Η Τέταρτη Σταυροφορία (1202-1204 μ.Χ.) ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ' (1198-1216 μ.Χ.) με σκοπό την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους. Ωστόσο, με έναν περίεργο συνδυασμό αποτυχιών, οικονομικών περιορισμών και βενετικών εμπορικών φιλοδοξιών, ο στόχος κατέληξε να είναι η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο. Με την λεηλασία της 12ης Απριλίου 1204 μ.Χ., η Κωνσταντινούπολη απογυμνώθηκε από τα πλούτη, τα κειμήλια και τα έργα τέχνης της και οι Βενετοί με τους συμμάχους τους μοιράστηκαν τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Τέταρτη Σταυροφορία απέκτησε έτσι τη διαβόητη φήμη της ως η πιο κυνική και κερδοσκοπική από όλες τις σταυροφορίες.
Καχυποψία ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση
Οι Βυζαντινοί έβλεπαν τους εαυτούς τους ως υπερασπιστές του Χριστιανικού κόσμου, ως φάρο που έλαμπε σε όλη τη Μεσόγειο και την κεντρική Ασία, που φιλοξενούσε την ιερότερη πόλη έξω από την Ιερουσαλήμ και ως βράχο που στάθηκε ενάντια στην παλίρροια του Ισλάμ που σάρωνε από την ανατολή. Ωστόσο, από το δυτικό μισό της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί θεωρούνταν παρηκμασμένοι, διεφθαρμένοι και αναξιόπιστοι. Ακόμη και οι θρησκευτικές τους πρακτικές θεωρούνταν ύποπτες. Αυτός ο ουσιαστικός διαχωρισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης είχε προκαλέσει πολλά προβλήματα σε όλες τις προηγούμενες σταυροφορίες, και επρόκειτο να επανεμφανιστεί σε αυτήν.
Υπήρχαν επίσης πιο συγκεκριμένες πηγές διχασμού: ο ιστορικός ανταγωνισμός μεταξύ παπών και αυτοκρατόρων και η αυξανόμενη φιλοδοξία των δυτικών κρατών να αποσπάσουν από το Βυζάντιο τα υπολείμματα της αυτοκρατορίας του στην Ιταλία. Όλα αυτά τροφοδοτήθηκαν από τις αποτυχίες των σταυροφοριών στη μόνιμη εξασφάλιση των Αγίων Τόπων για τη Χριστιανοσύνη. Η μία πλευρά κατηγορούσε την άλλη για την αποτυχία. Οι Βυζαντινοί θεωρούνταν ότι δεν είχαν τη θέληση να πολεμήσουν τον κοινό μουσουλμανικό εχθρό, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι Σταυροφόροι θεωρούνταν καιροσκόποι που είχαν σκοπό να αρπάξουν τις πιο εκλεκτές περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα ανατολικά. Κατά μία έννοια, και οι δύο πλευρές είχαν δίκιο στην κρίση τους.
Η Βενετία και η Τέταρτη Σταυροφορία
Η Τρίτη Σταυροφορία (1187-1192 μ.Χ.), αν και πέτυχε κάποιες αξιοσημείωτες στρατιωτικές επιτυχίες, είχε αποτύχει εντελώς στον αρχικό της στόχο, να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ από τον μουσουλμάνο σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας, Σαλαντίν (1174-1193 μ.Χ.). Ο περίφημος Σουλτάνος ήταν πλέον νεκρός, αλλά η Ιερή Πόλη παρέμενε στα χέρια των Μουσουλμάνων. Χρειαζόταν ακόμη μια σταυροφορία. Η κήρυξη της Τέταρτης Σταυροφορίας πραγματοποιήθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ' (1198-1216 μ.Χ.) τον Αύγουστο του 1198 μ.Χ. Όπως προηγουμένως, όσοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους και πολέμησαν τους απίστους θα λάμβαναν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά ως πρόσθετο κίνητρο, ο Ιννοκέντιος Γ΄ επέκτεινε τώρα αυτό το «προνόμιο» σε εκείνους που θα προσέφεραν τα απαραίτητα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν έναν πολεμιστή για να πάει εκεί στη θέση των ίδιων.
