Ο Ιωάννης Α' Τζιμισκής ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 969 έως το 976 μ.Χ. Αν και πήρε το θρόνο δολοφονώντας τον προκάτοχό του Νικηφόρο Β' Φωκά, ο Ιωάννης ήταν δημοφιλής αυτοκράτορας. Επιδέξιος στρατηγός και ικανός πολιτικός, έμεινε γνωστός για την επέκταση των συνόρων του Βυζαντίου μέχρι τον ποταμό Δούναβη στα δυτικά και μέχρι το εσωτερικό της Συρίας στα ανατολικά.
Άνοδος στην εξουσία
Ο Ιωάννης συνδέονταν συγγενικά με την γαιοκτητική στρατιωτική αριστοκρατία της Βυζαντινής Ανατολίας, των ισχυρών οικογενειών Φωκά και Κουρκούα. Η σύζυγός του, που πέθανε πριν το 969 μ.Χ., καταγόταν από την οικογένεια των Σκληρών. Όταν ο θείος του, Νικηφόρος Φωκάς, ανέλαβε τη διοίκηση των βυζαντινών στρατευμάτων το 955 μ.Χ., διόρισε τον Ιωάννη σε ανώτερη θέση. Ο Ιωάννης περιγράφονταν ως ένας κοντός αλλά όμορφος στρατηγός. Οδήγησε πολλές φορές στρατεύματα ενάντια στις δυνάμεις του Σαΐφ Αλ Ντάουλα (945-967 μ.Χ.), του ισχυρού εμίρη του Χαλεπίου, υπό τη γενική διοίκηση του Νικηφόρου. Ήταν γνωστός για την επιθετικότητά του και, όπως και ο ίδιος ο Νικηφόρος, ήταν ένας πολύ επιτυχημένος στρατηγός.
Ο Ιωάννης ήταν μεταξύ των στρατευμάτων που ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Β' Φωκά (963-969 μ.Χ.) το 963 μ.Χ. Ο Νικηφόρος διόρισε τον Ιωάννη δομέστικο, διοικητή, της Ανατολής. Ο Ιωάννης ήταν ένας από τους κύριους στρατηγούς υπό τον Νικηφόρο στην Κιλικία και τη Συρία αλλά, μετά το 965 μ.Χ., ο Νικηφόρος δεν τον εμπιστευόταν, του αφαίρεσε τους τίτλους και τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό.
Τη νύχτα της 10ης προς 11η Δεκεμβρίου 969 μ.Χ., ο Ιωάννης εισέβαλε στο αυτοκρατορικό παλάτι με εσωτερική βοήθεια και, μαζί μ ους συνωμότες του, δολοφόνησε τον Νικηφόρο. Ο Ιωάννης κάλεσε αμέσως τον Βασίλειο Λεκαπηνό, τον παρακοιμωμένο του παλατιού, για να τον βοηθήσει να εξασφαλίσει τη θέση του ως νέος αυτοκράτορας. Μέχρι το πρωί, ο Ιωάννης είχε στεφθεί συναυτοκράτορας των νεαρών διαδόχων της Μακεδονικής Δυναστείας, του μελλοντικού Βασίλειου Β' (976-1025 μ.Χ.) και του Κωνσταντίνου Η' (1025-1028 μ.Χ.). Ο Ιωάννης απέτρεψε οποιαδήποτε αντίδραση μετά το πραξικόπημα και άλλα μέλη της οικογένειας Φωκά συνελήφθησαν και εξορίστηκαν. Το γεγονός ότι ο Νικηφόρος ήταν ήδη νεκρός και ότι ήταν τόσο αντιδημοφιλής επέτρεψε στον Ιωάννη να γίνει δεκτός ως αυτοκράτορας χωρίς να υπάρξει δημόσια κατακραυγή.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτος συμφώνησε να στέψει τον Ιωάννη αυτοκράτορα με αντάλλαγμα να ακυρωθούν τα διατάγματα του Νικηφόρου για την Εκκλησία και να κατηγορηθεί η αυτοκράτειρα Θεοφανώ, μητέρα του Βασιλείου και του Κωνσταντίνου και χήρα του Ρωμανού Β' (959-963 μ.Χ.) και του Νικηφόρου, για υποκίνηση της δολοφονίας του Νικηφόρου. Υποστηρίχτηκε μάλιστα ότι η Θεοφανώ είχε σχέση με τον Ιωάννη πριν από τη δολοφονία του Νικηφόρου. Στη συνέχεια η Θεοφανώ εξορίστηκε από τον Βασίλειο, τον παρακοιμωμένο. Αφού στέφθηκε ο Ιωάννης, παντρεύτηκε μια από τις αδερφές του Ρωμανού Β' (959-963 μ.Χ.), τη Θεοδώρα, και συνδέθηκε έτσι με τη Μακεδονική Δυναστεία.
