Οι Χιττίτες κατείχαν την αρχαία περιοχή της Ανατολίας (επίσης γνώστης ως Μικράς Ασίας, στη σημερινή Τουρκία) πριν από το 1700 π.Χ., ανέπτυξαν μία κουλτούρα, πιθανότατα από τους αυτόχθονες λαούς των Χάττι (και πιθανόν από τους Χουρρίτες) και επέκτειναν τις κτήσεις τους σε μία αυτοκρατορία που ανταγωνιζόταν, και απειλούσε, το εδραιωμένο κράτος της Αιγύπτου.
Αναφέρονται επανειλημμένα σε όλο το εβραϊκό Τανάκ (επίσης γνωστό ως η χριστιανική Παλαιά Διαθήκη) ως αντίπαλοι των Ισραηλιτών και του Θεού τους. Σύμφωνα με το βιβλίο της Γενέσεως 10, είναι οι απόγονοι του Χεθ, γιου του Καναάν, ο οποίος ήταν γιος του Χαμ, γιου του Νώε (Γένεσις, 10: 1-6). Το όνομα με το οποίο είναι γνωστοί σήμερα, λοιπόν, προέρχεται από τη Βίβλο και από τις επιστολές της Αμάρνα της Αιγύπτου, που μνημονεύουν κάποιο «βασίλειο της Χέτα», το οποίο σήμερα αναγνωρίζεται ως ‘το βασίλειο των Χάττι’ (η προσωνυμία της χώρας με την οποία ήταν γνωστοί οι Χιττίτες), αλλά οι δικές τους πηγές τους αναφέρουν ως Νεσίλι, όπως πράττουν κι άλλες πηγές της περιόδου.
Ο Χιττιτικός έλεγχος της περιοχής χωρίζεται από τους σύγχρονους ερευνητές σε δύο περιόδους
- Το Παλαιό Βασίλειο (1700 - 1500 π.Χ.)
- Το Νέο Βασίλειο, επίσης γνωστό ως η Χιττιτική Αυτοκρατορία (1400 - 1200 π.Χ.)
Υπάρχει ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα σε αυτές τις δύο περιόδους, το οποίο για αυτούς που αποδέχονται αυτή την εκδοχή της ιστορίας, είναι γνωστό ως Μέσο Βασίλειο. Η ασυμφωνία ανάμεσα σε εκείνους τους μελετητές που αναγνωρίζουν ένα Μέσο Βασίλειο και σε εκείνους που δεν το αναγνωρίζουν πηγάζει από το γεγονός ότι δεν υπήρχε καμία ασυνέχεια ανάμεσα στο Παλαιό Βασίλειο και στο Νέο, αλλά απλώς μία ‘σκοτεινή περίοδος’ μικρότερη από εκατό χρόνια, για την οποία λίγα είναι γνωστά. Η Χιττιτική Αυτοκρατορία έφτασε στην κορύφωση της υπό την διακυβέρνηση του βασιλιά Σουπιλουλιούμα Α΄ (περ. 1344 - 1322 π.Χ.) και του γιου του Μουρσίλι Β΄ (περ. 1321 - 1295 π.Χ.), μετά τους οποίους παρήκμασε και, κάτω από επαναλαμβανόμενες επιθέσεις από τους Λαούς της Θάλασσας και τη φυλή των Κάσκα, έπεσε στους Ασσύριους.
Αρχαιολογία και Γλώσσα
Λίγα ήταν γνωστά σχετικά με τους Χιττίτες πέραν των αναφορών από τη Βίβλο και αποσπασματικών καταγραφών από την Αίγυπτο μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ., όταν ξεκίνησαν ανασκαφές στο Μπογατσκόι (σημερινό Μπογκαζκαλέ, Τουρκία), στο οποίο υπήρξε κάποτε η θέση της Χαττούσα, της πρωτεύουσας της Χιττιτικής Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Κρίστοφερ Σκάρρε περιγράφει τη Χαττούσα ως:
Μία αχανής πόλη-φρούριο, απλωμένη πάνω στη βραχώδη έκταση, με απόκρημνες ακροπόλεις και περίτεχνους ναούς. Έγινε το κέντρο μιας ισχυρής αυτοκρατορίας που κάλυπτε όχι μόνο το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολίας, αλλά επίσης κατά καιρούς επεκτάθηκε μακρύτερα στον νότο, μέσα στη Συρία και στον Λεβάντε. (206)
Η Χαττούσα είχε αρχικά ιδρυθεί από τους Χάττι, μία γηγενή φυλή της Ανατολίας το 2.500 π.Χ. και η κουλτούρα τους πιθανόν να είχε προσφέρει τη βάση αυτής των Χιττιτών. Αυτό το πολύ σημαντικό πολεοδομικό σύμπλεγμα και εκείνοι που το έχτισαν μαζί με την απέραντη αυτοκρατορία, μολαταύτα, παρέμεναν σχεδόν άγνωστοι, μέχρι που τα γραπτά τους ανακαλύφθηκαν, πρώτα από τον Ιρλανδό Γουίλιαμ Ράιτ το 1884 μ.Χ. και έπειτα από τον Γερμανό αρχαιολόγο Χιούγκο Γουίνκλερ το 1906 μ.Χ.
