Η Βαράγγειος Φρουρά ήταν μια επίλεκτη μισθοφορική μονάδα του Βυζαντινού στρατού και αποτελούσε την προσωπική φρουρά των αυτοκρατόρων από την εποχή του Βασίλειου Β', περίπου από το 988 μ.Χ.. Η μονάδα αυτή που αποτελούνταν από Βίκινγκς ήταν διάσημη για το ανάστημα των μελών της και για την δίψα τους για αίμα κατά τη διάρκεια της μάχης, στην οποία χρησιμοποιούσαν τα φοβερά δίκοπα τσεκούρια τους με καταστροφικά αποτελέσματα. Διάσημα μέλη της ήταν ο Χάραλντ Χαρντράντα (Harald Hardrada), μετέπειτα βασιλιάς της Νορβηγίας (Χάραλντ Γ'), και ο Ισλανδός ήρωας Μπόλι Μπόλασον (Bolli Bollason). Αργότερα, ιδιαίτερα μετά τη μάχη του Χάστινγκς στην Αγγλία το 1066 μ.Χ., η μονάδα αποτελούνταν κυρίως από Αγγλοσάξονες. Στις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. είχαν πια χάσει τη σημασία τους, αλλά, για μερικούς τουλάχιστον αιώνες, οι Βάραγγοι ήταν τόσο τρομακτικοί για τους εχθρούς του Βυζαντίου, όσο και τα άρματα μάχης για το πεζικό στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βασίλειος Β'
Ο Βασίλειος Β' βασίλεψε από το 976 έως το 1025 μ.Χ. και παρά την εξαιρετικά επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία του, κατά την οποία σχεδόν διπλασίασε τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ξεκίνησε τη βασιλεία του με το χειρότερο δυνατό τρόπο, όταν ο στρατός του κατατροπώθηκε σε ενέδρα από τον Σαμουήλ της Βουλγαρίας σε ένα ορεινό πέρασμα γνωστό ως Πύλες του Τραϊανού. Η ήττα ενθάρρυνε δύο μακροχρόνιους εσωτερικούς εχθρούς να εξεγερθούν με σκοπό να πάρουν την εξουσία από τον Βασίλειο. Ο ένας από αυτούς, ο Βάρδας Φωκάς, έφτασε στο σημείο να αυτοανακηρυχθεί αυτοκράτορας το 987 μ.Χ.. Ο Βασίλειος ζήτησε τη βοήθεια του Βλαδίμηρου Α' του Κιέβου (βασίλεψε από το 980 έως το 1015 μ.Χ.), ο οποίος έστειλε μια δύναμη 6.000 Ρως Βίκινγκς για να βοηθήσει τον νεαρό αυτοκράτορα. Αυτοί έκαναν όλη τη διαφορά στα φιλόδοξα σχέδια του Βασιλείου για τη δημιουργία της μεγαλύτερης βυζαντινής αυτοκρατορίας των τελευταίων αιώνων.
Σε αντάλλαγμα για τους 6.000 Νορμανδούς και αναγνωρίζοντας την αξία τους, ο Βασίλειος προσέφερε ως νύφη στο Βλαδίμηρο την αδερφή του - μία πρωτοφανής απόφαση για έναν αυτοκράτορα, να προσφέρει ένα πρόσωπο της βασιλικής οικογένειας σε έναν βάρβαρο ηγέτη - με την προϋπόθεση να ασπαστεί (ο Βλαδίμηρος) το χριστιανισμό. Ο Βλαδίμηρος συμφώνησε και πράγματι αφοσιώθηκε τόσο πολύ στη νέα του πίστη ώστε τελικά ανακηρύχθηκε άγιος.
