Ο Νικηφόρος Β' Φωκάς ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 963 έως το 969 μ.Χ. Γνωστός ως "ο Λευκός Θάνατος των Σαρακηνών", ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ένας τρομερός στρατιωτικός διοικητής που κατέκτησε την Κρήτη, την Κιλικία και μεγάλο μέρος της Συρίας. Ενώ είναι γνωστός ως ικανότατος στρατιωτικός, δεν ήταν εξίσου ικανός πολιτικός και η βασιλεία του τελείωσε με τη δολοφονία του.
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Ο Νικηφόρος καταγόταν από σπουδαία στρατιωτική οικογένεια, τους Φωκάδες. Ο παππούς, ο πατέρας και ο θείος του ήταν όλοι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί και ο Νικηφόρος ανατράφηκε ώστε να γίνει και αυτός στρατιώτης και στρατηγός. Ο Νικηφόρος τοποθετήθηκε στο αξίωμα του στρατηγού (γενικού κυβερνήτη) του θέματος των Ανατολικών, μιας μεγάλης βυζαντινής επαρχίας, από τον Κωνσταντίνο Ζ'. Στη συνέχεια ο Νικηφόρος ανέλαβε τον έλεγχο των βυζαντινών στρατευμάτων από τον πατέρα του Βάρδα το 955 μ.Χ.
Μόλις ο Νικηφόρος ανέλαβε τη διοίκηση, ξανάρχισε τον πόλεμο που είχε αρχίσει ο πατέρας του με τον Σαΐφ Αλ Ντάουλα (945-967 μ.Χ.), τον μουσουλμάνο ηγεμόνα μεγάλου μέρους της Συρίας και τον πιο σοβαρό εχθρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή. Το Χαλιφάτο των Αββασιδών περιοριζόταν στην ίδια τη Βαγδάτη και μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ισχυρούς τοπικούς άρχοντες. Η δυναστεία των Χαμδανιδών του Σαΐφ Αλ Ντάουλα κυβερνούσε μεγάλες περιοχές της Συρίας και του Ιράκ και ηγήθηκε πολλών εκστρατειών κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά τη δεκαετία του 950 μ.Χ. Ο πατέρας του Νικηφόρου, Βάρδας, είχε πολεμήσει εναντίον του Σαΐφ πολλές φορές χωρίς να καταφέρει να συντρίψει ολοκληρωτικά τις δυνάμεις του. Η στρατηγική του Νικηφόρου περιλάμβανε πολύπλευρη επίθεση και επιδρομές στα εδάφη του Σαΐφ, καθώς και σε αυτά των συμμάχων του στην Κιλικία. Το σχέδιο περιλάμβανε δύο χερσαίες επιθέσεις υπό τον ανιψιό του Νικηφόρου, Ιωάννη Τζιμισκή, και τον αδελφό του, Λέοντα Φωκά, καθώς και μία με τον ναυτικό διοικητή Βασίλειο Εξαμιλίτη. Ο Σαΐφ υπέστη μια σειρά από ήττες που υπονόμευσαν την εξουσία του και ο βυζαντινός στρατός κατέλαβε τις μεγάλες πόλεις Άδατα (Χαντάθ) και Σαμόσατα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Κιλικία και η Συρία ήταν ανοιχτές στη βυζαντινή επίθεση, ο Κωνσταντίνος Ζ' (913-959 μ.Χ.) και ο διάδοχός του, Ρωμανός Β' (959-963 μ.Χ.), ανέθεσαν στον Νικηφόρο τη διοίκηση της προσπάθειας για την ανακατάληψη της Κρήτης το 960 μ.Χ. Η Κρήτη αποτελούσε ένα μεγάλο αγκάθι στα πλευρά του Βυζαντίου. Η κατάκτησή της από Άραβες της Ισπανίας κατά τη δεκαετία του 820 μ.Χ. είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για καταστροφικές επιδρομές σε όλο το Αιγαίο και οι Βυζαντινοί είχαν αποτύχει σε πέντε προηγούμενες προσπάθειες να ανακαταλάβουν το νησί. Ο Νικηφόρος πολιόρκησε την πρωτεύουσα της Κρήτης, τον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και η αριθμητική υπεροχή καθώς και οι τακτικές τρομοκρατίας (ο Νικηφόρος εκτόξευε τα κομμένα κεφάλια των σκοτωμένων Αράβων στην πόλη) επέτρεψαν στον Νικηφόρο να κατακτήσει την Κρήτη το 961 μ.