Το Ρωσικό κράτος του Κιέβου (862-1242 μ.Χ.) ήταν μια μεσαιωνική πολιτική ομοσπονδία που εκτεινόταν στη σύγχρονη Λευκορωσία, την Ουκρανία και σε τμήμα της Ρωσίας (η τελευταία πήρε το όνομά της από τους Ρως, έναν σκανδιναβικό λαό). Το όνομα Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι μια σύγχρονη ονομασία (19ος αιώνας μ.Χ.), έχει τη σημασία «γη των Ρως», με την οποία αναφέρεται η περιοχή στον Μεσαίωνα. Οι Ρως κυβερνούσαν από την πόλη του Κιέβου και έτσι το «Ρωσικό κράτος του Κιέβου» σήμαινε απλώς «τα εδάφη των Ρως του Κιέβου».
Για τους Ρως πρώτη φορά γίνεται αναφορά στα Μπερτινιανά Χρονικά, τα οποία καταγράφουν την παρουσία των Ρως σε μια διπλωματική αποστολή από την Κωνσταντινούπολη προς την Αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς (814-840 μ.Χ.) το 839 μ.Χ. Στα χρονικά αναφέρεται ότι ήταν Σουηδοί, κάτι πιθανό, αλλά η εθνικότητά τους δεν έχει τεκμηριωθεί.
Η ιστορία της άφιξης των Ρως στην Ανατολή καταγράφεται για πρώτη φορά στο Πρώτο Χρονικό (γνωστό επίσης ως Ιστορία των Περασμένων Χρόνων / Νεστοριανό Χρονικό, περ. 12ος αι. π.Χ.) της Ρωσίας. Αυτό το έργο αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι της περιοχής κάλεσαν τους Ρως (που προσδιορίζονται ως Σκανδιναβοί Βίκινγκς) να κυβερνήσουν και να διατηρήσουν την τάξη στη χώρα τους, στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ.. Τρία αδέρφια, ανάμεσά τους και ένας με το όνομα Ρούρικ, αποδέχτηκαν την πρόσκληση και ίδρυσαν την δυναστεία των Ρουρικιδών που επρόκειτο να κυβερνήσει για 700 χρόνια.
Αυτή η εκδοχή των γεγονότων υποστηρίζεται σήμερα από τους ιστορικούς που ονομάζονται "Νορμανιστές" (αυτοί που αποδέχονται τη σκανδιναβική καταγωγή των Ρουρικιδών) και αμφισβητείται από τους λεγόμενους «Αντι-Νορμανιστές» που υποστηρίζουν τη σλαβική καταγωγή της Ρωσίας και των άλλων κρατών. Η θεωρία των Νορμανιστών θεωρείται επί του παρόντος πιο έγκυρη και είναι γενικά αποδεκτό ότι ο Σκανδιναβός ηγέτης Ρούρικ (862-879 μ.Χ.) ίδρυσε τη δυναστεία που άντεξε, σε μια αδιάκοπη γραμμή, μέχρι τη βασιλεία του Ιβάν Δ', του πρώτου Τσάρου της Ρωσίας ( 1547-1584 μ.Χ.) που έμεινε γνωστός ως «Ιβάν ο Τρομερός».
Το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου κατακτήθηκε από τους Μογγόλους μεταξύ 1237-1242 μ.Χ., που κατακερμάτισαν την περιοχή σε κομμάτια τα οποία τελικά εξελίχθηκαν στα σύγχρονα κράτη της Λευκορωσίας, της Ρωσίας και της Ουκρανίας.
Το "Πρώτο Χρονικό" και οι πρώτοι βασιλείς
Το ρωσικό Πρώτο Χρονικό ολοκληρώθηκε, κατά πάσα πιθανότητα, γύρω στο 1113 π.Χ. στο Κίεβο και ήταν αφιερωμένο στο μοναχό Νέστορα. Το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο χρονολογείται από το 1377 μ.Χ. με συντακτικές σημειώσεις που τεκμηριώνουν την προηγούμενη ημερομηνία του έργου. Το Χρονικό αναφέρεται συχνά ως ιστορική αφήγηση, αλλά αυτό έχει αμφισβητηθεί καθώς περιέχει μια σειρά από μύθους ή θρύλους. Ωστόσο, αρχαιολογικά στοιχεία από την περιοχή υποστηρίζουν πολλά, αν όχι τα περισσότερα, από τα γεγονότα τα οποία περιγράφει.
