Η Πρώτη Σταυροφορία (1095-1102) ήταν μια στρατιωτική εκστρατεία των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ και των Αγίων Τόπων από τον έλεγχο των Μουσουλμάνων. Σχεδιασμένη από τον Πάπα Ουρβανό Β΄ μετά από έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, η Σταυροφορία στέφθηκε με επιτυχία καθώς οι χριστιανικές δυνάμεις πήραν τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ στις 15 Ιουλίου 1099.
Περίπου 60.000 στρατιώτες και τουλάχιστον άλλοι 30.000 μη μάχιμοι συμμετείχαν στην Πρώτη Σταυροφορία που ξεκίνησε το 1095. Μετά από εκστρατείες στη Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή, ανακαταλήφθηκαν μεγάλες πόλεις, όπως η Νίκαια και η Αντιόχεια, καθώς και στη συνέχεια ο τελικός στόχος, η ίδια η Ιερουσαλήμ. Ακολούθησαν πολλές ακόμη σταυροφορίες, οι στόχοι και το πεδίο των συγκρούσεων διευρύνθηκαν, έτσι ώστε ακόμη και η Κωνσταντινούπολη να δεχτεί επίθεση στις επόμενες εκστρατείες.
Τα αίτια της Α' Σταυροφορίας
Η πρώτη και πιο σημαντική ενέργεια για να πυροδοτηθεί το φυτίλι για την έκρηξη της Α' Σταυροφορίας ήταν η εμφάνιση στο προσκήνιο των Μουσουλμάνων Σελτζούκων, μιας τουρκικής φυλής της στέπας. Οι Σελτζούκοι κέρδισαν σημαντικές νίκες στη Μικρά Ασία ενάντια στον βυζαντινό στρατό, κυρίως στη μάχη του Μαντζικέρτ στην Αρμενία τον Αύγουστο του 1071. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν τον έλεγχο μεγάλων πόλεων όπως η Έδεσσα και η Αντιόχεια και, το 1078, οι Σελτζούκοι δημιούργησαν το Σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσά τους τη Νίκαια της Βιθυνίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Μέχρι το 1087 είχαν πάρει και τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) συνειδητοποίησε ότι η επέκταση των Σελτζούκων στους Αγίους Τόπους ήταν μια ευκαιρία για να κερδίσει τη βοήθεια των δυτικών στη μάχη του για τον έλεγχο της Μικράς Ασίας. 'Ετσι, ο Αλέξιος έκανε έκκληση στη Δύση για στρατιωτική βοήθεια τον Μάρτιο του 1095. Η έκκληση απευθύνθηκε στον Πάπα Ουρβανό Β' (1088-1099) ο οποίος ανταποκρίθηκε άμεσα, όπως και χιλιάδες Ευρωπαίοι ιππότες.
Ο Πάπας Ουρβανός Β' είχε ήδη στείλει στρατεύματα για να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς που πολεμούσαν το 1091 εναντίον των Πετσενέγκων, νομάδων της στέπας που εισέβαλαν στην αυτοκρατορία βόρεια του Δούναβη. Ήταν διατεθειμένος για διάφορους λόγους να βοηθήσει και πάλι. Μια σταυροφορία για να επαναφέρει τους Αγίους Τόπους υπό χριστιανικό έλεγχο ήταν αυτοσκοπός - τι καλύτερος τρόπος για να προστατευθούν τόσο σημαντικές τοποθεσίες όπως ο Πανάγιος Τάφος στην Ιερουσαλήμ. Οι Χριστιανοί που ζούσαν εκεί ή επισκέπτονταν την περιοχή για προσκύνημα χρειάζονταν επίσης προστασία. Επιπλέον, υπήρχαν και αρκετά πρόσθετα οφέλη.
