Ο Κουμπλάι Χαν ήταν ο ηγεμόνας της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, από το 1260 έως το 1294 μ.Χ. Τα επιτεύγματα του Κουμπλάι Χαν περιλαμβάνουν την κατάκτηση της Κίνας και την επιβολή μογγολικής ηγεμονίας σε αυτήν, υπό το όνομα «Δυναστεία Γιουάν» (1271-1368 μ.Χ.), και ως εκ τούτου, την καθιέρωσή του ως του πρώτου μη Κινέζου που κυβέρνησε το σύνολο της χώρας. Ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα Ζαναντού, όρισε την Νταντού (σημερινό Πεκίνο) ως διάδοχή της και εξάπλωσε την αυτοκρατορία του στη μεγαλύτερη έκταση που είχε ποτέ, επεκτείνοντάς την από την Κασπία Θάλασσα ως την Κορεατική Χερσόνησο. Στην πορεία του συνάντησε εμπόδια, ανάμεσά τους και μια σειρά από εκστρατείες με μικτά αποτελέσματα στην Νοτιοανατολική Ασία και δύο αποτυχημένες εισβολές στην Ιαπωνία, το 1274 και το 1281 μ.Χ. Ο Κουμπλάι, ο τελευταίος από τους μεγάλους Μογγόλους ηγέτες, πέθανε από ασθένεια που επιδεινώθηκε από τη διαρκή κατάχρηση φαγητού και αλκοόλ· ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Κουμπλάι γεννήθηκε το 1215 μ.Χ. και ήταν ο δεύτερος γιος του Τολούι (π. 1190 - 1232 μ.Χ.) και επομένως, εγγονός του Τζένγκις Χαν (βασ. 1206-1227 μ.Χ.), του ιδρυτή της Μογγολικής Αυτοκρατορίας (1206-1368 μ.Χ.). Όσο ο μεγάλος του αδελφός, Μόνγκε (βασ. 1251-1259 μ.Χ.), κυβερνούσε την Μογγολική Αυτοκρατορία, στον Κουμπλάι δόθηκε η θέση του αντιβασιλέα (ιλχάν) της ελεγχόμενης από την Μογγολία βόρειας Κίνας. O Κουμπλάι εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο αυτό, βρίσκοντας την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα δίκτυο υποστήριξης και μια ομάδα προικισμένων συμβούλων, με εξέχοντα τον Λιού Μπινγκζόνγκ (1216-1274 μ.Χ.). Από το 1253 μ.Χ., ο Κουμπλάι συμμετείχε στο πλευρό του αδελφού του, Μόνγκε, στις επιθέσεις κατά της νότιας Κίνας, που ήταν ακόμα υπό τον έλεγχο της Δυναστείας Σονγκ (960-1279 μ.Χ.). Οι μογγολικές δυνάμεις κινήθηκαν μέσω του Θιβέτ προς την επαρχία Γιουνάν, υποτάσσοντας το Βασίλειο του Νταλί, το 1257 μ.Χ. Από κει, οι Μογγόλοι θα χτυπούσαν την αδύναμη πλευρά της Κίνας των Σονγκ και έτσι, σχεδίασαν μια επίθεση σε τέσσερα μέτωπα από τα νότια και τα δυτικά. Ωστόσο, η εκστρατεία διακόπηκε λίγο αφότου ξεκίνησε, λόγω του ξαφνικού θανάτου του Μόνγκε από ασθένεια, στις 11 Αυγούστου 1259 μ.Χ.