Το έργο ξεκινά με τον ισχυρισμό ότι, μετά το βιβλικό Κατακλυσμό, οι γιοι του Νώε (Χαμ, Σημ και Ιάφεθ) χώρισαν τον κόσμο μεταξύ τους και ο Ιάφεθ έλαβε ως μερίδιό του την περιοχή που πολύ αργότερα αποτέλεσε το Κράτος του Κιέβου. Αυτό που έκανε ο Ιάφεθ για να εδραιωθεί η τάξη στα εδάφη του δεν αναφέρεται, αλλά το Χρονικό αναφέρει ότι οι άνθρωποι πολέμησαν μεταξύ τους και τελικά υποτάχθηκαν από τους Χαζάρους της Κεντρικής Ασίας και τους Βαράγγους (Βίκινγκς) της Σκανδιναβίας.
Οι Σλάβοι της περιοχής αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρο στους Χαζάρους και τους Βαράγγους έως ότου έδιωξαν τους Βαράγγους διατηρώντας όμως τη σχέση με τους Χαζάρους. Στη συνέχεια, ωστόσο, διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κυβερνηθούν μόνοι τους και ότι ο φόρος που πλήρωναν στους Χαζάρους ήταν πάρα πολύ υψηλός. Παρόλο που είχαν κουραστεί να πληρώνουν τους Βαράγγους, αναγνώρισαν ότι η ζωή μπορεί να ήταν καλύτερη υπό την προστασία τους. Το Χρονικό σημειώνει:
Είπαν στον εαυτό τους: «Ας αναζητήσουμε έναν πρίγκιπα που μπορεί να μας κυβερνήσει και να μας κρίνει σύμφωνα με το νόμο». Έτσι πήγαν στο εξωτερικό για τους Βαράγγους Ρως. Αυτοί οι συγκεκριμένοι Βαράγγοι ήταν γνωστοί ως Ρως, όπως μερικοί ονομάζονται Σουηδοί και άλλοι Νορμανδοί, Άγγλοι, Γότθοι, γιατί ονομάστηκαν έτσι. (59)
Οι Σλάβοι πρεσβευτές έφτασαν στη γη των Ρως, που δεν καθορίζεται, και τους κάλεσαν να έρθουν και να κυβερνήσουν τη γη τους ως βασιλιάδες. Τρία αδέλφια με αριστοκρατική καταγωγή δέχτηκαν την πρόσκληση και το Χρονικό συνεχίζει:
Ο μεγαλύτερος, ο Ρούρικ, εγκαταστάθηκε στο Νόβγκοροντ. ο δεύτερος, ο Σινέος, στο Μπελόζερο. και ο τρίτος, ο Τρύβορος, στο Ιζμπόρσκ. Από αυτούς τους Βαράγγους η περιοχή του Νόβγκοροντ έγινε γνωστή ως η Γη των Ρως. Οι σημερινοί κάτοικοι του Νόβγκοροντ κατάγονται από τη φυλή των Βαράγγων, αλλά από τότε ήταν Σλάβοι. (59-60)
Η επιβεβαίωση των σκανδιναβικών εγκαταστάσεων σε αυτές τις περιοχές προέρχεται από υλικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Γύρω στο 750 μ.Χ. ιδρύθηκε οικισμός στη Σταράγια Λαντόγκα κοντά στον ποταμό Βολκόφ. Ήταν το πρώτο σκανδιναβικό χωριό της περιοχής. Ο ιστορικός Τόμας Νούναν γράφει:
Αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι Σκανδιναβοί ζούσαν στην Λαντόγκα από την ίδρυσή της: μια σειρά σκανδιναβικών-Βαλτικών σιδερένιων εργαλείων, συμπεριλαμβανομένου ενός φυλακτού με το πρόσωπο του Όντιν, βρέθηκε σε ένα στρώμα της δεκαετίας του 750... Οι Σκανδιναβοί που επισκέφτηκαν τη Λαντόγκα δεν ήρθαν για λεηλασίες και επιδρομές. Δεν υπήρχαν άλλες πόλεις στην περιοχή, δεν υπήρχαν μοναστήρια, και οι γειτονικοί ταφικοί τύμβοι των ντόπιων ήταν πολύ φτωχικοί στο περιεχόμενό τους. Λίγα πράγματα άξια κλοπής υπήρχαν στην περιοχή. Η Λαντόγκα δημιουργήθηκε για να διευκολύνει την πρόσβαση στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ρωσίας και σε όλο τον φυσικό της πλούτο. (Sawyer, 141-142)
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι η Λαντόγκα έγινε εποχιακός οικισμός αργότερα ή, τουλάχιστον, ο πληθυσμός παρουσίαζε διακυμάνσεις, πράγμα το οποίο είναι σύμφωνο με τις διηγήσεις του χρονικού για τους Σλάβους που έδιωξαν τους Βαράγγους και στη συνέχεια τους κάλεσαν πίσω. Σκανδιναβικά αντικείμενα έχουν βρεθεί επίσης στο Νόβγκοροντ και σε άλλες που αναφέρονται στο Χρονικό.