Μέχρι το έτος 1912 μ.Χ. ο Γουίνκλερ «είχε ανασύρει 10.000 πήλινες πινακίδες από τα Χιττιτικά βασιλικά αρχεία» (Σκάρρε και Φάγκον, 206). Αυτές οι πινακίδες, πάνω στις οποίες εκείνοι είχαν καταγράψει την ιστορία και τις συναλλαγές τους, αποκρυπτογραφήθηκαν σχετικά γρήγορα. Ο ιστορικός Ερντάλ Γιαβούζ περιγράφει τη διαδικασία της αποκρυπτογράφησης σε μία περίπτωση (παρόλο που υπήρχαν και άλλοι μελετητές που συνεισέφεραν στην κατανόηση της Χιττιτικής γραφής, ιδίως ο Άρτσιμπάλντ Σάις, για να ονοματίσουμε μόνο έναν):
Ο Μπέντριχ Χρόζνυ, 1879-1921, ένας Τσέχος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, το 1916 αποκρυπτογράφησε τη Χιττιτική γλώσσα. Το εναρκτήριο σημείο ήταν μία φράση σε μία επιγραφή σε σφηνοειδή: “Nu Ninda-An Ezzateni, Vatar-Ma Ekuteni”. Καθώς πολλές Βαβυλωνιακές λέξεις συμπεριλαμβάνονταν στα Χιττιτικά κείμενα, η ένδειξη παρήχθη από τη Βαβυλωνιακή λέξη ‘Ninde’, η οποία σημαίνει ‘φαγητό’ ή το ‘ψωμί’. Ο Χρόζνυ ρώτησε τον εαυτό του μία απλή ερώτηση. Τι κάνει κάποιος με το φαγητό ή το ψωμί; η απάντηση, φυσικά, ήταν ότι κάποιος το τρώει. Έτσι, η λέξη ‘ezzateni’ θα έπρεπε να σχετιζόταν με την έννοια τρώω. Τότε το ‘-an’ επίθημα στο ‘ninda’, θα έπρεπε να είναι ένας δείκτης για ένα ευθύ αντικείμενο. Με αυτές τις δύο υποθέσεις ανά χείρας, ο Χρόζνυ κοίταξε μέσα τόσο στο λεξιλόγιο όσο και στη γραμματική των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Παρατήρησε ότι το ρήμα τρώω είναι παραπλήσιο στο Χιττιτικό ‘ezza’, όχι μόνο στα Αγγλικά, αλλά επίσης στα ελληνικά (έδειν), στα λατινικά (edere) και στα γερμανικά (essen), και ιδίως στα μεσαιωνικά γερμανικά (ezzan). Αν αυτό ήταν αληθές, η δεύτερη σειρά της επιγραφής δεν ήταν ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς ξεκίνησα με τη λέξη ‘vatar’, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να μεταφραστεί στα αγγλικά ‘water’ και στο γερμανικό ‘vasser’. Ο Χρόζνυ πρότεινε την ανάγνωση όλης της πρότασης ως: «τώρα ψωμί εσύ τρως, νερό εσύ πίνεις» και αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν αληθές για όλη τη Χιττιτική γλώσσα. Ήταν ινδοευρωπαϊκής καταγωγής. (1)
Όταν η εργασία του Χρόζνυ εκδόθηκε, αρχικά και ξεκαθάρισε και συσκότισε την ιστορία των Χιττιτών. Υπήρχε για καιρό μία αποδεκτή θεωρία ανάμεσά τους μελετητές της αρχαίας ιστορίας ότι Ινδία έχει υποστεί εισβολή από τον Βορρά από Ινδοευρωπαίους, γνωστούς ως Αρύους (η αποκαλούμενη εισβολή των Αρύων) και ότι, κάπου, υπήρχε μία κοιτίδα, από όπου αυτοί οι εισβολείς κατεβήκαν στην Ινδία. Τα κείμενα που αποκαλύφθηκαν από τον Γουίνκλερ φαίνονταν να επαληθεύουν τη θεωρία αυτή.
