Το κεχριμπάρι, η απολιθωμένη ρητίνη των δέντρων, χρησιμοποιήθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο για κοσμήματα και διακοσμητικά αντικείμενα. Η κύρια πηγή ήταν η περιοχή της Βαλτικής όπου το κεχριμπάρι, γνωστό στους ορυκτολόγους ως ήλεκτρο, ξεβραζόταν στις παραλίες και μαζευόταν εύκολα. Εκτός από τις αισθητικές του ιδιότητες και την ευκολία στην κατεργασία του, το κεχριμπάρι, για πολλούς αρχαίους λαούς, είχε μυστηριώδεις ιδιότητες όπως η προστασία αυτού που το φορούσε, η αποτροπή του κακού και η θεραπεία ασθενειών.
Προέλευση και μύθοι
Αν και μπορούσε κανείς να το βρει και στη βόρεια Ευρώπη και στη Σικελία, το κεχριμπάρι που χρησιμοποιούσαν οι πολιτισμοί της αρχαίας Μεσογείου προερχόταν κυρίως από την περιοχή της Βαλτικής. Ως απολιθωμένη ρητίνη δέντρων, ακατέργαστα κομμάτια κεχριμπαριού ξεβράζονταν φυσικά σε παραλίες όπου μαζεύονταν και στη συνέχεια κόβονταν, σκαλίζονταν και γυαλίζονταν για να γίνουν εκλεκτά κοσμήματα και στολίδια. Υπήρχαν διάφοροι μύθοι για να εξηγήσουν την προέλευση αυτού του θαυμάσιου υλικού, κυρίως ένας που μας παραδίδεται από τον Οβίδιο. Ο Ρωμαίος συγγραφέας περιγράφει την παλιά πεποίθηση ότι το κεχριμπάρι δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τα κρυσταλλωμένα δάκρυα της Κλυμένης και των κορών της που, μετά τον τραγικό θάνατο του Φαέθωνα, είχαν μεταμορφωθεί από τη θλίψη τους σε λεύκες . Ο παράτολμος μικρός γιος της Κλυμένης είχε χάσει ανόητα τον έλεγχο του άρματος του πατέρα του, του θεού Ήλιου, όταν προσπάθησε να το οδηγήσει στον ουρανό. Προκειμένου να μην καεί η γη από τον ήλιο που έπεφτε, ο Δίας αναγκάστηκε να χτυπήσει τον Φαέθωνα με έναν από τους κεραυνούς του. Γι' αυτό και οι Έλληνες ονόμασαν το κεχριμπάρι «ήλεκτρο» από το όνομά τους για τον ήλιο (ἠλέκτωρ).
Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίστηκαν ότι το κεχριμπάρι ήταν οι στερεοποιημένες ακτίνες του ήλιου που στερεοποιούνταν καθώς χτυπούσαν τη γη. Άλλες θεωρίες ήταν ότι προερχόταν από έναν απομακρυσμένο ναό στην Αιθιοπία, ένα ποτάμι στην Ινδία, ότι ήταν τα δάκρυα των πουλιών που θρηνούσαν τον νεκρό ήρωα Μελέαγρο ή ακόμη και ότι προέρχονταν από τα ούρα του λύγκα - του αρσενικού είναι πιο φωτεινά από του θηλυκού. Όσο εντυπωσιακοί κι αν ήταν οι μύθοι και οι εξηγήσεις, οι ίδιοι οι αρχαίοι δεν τους έδιναν μεγάλη σημασία, όπως κάνουμε και τώρα, γιατί συγγραφείς, όπως ο Αριστοτέλης, είχαν ήδη αναγνωρίσει το κεχριμπάρι ως «στερεοποιημένη ρητίνη» και πολλοί μύθοι για το κεχριμπάρι περιλαμβάνουν δέντρα οπότε, σε κάθε περίπτωση, δεν απείχαν πολύ από την αλήθεια.