Δύο χρόνια μετά την άφιξή τους, οι δύο μικρότεροι αδελφοί πέθαναν και ο Ρούρικ πήρε τις περιφέρειές τους υπό τον έλεγχό του με την πρωτεύουσά του στο Νόβγκοροντ. Δύο άνδρες της ομάδας του Ρούρικ, ο Ασκόλντ και ο Ντιρ, ζήτησαν και πήραν την άδεια να φύγουν από την περιοχή και να αναζητήσουν την τύχη τους στο Τσάριγκραντ (όπως ονόμαζαν την Κωνσταντινούπολη). Στο δρόμο τους προς το Τσάριγκραντ σταμάτησαν σε μια πόλη χτισμένη σε έναν λόφο που ονομαζόταν Kiy/Κίε (Κίεβο), την κατέλαβαν και στη συνέχεια άρχισαν να επιτίθενται στη γύρω περιοχή όπως συνήθιζαν οι Βίκινγκ. Το Χρονικό αποδίδει σε αυτούς την περίφημη επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης, που έγινε με 200 πλοία των Βίκινγκ (περίπου 860 μ.Χ.) τα οποία αποχώρησαν, μετά από αιματοχυσία και μετά από μια καταιγίδα που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση. Η χρονολογία αυτής της επιδρομής, ωστόσο, δεν ταιριάζει με την υπόλοιπη αφήγηση.
Στο Νόβγκοροντ, ο Ρούρικ πέθανε από φυσικά αίτια αφού ανέθεσε τη φροντίδα του νεαρού γιου του Ιγκόρ στο συγγενή του Ολέγκ (επίσης γνωστού ως Ολέγκ του Νόβγκοροντ, και Ολέγκ του Προφήτη, περ. 879-912 μ.Χ.) ο οποίος τον διαδέχτηκε. Ο Ολέγκ ξεκίνησε μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών από το Νόβγκοροντ, κατακτώντας και ενοποιώντας τις γύρω περιοχές. Έτσι έφτασε στο Κίεβο και είδε πώς ο Ασκόλντ και ο Ντιρ είχαν συγκεντρώσει τεράστιο πλούτο μέσω των επιδρομών.
Τους ξεγέλασε και τους δύο πείθοντας τους να βγουν από την πόλη, τους σκότωσε και πήρε τον έλεγχο της περιοχής. Στη συνέχεια μετέφερε την πρωτεύουσα από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο την ίδια περίπου εποχή (περίπου 882 μ.Χ.) Μέσω διαπραγματεύσεων και στρατιωτικής πυγμής, έπεισε μια σειρά φυλών και οικισμών να πληρώνουν φόρο υποτέλειας σε αυτόν και όχι στους Χαζάρους. Μέχρι τη λήξη της βασιλείας του, ο Ολέγκ είχε επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο των Ρως στην περιοχή και είχε γεμίσει το θησαυροφυλάκιο του Κιέβου.