Μια σταυροφορία θα αύξανε το κύρος του παπισμού, που θα ηγούνταν ενός ενωμένου δυτικού στρατού και θα εδραίωνε τη θέση του στην ίδια την Ιταλία, που είχε βιώσει σοβαρές απειλές από τους Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον προηγούμενο αιώνα, οι οποίοι μάλιστα είχαν αναγκάσει τους πάπες να μετεγκατασταθούν μακριά από τη Ρώμη. Ο Ουρβανός Β' ήλπιζε επίσης να ηγηθεί μιας ενωμένης δυτικής (καθολικής) και ανατολικής (ορθόδοξης) χριστιανικής εκκλησίας, υποσκελίζοντας τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Οι δύο εκκλησίες είχαν χωριστεί από το 1054 λόγω διαφωνιών σχετικών με το δόγμα και τις λειτουργικές πρακτικές. Σε περίπτωση που διατυπώνονταν ανησυχίες, μια στρατιωτική εκστρατεία θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με αναφορές σε συγκεκριμένα εδάφια της Βίβλου και τονίζοντας ότι ήταν αγώνας για απελευθέρωση, όχι επίθεση, και ότι οι στόχοι ήταν δίκαιοι και ηθικοί.
Στις 27 Νοεμβρίου 1095, ο Ουρβανός Β' κάλεσε σε σταυροφορία με μια ομιλία του κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου στο Κλερμόν της Γαλλίας. Το μήνυμα απευθυνόταν ειδικά σε ιππότες και ήταν ξεκάθαρο: Όσοι υπερασπιζόμενοι τον Χριστιανισμό θα ξεκινούσαν ένα προσκύνημα, όλες οι αμαρτίες τους θα συγχωρούνταν και οι ψυχές τους θα έπαιρναν την ανταμοιβή τους στη μετά θάνατον ζωή. Στη συνέχεια, ο Ουρβανός ξεκίνησε μια περιοδεία στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του 1095-1096 για να στρατολογήσει σταυροφόρους: το μήνυμά του ήταν διανθισμένο με υπερβολικές ιστορίες για το πώς, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα χριστιανικά μνημεία μολύνονταν και οι χριστιανοί πιστοί διώκονταν και βασανίζονταν ατιμώρητα. Πρεσβείες και επιστολές εστάλησαν σε όλο το Χριστιανικό κόσμο. Μεγάλοι ναοί, όπως αυτοί στη Λιμόζ, την Ανζέ και την Τουρ λειτουργούσαν ως κέντρα στρατολόγησης, όπως και πολλοί επαρχιακοί ναοί και ιδιαίτερα τα μοναστήρια. Το κάλεσμα «να πάρουμε το σταυρό» - όπου οι άνθρωποι ορκίζονταν να γίνουν σταυροφόροι και στη συνέχεια φορούσαν έναν σταυρό στον ώμο για να διακηρύξουν την υποχρέωσή τους - είχε εκπληκτική επιτυχία. Σε όλη την Ευρώπη, πολεμιστές υποκινούμενοι από το θρησκευτικό ζήλο της προσωπικής σωτηρίας, του προσκυνήματος αλλά και της περιπέτειας και της επιθυμίας για υλικό πλούτο, συγκεντρώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 1096, έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Ιερουσαλήμ. Η ημερομηνία αναχώρησης ορίστηκε για τις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Περίπου 60.000 σταυροφόροι, συμπεριλαμβανομένων περίπου 6.000 ιπποτών, θα συμμετείχαν στα πρώτα κύματα.