Λίγο αργότερα, τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος επιχείρησε να ταξινομήσει και να περιγράψει όλους τους πολύτιμους λίθους και τα υλικά στη Φυσική Ιστορία. Στο Βιβλίο 37, κεφάλαια 11-12, περιγράφει το κεχριμπάρι με αρκετή λεπτομέρεια. Σημειώνει ότι είναι μια σχετικά κοινή ουσία που οι άνθρωποι την εμπορεύονται συχνά. Αγωνίζεται να βρει έναν λόγο για τον οποίο είναι δημοφιλές: «Η πολυτέλεια δεν έχει καταφέρει, μέχρι στιγμής, να βρει καμία δικαιολογία για τη χρήση του». Απορρίπτει τον μύθο του Φαέθωνα όπως επαναλαμβάνεται από Έλληνες συγγραφείς από τον Αισχύλο έως τον Ευριπίδη και πολλούς άλλους μύθους. Στη συνέχεια προχωρά στην κατάρριψη όλων των ισχυρισμών για τη γεωγραφική προέλευση του κεχριμπαριου, και αναφέρει τον Πυθέα, ο οποίος σημείωσε ότι ξεβραζόταν στις ακτές της Γερμανίας. Ο Πλίνιος συμφωνεί γενικά με τον Πυθέα, σημειώνοντας ότι οι Γερμανικές φυλές αποκαλούσαν το κεχριμπάρι (γκλέσουμ) glaesum και ότι προέρχεται από πεύκα, κάτι που, όπως αναφέρει, είναι προφανές αφού το κεχριμπάρι μυρίζει πεύκο καθώς καίγεται. Ήξερε επίσης ότι αρχικά ήταν σε υγρή κατάσταση, λόγω των παγιδευμένων εντόμων που μερικές φορές διακρίνονταν μέσα σε μεγαλύτερα κομμάτια. Δεν αντιλήφθηκε την απολίθωση, αλλά εξήγησε τη σκλήρυνση της ρητίνης ως μια διαδικασία που κατά κάποιο τρόπο εκτελείται από τη θάλασσα.
Ο Τάκιτος, ο Ρωμαίος ιστορικός του 1ου-2ου αιώνα μ.Χ., δίνει την ακόλουθη περιγραφή του κεχριμπαριού και της συλλογής του από φυλές στις γερμανικές ακτές:
Εξερευνούν ακόμη και τη θάλασσα. Και είναι οι μόνοι άνθρωποι που μαζεύουν κεχριμπάρι, που αυτοί το ονομάζουν γκλέσο, και το συλλέγουν ανάμεσα στα ρηχά και στην ακτή. Με τη συνηθισμένη αδιαφορία των βαρβάρων, δεν έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν ή να εξακριβώσουν από ποιο φυσικό αντικείμενο ή με ποιο μέσο παράγεται. Έμενε παραμελημένο για καιρό ανάμεσα σε άλλα πράγματα που ξέβραζε η θάλασσα, μέχρι που η δική μας πολυτέλειά του έδωσε ένα όνομα. Άχρηστο γι' αυτούς, το μαζεύουν βιαστικα, το μεταφέρουν ακατέργαστο, και αναρωτιούνται για την αξία που έχει. Φαίνεται, ωστόσο, ότι είναι έκκριση από ορισμένα δέντρα, δεδομένου ότι ερπετά, ακόμη και φτερωτά ζώα, φαίνονται συχνά να λάμπουν μέσα σε αυτό, τα οποία, μπλέχτηκαν σε αυτό ενώ ήταν σε υγρή κατάσταση και εγκλωβίστηκαν καθώς σκλήρυνε. Θα έπρεπε λοιπόν να φανταστώ ότι, όπως τα πλούσια δάση και τα άλση στις μυστικές εσοχές της Ανατολής αναδίδουν λιβάνι και βάλσαμο, έτσι υπάρχουν και τα ίδια στα νησιά και τις ηπείρους της Δύσης. Έτσι, εξαιτίας των κοντινών ακτίνων του ήλιου, ρίχνουν τους υγρούς χυμούς τους στην διπλανή θάλασσα, από όπου, με τη δύναμη των τρικυμιών, φτάνουν στις απέναντι ακτές. Εάν η φύση του κεχριμπαριού εξεταστεί στη φωτιά, ανάβει σαν δάδα, με πυκνή και δύσοσμη φλόγα και αμέσως διασπάται σε μια κολλώδη ουσία που μοιάζει με πίσσα ή ρητίνη. (Germania, 45)