Οι περιστάσεις για τον Πάπα δεν ήταν οι καλύτερες, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η Ιερή Πόλη ήταν ούτως ή άλλως στα χέρια των Μουσουλμάνων από το 1187 μ.Χ. Στα τελευταία χρόνια του 12ου αιώνα μ.Χ., και οι τέσσερις μονάρχες των ισχυρότερων βασιλείων της Ευρώπης, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας, ήταν απασχολημένοι με εσωτερικές υποθέσεις και, στην περίπτωση της Αγγλίας και της Γαλλίας, σοβαρές μεταξύ τους διαμάχες για εδαφικά ζητήματα. Ακόμη χειρότερα, τον Απρίλιο του 1199 μ.Χ., ο μεγάλος σταυροφόρος βασιλιάς Ριχάρδος Α' της Αγγλίας (1189-1199 μ.Χ.), ο οποίος είχε υποσχεθεί να επιστρέψει στους Αγίους Τόπους και να τελειώσει το ανολοκλήρωτο έργο του κατά τη διάρκεια της Τρίτης Σταυροφορίας, πέθανε κατά την εκστρατεία στη Γαλλία.
Σε αντίθεση με τις προηγούμενες Σταυροφορίες, λοιπόν, αυτή δεν επρόκειτο να είναι «Σταυροφορία των Βασιλέων». Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός ευγενών δεύτερης κατηγορίας ανέλαβαν με ενθουσιασμό να στρατευθούν ή να «πάρουν το σταυρό», όπως έλεγαν, ειδικά από τη βόρεια Γαλλία. Ανάμεσά τους οι κόμητες της Καμπάνιας και του Μπλουά (αν και ο πρώτος πέθανε πριν ξεκινήσει η αποστολή), ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος (ο οποίος αργότερα θα έγραφε την "Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης", σημαντική πηγή της Σταυροφορίας), ο Κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας και ο Σιμών του Μονφόρ. Τον Αύγουστο του 1201 μ.Χ. επιλέχθηκε ο αρχηγός της αποστολής, μετά τον πρόωρο θάνατο του Θεοβάλδου της Καμπανίας. Επιλέχθηκε ένας εξαιρετικά πλούσιος Ιταλός ιππότης με ένα εντυπωσιακό γενεαλογικό δέντρο σταυροφόρων στην οικογένειά του, ο Μαρκήσιος Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Ίσως είναι σημαντικό, δεδομένων των γεγονότων που ακολούθησαν, ότι ο Βονιφάτιος είχε επίσης συγγενικές σχέσεις με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: ένας από τους αδελφούς του παντρεύτηκε την κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Α' (1143-1180 μ.Χ.) και ένας άλλος αδελφός παντρεύτηκε την αδελφή του έκπτωτου Βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Β' Άγγελου (1185-1195 μ.Χ.).
Τον Οκτώβριο του 1202 μ.Χ., ο στρατός ήταν επιτέλους έτοιμος να αποπλεύσει από τη Βενετία για την Αίγυπτο - που θεωρούταν ως το μαλακό υπογάστριο του εχθρού - ή, τουλάχιστον, αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο. Οι Βενετοί, ως άπληστοι έμποροι που ήταν, επέμεναν να πληρωθούν εκ των προτέρων για τα 240 πλοία τους, αλλά οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην εντυπωσιακή τιμή των 85.000 αργυρών μάρκων που ζητούσαν (διπλάσιο από το ετήσιο εισόδημα της Γαλλίας εκείνη την εποχή). Κατά συνέπεια, πραγματοποιήθηκε μια συμφωνία: σε αντάλλαγμα για τη μεταφορά τους οι Σταυροφόροι θα σταματούσαν στη Ζάρα, στις ακτές της Δαλματίας και θα την ξανακατακτούσαν για τους Ιταλούς - η πόλη είχε πρόσφατα αυτομολήσει στους Ούγγρους. Οι Ενετοί θα παρείχαν επίσης 50 πολεμικά πλοία για τη Σταυροφορία με δικά τους έξοδα και θα λάμβαναν το ήμισυ οποιουδήποτε εδάφους κατακτούσαν οι Σταυροφόροι.
Ο Πάπας δεν χάρηκε πολύ όταν άκουσε την είδηση ότι η χριστιανική πόλη Ζάρα είχε λεηλατηθεί στις 24 Νοεμβρίου 1202 μ.Χ., και αφόρισε αμέσως τους Σταυροφόρους και τους Βενετούς. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αφορισμός αργότερα άρθηκε για τους πρώτους, διαφορετικά δεν θα είχαν μεγάλη χρησιμότητα ως Σταυροφόροι. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί από τους ηγέτες των Σταυροφόρων, όπως ο Σιμών του Μονφόρ, αρνήθηκαν να επιτεθούν στη Ζάρα και ένας σημαντικός αριθμός ανδρών εγκατέλειψε τη Σταυροφορία εξ αιτίας αυτής της υπόθεσης.