Οι Μουσουλμάνοι εχθροί
Οι Σελτζούκοι Μουσουλμάνοι που είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και της βόρειας Συρίας στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα αντιμετώπιζαν τα δικά τους ιδιαίτερα προβλήματα πριν ακόμη φτάσουν οι σταυροφόροι. Σε σύγκρουση με τους σκληρούς αντιπάλους τους, τους σιίτες Φατιμίδες, που έδρευαν στην Αίγυπτο, οι σουνίτες Σελτζούκοι είχαν κατακτήσει την Ιερουσαλήμ από αυτούς. Ωστόσο, ένα σοβαρό πλήγμα στις φιλοδοξίες των Σελτζούκων ήρθε με το θάνατο του ισχυρού Σελτζούκου Σουλτάνου Μάλικ Σάχ το 1092, που προκάλεσε έναν αγώνα για την εξουσία ανάμεσα σε διάφορους τοπικούς άρχοντες χωρίς κανένας να κυριαρχήσει. Επιπλέον, η βάση των Σελτζούκων βρισκόταν στη Βαγδάτη, πολύ μακριά από τις μάχες που διεξήχθησαν καθ' όλη τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας, και έτσι υπήρχε μικρή κεντρική υποστήριξη ή διαχείριση του πολέμου. Επίσης, οι σιίτες μουσουλμάνοι κατάφεραν να ανακτήσουν τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Σελτζούκους λίγους μόλις μήνες πριν φτάσουν οι Σταυροφόροι. Και οι δύο ομάδες μουσουλμάνων πιθανότατα αγνοούσαν εντελώς τη θρησκευτική φύση της αποστολής των Σταυροφόρων και ότι οι επιδρομές αυτές διέφεραν από τις συνηθισμένες βυζαντινές επιδρομές. Οι ευγενείς ιππότες από τη Δύση, όμως, δεν ενδιαφέρονταν να παρενοχλήσουν τον εχθρό και να αποσπάσουν λάφυρα, βρίσκονταν στο Λεβάντε για μόνιμη κατάκτηση.
Ο Πέτρος ο Ερημίτης και η "Λαϊκή Σταυροφορία"
Κατά ειρωνικό τρόπο, και παρά τις σκόπιμες προθέσεις του Πάπα να απευθύνει έκκληση ειδικά σε ιππότες (αυτό που είχε ζητήσει ο Αλέξιος), πολλοί άλλοι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα. Η πρώτη μεγάλη ομάδα ήταν ο λαϊκός στρατός, μια μικτή ομάδα φτωχών και κατώτερων ιπποτών. Επικεφαλής τους ήταν ο ιεροκήρυκας Πέτρος ο Ερημίτης και ο ιππότης Βαλέριος ο Ακτήμονας. Ανεπαρκώς εξοπλισμένοι και αναζητώντας ακόμα και τροφή καθώς διέσχιζαν την Ευρώπη, απέκτησαν λίγους υποστηρικτές στη διαδρομή. Ο Πέτρος είχε νωρίτερα επισκεφθεί για προσκύνημα τους Αγίους Τόπους όπου είχε αιχμαλωτιστεί από μουσουλμάνους και βασανίστηκε, έτσι θεώρησε ότι αυτή ήταν η ευκαιρία του για εκδίκηση.
Εν τω μεταξύ, μια δεύτερη ομάδα σταυροφόρων, εξίσου ταπεινοί και άτακτοι, κατέβαινε τον Ρήνο. Με επικεφαλής τον κόμη Έμιχ του Λάινινγκεν, η ομάδα έστρεψε το θρησκευτικό της μίσος εναντίον των Εβραίων στο Σπάγιερ, στο Μάιντζ, στο Τρίερ και στην Κολωνία. Και οι δύο ομάδες σταυροφόρων, που μερικές φορές αναφέρονται ως «Λαϊκή Σταυροφορία» (παρόλο που στην πραγματικότητα περιείχε μερικούς ιππότες), έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές του καλοκαιριού του 1096 με σκοπό να προχωρήσουν στην Ιερουσαλήμ για να απομακρύνουν τους Σελτζούκους. Αυτούς τους πρωτοεμφανιζόμενους περιγράφει η Άννα Κομνηνή (1083-1153), ιστορικός και κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα, στην Αλεξιάδα της:
Και αυτούς τους Φράγκους στρατιώτες τους συνόδευε ένας άοπλος στρατός πολυπληθέστερος από την άμμο ή τα αστέρια, που κουβαλούσαν στους ώμους τους παλάμες και σταυρούς· γυναίκες και παιδιά, επίσης, από τις χώρες τους. (Gregory, 296)
Στάλθηκαν αμέσως από τον Αλέξιο στη Μικρά Ασία, όπου, αγνοώντας τη συμβουλή του Βυζαντίου, δέχθηκαν ενέδρα και εξοντώθηκαν κοντά στη Νίκαια από έναν στρατό των Σελτζούκων με επικεφαλής τον Κιλίτζ Αρσλάν στις 21 Οκτωβρίου 1096. Δεν είχαν κατά νου κάτι τέτοιο ο Αλέξιος ή ο Πάπας Ουρβανός Β' όταν ξεκίνησαν το κίνημα της σταυροφορίας.