Οι Βίκινγκς έφτασαν στην Κωνσταντινούπολή με πλοία, και αποτέλεσαν ένα τρομακτικό θέαμα με τα μακριά βαριά σπαθιά τους και τα φοβερά δίκοπα τσεκούρια τους. Ο Βασίλειος, περίμενε υπομονετικά για ένα χρόνο και αφού απέκλεισε τους στασιαστές, τελικά έκανε την κίνηση του και επιτέθηκε στο στρατόπεδο του σφετεριστή. Ο ιστορικός Τ.Τ. Νόριτς συνεχίζει την ιστορία:
Στα τέλη του Δεκεμβρίου του 988, οι παρατηρητές της Μαύρης Θάλασσας διέκριναν στον ορίζοντα τα πρώτα πλοία από έναν μεγάλο στόλο των Βίκινγκς. Στις αρχές του 989 μ.Χ. ολόκληρος ο στόλος αγκυροβόλησε με ασφάλεια στον Κεράτιο Κόλπο και αποβιβάστηκαν 6.000 γίγαντες. Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι άνθρωποι αυτοί από τον βορρά, με επικεφαλής τον ίδιο τον Βασίλειο, διέσχισαν τα στενά κάτω από την κάλυψη του σκότους και πήραν τις θέσεις τους μερικές εκατοντάδες μέτρα από το στρατόπεδο των ανταρτών. Με το πρώτο φως επιτέθηκαν ενώ μια μοίρα αυτοκρατορικών πλοίων έριχνε στην ακτή υγρό πυρ. Οι άνδρες του Βάρδα Φωκά, που πετάχτηκαν από τον ύπνο, ήταν ανίσχυροι: οι επιτιθέμενοι έστρεψαν εναντίον τους τα σπαθιά τους και τα τσεκούρια τους χωρίς έλεος μέχρι να βουτηχτούν μέχρι τον αστράγαλο στο αίμα. Λίγοι μπόρεσαν να φύγουν γλιτώνοντας τη ζωή τους (209)
Ο Βασίλειος αποκατέστησε την τάξη το 989 μ.Χ. και εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τα κατορθώματα του νέου του στρατού των Βίκινγκς που τους έκανε πρώτα επίλεκτο στράτευμα του και στη συνέχεια προσωπική του φρουρά. Το σώμα των Βίκινγκς έγινε γνωστό ως Βαράγγειος Φρουρά («άνδρες του όρκου/αδελφοποιητοί») και, εκτός του ότι ήταν μια εξαιρετικά χρήσιμη μονάδα στο πεδίο της μάχης, αναλάμβανε την προστασία των μετέπειτα αυτοκρατόρων, όπως η επίλεκτη μονάδα που προστάτευε τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, οι Πραιτοριανοί. Οι Βάραγγοι τοποθετήθηκαν ως διακριτικό και μόνιμο προσωπικό του Μεγάλου Παλατιού της Κωνσταντινούπολης. Τα όπλα τους περιγράφονται από τον λόγιο του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ψελλό, ως εξής:
Αυτοί οι άντρες, χωρίς εξαίρεση, οπλίζονται με ασπίδες και τη ρομφαία, ένα μονόκοπο σπαθί από βαρύ σίδερο που φέρουν κρεμασμένο από το δεξί ώμο (359)
Οι Βάραγγοι ήταν σίγουρα αποτελεσματικοί και ευσυνείδητοι στην υποχρέωσή τους να προστατεύουν το βυζαντινό θρόνο, όποιος κι αν ήταν ο κάτοχός του, αλλά η υπηρεσία τους κόστιζε αρκετά. Μια παράξενη παράδοση για υπηρεσίες που παρέχονταν περιγράφεται από τον ιστορικό Λ. Μπράουνγουορθ:
Τη νύχτα του θανάτου του κυρίου τους, είχαν το περίεργο δικαίωμα να τρέξουν στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο και να αρπάξουν όσο χρυσό μπορούσαν να μεταφέρουν. Αυτή η παράδοση έδωσε την ευκαιρία στους περισσότερους Βαράγγους να αποσυρθούν πλούσιοι και εξασφάλισε σταθερή ροή Νορμανδών και Αγγλοσαξόνων νεοσυλλέκτων. (212)
Διάσημα μέλη της Φρουράς των Βαράγγων
Ένας από τους πιο διάσημους στρατιώτες και ηγέτες της Φρουράς ήταν ο Χάραλντ Χαρντράντα, ο οποίος παρέμεινε επί μία δεκαετία στην υπηρεσία του βυζαντινού αυτοκράτορα. Ανάμεσα σε πολλές άλλες περιπέτειες, αυτός και οι συνάδελφοί του Βάραγγοι πολέμησαν μαζί με τον μεγάλο βυζαντινό στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη στη Σικελία το 1038 μ.Χ., κατακτώντας την Μεσσήνη και τις Συρακούσες. Αφού εξορίστηκε με την υποψία ότι συνωμοτούσε οργανώνοντας εξέγερση το 1042 μ.Χ., ο Χάραλντ κατέφυγε στο Κίεβο και στη συνέχεια επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου βασίλεψε ως Χάραλντ Γ' από το 1046 μ.Χ. έως το 1066 μ.Χ.. Ο Χάραλντ, υπερασπιζόμενος την αξίωσή του στον αγγλικό θρόνο, πολέμησε και σκοτώθηκε στη μάχη του Στάμφορντ Μπριτζ το 1066 μ.Χ., απέναντι στο συνώνυμό του Άγγλο βασιλιά Χάρολντ Β' Γκόντουινσον.