Στόχος η Κωνσταντινούπολη
Οι ιστορικοί συνεχίζουν να συζητούν τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι Σταυροφόροι στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης αντί της Ιερουσαλήμ, αλλά ένα κρίσιμο στοιχείο στην αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και του Βυζαντίου ήταν η Δημοκρατία της Βενετίας και συγκεκριμένα ένας άνθρωπος, ο Δόγης Ερρίκος Δάνδολος (1192-1205 μ.Χ.). Οι Βενετοί είχαν στόχο την κυριαρχία στο εμπόριο της Ανατολής και ο Δάνδολος θυμόταν καλά την αναξιοπρεπή εκδίωξή του από την Κωνσταντινούπολη, όταν είχε υπηρετήσει εκεί ως πρεσβευτής. Αυτή φαινόταν μια καλή ευκαιρία τοποθετήσει στο θρόνο έναν νέο αυτοκράτορα που να διάκειται ευνοϊκά απέναντι στην Βενετία. Ο Αλέξιος Δ' Άγγελος (1203-1204 μ.Χ.), του οποίου ο πατέρας Ισαάκιος Β' Άγγελος είχε καθαιρεθεί από το θρόνο επτά χρόνια νωρίτερα, αναζητούσε τη δυτική υποστήριξη για αρκετό καιρό. Αυτό θα επέτρεπε στη Βενετία να προχωρήσει αρκετά βήματα μπροστά από τους μακροχρόνιους εμπορικούς αντιπάλους της, την Πίζα και την Γένοβα στην κατάκτηση του μονοπωλίου εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μπορεί, λοιπόν, να ήταν ο στόχος του Δάνδολου και των Σταυροφόρων απλώς να περάσουν από την Κωνσταντινούπολη, να ανεβάσουν έναν νέο αυτοκράτορα στο θρόνο και μετά να συνεχίσουν στην Ιερουσαλήμ με τα πλοία τους ανεφοδιασμένα και τα ταμεία τους γεμάτα. Δεδομένης της πρόσφατης ιστορίας των εξεγέρσεων και των κατακτήσεων στο Βυζάντιο, αυτή ήταν μια μάλλον απλουστευμένη άποψη των πιθανών γεγονότων. Σίγουρα, τα πράγματα αποδείχθηκαν πολύ πιο περίπλοκα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Πέρα από τα υλικά κέρδη για τη Βενετία, ένα άλλο πιθανό κίνητρο για την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη ήταν η δυνατότητα που προσφερόταν στον Πάπα να επιτύχει, μια για πάντα, την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δυτική. Στο μεταξύ, οι σταυροφόροι όχι μόνο θα έπαιρναν εκδίκηση από τους αμφιλεγόμενους Βυζαντινούς για την ανεπαρκή υποστήριξή τους στις προηγούμενες Σταυροφορίες, αλλά και σίγουρα θα αποκτούσαν δόξα και πλούσια λάφυρα. Μπορεί να μην είχαν σχεδιαστεί όλα τόσο κυνικά εκ των προτέρων, όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι ιστορικοί που αρέσκονται σε θεωρίες συνωμοσίας, αλλά τελικά, αυτό ακριβώς συνέβη με την εξαίρεση ότι η Τέταρτη Σταυροφορία τελείωσε με την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας ενώ η επίθεση στην Ιερουσαλήμ αφέθηκε για το μέλλον.
Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης
Ο στρατός των σταυροφόρων έφτασε έξω από την Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουνίου 1203 μ.Χ. Η δύναμη αποτελούνταν από περίπου 4.500 ιππότες και τους ακολούθους τους, έως και 14.000 πεζούς και 20.000-30.000 Βενετούς. Πρώτος στόχος ήταν η βυζαντινή φρουρά στον κοντινό Γαλατά στην απέναντι όχθη του Κεράτιου Κόλπου. Έτσι, θα μπορούσαν να χαμηλώσουν την τεράστια αλυσίδα που έφραζε το λιμάνι του Κεράτιου και ο στόλος των Σταυροφόρων θα μπορούσε να επιτεθεί απευθείας στα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης, εάν χρειαζόταν. Ταυτόχρονα, κατασκευάστηκαν πολιορκητικές μηχανές σε ετοιμότητα να επιτεθούν στις τρομερές οχυρώσεις της πόλης από την πλευρά της ξηράς, τα Θεοδοσιανά Τείχη. Ο τότε αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Άγγελος (1195-1203 μ.Χ.) πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστος από την άφιξη των Σταυροφόρων και έφυγε από την πόλη στις 17 Ιουλίου 1203 μ.Χ.