Καθώς δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ήταν άγνωστες στην Ανατολία τον καιρό εκείνο, είχε θεωρηθεί ότι έπρεπε να υπήρχε κάποιου είδους εισβολή και πιθανότατα, από την ίδια μυστηριώδη κοιτίδα, από την οποία η υποτιθέμενη εισβολή της Ινδίας είχε ξεκινήσει. Ο ιστορικός Μαρκ Φαν ντε Μίερουπ συζήτα την κατάσταση, γράφοντας:
Υπό την επιρροή μιας παρωχημένης ιδέας του 19ου αιώνα, ότι υπήρχε μία ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα κάπου βόρεια της Ινδίας, πολλή προσοχή στην ακαδημαϊκή κοινότητα έχει είχε δοθεί στην εύρεση αποδείξεων για μία εισβολή. Αυτή η έρευνα είναι όμως ανώφελη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέτουμε ότι ομιλητές των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών δεν ήταν πάντοτε παρόντες στην Ανατολία, ούτε μπορούμε να πούμε ότι θα μπορούσε να είναι μία ξεκάθαρα αναγνωρίσιμη ομάδα κατά τη δεύτερη χιλιετία. Μπορούμε απλά να παρατηρήσουμε ότι, όταν οι γραπτές πηγές μας πληροφορούν για τις γλώσσες που χρησιμοποιούντο στην Ανατολία, μερικοί άνθρωποι μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές, ενώ άλλοι όχι. (119)
Το Παλαιό Βασίλειο
Το παλαιό Χιττιτικό βασίλειο (1700-1500 π.Χ.) μαρτυρείται αρχικά από τη λεηλασία της Χαττούσα από τον Χιττίτη βασιλιά Αννίτα του γειτονικού βασιλείου της Κουσσάρα στα 1700 π.Χ. Η Χαττούσα είχε υπάρξει ως η ισχυρή πόλη των Χάττι από το 2.500 π.Χ. και, για αρκετό καιρό αφότου οι Χιττίτες κατέκτησαν την πόλη και κυριάρχησαν στην περιοχή, μνημονευόταν ακόμα ως ‘η γη των Χάττι’. Η πόλη είχε αποκρούσει επιθέσεις από τον Σαργών τον Μέγα της Ακκάδ (1334-1279 π.Χ.) και τον εγγονό του Νάραμ-Σιν (2261-2224 π.Χ.), αλλά έπεσε στον βασιλιά Αννίτα, ο οποίος έκαψε την πόλη, την καταράστηκε, και καταράστηκε τον οποιοδήποτε θα προσπαθούσε να την ξαναχτίσει.
Όχι πολύ καιρό μετά την καταστροφή της όμως, η πόλη ξαναχτίστηκε από έναν άλλο βασιλιά της Κουσσάρα, με το όνομα Χαττούσιλι Α΄, του οποίου το όνομα σημαίνει “κάποιος από τη Χαττούσα”. Καθώς ο Χαττούσιλι φαίνεται να ήταν πρωτύτερα γνωστός ως “άνδρας από την Κουσσάρα”, ορισμένοι μελετητές ισχυρίζονται ότι έλαβε το νέο το όνομα μόλις έκτισε ξανά την πόλη, ως συμβολική έκφραση της νέας αύξησης της σπουδαιότητας της Χαττούσα πάνω από την Κουσσάρα (παρόλο που η αξίωση αυτή έχει αμφισβητηθεί από άλλους ερευνητές). Λόγω έλλειψης πρωτογενών πηγών, δεν μπορεί να διακριβωθεί πότε η πόλη έλαβε το όνομά της ή γιατί, αλλά είναι φανερό ότι ο Χαττούσιλι Α΄ ίδρυσε το βασίλειο των Χιττιτών.