Ένα άλλο επιφανές μέλος της Φρουράς των Βαράγγων τον 11ο αι. μ.Χ. ήταν ο Μπόλι Μπόλασον. Σύμφωνα με το έπος Λαξτάελα (Laxdaela Saga), ο Μπόλι, όπως και οι Βάραγγοι σύντροφοί του, πληρώθηκε πολύ καλά για τους κόπους του και επέστρεψε στην Ισλανδία ντυμένος με τόσο ωραία χρυσοκέντητα πορφυρά ενδύματα που κέρδισε το ψευδώνυμο «Μπόλι ο Κομψός».
Μετά την ήττα των Αγγλοσαξόνων στη μάχη του Χάστιγκς το 1066 μ.Χ., πολλοί στρατιώτες ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Περισσότεροι μισθοφόροι ήρθαν από την Ισλανδία, τη Νορβηγία και άλλα μέρη της Σκανδιναβίας γοητευμένοι από τους άθλους ανδρών όπως ο Χάραλντ και ο Μπόλι. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν πολύ χαρούμενοι που στρατολογούσαν αυτούς τους ταξιδιώτες στη Φρουρά των Βαράγγων αν και, τον 13ο αιώνα μ.Χ., η πλειοψηφία των μελών της ήταν Άγγλοι και η Φρουρά χρησιμοποιούσε τη δική τους γλώσσα όταν ανακήρυσσε τον ηγέτη της.
Παρακμή
Οι Βάραγγοι μπορεί να διέθεταν τρομακτική φήμη, αλλά δεν ήταν αλάνθαστοι. Για παράδειγμα, το 1081 μ.Χ., όταν ο Αλέξιος Κομνηνός υπερασπιζόταν το Δυρράχιο στις ακτές της Αδριατικής, τοποθέτησε τις δυνάμεις των Βαράγγων στο μπροστινό μέρος των γραμμών του, αλλά σχεδόν εξολοθρεύθηκαν από το εχθρικό ιππικό. Δεν αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι ούτε το 1204 μ.Χ., όταν οι ιππότες της τέταρτης σταυροφορίας επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, παρόλο που ο λόγος που τους έκανε να εγκαταλείψουν τη σκηνή μπορεί να οφείλεται στο ότι οι Βυζαντινοί τους είχαν αφήσει απλήρωτους. Αυτές οι ήττες καθώς ο πόλεμος και η τεχνολογία εξελίσσονταν ίσως εξηγούν γιατί οι Βάραγγοι έγιναν απλοί φρουροί του παλατιού και των φυλακών από τα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ.
Μια αναφορά στους Άγγλους πελεκυφόρους φρουρούς του βυζαντινού παλατιού εμφανίζεται στο έργο του χρονογράφου Αδάμ της Ουσκ το 1404 μ.Χ., αλλά μετά από αυτό η φρουρά των Βαράγγων δεν εμφανίζεται ξανά στις ιστορικές πηγές. Ένα διαρκές αποτέλεσμα της παρουσίας τους στο Βυζάντιο ήταν η επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού στις πατρίδες των φρουρών, αφού, όταν επέστρεφαν πλούσιοι μετά από τα χρόνια υπηρεσίας τους, γίνονταν φορείς των ιδεών της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Τέλος, υπάρχουν πολλές ρουνικές λίθοι που στέκονται ακόμα και σήμερα σε όλη τη Σκανδιναβία, οι οποίες δημιουργήθηκαν και σκαλίστηκαν για να τιμήσουν τις μεγάλες πολεμικές πράξεις των επιφανών μελών της φρουράς της Βαράγγων.