Ήταν γνωστός ως Ολέγκ ο Προφήτης (ή Ολέγκ ο ιερέας) εξ αιτίας μιας προφητείας που αφορούσε το θάνατό του. Η προφητεία έλεγε ότι ο Ολέγκ θα σκοτωνόταν από ένα όμορφο άλογο που είχε, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να ιππεύσει λόγω της προφητείας. Διέταξε να πάρουν το άλογο μακριά αλλά με την προϋπόθεση ότι θα το τάιζαν πάντα καλά και θα το φρόντιζαν. Όταν πια είχε κατακτήσει τις γύρω περιοχές και είχε κάνει επωφελείς συνθήκες (ειδικά με την Κωνσταντινούπολη), αισθάνθηκε σίγουρος για τη βασιλεία του, χλεύασε την προφητεία και ρώτησε τους συμβούλους του τι είχε συμβεί στο άλογο που υποτίθεται ότι θα τον σκότωνε. Του είπαν ότι είχε πεθάνει και ο Ολέγκ ζήτησε να του φέρουν τα οστά του αλόγου. Μόλις του τα έφεραν, χλεύασε την προφητεία και πάτησε δυνατά το κρανίο του αλόγου, τρομάζοντας ένα φίδι που βρισκόταν από κάτω, το οποίο τον δάγκωσε στο πόδι και τον σκότωσε.
Τον διαδέχθηκε ο Ιγκόρ του Κιέβου (912-945 μ.Χ.), ο γιος του Ρούρικ, τον οποίο ο ίδιος είχε αναθρέψει. Ο Ιγκόρ, λίγο πριν πάρει την εξουσία, είχε παντρευτεί μια γυναίκα της Βαραγγικής καταγωγής, που ονομαζόταν Όλγα (αργότερα Αγία Όλγα του Κιέβου, η οποία πέθανε το 969 μ.Χ.). Όπως ο θετός πατέρας του, ο Ιγκόρ συμμετείχε σε επιτυχημένες στρατιωτικές εκστρατείες και απαιτούσε φόρο υποτέλειας από τους κατακτημένους. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, διαπίστωσε ότι ο πλούτος που είχε συγκεντρώσει δεν ήταν αρκετός για αυτόν και επέβαλε βαρύτερη φορολογία. Τελικά δολοφονήθηκε για την απληστία του από τη φυλή που ήταν γνωστή ως Δρεβλιανοί. Ο γιος του, ο Σβιατοσλάβ Α΄ (945-972 μ.Χ.) ήταν πολύ νέος για να πάρει το θρόνο και έτσι ο Όλγα κράτησε την αντιβασιλεία μεταξύ 945-963 μ.Χ.
Η πρώτη απόφαση της Όλγας ήταν να τιμωρήσει τους Δρεβλιανούς για τη δολοφονία του συζύγου της. Οι Δρεβλιανοί πρότειναν στην Όλγα να παντρευτεί τον πρίγκιπα τους Μάι και η Όλγα προσποιήθηκε ότι συμφωνεί και ζήτησε πρέσβεις. Αυτούς τους σκότωσε αφού τους ξεγέλασε και τους έπεισε να μπουν σε μια βάρκα την οποία μετά έριξε σε ένα λάκκο και τους έθαψε ζωντανούς. Στη συνέχεια ζήτησε από τους σοφότερους άντρες των Δρεβλιανών να την επισκεφθούν, τους ζήτησε να κάνουν μπάνιο κατά την άφιξή τους, και έβαλε φωτιά στα λουτρά, κατακαίοντάς τους. Στη συνέχεια, ζήτησε από τους Δρεβλιανούς να προετοιμάσουν μια τελετή για να τιμήσουν τον Ιγκόρ, τους άφησε να μεθύσουν, και έβαλε τους στρατιώτες της να τους σφαγιάσουν.
Όσοι Δρεβλιανοί επέζησαν κατέφυγαν στην πόλη Ισκορόστεν, όπου είχε σκοτωθεί ο Ιγκόρ, και η Όλγα την πολιόρκησε. Όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κατακτήσει την πόλη, είπε ότι θα επέβαλε τους ελαφρύτερους όρους παράδοσης στην πόλη και ζήτησε μόνο τρία περιστέρια και τρία σπουργίτια από κάθε σπίτι. Οι πολιορκημένοι της έδωσαν αμέσως τα πουλιά και αυτή έβαλε τους στρατιώτες της να δέσουν ένα πανί βουτηγμένο στο θειάφι στα πουλιά και αφού του βάλουν φωτιά να τα απελευθερώσουν για να επιστρέψουν στις φωλιές τους στην πόλη. Αυτές οι φωλιές στις μαρκίζες των σπιτιών, στα κοτέτσια και αλλού άρπαξαν αμέσως φωτιά και κάηκε το Ισκορόστεν. Η Όλγα σκότωσε ή πούλησε ως δούλους τους περισσότερους από τους επιζώντες, αλλά σε άλλους χάρισε τη ζωή, ώστε να συνεχίσουν να της πληρώνουν φόρο υποτέλειας.