Σύμφωνα με το αρχείο κείμενο Το Διάταγμα του Τελέπινου (16ος αιώνας π.Χ.), ο Χαττούσιλι υπήρξε ένας μεγάλος πολεμιστής που κυρίευσε μία απέραντη έκταση. Ένας απολογισμός της βασιλείας του στο Διάταγμα διαβάζεται, εν μέρει:
Έπειτα, ο Χαττούσιλι ήταν βασιλιάς ,και οι γιοί, τα αδέλφια του, οι συγγενείς, τα μέλη της οικογένειας και τα στρατεύματα ήταν όλοι ενωμένοι. Οπουδήποτε εκστράτευσε κατέλαβε την εχθρική γη με τη βία. Κατέστρεψε τις χώρες, τη μία μετά την άλλη, τους στέρησε τη δύναμη και έκανε αυτούς τα σύνορα της θάλασσας. Όταν επέστρεψε όμως από την εκστρατεία, καθένας από τους γιους του πήγε κάπου σε κάποια χώρα και στα χέρια του οι μεγάλες πόλεις γνώρισαν ευημερία. Αλλά, όταν έπειτα οι υπηρέτες των πριγκίπων έγιναν διεφθαρμένοι, ξεκίνησαν να καταβροχθίζουν τις περιουσίες, συνωμοτούσαν διαρκώς απέναντι τους αφέντες τους και άρχισαν να χύνουν το αίμα τους. (Φαν ντε Μίερουπ, 120)
Το χωρίο ερμηνεύεται ότι σημαίνει πως ο Χαττούσιλι ίδρυσε ένα ενοποιημένο βασίλειο με την υποστήριξη της εκτεταμένης οικογένειάς του, αλλά, μόλις αυτό επετεύχθη, η γιοί του επαναστάτησαν εναντίον του, χρησιμοποιώντας τους πόρους των περιοχών, στις οποίες τους είχε θέσει επικεφαλής. Η αναφορά στους “υπηρέτες” των πριγκίπων πιστεύεται ότι σημαίνει πως είτε οι γιοί του Χαττούσιλι είτε οι υπουργοί και σύμβουλοι εκείνων των γιών ήταν που ξεσηκώθηκαν ενάντια στη νόμιμη εξουσία. Ανεξάρτητα του εάν οι γιοί δολοφονήθηκαν ή ήταν οι υπαίτιοι της επανάστασης, τα ονόματά τους δεν αναφέρονται στη διαδοχή.
Στο νεκροκρέβατό του, ο Χαττούσιλι διάλεξε τον εγγονό του, Μουρσίλι, ως τον διάδοχό του. Ο Φαν ντε Μίερουπ γράφει: “Η διακυβέρνηση του νέου βασιλιά είναι φτωχά καταγεγραμμένη, αλλά οι λακωνικές πηγές αναφέρουν δύο εξαιρετικά σημαντικές πράξεις. Την καταστροφή της Αλέππο και της Βαβυλώνας. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις του δεν ακολουθήθηκαν, όμως, από μία κατοχή” (121). Αντίθετα με τον παππού του, ο Μουρσίλι φαίνεται να είχε διεξαγάγει επιδρομές σε άλλα βασίλεια μόνο για τη λεία που θα κερδιζόταν και όχι για να προσθέσει τη γη και τους πόρους τους στο βασίλειό του. Το Διάταγμα του Τελέπινου καταγράφει τη βασιλεία του:
Όταν o Μουρσίλι ήταν βασιλιάς στη Χαττούσα, οι γιοί, τα αδέλφια, οι συγγενείς, τα μέλη της οικογένειας και τα στρατεύματα ήταν όλοι ενωμένοι. Ήλεγχε με τη βία τη χώρα των εχθρών, τους αποστέρησε τη δύναμή τους, και έκανε αυτούς τα σύνορα της θάλασσας. Πήγε στην πόλη Αλέππο, κατέστρεψε την Αλέππο, και πήρε τους απελαθέντες από την Αλέππο και τα αγαθά της στη Χαττούσα. Έπειτα πήγε στη Βαβυλώνα και κατέστρεψε τη Βαβυλώνα. Πήρε τους απελαθέντες από τη Βαβυλώνα και τα αγαθά της στη Χαττούσα. Ο Χάντιλι ήταν οινοχόος και είχε την Χαράπσιλι, αδελφή του Μουρσίλι, σύζυγο. Ο Ζιντάντα συνωμότησε με τον Χάντιλι και διέπραξαν μία ανίερη πράξη: σκότωσαν τον Μουρσίλι και έχυσαν το αίμα του. (Φαν ντε Μίερουπ, 120)