Η Πτώση της Αντιόχειας
Το δεύτερο κύμα των σταυροφόρων, που αυτή τη φορά αποτελούταν από περισσότερους ευγενείς, ιππότες και επαγγελματίες στρατιώτες, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1096. Ούτε το δεύτερο κύμα ήταν καλύτερο για τον βυζαντινό αυτοκράτορα, καθώς περιλάμβανε ανάμεσα στους αρχηγούς του έναν παλιό εχθρό, τον Νορμανδό Βοημούνδο του Τάραντα. Αυτός και ο πατέρας του, ο Ροβέρτος Γυισκάρδος (ο «Πονηρός»), ο Δούκας της Απουλίας, είχαν επιτεθεί στη Βυζαντινή Ελλάδα μεταξύ του 1081 και του 1084. Το 1097 ο Βοημούνδος και οι ιππότες του έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και, αρχικά, τα πράγματα πήγαν καλά με τον Νορμανδό να ορκίζεται πίστη στον αυτοκράτορα μαζί με άλλους ηγέτες των Σταυροφόρων, όπως ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο δούκας της Κάτω Λωρραίνης και ο Ραϋμόνδος Δ' (γνωστός και ως Ραϋμόνδος του Σαιν Ζυλ), κόμης της Τουλούζης. Υπήρχαν, βέβαια, πολλοί περισσότεροι ευγενείς, με τον καθένα να διοικεί τη δική του ομάδα ιπποτών, για να μην αναφέρουμε τα πρακτικά προβλήματα των γλωσσικών φραγμών και θα ήταν ένα μικρό θαύμα αν πετύχαιναν οτιδήποτε. Η επιτυχία τους θα ξάφνιαζε τους πάντες.
Ο Αλέξιος χρησιμοποίησε καλά τους σταυροφόρους, παρά τους βιασμούς και τις λεηλασίες που διέπραξαν τα λιγότερο ευσεβή μέλη των δυτικών στρατών που προκαλούσαν χάος καθώς διέσχιζαν την Ευρώπη και την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Οι Νορμανδοί ήθελαν να νικήσουν τους Σελτζούκους και να ιδρύσουν κάποια νέα δικά τους βασίλεια. Ο Αλέξιος συμβιβάστηκε με αυτό το σχέδιο, καθώς τέτοια βασίλεια θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμοι ρυθμιστές στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Με μια μικτή δύναμη σταυροφόρων, ο στρατός του Αλεξίου, με διοικητή τον βυζαντινό στρατηγό Τατίκιο, κατάφερε έτσι να ανακαταλάβει τη Νίκαια τον Ιούνιο του 1097, αν και οι Σελτζούκοι είχαν, στην πραγματικότητα, προτιμήσει να την εγκαταλείψουν και να αμυνθούν σε κάποια άλλη περιοχή. Στη συνέχεια, ξεχύθηκαν στο οροπέδιο της Ανατολίας και κέρδισαν μια μεγάλη νίκη στο Δορύλαιο την 1η Ιουλίου 1097.
Ο σταυροφορικός-βυζαντινός στρατός στη συνέχεια διασπάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1097, με έναν μέρος να κινείται προς την Έδεσσα πιο ανατολικά και ένα άλλο προς την Κιλικία στα νοτιοανατολικά. Το κύριο σώμα κατευθύνθηκε προς την Αντιόχεια στη Συρία, το σημείο κλειδί για τα σύνορα του Ευφράτη. Η μεγάλη πόλη ήταν η έδρα ενός από τα πέντε πατριαρχεία της χριστιανικής εκκλησίας, κάποτε έδρα των Αγίων Παύλου και Πέτρου, και πιθανή γενέτειρα του Αγίου Λουκά. Η ανάκτησή της θα είχε σημαντικό αντίκτυπο.