Χ. αφού κατέλαβε τον Χάνδακα. Ο ηττημένος εμίρης της Κρήτης Αμπντούλ Αζίζ και ο γιος του αιχμαλωτίστηκαν και ο Νικηφόρος τέλεσε έναν ρωμαϊκό θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια ο Νικηφόρος στράφηκε προς τα ανατολικά και επιτέθηκε στην Κιλικία και στη Συρία. Λεηλάτησε την Ανάζαρβο και στη συνέχεια την Ιεράπολη (σημερινό Μανμπίτζ) το 962 μ.Χ. Στο τέλος της χρονιάς, λεηλάτησε το Χαλέπι, την πρωτεύουσα του Σαΐφ Αλ Ντάουλα. Ο Σαΐφ αντιμετώπισε εσωτερική εξέγερση για τα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ στο Νικηφόρο έφτασε η είδηση για το θάνατο του Ρωμανού Β'. Όταν ο Νικηφόρος πραγματοποίησε τον θρίαμβό του στην Κωνσταντινούπολη για τη νίκη του στο Χαλέπι, ο Ιωσήφ Βρίγγας, ο αντιβασιλέας του Ρωμανού, ανάγκασε τον Νικηφόρο να ορκιστεί πίστη στους δύο μικρούς γιους του Ρωμανού, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο, τους γόνους της Μακεδονικής Δυναστείας.
Η Άνοδος στην εξουσία
Ο Νικηφόρος επέστρεψε στην Καππαδοκία για να ηγηθεί, για άλλη μια φορά, του στρατού εναντίον της Συρίας , αλλά τα στρατεύματά του τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα. Οι δυνάμεις του βάδισαν προς την Κωνσταντινούπολη, όπου ο Βρίγγας γινόταν όλο και πιο αντιδημοφιλής. Πλήθη Κωνσταντινουπολιτών συγκεντρώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν και να εκφράσουν την υποστήριξή τους στον Νικηφόρο και, σε απάντηση, ο Βρίγγας διέταξε τους αρτοποιούς της πόλης να σταματήσουν να ψήνουν ψωμί. Αυτό ενίσχυσε την αντιδημοφιλία του Βρίγγα και οδήγησε σε ταραχές, οι οποίες ενισχύθηκαν όταν ο Βασίλειος Λεκαπηνός, ανώτατος αξιωματούχος του Κωνσταντίνου Ζ', πλήρωσε 3.000 άνδρες για να συμμετάσχουν στους διαδηλωτές. Ο Βρίγγας τράπηκε σε φυγή και ο Νικηφόρος μπήκε στην πόλη υπό τις επευφημίες του λαού. Στη συνέχεια, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έστεψε τον Νικηφόρο συναυτοκράτορα με τον νεαρό μελλοντικό Βασίλειο Β' (976-1025 μ.Χ.) και τον Κωνσταντίνο Η' (1025-1028 μ.Χ.).
Ωστόσο, η σιωπηρή συμφωνία ήταν ότι ο Νικηφόρος θα προστάτευε τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο και θα κυβερνούσε στη θέση τους, δεν θα ίδρυε μια νέα δυναστεία. Ο Νικηφόρος έδωσε στον ηλικιωμένο πατέρα του, Βάρδα, τον τίτλο του Καίσαρα, περισσότερο ως τιμητικό τίτλο παρά με την προηγούμενη σημασία του ως διαδόχου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Διόρισε επίσης τον ανιψιό του, Ιωάννη Τζιμισκή, Δομέστικο των Σχολών της Ανατολής (διοικητή της Ανατολής) και διόρισε τον αδελφό του, Λέοντα, Λογοθέτη (διαχειριστή των οικονομικών του κράτους). Στο μεταξύ, ο Βρίγγας εξορίστηκε στην Παφλαγονία, ενώ ο Βασίλειος Λεκαπηνός ανταμείφθηκε για την υποστήριξή του και διορίστηκε παρακοιμώμενος, διαχειριστής του παλατιού, θέση που κατείχε επί Κωνσταντίνου Ζ'.
Αργότερα το 963 μ.Χ., ο Νικηφόρος παντρεύτηκε τη Θεοφανώ, τη χήρα του Ρωμανού Β', για να νομιμοποιήσει περαιτέρω τη βασιλεία του αλλά και για να προστατεύσει καλύτερα τους νεαρούς πρίγκιπες, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο. Ωστόσο, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτος διαμαρτυρήθηκε, επισημαίνοντας ότι ο Νικηφόρος ήταν νονός του Βασιλείου ή του Κωνσταντίνου, κάτι που για την εκκλησία σημαίνει συγγένεια αντίστοιχη με του βιολογικού πατέρα. Ο γάμος τελικά επικυρώθηκε, προκάλεσε όμως την αντιπαράθεση του Νικηφόρου με τον Πολύευκτο.