Οι ιστορίες της εκδίκησης της Όλγας είναι ανάμεσα στα πιο μυθικά τμήματα του Πρώτου Χρονικού, αλλά πιστεύεται ότι απηχούν πραγματικά ιστορικά γεγονότα σχετικά με την εξάλειψη των Δρεβλιανών. Αυτές οι ιστορίες αφαιρέθηκαν αργότερα από την εκκλησία που ανακήρυξε την Όλγα αγία για το αφοσιωμένο χριστιανικό ιεραποστολικό της έργο στην περιοχή, παρόλο που το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου παρέμεινε κατά κύριο λόγο ειδωλολατρικό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου της και του διαδόχου του. Δεν ήταν η Όλγα αλλά ο Βλαδίμηρος ο Μέγας (περίπου 980-1015 μ.Χ.) που προσηλύτισε την περιοχή στο χριστιανισμό.
Ο Βλαδίμηρος ο Μέγας και ο Γιαροσλάβ ο Σοφός
Η Όλγα παραιτήθηκε υπέρ του Σβιατοσλάβ Α' το 963 μ.Χ. και αποσύρθηκε στο Κίεβο για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της. Ο Σβιατοσλάβ Α' εγκαινίασε γρήγορα μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη του Ολέγκ και του Ιγκόρ για να επεκτείνει την επικράτειά του και να ελέγξει τις εμπορικές οδούς. Κατέκτησε πρώτα το κράτος των Χαζάρων, το οποίο αποτελούσε από καιρό αντίπαλη δύναμη, και στη συνέχεια τους Βούλγαρους του Βόλγα, τους Αλανούς και τους Βούλγαρους του Δούναβη έως ότου υπερδιπλασίασε τα εδάφη του βασιλείου του.
Δολοφονήθηκε επιστρέφοντας στο Κίεβο από μια εκστρατεία και οι γιοι του Γιαροπόλκ Α' (972-980 μ.Χ.), Ολέγκ και Βλαδίμηρος πολέμησαν μεταξύ τους για το στέμμα. Ο Ολέγκ σκοτώθηκε και, όταν ο Γιαροπόλκ πήρε την εξουσία, ο Βλαδίμηρος κατέφυγε στην Νορβηγία στην αυλή του συγγενή του Χάακον Σίγκουρντσον (972-995 μ.Χ.). Εκεί συγκέντρωσε μια δύναμη Βαράγγων και περίμενε μέχρι να νιώσει έτοιμος να επιστρέψει και να πάρει πίσω το βασίλειο. Νίκησε το στρατό του Γιαροπόλκ Α΄ και σκότωσε τον αδερφό του σε ενέδρα.
Ο Βλαδίμηρος ακολούθησε το παράδειγμα του πατέρα του και πραγματοποίησε μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών είτε για επέκταση του βασιλείου του είτε για την εξασφάλιση ορισμένων περιοχών. Σε όλες αυτές τις πορείες και μάχες ανήγειρε ειδωλολατρικά ιερά για να τιμήσει τοπικές ή εθνικές θεότητες. Περίπου αυτήν την εποχή (περ. 987 μ.Χ.) ο Βασίλειος Β΄ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ( 976-1025 μ.Χ.) ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Βλαδίμηρο για να υπερασπιστεί το θρόνο του από δύο στασιαστές (ένας εκ των οποίων, ο Βάρδας Φωκάς, είχε ήδη ανακηρυχθεί αυτοκράτορας). Ο Βλαδίμηρος συμφώνησε και στη συνέχεια είτε ζήτησε ο ίδιος, είτε του προσφέρθηκε, η αδερφή του Βασιλείου Β΄ Άννα, ως σύζυγος. Ο γάμος εγκρίθηκε υπό τον όρο ότι ο Βλαδίμηρος θα ασπαζόταν τον Χριστιανισμό.