Αν και καλά οχυρωμένη και πολύ μεγάλη για να περικυκλωθεί πλήρως, η Αντιόχεια ήταν πράγματι η επόμενη μεγάλη κατάληψη των σταυροφόρων στις 3 Ιουνίου 1098 μετά από μια επίπονη πολιορκία 8 μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας οι ίδιοι οι επιτιθέμενοι πολιορκήθηκαν από μια μουσουλμανική δύναμη που έφτασε από τη Μοσούλη. Οι Σταυροφόροι υπέφεραν επίσης από πανούκλα, πείνα και λιποταξίες. Δυστυχώς για τον Αλέξιο, στο δρόμο του για να υποστηρίξει την πολιορκία της πόλης, συνάντησε πρόσφυγες από την περιοχή, οι οποίοι, κακώς, τον πληροφόρησαν ότι οι Σταυροφόροι ήταν στα πρόθυρα της ήττας από έναν τεράστιο μουσουλμανικό στρατό και έτσι ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πρωτεύουσα. Ο Βοημούνδος δεν χάρηκε πολύ όταν ανακάλυψε ότι οι Βυζαντινοί τον είχαν εγκαταλείψει, παρόλο που κατέλαβε την πόλη ούτως ή άλλως και νίκησε μια δύναμη που έσπευσε για βοήθεια. Ο Νορμανδός κράτησε την πόλη για τον εαυτό του αποφασίζοντας να απαρνηθεί τον όρκο που είχε δώσει για επιστροφή όλων των κατεχομένων εδαφών στον Αυτοκράτορα. Έτσι οι σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών επιδεινώθηκαν αμετάκλητα.
Η Κατάκτηση της Ιερουσαλήμ
Τον Δεκέμβριο του 1098, ο σταυροφορικός στρατός προχώρησε προς την Ιερουσαλήμ, καταλαμβάνοντας αρκετές πόλεις-λιμάνια της Συρίας στο δρόμο του. Έφτασε, τελικά, στον τελικό προορισμό του στις 7 Ιουνίου 1099. Από τον τεράστιο στρατό που είχε ξεκινήσει από την Ευρώπη, είχαν απομείνει περίπου 1.300 ιππότες και περίπου 12.500 πεζοί για να επιτύχουν αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ο πρωταρχικός στόχος της Σταυροφορίας.
Προστατευμένη από τεράστια τείχη και έναν συνδυασμό τάφρου και γκρεμών, η Ιερουσαλήμ ήταν από στρατιωτική άποψη ένα σκληρό καρύδι. Πολλά γενουατικά πλοία έφτασαν την κατάλληλη στιγμή με ξυλεία, η οποία χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή δύο πολιορκητικών πύργων, καταπελτών και ενός κριού. Παρά τα όπλα αυτά, οι υπερασπιστές αντιστάθηκαν στην πολιορκία, αν και ήταν εντυπωσιακά απρόθυμοι να πραγματοποιήσουν εξόδους και να κάνουν επιδρομές στους πολιορκητές, ίσως περιμένοντας απλώς την βοήθεια από την Αίγυπτο που τους είχαν υποσχεθεί. Στα μέσα Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν αποφάσισε να επιτεθεί σε αυτό που θεωρούσε πιο αδύναμο τμήμα του τείχους. Στήνοντας τον πολιορκητικό τους πύργο κάτω από την κάλυψη του σκότους και γεμίζοντας ένα τμήμα της τάφρου, οι Σταυροφόροι κατάφεραν να φτάσουν σε απόσταση επαφής από τα τείχη. Με τον Γοδεφρείδο να οδηγεί, οι επιτιθέμενοι ξεπέρασαν την αντίσταση και βρέθηκαν μέσα στην πόλη στις 15 Ιουλίου 1099.
