. Κλαίρ Μούνεϊ για τη συνεισφορά της στην ενάργεια αυτού του άρθρου.