Επανάσταση και Ευρωπαϊκοί Πόλεμοι
Ο Ιωάννης προήγαγε τον Βάρδα Σκληρό, αδερφό της πρώτης του συζύγου, που τότε είχε πεθάνει, σε υψηλόβαθμο στρατιωτικό αξίωμα, γεγονός που πυροδότησε έναν ανταγωνισμό μεταξύ των οικογενειών Φωκά και Σκληρού. Στο μεταξύ, ο Ιωάννης αντέστρεψε τις αντιδημοφιλείς πολιτικές του Νικηφόρου. Ο Τζιμισκής μείωσε τους φόρους και τερμάτισε τον διωγμό της Ιακωβιτικής Συριακής Εκκλησίας. Ο Τζιμισκής υπέγραψε διαταγές παραχώρησης στο Άγιον Όρος, την Ορθόδοξη μοναστική κοινότητα στη σημερινή βόρεια Ελλάδα. Παρακολουθούσε προσωπικά τη διανομή των σιτηρών κατά τη διάρκεια ενός λιμού. Έκανε δωρεές σε θρησκευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και έκανε πολιτικούς συμβιβασμούς.
Ο Ιωάννης τελείωσε επίσης τον πόλεμο με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη νότια Ιταλία. Η ειρήνη στην Ιταλία επέτρεψε στον Ιωάννη να εστιάσει την προσοχή του στο πιο επικίνδυνο πρόβλημα που απέμεινε από τη βασιλεία του Νικηφόρου, τους Ρως. Ως μέρος της ειρήνης με τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνα Α' (Βασιλιάς της Γερμανίας 936-973 μ.Χ., Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας 962-973 μ.Χ.), ο Ιωάννης έστειλε μία συγγενή του, την Θεοφανώ, να παντρευτεί τον μελλοντικό Όθωνα Β' (973-983 μ.Χ.). Η Θεοφανώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετάδοση του βυζαντινού πολιτισμού στη Δυτική Ευρώπη, καθώς και στην ανάπτυξη του εμπορίου ελεφαντόδοντου και μεταξιού από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Ακόμη και με την ολοκλήρωση της ιταλικής υπόθεσης, ο Iωάννης εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει απειλές σε δύο μέτωπα, καθώς οι Ρως απειλούσαν τη Βουλγαρία στο βορρά και οι Φατιμίδες επεκτείνονταν στη Συρία μετά την πτώση της δυναστείας των Χαμδανιδών του μουσουλμάνου ηγέτη Σαΐφ Αλ Ντάουλα. Ταυτόχρονα, μια ομάδα αξιωματικών, μεταξύ των οποίων οι εξόριστοι συγγενείς του δολοφονηθέντος Νικηφόρου Β', Λέων και Νικηφόρος Φωκάς, προσπάθησαν να ανεβάσουν στο θρόνο με πραξικόπημα έναν άλλο συγγενή τους, τον Βάρδα Φωκά. Η εξέγερση κατέρρευσε και καταπνίγηκε γρήγορα.
Προς το τέλος της βασιλείας του, ο Νικηφόρος Β' είχε καλέσει τους Ρως στη Βουλγαρία, καθώς οι σχέσεις με τους Βούλγαρους είχαν επιδεινωθεί. Οι Ρως στρατιώτες είχαν ουσιαστικά κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας μέχρι το 971 μ.Χ., έχοντας τον ισχυρό στρατό τους μόλις λίγες μέρες μακριά από την Κωνσταντινούπολη και αποτελώντας σοβαρή απειλή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης συγκέντρωσε τον στρατό και βάδισε βόρεια προς την πρώην βουλγαρική πρωτεύουσα Πρεσλάβα, την οποία είχαν καταλάβει οι Ρώς. Κατέλαβε την πόλη και τη μετονόμασε σε Ιωαννούπολη. Ενώ ο Ιωάννης έκανε εκστρατεία στη Βουλγαρία, ο Λέων και ο Νικηφόρος Φωκάς προσπάθησαν να κάνουν πραξικόπημα ξανά, αλλά απέτυχαν για δεύτερη φορά και τιμωρήθηκαν με τύφλωση.
Η σύγκρουση Βυζαντινών-Ρως έφτασε στο αποκορύφωμα κατά την Πολιορκία του Δορύστολου το 971 μ.Χ., όπου οι δυνάμεις του Ιωάννη συνέτριψαν τους Ρως μετά από μακρά πολιορκία. Ο Σβιατοσλάβ (945-972 μ.Χ.), ο ηγέτης των Ρως, αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και σκοτώθηκε από επιδρομείς Πετσενέγους κατά την επιστροφή του στο Κίεβο. Ο Ιωάννης πραγματοποίησε θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη και καθαίρεσε από τον θρόνο του τον Βούλγαρο Τσάρο Μπόρις Β' (969-971 μ.Χ.). Η Βουλγαρία επαναπροσαρτήθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα σύνορα του Βυζαντίου επεκτάθηκαν στον Δούναβη για πρώτη φορά από το 602 μ.Χ., και ο Ιωάννης έχτισε μια σειρά από συνοριακά οχυρά για να αποτρέψει μια νέα εισβολή των Ρως. Επιπλέον, η πρώην αυτοκέφαλη βουλγαρική εκκλησία υπήχθη στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Εκστρατείες στην Ανατολή
Με το πρόβλημα των Ρως να έχει επιλυθεί θριαμβευτικά, ο Ιωάννης έστρεψε την προσοχή του στην Ανατολή. Αν και ο θάνατος του Νικηφόρου Β', του λεγόμενου «Λευκού Θανάτου των Σαρακηνών», είχε αφήσει ευάλωτες τις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου, η Μέση Ανατολή ήταν και αυτή σε αναταραχή. Ο θάνατος του Σαΐφ Αλ Νταούλα, του εμίρη του Χαλεπίου, άφησε ένα κενό εξουσίας. Ένας από τους διοικητές του Ιωάννη κατέλαβε την ίδια την πόλη του Χαλεπίου στις αρχές του 970 μ.Χ., αλλά με τη Συνθήκη του Σαφάρ, οι Βυζαντινοί συμφώνησαν να επιστρέψουν το Χαλέπι στους Μουσουλμάνους, ως εξαρτημένο κράτος. Το Χαλέπι έχασε μια μεγάλη έκταση γης από τους Βυζαντινούς και αναγκάστηκε να πληρώνει ετήσιο φόρο.