Προσωπικότητα
Ο Νικηφόρος ήταν ένας πολύ ευσεβής άνθρωπος και έφερε στην Κωνσταντινούπολη χριστιανικά κειμήλια από τις κατακτήσεις του. Ωστόσο, ο Νικηφόρος πίστευε σε μια άκρως ασκητική μορφή του Χριστιανισμού και επέκρινε την Εκκλησία για τον πλούτο της. Σύμφωνα με μια πηγή μάλιστα, ο Νικηφόρος ζήτησε να ανακηρυχθούν μάρτυρες οι στρατιώτες που σκοτώθηκαν στις μάχες με τους Μουσουλμάνους (Σκυλίτζης 274-75). Ο Νικηφόρος ζούσε ασκητικά,ήταν χορτοφάγος, φορούσε ένα μάλλινο ρούχο κάτω από την πανοπλία και τα ιμάτιά του και κοιμόταν πάνω σε ένα δέρμα αρκούδας που του είχε δώσει ο θείος του, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος.
Αντίθετα, η Θεοφανώ ήταν γνωστή για την ομορφιά της και ενδιαφερόταν για την καλοπέραση στη ζωή της. Δεν ταίριαζαν ιδανικά και δεν είναι ξεκάθαρο αν επρόκειτο για πραγματικό ή συμβατικό γάμο. Ο Νικηφόρος είχε μόνο έναν γιο από προηγούμενο γάμο, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο σε κυνηγετικό ατύχημα.
Ο Νικηφόρος ήταν μελαχρινός και σωματώδης, με πυκνά μαλλιά. Ίσως μια από τις πιο διάσημες εικόνες οποιουδήποτε Βυζαντινού αυτοκράτορα μας παραδίδει ο Γερμανός πρέσβης Λιουτπράνδος της Κρεμόνας. Ο Λιουτπράνδος περιγράφει τον Νικηφόρο ως εξής:
[Ο Νικηφόρος ήταν] ένας τερατώδης άντρας, κοντός, με χοντρό κεφάλι, σαν αρουραίος με τα μικρά του μάτια, παραμορφωμένος από μια κοντή γενειάδα που ήταν φαρδιά και πυκνή και γκριζαρισμένη, με έναν αδύναμο σαν δάχτυλο λαιμό, με άφθονα και χοντρά μαλλιά, μαύρος σαν έναν Αιθίοπα που δεν θα ήθελες να συναντήσεις μέσα στη νύχτα. (Λιουτπράνδος 240)
Εκστρατείες
Μετά την εξασφάλιση του θρόνου, ο Νικηφόρος δεν άργησε να ξαναρχίσει τους πολέμους του κατά των Μουσουλμάνων. Το 964 μ.Χ., ο Νικηφόρος έστειλε ένα στόλο για να ανακτήσει τη Σικελία από τους Φατιμίδες. Ωστόσο, οι βυζαντινές δυνάμεις έπεσαν σε ενέδρα και ηττήθηκαν οριστικά το 965 μ.Χ., με τους Φατιμίδες να καταλαμβάνουν τα τελευταία βυζαντινά οχυρά στο νησί. Το 967 μ.Χ., ο Νικηφόρος έκλεισε ειρήνη με τους Φατιμίδες και εγκατέλειψε τη Σικελία στους Μουσουλμάνους.
Στο μεταξύ οι δυνάμεις του Εμίρη της Ταρσού, στην Κιλικία, έκαναν επιδρομές σε βυζαντινά εδάφη, όσον καιρό ο Νικηφόρος διεκδικούσε τον θρόνο στην Κωνσταντινούπολη και εξασφάλιζε την κυριαρχία του. Ο Νικηφόρος επέστρεψε ζητώντας εκδίκηση. Ο Ιωάννης Τζιμισκής έκαψε τα περίχωρα των μεγάλων πόλεων της Κιλικίας το 964 μ.Χ. και λίγους μήνες αργότερα έφτασε αυτοπροσώπως ο Νικηφόρος, μαζί με τη Θεοφανώ, τον Βασίλειο και τον Κωνσταντίνο. Ο Νικηφόρος κατέλαβε την Αναζαρβό και τα Άδανα το 964 μ.Χ.