Αυτή η συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα τον εκχριστιανισμό των Ρως του Κιέβου και την ίδρυση της Φρουράς των Βαράγγων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Βλαδίμηρος έστειλε 6.000 Βαράγγους στον Βασίλειο Β΄ στην Κωνσταντινούπολη το 988 μ.Χ. και αυτοί αποτέλεσαν την επίλεκτη μονάδα της προσωπικής φρουράς των βυζαντινών αυτοκρατόρων και ένα σώμα στρατευμάτων που προκαλούσε τον τρόμο από εκείνη την εποχή μέχρι τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή για την προσχώρηση στον χριστιανισμό, ο Βλαδίμηρος αφού έχασε την πίστη στους ειδωλολατρικούς θεούς του, έστειλε απεσταλμένους σε διαφορετικά έθνη ώστε να ενημερωθεί το ιερατείο για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές τους. Μετά από έρευνα του Χριστιανισμού, του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού επέλεξε τον Ανατολικό Ορθόδοξο Χριστιανισμό λόγω της ομορφιάς των εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης και επειδή δεν απαγόρευε την κατανάλωση αλκοόλ ή χοιρινού κρέατος. Αυτή η ιστορία δημιουργήθηκε (κάποια στιγμή τον 11ο αιώνα μ.Χ.) πιθανότατα για να αποσιωπήσει την προσχώρηση του Βλαδίμηρου στο χριστιανισμό λόγω μιας γαμήλιας συμφωνίας και για να τονίσει την ανεξαρτησία του από ξένες επιρροές. Ανεξάρτητα από τις περιστάσεις της μεταστροφής του, αυτή είχε εκτεταμένες επιπτώσεις, όπως σημειώνει ο μελετητής Ρόμπερτ Φέργκιουσον:
Η επιλογή της σλαβικής και όχι της παλαιάς Νορβηγικής ως γλώσσας της Ορθόδοξης Εκκλησίας των Ρως έκανε τη διαδικασία της αφομοίωσης μη αναστρέψιμη. Άνοιξε επίσης την κοινωνία των Ρως στη βαθιά και διαρκή επιρροή του βυζαντινού πολιτισμού. (131)
Αν και μπορεί αρχικά να συμφώνησε για να επιτύχει τη σύναψη συμμαχίας, ο Βλαδίμηρος όμως ασπάστηκε γρήγορα τις σημαντικότερες αξίες του Χριστιανισμού. Έλαβε μέτρα για τους φτωχούς του βασιλείου του και ήταν πρόθυμος να βοηθήσει οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση. Ίδρυσε σχολεία για να ενθαρρύνει τον αλφαβητισμό και βελτίωσε τη ζωή των πολιτών της χώρας του από κάθε άποψη. Το εμπόριο γνώρισε ανάπτυξη και η οικονομία άνθισε υπό τον Βλαδίμηρο, ο οποίος ίδρυσε επίσης πόλεις και έχτισε πολλές εκκλησίες.
Τον Βλαδίμηρο διαδέχθηκε ο Σβιατοπόλκ Α΄ (1015-1019 μ.Χ.) γνωστός ως «ο αθεόφοβος ή ο κακός» για τη δολοφονία των τριών γιων του Βλαδίμηρου (συμπεριλαμβανομένων των Μπόρις και Γκλεμπ, οι οποίοι αργότερα έγιναν άγιοι) μόλις πήρε την εξουσία. Ο Σβιατοπόλκ Α' ίσως ήταν και αυτός γιος του Βλαδίμηρου αλλά αυτό δεν γίνεται σαφές μέσα από τις πηγές. Η βασιλεία του πέρασε χωρίς κάτι σημαντικό και εκθρονίστηκε από έναν άλλο από τους γιους του Βλαδίμηρου, τον Γιαροσλάβ Α' (περίπου 1019-1054 μ.Χ.), που έμεινε γνωστός ως Γιάροσλαβ ο Σοφός.