Ο Χάντιλι ήταν κουνιάδος του Μουρσίλι. Ο Ζιντάντα ήταν ο γαμπρός του Χάντιλι. Συνωμότησαν να δολοφονήσουν τον Μουρσίλι και να αρπάξουν τον θρόνο, στο οποίο επέτυχαν. Ο Χάντιλι έπειτα κυβέρνησε ως βασιλιάς για περίπου 30 χρόνια (περ. 1526-1496 π.Χ.), αλλά φαίνεται ότι επέτυχε λίγα πράγματα τα χρόνια εκείνα. Ο Ζιντάντα, έχοντας κουραστεί να βλέπει τον Χάντιλι να απολαμβάνει τη βασιλεία του δίχως να επιτυγχάνει τίποτε άλλο, τον δολοφόνησε και σκότωσε τους διαδόχους του. Ο Ζιντάντα έπειτα έγινε ο βασιλιάς μετά τον Χάντιλι και βασίλεψε για άλλα δέκα αδιάφορα χρόνια, μέχρις ότου δολοφονήθηκε από τον γιο του Αμμούνα. Ο Αμμούνα κυβέρνησε για 20 χρόνια (1486 1468 π.Χ.) και, τον καιρό εκείνο, απεδείχθη χειρότερος βασιλιάς από τους τρεις προκατόχους του.
Το εκτεταμένο βασίλειο που είχε δημιουργήσει κατέρρευσε, καθώς όλο και περισσότερες περιοχές επαναστάτησαν ενάντια στην κεντρική αρχή και ο Αμμούνα δεν έκανε τίποτα, για να σταματήσει την εξέγερση ή να κατευνάσει τις περιοχές με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Αμμούνα πέθανε πιθανότατα από φυσικά αίτια και τον διαδέχθηκε ένας γιος του από μία κατώτερη σύζυγο, ο Χουζίγια (γνωστός ως Χουζίγια Α΄), ο οποίος δολοφόνησε τους δύο μεγαλύτερους νόμιμους γιους του Αμμούνα, για να πάρει τον θρόνο.
Ο Χουζίγια βασίλεψε φτωχά για πέντε χρόνια, μέχρις ότου εκθρονίστηκε το 1460 π.Χ. από ένα νεότερο γιο (ή γαμπρό) του Αμμούνα, ονόματι Τελέπινου, ο οποίος τον εξόρισε από το βασίλειο (αργότερα δολοφονήθηκε). Ο Τελέπινου έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να επαναφέρει το βασίλειο στην πρότερη δόξα του, αλλά στο σημείο αυτό λίγα πράγματα μπορούσαν να γίνουν. Είναι κυρίως διάσημος για το Διάταγμα του Τελέπινου, το οποίο καταγράφει την ιστορία και την περασμένη δόξα των Χιττιτών και θρηνεί για τη θλιβερή κατάσταση ,στην οποία είχε περιέλθει το βασίλειο στην εποχή του. Ο Τελέπινου ήταν ο τελευταίος βασιλιάς του Παλαιού Βασιλείου και, μετά το διάταγμά του, η ιστορία των Χιττιτών μπαίνει σε μία ‘σκοτεινή εποχή’, για την οποία λίγα είναι γνωστά.
Η πραγματική καθημερινή ζωή και κουλτούρα των Χιττιτών είναι επίσης μυστηριώδης, καθώς οι επιγραφές που έχουν αποκρυπτογραφηθεί ασχολούνται κυρίως με τους βασιλείς και τις εκστρατείες τους. Είναι γνωστό ότι οι Χιττίτες έγραφαν χρησιμοποιώντας την Ακκαδική γραφή, αλλά στη δική τους ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (αυτό ήταν που έκανε τόσο δύσκολη την αποκρυπτογράφηση των πινακίδων, καθώς οι μελετητές των Ακκαδικών μπορούσαν να διαβάσουν τις λέξεις, αλλά δεν μπορούσαν να τις κατανοήσουν) και χρησιμοποιούσαν κυλινδρικές σφραγίδες, για να υπογράφουν επιστολές και να σφραγίζουν ιδιοκτησία, όπως έκαναν οι άνθρωποι σε όλη τη Μεσοποταμία, γεγονός που για κάποιους μελετητές υποδεικνύει μία ξεκάθαρη σύνδεση ανάμεσα στις δύο κουλτούρες.