Ακολούθησε μαζική σφαγή Μουσουλμάνων και Εβραίων, αν και οι αριθμοί των 10.000 ή ακόμα και των 75.000 νεκρών είναι μάλλον υπερβολή. Μια σύγχρονη μουσουλμανική πηγή (Ίμπν Αλ-Αραμπί) αναφέρεται σε 3.000 από τους περίπου 30.000 κατοίκους της πόλης. Μέσα σε ένα μήνα, ένας μεγάλος αιγυπτιακός στρατός έφτασε για να πάρει πίσω την πόλη, αλλά ηττήθηκε στην Ασκαλώνα. Η Ιερουσαλήμ, προς το παρόν τουλάχιστον, ήταν ξανά στα χέρια των χριστιανών. Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο ήρωας της πολιορκίας, έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Πίσω στην Ιταλία, ο Πάπας Ουρβανός Β' πέθανε στις 29 Ιουλίου 1099 χωρίς να γνωρίζει την επιτυχία της σταυροφορίας του. Για ορισμένους ιστορικούς, η Ασκαλώνα σηματοδοτεί το τέλος της Πρώτης Σταυροφορίας.
Περισσότερες νίκες
Έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή τους, πολλοί σταυροφόροι επέστρεψαν στην Ευρώπη, μερικοί με πλούτη, λίγοι με ιερά λείψανα, αλλά οι περισσότεροι σε χειρότερη κατάσταση μετά από χρόνια σκληρών μαχών και ελάχιστες ανταμοιβές. Ένα νέο κύμα σταυροφόρων, ωστόσο, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το 1100, και οργανώθηκαν από τον Ραϋμόνδο της Τουλούζης. Στις 17 Μαΐου 1101 η Καισάρεια καταλήφθηκε. Στις 26 Μαΐου έπεσε και η Άκρα. Δυστυχώς, όμως, για τις μελλοντικές σταυροφορίες, οι μουσουλμάνοι άρχισαν να εξοικειώνονται με τις δυτικές τακτικές μάχης και τα όπλα. Τον Σεπτέμβριο του 1101 ένας σταυροφορικός στρατός από Λομβαρδούς, Γάλλους και Γερμανούς ιππότες ηττήθηκε από τους Σελτζούκους. Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα για τους δυτικούς στρατούς τους επόμενους δύο αιώνες.
Εν τω μεταξύ, ο Αλέξιος δεν είχε εγκαταλείψει την Αντιόχεια και έστειλε μια δύναμη για να επιτεθεί στην πόλη ή τουλάχιστον να την απομονώσει από τις γύρω περιοχές που κατείχαν οι Σταυροφόροι. Ωστόσο ο Βοημούνδος είχε φύγει και επιστρέφοντας στην Ιταλία, έπεισε τον Πάπα Πασχάλη Β' (1060-1118) και τον Γάλλο βασιλιά Φίλιππο Α' (1060-1108) ότι η πραγματική απειλή για τον χριστιανικό κόσμο ήταν οι Βυζαντινοί. Ο ύπουλος αυτοκράτορας και η παράξενη εκκλησία τους έπρεπε να εξαλειφθούν, και έτσι ξεκίνησε μια εισβολή στο Βυζάντιο, από την Αλβανία, το 1107. Απέτυχε, κυρίως επειδή ο Αλέξιος κινητοποίησε τις καλύτερες δυνάμεις του για να τους αντιμετωπίσει και ο Πάπας εγκατέλειψε την υποστήριξή του στην εκστρατεία. Ως αποτέλεσμα, ο Βοημούνδος αναγκάστηκε να γίνει υποτελής του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος τον άφησε να κυβερνήσει την Αντιόχεια ως υποτελής του. Έτσι, τέθηκε το πρότυπο για τη χάραξη των κατεχόμενων εδαφών.