Η πρώτη κίνηση των Σταυροφόρων ήταν μια προσπάθεια να βάλουν στον θρόνο τον δικό τους υποστηρικτή, τον Αλέξιο Δ' Άγγελο μαζί με τον πατέρα του, τον πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιο Β' Άγγελο. Τότε, όμως, οι δυτικοί συνειδητοποίησαν ότι οι υποσχέσεις του Αλέξιου ήταν όλες ψεύτικες. Και οι δυο τους ήταν βαθιά αντιδημοφιλείς στους Βυζαντινούς, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης προπαγάνδας εναντίον τους από τον διάδοχό τους, τον Αλέξιο Γ', αλλά και της προφανούς απειλητικής παρουσίας του σταυροφορικού στρατού που στρατοπέδευε έξω από την πρωτεύουσα. Κατά συνέπεια, με τον θρόνο πλέον ουσιαστικά άδειο και με την υποστήριξη τόσο του λαού όσο και του στρατού, βρήκε την ευκαιρία να πάρει την εξουσία ένας σφετεριστής, ο Αλέξιος Ε' Δούκας, με το παρατσούκλι «Μούρτζουρφλος» (ονομάστηκε έτσι λόγω των πυκνών φρυδιών του). Ο Δούκας υποσχέθηκε να υπερασπιστεί την πόλη με κάθε κόστος ενάντια στους Σταυροφόρους και κατέλαβε τον θρόνο αφού εκτέλεσε τους προκατόχους του, πατέρα και γιο, τον Ιανουάριο του 1204 μ.Χ. Τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ενισχύθηκαν, πύργοι υψώθηκαν και έγιναν αρκετές επιδρομές κατά των στρατοπέδων των Σταυροφόρων.
Οι Σταυροφόροι, με τις διπλωματικές οδούς εξαντλημένες, τις προμήθειες τους επικίνδυνα χαμηλές και τα πλοία τους να χρειάζονται ζωτικής σημασίας επισκευές και συντήρηση, δεν είχαν πλέον παρά να προσπαθήσουν να καταλάβουν την πόλη. Ξεκίνησαν ολική επίθεση το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 μ.Χ., αλλά οι Βυζαντινοί την απέκρουσαν. Στη συνέχεια, στις 12 Απριλίου, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στα πιο αδύναμα θαλάσσια τείχη του λιμανιού και στόχευσαν συγκεκριμένα δύο πύργους, δένοντας τα πλοία τους και εμβολίζοντας τα επανειλημμένα. Αρχικά, οι αμυνόμενοι κράτησαν, αλλά τελικά, οι επιτιθέμενοι πέρασαν με τη βία τόσο από την πλευρά της θάλασσας όσο και από την πλευρά της ξηράς και έσπασαν τις πύλες της πόλης. Ακολούθησε σφαγή των υπερασπιστών και των περίπου 400.000 κατοίκων της πόλης. Πολίτες βιάστηκαν και σφαγιάστηκαν, κτίρια πυρπολήθηκαν και εκκλησίες βεβηλώθηκαν. Ο Δούκας κατέφυγε στη Θράκη και ακολούθησαν τριήμερες λεηλασίες κατά τις οποίες καταστράφηκαν έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα ενώ θρησκευτικά κειμήλια μεταφέρθηκαν στην δυτική Ευρώπη.