Η Κύπρος ήταν μοιρασμένη μεταξύ βυζαντινής και αραβικής κυριαρχίας για πάνω από δύο αιώνες, με τα έσοδα από το νησί να μοιράζονται εξίσου μεταξύ των δύο δυνάμεων. Ο Νικηφόρος αποκατέστησε τον πλήρη βυζαντινό έλεγχο όταν ένας στόλος υπό τον Νικηφόρο Χαλκούτζη έδιωξε τους Άραβες το 965 μ.Χ. Μετά την κατάκτηση της Κύπρου, ο Νικηφόρος κατέλαβε την Κιλικία και τέλεσε έναν ακόμη θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Με την ανακατάκτηση της Κρήτης, της Κύπρου και της Κιλικίας, το βυζαντινό ναυτικό κυριάρχησε ξανά σε μεγάλο μέρος της Μεσογείου.
Το 966 μ.Χ., ο Νικηφόρος βάδισε με τον στρατό του ανατολικά στη Συρία, αλλά δεν αποκόμισε ουσιαστικά οφέλη. Ωστόσο, όταν πέθανε ο Σαΐφ Αλ Ντάουλα το 967 μ.Χ., η Συρία κατακερματίστηκε, αφού ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Τα βυζαντινά σύνορα προωθήθηκαν πιο ανατολικά το 967 ή το 968 μ.Χ., όταν οι Αρμένιοι πρίγκιπες του Ταρών παραχώρησαν το μικρό Αρμενικό κράτος στον Νικηφόρο με αντάλλαγμα εδάφη και τίτλους εντός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Νικηφόρος επέστρεψε στη Συρία το 968 μ.Χ., βαδίζοντας νότια μέχρι την Τρίπολη του σημερινού Λιβάνου και κατέλαβε το σημαντικό λιμάνι της Λαοδίκειας. Στη συνέχεια έχτισε ένα φρούριο για να αποκλείσει την Αντιόχεια, μια από τις μεγαλύτερες πόλεις που ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία πριν πέσει στα χέρια των Αράβων, και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν την Αντιόχεια το 969 μ.Χ.
Εσωτερική πολιτική
Η συνεχείς επιτυχίες του Νικηφόρου εναντίον των Αράβων (Σαρακηνών) του έδωσαν το προσωνύμιο «Λευκός Θάνατος των Σαρακηνών». Όμως, ενώ ο Νικηφόρος ήταν ήρωας στο στρατιωτικό τομέα, ως αυτοκράτορας αποξένωσε αρκετά ισχυρά τμήματα της βυζαντινής κοινωνίας, υπονομεύοντας την εξουσία του και την υστεροφημία του. Προώθησε τα συμφέροντα των στρατιωτών, φρόντισε ώστε τα οικονομικά του κράτους να επικεντρωθούν στη χρηματοδότηση του στρατού και αντιμετώπιζε με σκληρότητα την κριτική. Ο Νικηφόρος αύξησε τους φόρους για να χρηματοδοτήσει τους πολέμους του, αν και οι φόροι πιθανότατα επιβάρυναν περισσότερο τη δική του τάξη, τη στρατιωτική ελίτ της Ανατολίας. Εισήγαγε το τεταρτηρόν, ένα προσωρινά υποτιμημένο χρυσό νόμισμα, για να αυξήσει τα ταμειακά αποθέματα του κράτους.
Το 964 μ.Χ., ο Νικηφόρος απαγόρευσε τα κληροδοτήματα σε νέα μοναστήρια και τις δωρεές σε υπάρχοντα. Αυτό το έκανε γιατί τα εκκλησιαστικά κτήματα δεν φορολογούνταν και ο Νικηφόρος ήθελε να αυξήσει τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Ωστόσο, αυτή η ενέργεια ανέδειξε την αυξανόμενη αποσύνδεση μεταξύ λαού και ηγεμόνα. Μέχρι το 967 μ.Χ., η λαϊκή δυσαρέσκεια στην Κωνσταντινούπολη είχε αυξηθεί επικίνδυνα. Το Πάσχα ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Αρμενίων και Κωνσταντινουπολιτών στρατιωτών και σκοτώθηκαν αρκετοί πολίτες. Κάποιοι πολίτες άρχισαν να πετροβολούν τον Νικηφόρο.