Ο Γιαροσλάβ Α' ήταν ο τελευταίος μεγάλος μονάρχης του Ρωσικού Κράτους του Κιέβου. Παντρεύτηκε την Ίνγκεγκερντ Ολαφσντότιρ (1001-1050 μ.Χ.), κόρη του Όλαφ Σκότκονουνγκ, βασιλιά (995-1022 μ.Χ.) της Σουηδίας, και αργότερα δημιούργησε σημαντικές συμμαχίες μέσω των γάμων των παιδιών του με παιδιά ηγεμόνων άλλων εθνών. Επίσης, προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις των νόμων, έκλεισε σημαντικές συμφωνίες με την Κωνσταντινούπολη, και εξασφάλισε τα σύνορά του από τις εισβολές των, τουρκικής καταγωγής, νομάδων Πετσενέγων. Ακολουθώντας την παράδοση ενός Ρως βασιλιά πολεμιστή, ηγήθηκε μιας σειράς επιτυχημένων στρατιωτικών εκστρατειών και οδήγησε το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου στην πολιτιστική και οικονομική ακμή του. Γύρω στο 1037 μ.Χ., ξεκίνησε την κατασκευή του καθεδρικού ναού της Αγίας Σοφίας στο Νόβγκοροντ, μιας από τις πιο εντυπωσιακές μεσαιωνικές εκκλησίες στον κόσμο. Η πολυτέλεια της είναι η απόδειξη του μεγαλείου της βασιλείας του Γιαροσλάβ Α'.
Μετά το θάνατό του, το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου διαλύθηκε καθώς οι γιοι του πολεμούσαν μεταξύ τους για την εξουσία, ενώ άλλες πόλεις και ηγεμονίες επαναστάτησαν. Οι διάδοχοι μονάρχες στο Κίεβο δεν ήταν αρκετά ισχυροί για να συγκρατήσουν το βασίλειο και έτσι δημιουργήθηκαν ανεξάρτητες, μικρότερες ηγεμονίες. Οι Βόρειες Σταυροφορίες, ιδιαίτερα του 12ου αιώνα μ.Χ. αφαίρεσαν τα Βαλτικά εδάφη του βασιλείου και η Δ' Σταυροφορία (1202-1204 μ.Χ.) κατέστρεψε το εμπόριο με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αποκόπτοντας τους εμπορικούς δρόμους προς τον Ελλαδικό χώρο. Μέχρι την περίοδο της Μογγολικής εισβολής του 1237-1242 μ.Χ., το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου δεν ήταν καν μια χαλαρή ομοσπονδία και τα ξεχωριστά κράτη κατακτήθηκαν εύκολα.
Το Ρωσικό Κράτος του Κιέβου στους «Βίκιγκς» και η κληρονομιά του
Για το ρωσικό κράτος του Κιέβου έγινε μνεία στην 6η σεζόν της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς "Βίκινγκς" μέσω της παρουσίας του χαρακτήρα του Ολέγκ του Προφήτη (τον οποίο υποδύθηκε ο Ρώσος ηθοποιός Ντανίλα Κοζλόφσκι). Στους "Βίκινγκς" τα ιστορικά γεγονότα συνδυάζονται ή συμπιέζονται, ποιητική αδεία, και αυτό συμβαίνει και με την παρουσίαση του Ολέγκ και διαφόρων γεγονότων που συνέβησαν στην περιοχή εκείνη την περίοδο. Η ενσωμάτωση του Ρωσικού κράτους του Κιέβου ήταν μια σημαντική εξέλιξη σε μια σειρά που υπογράμμιζε με συνέπεια τον αντίκτυπο που είχε η μετανάστευση των Βίκινγκ καθώς και οι επιδρομές τους σε άλλους πολιτισμούς.
Αν και οι λεγόμενοι αντι-νορμανιστές ιστορικοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι η Σκανδιναβική επιρροή στις περιοχές που κατοικούσαν σλάβοι ήταν αμελητέα, τα υλικά ευρήματα και γραπτές πηγές υποδεικνύουν το αντίθετο. Οι Βάραγγοι Ρως που εγκαταστάθηκαν στη Σταράγια Λαντόγκα, στο Νόβγκοροντ και στο Κίεβο δημιούργησαν έναν από τους πλουσιότερους και πιο σταθερούς πολιτισμούς της εποχής. Η ανάπτυξη μιας εθνικής ταυτότητας με κοινή θρησκευτική πίστη υπό τους Ρουρικίδες μονάρχες όπως ο Βλαδίμηρος ο Μέγας και ο Γιαροσλάβ Α έθεσαν τα θεμέλια για τις χώρες που εμφανίστηκαν αργότερα στην περιοχή.