Την ίδια περίοδο όμως, τα Ακκαδικά ήταν η κοινή γλώσσα της εποχής, και το Σουμέρ (νότια Μεσοποταμία) ήταν επί μακρόν σε επαφή μέσω του εμπορίου με τους Χάττι, και έτσι φαίνεται πιο πιθανό ότι η κουλτούρα της Μεσοποταμίας είχε επηρεάσει τους Χάττι, όχι τους Χιττίτες, και ότι οι Χιττίτες οικειοποιήθηκαν την κουλτούρα των Χάττι μέσω κατάκτησης. Εκείνες οι λεπτομέρειες της ζωής των Χιττιτών και της κουλτούρας που έχουν έρθει στο φως φαίνεται να έχουν μικρές αποκλίσεις από αυτές των Χάττι. Η ακριβής φύση της σχέσης μεταξύ των δύο λαών παραμένει όμως ασαφής, λόγω της έλλειψης πρωτογενών πηγών και, όπως αναφέρθηκε, της εστίασης των κειμένων στις δραστηριότητες των ηγεμόνων παρά στην ιστορία των ανθρώπων.
Το Νέο Βασίλειο
Η Ιστορία των Χιττιτών ξαναρχίζει με το αποκαλούμενο Νέο Βασίλειο (1400-1200 π.Χ.), επίσης γνωστό ως Χιττιτική Αυτοκρατορία. Μολονότι υπήρχαν Χιττίτες βασιλείς πριν από αυτόν (όπως ο Τουνταλίγια Α΄ και Τουνταλίγια Β΄), η ιστορία ξεκινά στην πραγματικότητα με τον βασιλιά Σουπιλουλιούμα Α΄, ο οποίος πήρε τον θρόνο περίπου το 1344 π.Χ. Ο ιστορικός Ερντάλ Γιαβούζ γράφει:
Ο Χιττίτης βασιλιάς Σουπιλουλιούμα κυριάρχησε στην ιστορία της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα π.Χ., παρόλο που οι χρονολογίες της βασιλείας του είναι υπό συζήτηση. Αρχικά θεωρείτο πως είχε ανέλθει στον θρόνο περίπου το 1380 και ότι είχε βασιλεύσει χονδρικά για τέσσερις δεκαετίες. Κατά τα πρώτα έτη της βασιλείας του, ο Σουπιλουλιούμα ενοποίησε τη Χιττιτική ενδοχώρα και βελτίωσε τις άμυνες της Χαττούσα. Χτίστηκαν τα σε μεγάλο βαθμό εκτεταμένα τείχη της πόλης, περικλείοντας μία περιοχή περισσότερων από 120 εκτάρια. Η Χιττιτική Αυτοκρατορία άρχισε να επεκτείνεται στα νοτιοανατολικά και περισσότερες πόλεις της βόρειας Συρίας υποτάχθηκαν [στην εξουσία του Σουπιλουλιούμα]. (3)
Υπό τη βασιλεία του Σουπιλουλιούμα, το εκτεταμένο βασίλειο των Μιτάννι συρρικνώθηκε σε κράτος-πελάτη των Χιττιτών και η εύφορη περιοχή του Λεβάντε, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών πόλεων-λιμανιών, όπως η Βύβλος, αρπάχτηκαν από τους Αιγυπτίους. Επιστολές από τον Σουπιλουλιούμα προς τους Φαραώ Αμενχοτέπ Γ΄ και τον διάδοχο του Ακενατόν διατηρούνται στις Επιστολές της Αμάρνα, μεταξύ των οποίων και μία που ασχολείται με τους Μιτάννι. Η Αίγυπτος είχε παλαιότερα υπάρξει ισχυρός σύμμαχος των Μιτάννι και η απόσυρση της υποστήριξης του Αμενχοτέπ Γ΄ προς τον βασιλιά Τουσράττα των Μιτάννι άφησε τον Σουπιλουλιούμα Α΄ ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε με την περιοχή.