Ιδιότητες
Το κεχριμπάρι είναι σχετικά μαλακό και έτσι ήταν ιδανικό υλικό για να κοπεί και να σκαλιστεί σε χάντρες και άλλες μορφές κοσμημάτων. Χρησιμοποιήθηκαν πριόνια, λίμες και τρυπάνια για τη δημιουργία επιθυμητών σχημάτων και χαραγμένων σχεδίων. Οι αρχαίοι κοσμηματοποιοί, από την Εποχή του Χαλκού και μετά, ήταν ήδη πολύ επιδέξιοι στο σκάλισμα πολύ σκληρότερων ημιπολύτιμων υλικών όπως το καρνεόλιο και ο γρανάτης, έτσι το κεχριμπάρι δεν αποτελούσε ιδιαίτερη πρόκληση για τις ικανότητές τους. Το κεχριμπάρι έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι μπορεί να γυαλιστεί χρησιμοποιώντας λειαντικά για να παράγει μια ελκυστική λάμψη. Ένα σημαντικό μειονέκτημα του υλικού είναι η ευπάθειά του. Εξασθενίζει με την πάροδο του χρόνου λόγω της έκθεσής του στον αέρα, γίνεται επίσης πιο αδιαφανές και πολλά κομμάτια αρχαίου κεχριμπαριού δεν φαίνονται, σήμερα, τόσο εντυπωσιακά, όσο όταν πρωτοφτιάχτηκαν.
Έτσι ή αλλιώς μυστηριώδες, αφού κανείς δεν ήταν σίγουρος για την προέλευσή του, πολλοί αρχαίοι λαοί θεωρούσαν το κεχριμπάρι ως ένα μυστικιστικό φυλαχτό ικανό να προστατεύσει όποιον το φορούσε. Η χρήση φυλαχτών για έναν τέτοιο σκοπό ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην αρχαία Αίγυπτο και την Ελλάδα, επομένως για να γίνει το αντικείμενο (το οποίο θα μπορούσε να είναι σχεδόν οτιδήποτε, από μικροσκοπικές αναπαραστάσεις θεών έως μέρη του σώματος) διπλά ισχυρό, το κεχριμπάρι ήταν μια καλή επιλογή. Το κεχριμπάρι, θεωρήθηκε ότι όχι μόνο απέτρεπε την ατυχία, αλλά είχε και θεραπευτικές δυνάμεις. Στα ρωμαϊκά νεκροταφεία, για παράδειγμα, και ειδικά στις βορειοδυτικές επαρχίες, συναντάμε συχνά παιδικές ταφές που περιέχουν χάντρες από κεχριμπάρι που πιθανότατα τοποθετήθηκαν εκεί για να λειτουργήσουν ως φυλαχτά.
Ο Πλίνιος σημειώνει στη Φυσική Ιστορία του ότι μερικοί άνθρωποι πίστευαν ότι το κεχριμπάρι θα μπορούσε να βοηθήσει σε προβλήματα που συνδέονται ειδικά με τις αμυγδαλές, τη στοματική κοιλότητα, το λαιμό καθώς και με ψυχικές διαταραχές και προβλήματα ουροδόχου κύστης. Το κεχριμπάρι επίσης το άλεθαν και το ανακάτευαν με ροδέλαιο και μέλι για τη θεραπεία λοιμώξεων των ματιών και των αυτιών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το κεχριμπάρι είναι, τελικά, μια φυσική ουσία και ότι περιέχει ηλεκτρικό οξύ, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε φάρμακα πριν από τη χρήση αντιβιοτικών, ίσως η αρχαία πίστη στις φαρμακευτικές του ιδιότητες δεν είναι μόνο προϊόν φαντασίας.
Τέλος, οι αρχαίοι παρατήρησαν ότι το κεχριμπάρι, όταν τρίβεται (και έτσι παράγει αρνητικό φορτίο), είναι ικανό να έλκει. Η ικανότητα προσέλκυσης ελαφρών αντικειμένων όπως αποξηραμένα χόρτα ή ήρα σιταριού οδήγησε τους Πέρσες να αποκαλούν το κεχριμπάρι καχρούμπα ή «αχυροκλέφτη». Αυτή ήταν άλλη μια ιδιότητα που πρόσθεσε μυστήριο και γοητεία στο κεχριμπάρι.