Ενώ οι δυνάμεις του Ιωάννη θριάμβευαν ενάντια στα υπολείμματα της δυναστείας των Χαμδανιδών, οι ισχυροί Φατιμίδες αποφάσισαν μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου να εισβάλουν στη Συρία. Οι Φατιμίδες πολιόρκησαν την Αντιόχεια για πέντε μήνες πριν απωθηθούν. Μια εισβολή στην Αίγυπτο από την Αραβία ανάγκασε τους Φατιμίδες να γυρίσουν πίσω, και παρότι αντιτάχθηκαν στους Βυζαντινούς στη Συρία τα επόμενα χρόνια, δεν αποτέλεσαν ποτέ ξανά σοβαρή απειλή.
Καθ' όλη τη διάρκεια της βασιλείας του ο Ιωάννης οδήγησε επανειλημμένα ισχυρά στρατεύματα στη Συρία. Σε μια από τις εκστρατείες του, ο Ιωάννης υποτίθεται ότι ζήτησε από τον βασιλιά Ασότ Γ' της Αρμενίας (952-977 μ.Χ.) να του παραχωρήσει 10.000 Αρμένιους στρατιώτες προκειμένου να αυξήσει τις στρατιωτικές του δυνάμεις. Το 972 μ.Χ., ο Ιωάννης εισέβαλε στη βόρεια Μεσοποταμία, κατακτώντας την πόλη Νισίβη και αναγκάζοντας τον Εμίρη της Μοσούλης να πληρώσει φόρο υποτέλειας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν προβλήματα τον επόμενο χρόνο όταν μια βυζαντινή δύναμη υπό τον διοικητή Μελία ηττήθηκε στην Άμιδα. Ο Ιωάννης επέστρεψε δυναμικά το 975 μ.Χ., κάνοντας μια μεγάλη περιοδεία στη Συρία. Λεηλάτησε την πόλη Μπααλμπέκ, επέβαλε φόρο υποτέλειας στη Δαμασκό, κατέκτησε τη Βύβλο, δέχθηκε την υποταγή της Βηρυτού και της Σιδώνας και ενσωμάτωσε τη Λαοδίκεια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και όλα αυτά ενώ κατέστρεφε τη συριακή ύπαιθρο. Ο Ιωάννης είχε φτάσει σε κοντινή απόσταση ακόμα και από την Ιερουσαλήμ, αλλά μια τέτοια κίνηση θα επέκτεινε υπερβολικά τις βυζαντινές γραμμές. Ο Ιωάννης επέστρεψε με μια σειρά από υποτελή κράτη κατά μήκος των βυζαντινών συνόρων και με πολλούς θησαυρούς.
Θάνατος και υστεροφημία
Κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης αρρώστησε και πέθανε στις 10-11 Ιανουαρίου 976 μ.Χ. Έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι ο Βασίλειος Λεκαπηνός δηλητηρίασε τον Ιωάννη, αλλά αυτό πολύ πιθανό ήταν μια συκοφαντία εναντίον του Βασιλείου.
Ο Ιωάννης ανήλθε στο βυζαντινό θρόνο με τη δολοφονία του προκατόχου του, αλλά ήταν ικανός αυτοκράτορας. Ήταν ένας καταξιωμένος στρατιωτικός διοικητής όπως ο Νικηφόρος Β' και αντιμετώπισε την απειλή των Ρως, κατέκτησε τη Βουλγαρία και εδραίωσε τον βυζαντινό έλεγχο στη Συρία. Σε αντίθεση με τον Νικηφόρο, ο Ιωάννης ήταν επίσης οξυδερκής πολιτικός και δημοφιλής αυτοκράτορας, εν πολλοίς λόγω της νίκης του επί των Ρως και των λαφύρων που μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτός και ο Νικηφόρος έθεσαν τις βάσεις για τη βυζαντινή στρατιωτική εποποιία και το απόγειο του Βυζαντίου υπό τον διάδοχο του Ιωάννη, Βασίλειο Β'.