Ο Σουπιλουλιούμα είχε πρόσφατα κατακτήσει την περιοχή της Συρίας και είχε κάνει φανερή την υποστήριξή του προς έναν ανταπαιτητή του θρόνου των Μιτάννι. Η Αίγυπτος, φοβούμενη τη δύναμή του στρατού των Χιττιτών, απέσυρε έπειτα την υποστήριξη στον Τουσράττα. Κάτω από τη βασιλεία του Ακενατόν, ο Σουπιλουλιούμα Α΄ συνέχισε να επεκτείνει την αυτοκρατορία του αφαιρώντας βασίλεια και κράτη-πελάτες από την Αίγυπτο, όπως τη Βύβλο, με μικρή προσπάθεια. Μετά τον θάνατο του Ακενατόν, ο γιος του Τουταγχαμών πήρε το θρόνο της Αιγύπτου και έστειλε τον στρατηγό Χορεμχέμπ ενάντια στους Χιττίτες, για να προσπαθήσει να σταματήσει την προέλασή τους· αυτές οι εκστρατείες όμως ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχείς, διότι ο Χιττιτικός στρατός είχε γίνει ισχυρότερος, ενώ ο Αιγυπτιακός είχε αποδυναμωθεί.
Όταν ο Τουταγχαμών πέθανε ξαφνικά το 1327 π.Χ., η βασίλισσα-χήρα του Ανκεσεναμούν έγραψε στον Σουπιλουλιούμα Α΄ ζητώντας του να της στείλει έναν από τους γιους του, για να τον παντρευτεί, καθώς δεν μπορούσε να ανεχθεί να παντρευτεί υπηρέτη, δεν μπορούσε να βασιλεύσει μόνη της και δεν είχε γιους να αναλάβουν τον θρόνο. Αυτό ήταν ένα αίτημα δίχως προηγούμενο από μία βασίλισσα της Αιγύπτου και, αφού σιγουρεύτηκε ότι το μήνυμα ήταν γνήσιο, ο Σουπιλουλιούμα έστειλε τον γιο του Ζαννάνζα στην Αίγυπτο, για να την παντρευτεί και να γίνει Φαραώ. Ο Ζαννάνζα δεν έφτασε ποτέ στα σύνορα της Αιγύπτου όμως, καθώς δολοφονήθηκε (πιθανότατα τον Αιγύπτιο στρατηγό Χορεμχέμπ ή τον βεζίρη Άι), για να εμποδιστεί ένας ξένος από το να κυβερνήσει την Αίγυπτο. Ο Σουπιλουλιούμα Α΄ εστίασε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του ακόμα πιο άμεσα ενάντια στην Αίγυπτο μετά τη δολοφονία του γιου του και κατέκτησε το υπόλοιπο του Λεβάντε.
Ο Σουπιλουλιούμα Α΄ πέθανε στην επιδημία που επεκτάθηκε σε όλη την περιοχή το 1322 π.Χ. Πιστεύεται ότι οι Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι, τους οποίους έφερε πίσω ως σκλάβους από τις κατακτήσεις του, μετέφεραν την πανώλη μαζί τους στη Χαττούσα. Τον Σουπιλουλιούμα Α΄ διαδέχθηκε ο γιος του, Αρνουβάντα Β΄, ο οποίος πέθανε επίσης από επιδημία και τον διαδέχτηκε ο νεότερος αδερφός του Μουρσίλι Β΄. Ο Αρνουβάντα Β΄ είχε προσωπικά εκπαιδευτεί από για τον θρόνο από τον Σουπιλουλιούμα Α΄, ενώ ο Μουρσίλι Β¨ είχε μικρή εμπειρία και δεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι παραπάνω από παιδί. Κανένας από τους βασιλείς των γύρω περιοχών δεν πήρε τον νεαρό μονάρχη στα σοβαρά, όταν ανέβηκε στον θρόνο το 1321 π.Χ., αλλά, όπως σύντομα θα μάθαιναν, αυτό ήταν ένα σφάλμα.
Ο Μουρσίλι Β΄ είχε μάθει πολλά περισσότερα από τον πατέρα του απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς και ξεκίνησε γρήγορα να κατακτά φυλές που για πολύ καιρό είχαν αποδειχθεί πρόβλημα (όπως οι Κάσκα). Διασφάλισε πρώτα τα σύνορα της Χιττιτικής αυτοκρατορίας και έπειτα τα επεξέτεινε. Μετά από βασιλεία είκοσι πέντε ετών, πέθανε και άφησε τον θρόνο του στον γιο του Μουταβάλι Β΄ (1295-1272 π. Χ.), κυρίως γνωστό για τη σύγκρουση με τον Ραμσή τον Μέγα της 19ης Δυναστείας της Αιγύπτου στη μάχη του Καντές.