Χρήση
Τα πρώτα εργαστήρια κεχριμπαριού στη Βαλτική χρονολογούνται στη νεολιθική περίοδο. Οι εμπορικές επαφές στην Εποχή του Χαλκού και σε μεταγενέστερους πολιτισμούς εξασφάλιζαν ότι το κεχριμπάρι μεταφερόταν σε όλη την Ευρώπη, κυρίως από τις γερμανικές και κεντροευρωπαϊκές φυλές που ήθελαν να το ανταλλάξουν με μέταλλα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ή να το ανταλλάξουν με φυλές στη Βρετανία και τη Σκανδιναβία. Οι ναυτικοί έμποροι όπως οι Φοίνικες, οι Έλληνες και οι Καρχηδόνιοι συνέβαλαν στη διάδοση του κεχριμπαριού ακόμα πιο μακριά. Το κεχριμπάρι μεταφερόταν από τη Βαλτική μέσω ποταμών, από τη δυτική Γιουτλάνδη σε όλη τη Γερμανία και κάτω από την κοιλάδα του Πάδου της βόρειας Ιταλίας στην Αδριατική θάλασσα. Από εκεί μεταφερόταν από εμπόρους στο Λεβάντε και την Εγγύς Ανατολή. Χάντρες από κεχριμπάρι έχουν επίσης βρεθεί στην αρχαία βόρεια και κεντρική Γαλλία και στην Ιβηρική χερσόνησο.
Αντικείμενα φτιαγμένα από κεχριμπάρι έχουν ανακαλυφθεί σε τοποθεσίες της Εποχής του Χαλκού όπως στην Ουγκαρίτ, στην Ατσάνα, στη Μινωική Κρήτη (σπανιότερα) και στις μυκηναϊκές πόλεις (ιδιαίτερα στη Θήβα). Οι αναλύσεις στο κεχριμπάρι που βρέθηκε σε μυκηναϊκούς τάφους δείχνουν ότι προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τη Βαλτική, ενώ παρόμοιες αναλύσεις έδειξαν ότι πολλά αντικείμενα από κεχριμπάρι που βρέθηκαν στην Εγγύς Ανατολή προέρχονταν από μυκηναϊκά εργαστήρια. Οι χάντρες από κεχριμπάρι που βρέθηκαν στο ναυάγιο του Ουλουμπουρούν της Εποχής του Χαλκού πιστοποιούν περαιτέρω το εμπόριο κεχριμπαριού αυτής της περιόδου.
Ίσως λόγω της σπανιότητάς του τόσο μακριά από την πηγή του, το κεχριμπάρι είχε μεγάλη αξία στην Εγγύς Ανατολή, όπου μάλιστα έγινε σύμβολο της βασιλικής δύναμης και θέσης. Mια άλλη κοινωνική ομάδα που χρησιμοποιούσε κεχριμπάρι ως ένδειξη διάκρισης ήταν οι ιερείς. Αναλύσεις αποκάλυψαν ότι το κεχριμπάρι που βρέθηκε σε τοποθεσίες σε όλο το Λεβάντε και την Εγγύς Ανατολή προήλθε από τη Βαλτική. Το κεχριμπάρι το βρίσκουμε σπανιότερα στην αρχαία Αίγυπτο, αλλά κοσμήματα και δαχτυλίδια με χάντρες από κεχριμπάρι έχουν βρεθεί σε αρκετούς τάφους.