Συνέπειες
Μετά το τέλος της λεηλασίας, με τη συνθήκη Partitio Romaniae, η οποία είχε προαποφασιστεί, διανεμήθηκαν τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στη Βενετία και στους συμμάχους της. Οι Βενετοί κατέλαβαν τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη, την Εύβοια, την Άνδρο, τη Νάξο και μερικά στρατηγικά σημεία κατά μήκος της ακτής της θάλασσας του Μαρμαρά. Έτσι, οι Βενετοί είχαν τον σχεδόν ολοκληρωτικό έλεγχο του εμπορίου της Μεσογείου. Στις 9 Μαΐου 1204 μ.Χ., ο κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας έγινε ο πρώτος Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1204-1205 μ.Χ.) και στέφθηκε στην Αγία Σοφία, παίρνοντας τα πέντε όγδοα της Κωνσταντινούπολης και το ένα τέταρτο της Αυτοκρατορίας που περιλάμβανε τη Θράκη, βορειοδυτική Μικρά Ασία, και αρκετά νησιά του Αιγαίου. Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός πήρε τη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε εκεί ένα νέο βασίλειο, το οποίο περιλάμβανε επίσης την Αθήνα και τη Μακεδονία. Το 1205 μ.Χ., μετά τη σύλληψη του Βαλδουίνου που υπερασπίζονταν την επικράτειά του στη Θράκη εναντίον των Βουλγάρων και τον επακόλουθο θάνατό του σε βουλγαρική φυλακή, ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης και ο Γοδεφρείδος Α' Βιλλεαρδουίνος (ανιψιός του ομώνυμου ιστορικού) ίδρυσαν ένα λατινικό πριγκιπάτο στην Πελοπόννησο, ενώ ο Γάλλος δούκας Όθων ντε Λα Ρος άρπαξε την Αττική και τη Βοιωτία.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επανιδρήθηκε το 1261 μ.Χ. (αν και σκιά του προηγούμενου εαυτού της), όταν δυνάμεις από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το κέντρο των εξόριστων Βυζαντινών (1208-1261 μ.Χ.), ανακατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' (1259-1282 μ.Χ.) μπόρεσε τότε να επανατοποθετήσει τον θρόνο του στο παλάτι των βυζαντινών προκατόχων του.
Η Τέταρτη Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους
Όπως γίνεται αντιληπτό, η συγκλονιστική πτώση της Κωνσταντινούπολης έχει προσελκύσει σχεδόν όλη την προσοχή της Τέταρτης Σταυροφορίας, αλλά υπήρξε μια μικρή ομάδα δυτικών Σταυροφόρων, με επικεφαλής τον Ρενάρ Β' του Νταμπιέρ, που εκπλήρωσε τον αρχικό σκοπό της αποστολής και έφτασε στη Μέση Ανατολή, κάλλιο αργά παρά ποτέ, τον Απρίλιο του 1203 μ.Χ. Οι 300 ιππότες ήταν πολύ λίγοι για να σκεφτούν, έστω, να επιτεθούν στην καλά οχυρωμένη Ιερουσαλήμ ή σε οποιαδήποτε άλλη σημαντική πόλη, αλλά κατάφεραν να βοηθήσουν τα λατινικά κράτη να διαιωνίσουν την επισφαλή ύπαρξή τους στη Μουσουλμανοκρατούμενη Μέση Ανατολή.
Τον Σεπτέμβριο του 1203 μ.Χ., σε συνασπισμό με το μικροσκοπικό πλέον Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν σε μερικούς δευτερεύοντες στόχους στη Μουσουλμανική Γαλιλαία. Μια επιδημία στην Άκρα εξάλειψε τότε το ήμισυ της δύναμης των Σταυροφόρων, αλλά, καθώς ο ηγεμόνας της Δαμασκού Αλ Μαλίκ αλ-Αντίλ φαινόταν πρόθυμος να αποφύγει μια άμεση σύγκρουση, ορισμένα εδάφη παραχωρήθηκαν στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, όπως η Ναζαρέτ, η Γιάφα, η Ράμλα , και μια λωρίδα γης κοντά στη Σιδώνα. Στη συνέχεια, τον Αύγουστο του 1204 μ.Χ., οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν δύο φορές με επιτυχία στις δυνάμεις από τη Χάμα στην κεντρική Συρία. Ωστόσο, όλα ήταν μάλλον ασήμαντα, δεδομένων των αρχικών υψηλών φιλοδοξιών του Πάπα Ιννοκεντίου Γ'. Με την Πέμπτη Σταυροφορία (1217-1221 μ.Χ.) να επικεντρώνεται στη Βόρεια Αφρική και την Αίγυπτο, οι χριστιανικές φιλοδοξίες στη Μέση Ανατολή έπρεπε να περιμένουν μέχρι την Έκτη Σταυροφορία (1228-1229 μ.Χ.) για να αναβιώσουν.