Τον Μουταβάλι Β΄ διαδέχθηκε ο γιος του, Μουρσίλι Γ΄, ο όποιος βασίλεψε για πέντε μόνο χρόνια και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Μουταβάλι Β΄, Χαττούσιλι Γ΄, κυρίως γνωστός για τη συμμετοχή του στην πρώτη συνθήκη ειρήνης του κόσμου, τη Συνθήκη του Καντές, ανάμεσα στους Χιττίτες και τους Αιγύπτιους το 1258 π.Χ.
Το 1237 π.Χ. ο Χαττούσιλι Γ πέθανε και εξουσία πέρασε στον γιο του Τουνταλίγια Δ΄. Την εποχή εκείνη οι Ασσύριοι μεγάλωναν σε δύναμη και, το 1230 π.Χ., αμφισβήτησαν την κυριαρχία των Χιττιτών για τον έλεγχο της περιοχής που ανήκε προηγουμένως στους Μιτάννι. Στη μάχη της Νιρίγια, περίπου στο 1230 π.Χ., oi δυνάμεις του Τουνταλίγια Δ΄ ηττήθηκαν από τον στρατό των Ασσυρίων και αυτό ξεκινά την παρακμή της Χιττιτικής Αυτοκρατορίας. Ο Γιαβούζ γράφει:
Μία σειρά επιθέσεων από ανθρώπους [άγνωστης καταγωγής] γνωστούς ως «λαοί της θάλασσας» κατέστρεψε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένου του κράτους των Χιττιτών, περίπου το 1200 π. Χ. και, μετά από εκείνες, οι Χιττίτες ποτέ δεν κατόρθωσαν να επανιδρύσουν το κράτος τους ξανά. (4)
Ο τελευταίος βασιλιάς της Χιττιτικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Σουπιλουλιούμα Β΄, διάσημος για τον ρόλο του στην πρώτη ναυμαχία στην καταγεγραμμένη ιστορία το 1210 π.Χ., στην οποία ο Χιττιτικός στόλος βγήκε νικητής επί των Κυπρίων. Μολαταύτα, η νίκη ήταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας της βασιλείας του Σουπιλουλιούμα Β΄ και η αυξανόμενη ισχύς των Ασσυρίων, συνδυασμένη με τις επαναλαμβανόμενες επιδρομές από τους «λαούς της θάλασσας» και τη φυλή των Κάσκα, που είχε σηκώσει ξανά κεφάλι, υπονόμευσε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας, μέχρις ότου αυτή διαλύθηκε. Η Χαττούσα λεηλατήθηκε από τους Κάσκα το 1190 π. Χ. και κάηκε. Ο Σουπιλουλιούμα Β΄ πιστεύεται ότι σκοτώθηκε στη σύγκρουση. Ο Κρίστοφερ Σκάρε γράφει:
Το απόγειο της Χιττιτικής ισχύος ήλθε υπό τον βασιλιά Σουπιλουλιούμα Α΄, όταν τα στρατεύματά του ανταγωνίζονταν με την Αίγυπτο και τους Μιτάννι για τον έλεγχο του Λεβάντε [και] η Χιττιτική αυτοκρατορία κατέρρευσε γύρω στο 1.200 π.Χ., διασπώμενη νοτίως της οροσειράς του Ταύρου σε ισχυρές Νεοχιττιτικές πόλεις-κράτη, οι οποίες απορροφήθηκαν στην Ασσυριακή Αυτοκρατορία κατά τον 9ο αιώνα π.Χ. (215)
Οι Ασσύριοι κατέστρεψαν από τη Χιττιτική Αυτοκρατορία οτιδήποτε δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν και σφράγισαν την περιοχή με τη δική τους κουλτούρα και αξίες. Η περιοχή ήταν ακόμα γνωστή ως «η γη των Χάττι» έως το έτος 630 π.Χ., παρόλο που οι άνθρωποι, μέχρι τον καιρό εκείνο, δεν θυμούνταν πια τους Χάττι ή τους Χιττίτες βασιλείς και τα επιτεύγματά τους.