Κατά την Εποχή του Σιδήρου, η ανατολική ακτή της Ιταλίας έγινε το επίκεντρο του κεχριμπαριού, με το Πικηνόν (Picenum), ιδιαίτερα, να κυριαρχεί στην παραγωγή κεχριμπαρένιων προϊόντων. Το Βερούκιο (του πολιτισμού της Βιλανόβα), μια προ-ετρουσκική τοποθεσία, ήταν ένα άλλο κατασκευαστικό κέντρο από τον 9ο αιώνα π.Χ. με τάφους γυναικών, κυρίως, που περιείχαν σημαντικές ποσότητες κεχριμπαριού σε δίσκους για σκουλαρίκια, περιδέραια, καρφίτσες, ραμμένες διακοσμήσεις για ρούχα και περίεργες περόνες σε σχήμα βδέλλας που αποτελούνται από ξεχωριστά λαξευμένα κομμάτια ενωμένα με μπρούτζο. Σε αυτήν την περίοδο υπάρχουν επίσης ευρήματα σε αυτές τις θέσεις ενός «ψευδοκεχριμπαριού» που προερχόταν από την απολιθωμένη ρητίνη των δέντρων στο Λεβάντε.
Τα κεχριμπαρένια είδη είναι διαδεδομένα στην αρχαϊκή ελληνική τέχνη, αλλά το υλικό φαίνεται να έχει φύγει από τη μόδα κατά την κλασική περίοδο. Η Κεντρική Ιταλία συνέχισε την παραγωγή κεχριμπαρένιων αντικειμένων με τους Ετρούσκους να παράγουν κοσμήματα και μικρά ειδώλια ζώων και ανθρώπων.
Οι Ρωμαίοι εξασφάλισαν την επιστροφή του κεχριμπαριού στη Μεσόγειο. Είχαν επίσης μια διαρκή επιρροή στο όνομα του κεχριμπαριού καθώς η λατινική ονομασία ambrum οδήγησε στην αραβική λέξη anbar η οποία, με τη σειρά της, οδήγησε στον σύγχρονο αγγλικό όρο amber. Πολύτιμο και της μόδας και πάλι, το κεχριμπάρι εισαγόταν, όπως και πριν, μέσω των ποταμών της Γερμανίας. Οι γερμανικές φυλές δεν εμπορεύονταν πλέον απλώς την πρώτη ύλη, αλλά είχαν δημιουργήσει τα δικά τους εργαστήρια ώστε να μπορούν να ανταλλάσσουν τα τελικά προϊόντα με τη Ρώμη. Η Ακυληία στην κεντρική Ιταλία, ειδικότερα, έγινε γνωστό κέντρο παραγωγής μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ. Το κεχριμπάρι χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή κοσμημάτων, ειδωλίων, λαβών, ακόμη και μικρών δοχείων και κυλίκων. Το ότι ορισμένα κομμάτια κεχριμπαριού θα μπορούσαν να έχουν υψηλές τιμές επιβεβαιώνεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Φυσική Ιστορία του:
Έχει τόσο μεγάλη αξία ως αντικείμενο πολυτέλειας, που ένα πολύ μικρό ανθρώπινο ομοίωμα, φτιαγμένο από κεχριμπάρι, είναι γνωστό ότι πωλείται σε υψηλότερη τιμή από τους ζωντανούς ανθρώπους, ακόμη και με γερή και εύρωστη υγεία. (37:12.2)
Το κεχριμπάρι που φορούσαν πάρα πολύ οι Ρωμαίες, έδωσε το όνομά του ακόμη και σε μια απόχρωση του χρώματος των μαλλιών. Οι προστατευτικές του ιδιότητες δεν λησμονήθηκαν, καθώς οι μονομάχοι φρόντιζαν συχνά να έχουν κομμάτια κολλημένα στα δίχτυα μάχης τους. Η χρήση του κεχριμπαριού στον ρωμαϊκό κόσμο περιορίστηκε από τον 3ο αιώνα μ.Χ., αλλά εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ευρέως στις περιοχές της Βαλτικής, γεγονός που υποδεικνύει ο συγγραφέας του 6ου αιώνα μ.Χ. Κασσιόδωρος, ο οποίος παραθέτει μια ευχαριστήρια επιστολή για το κεχριμπάρι της Βαλτικής που εστάλη στον αυτοκράτορα Θευδέριχο. Στη μεσαιωνική περίοδο, οι Αρμένιοι έγιναν οι νέοι κυρίαρχοι του κεχριμπαριού και εξασφάλισαν τ συνέχεια του εμπορίου και της κατασκευής ωραίων διακοσμητικών κομματιών μέχρι τη σύγχρονη εποχή.