Αξιολόγηση: Επιτεύγματα & Αποτυχίες
Η Α' Σταυροφορία ήταν επιτυχής καθώς η Ιερουσαλήμ ανακαταλήφθηκε, αλλά για να διασφαλιστεί ότι η Αγία Πόλη θα παρέμενε στα χέρια των Χριστιανών ήταν απαραίτητο να δημιουργηθούν δυτικά κράτη στο Λεβάντε (γνωστά ως Κράτη των Σταυροφόρων, Λατινική Ανατολή ή Ουτρεμέρ). Δημιουργήθηκαν επίσης τάγματα ιπποτών για την καλύτερη άμυνά τους. Σαφώς, χρειαζόταν μια σταθερή ροή νέων σταυροφόρων τις επόμενες δεκαετίες και ένα κύμα φόρων για τη χρηματοδότησή τους. Αρχικά, υπήρξαν σφαγές τοπικών πληθυσμών, αλλά οι δυτικοί συνειδητοποίησαν σύντομα ότι για να διατηρήσουν τα κέρδη τους χρειάζονταν την υποστήριξη των εξαιρετικά διαφορετικών τοπικών πληθυσμών. Κατά συνέπεια, αυξήθηκε η ανοχή απέναντι στις μη χριστιανικές θρησκείες, αν και με ορισμένους περιορισμούς.
Παρά τη συνεχή προσπάθεια στρατολόγησης στην Ευρώπη και τις προσπάθειες δημιουργίας μόνιμων «αποικιών» και βασιλείων, αποδείχθηκε αδύνατο να διατηρηθούν τα κέρδη της Α' Σταυροφορίας και απαιτήθηκαν περισσότερες εκστρατείες για την ανακατάληψη πόλεων όπως η Έδεσσα και η ίδια η Ιερουσαλήμ μετά την άλωση της ξανά το 1187. Πραγματοποιήθηκαν οκτώ επίσημες σταυροφορίες και αρκετές άλλες ανεπίσημες κατά τη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα, που όλες συνάντησαν περισσότερη αποτυχία παρά επιτυχία.
Υπήρξαν απρόβλεπτες ή αρνητικές συνέπειες στην Α' Σταυροφορία, ιδίως η ρήξη των σχέσεων Δύσης - Βυζαντίου και η φρίκη που ένιωσαν οι Βυζαντινοί από τις απείθαρχες ομάδες πολεμιστών που προκάλεσαν όλεθρο στην επικράτειά τους. Οι συγκρούσεις μεταξύ των σταυροφόρων και των βυζαντινών δυνάμεων ήταν συχνές και η δυσπιστία και η καχυποψία για τις προθέσεις τους μεγάλωνε. Ήταν μια ενοχλητική σχέση που μόνο χειροτέρευε και η κακή αίσθηση και η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ Ανατολής και Δύσης ξέσπασε και κορυφώθηκε με την λεηλασία της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Ομάδες σταυροφόρων, συνήθως όχι ιππότες αλλά οι φτωχοί των πόλεων, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία της χριστιανικής ζέσης για να επιτεθούν σε μειονοτικές ομάδες, ειδικά στους Εβραίους της βόρειας Γαλλίας και της Ρηνανίας. Το κίνημα των σταυροφοριών εξαπλώθηκε και στην Ισπανία όπου, τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 12ου αιώνα, έγιναν επιθέσεις εναντίον των Μαυριτανών. Η Πρωσία, η Βαλτική, η Βόρεια Αφρική και η Πολωνία, μεταξύ πολλών άλλων περιοχών, υπήρξαν επίσης μάρτυρες σταυροφορικών εκστρατειών μέχρι τον 16ο αιώνα καθώς το σταυροφορικό ιδεώδες, παρά τις αμφίβολες στρατιωτικές επιτυχίες, συνέχιζε να απευθύνεται σε ηγέτες, στρατιώτες και απλούς ανθρώπους στη Δύση και ο στόχος του διευρύνθηκε ώστε να συμπεριλάβει όχι μόνο μουσουλμάνους αλλά και ειδωλολάτρες ή σχισματικούς.