Εξωτερική και θρησκευτική πολιτική
Στο μεταξύ, ο Νικηφόρος προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τις εξωτερικές σχέσεις του Βυζαντίου. Η Βουλγαρία είχε ακολουθήσει την Ορθοδοξία εδώ έναν αιώνα και ο Τσάρος Πέτρος (927-969 μ.Χ.) ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Ρωμανού Α' (920-944 μ.Χ.) συνάπτωντας έτσι οικογενειακό δεσμό με τη βυζαντινή βασιλική οικογένεια. Αλλά υπήρξε κάποια διαφορά μεταξύ του Νικηφόρου και του Πέτρου, και ο Νικηφόρος πλήρωσε τον ηγέτη των Ρώσων, Σβιατοσλάβ (945-972 μ.Χ.), για να πραγματοποιήσει επιδρομή στη Βουλγαρία. Ο Σβιατοσλάβ εισέβαλε στη Βουλγαρία το 968 μ.Χ. και ο Πέτρος πέθανε τον επόμενο χρόνο, αφήνοντας τον αδύναμο Τσάρο Βόρι Β' (969-971 μ.Χ.), ένα βουλγαρικό κράτος που κατέρρεε και την άγρια ορδή των Ρώσων στο κατώφλι του Βυζαντίου.
Ο Νικηφόρος είχε επίσης μια αμφιλεγόμενη σχέση με τον Γερμανό αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνα Α' (Βασιλιάς της Γερμανίας 936-973 μ.Χ., Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκράτορας 962-973 μ.Χ.). Ο Όθωνας εισέβαλε στη βυζαντινή νότια Ιταλία το 968 μ.Χ., επιθυμώντας να πάρει υπό την κυριαρχία του ολόκληρη τη χερσόνησο. Ο Όθωνας συμμάχησε επίσης με τους Λομβαρδούς ηγεμόνες της Νότιας Ιταλίας, παραδοσιακούς εχθρούς των Βυζαντινών. Οι συναντήσεις μεταξύ του Νικηφόρου και του πρεσβευτή του Όθωνα, Λιουτπράνδου της Κρεμόνας, στην Κωνσταντινούπολη, που φαινόταν να περιφρονούν ο ένας τον άλλον, καταδεικνύουν τις κακές σχέσεις μεταξύ της Αγίας Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τα στρατεύματα του Όθωνα συνέχισαν να κάνουν επιδρομές στη βυζαντινή νότια Ιταλία, χωρίς όμως να επιτύχουν καμία ουσιαστική αλλαγή.
Ο Νικηφόρος επίσης συνδιαλέχθηκε με την Ιακωβιτική Συριακή Εκκλησία, μια μονοφυσιτική εκκλησία που διαφωνούσε με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την Ορθοδοξία. Αρχικά υποσχέθηκε ότι θα τους επέτρεπε να ασκούν τη θρησκεία τους ανεμπόδιστα, εφόσον ο αρχηγός τους, Γιοχανάν Ζ΄, εγκαθίστατο στην Καππαδοκία. Το 969 μ.Χ., ωστόσο, ο Νικηφόρος έφερε τον Γιοχανάν στην Κωνσταντινούπολη, τον υποχρέωσε να συζητήσει δογματικά ζητήματα και εξόρισε αυτόν και άλλους ηγέτες της Συριακής Εκκλησίας, όταν αρνήθηκαν να δεχτούν την Ορθοδοξία.
Το τέλος και η υστεροφημία του
Στις 10-11 Δεκεμβρίου 969 μ.Χ., ο Ιωάννης Τζιμισκής, τον οποίο ο Νικηφόρος είχε θέσει σε κατ' οίκον περιορισμό λίγο μετά το 965 μ.Χ., εισήλθε στο παλάτι με τη βοήθεια των συνεργατών του, πιθανώς και με την υποστήριξη της αυτοκράτειρας Θεοφανώς. Ο Ιωάννης Τζιμισκής και οι συνωμότες του εισέβαλαν στο υπνοδωμάτιο του Νικηφόρου και τον δολοφόνησαν.
Λόγω της βαθιάς αντιδημοφιλίας του Νικηφόρου τον θρήνησαν μόνο οι στρατιωτικοί. Ένας από τους στρατιώτες του Νικηφόρου επαίνεσε τον αποθανόντα αυτοκράτορα ως «στρατηγό της ανίκητης Ρώμης, βασιλιά από τη φύση του, έναν πραγματικό νικητή» (Γεωμέτρης, 283). Πράγματι, ο Νικηφόρος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και παρόλο που δεν έδειξε πολιτική οξυδέρκεια, η μεγάλη του στρατιωτική ικανότητα έφερε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε υψηλότερα επίπεδα ισχύος.