Εμφύλιος πόλεμος και διαδοχή
Όταν πέθανε ο Μόνγκε, οι εκστρατείες κατά των Σονγκ εγκαταλείφθηκαν, καθώς σύντομα προκλήθηκαν διαμάχες μεταξύ των Μογγόλων διοικητών, για το ποιος θα τον διαθεχθεί. Τελικά, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε δύο βασικούς διεκδικητές: τον Κουμπλάι και τον νεότερο αδελφό του, Αρίκ Μποκέ (1219-1266 μ.Χ.), που αυτοανακηρύχθηκαν αμφότεροι ως ο νέος Χαν. Η κατάσταση με τους δύο Χαν δεν επιλύθηκε μέχρι το 1264 μ.Χ., ακόμα και όταν το 1260 μ.Χ. το συμβούλιο των αρχηγών των μογγολικών φυλών, το κουριλτάι, ανακήρυξε επίσημα τον Κουμπλάι ως Μεγάλο Χαν (καθολικό ηγέτη) της Μογγολικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αρίκ Μποκέ ήταν δημοφιλής λόγω του συντηρητισμού του (ενώ ο Κουμπλάι θεωρείτο ότι είχε κινεζική νοοτροπία) και είχε το πλεονέκτημα ότι ήλεγχε το κεντρικό τμήμα της αυτοκρατορίας και την πρωτεύουσα, Καρακορούμ. Όμως, ο Κουμπλάι νίκησε στο τέλος, χάρη στην υποστήριξη των πριγκίπων της κεντρικής Ασίας, του ελέγχου της μογγολικής αυτοκρατορικής φρουράς και των πλουσιότερων πόρων που είχε στη διάθεσή του ως αντιβασιλέας της Κίνας. Ο τίτλος του Μεγάλου Χαν είχε υψηλό κύρος, αλλά στην πράξη, η αυτοκρατορία είχε ήδη διασπαστεί σε διάφορα χανάτα, υπό την ηγεσία απογόνων του Τζένγκις Χαν. Ο Κουμπλάι μπορεί να εξουσίαζε πλέον το μεγαλύτερο και πλουσιότερο τμήμα αυτού που ήταν κάποτε η Μογγολική Αυτοκρατορία, αλλά εκείνο που επιθυμούσε πραγματικά, ήταν μια πολύ πιο παλιά και μεγαλοπρεπής θέση: αυτή του Κινέζου Αυτοκράτορα, ένα όνειρο πολλών νομάδων της στέπας για αιώνες.
Η Κίνα της Δυναστείας Σονγκ
Το 1268 μ.Χ., ο Κουμπλάι είχε σοβαρές βλέψεις για τα εδάφη νότια του ποταμού Γιανγκ Τσε και το μεγάλο έπαθλο, την Κίνα των Σονγκ. Η εκστρατεία θα ήταν μακρά και επίπονη, καθώς οι Σονγκ είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν στρατεύματα άνω του 1.000.000 ανδρών, ενώ αμφότεροι οι αντίπαλοι ήταν εξοπλισμένοι με τα πιο πρόσφατα όπλα πυρίτιδας, με καταπέλτες και με πολιορκητικές μηχανές. Έγιναν και ναυμαχίες, στις οποίες συμμετείχαν τα μεγαλύτερα πλοία που είχε δει η ιστορία του πολέμου. Η επιτυχία των μογγολικών πολεμικών επιχειρήσεων στην Ασία, είχε βασιστεί στο γρήγορο ιππικό, αλλά οι Σονγκ το αντιμετώπισαν αυτό υιοθετώντας εσκεμμένα στρατηγική ενός πιο στατικού πολέμου και χτίζοντας ισχυρές οχυρώσεις σε πόλεις – κλειδιά και διαβάσεις ποταμών. Για τους λόγους αυτούς, ο Κουμπλάι χρειάστηκε να επιλέγει προσεκτικά τους στόχους του, έναν προς έναν, επί έντεκα ατελείωτα χρόνια, μέχρι να υποτάξει τελικά τους Σονγκ.
Η επίθεση στην στρατηγικής σημασίας οχυρωμένη πόλη Ζιανγκ Γιανγκ ήταν τυπική της εκστρατείας. Μετά από πολιορκία πέντε ετών, έπεσε το 1273 μ.Χ., χάρη στην επιμονή και στους ανώτερους καταπέλτες (κατασκευασμένους με σχέδια από το Αφγανιστάν) των πολιορκητών. Τότε, στις αρχές του 1275 μ.Χ., ο Κουμπλάι συγκάλεσε νέο κουριλτάι, αυτή τη φορά για να αποφασίσει πώς θα προχωρούσε το τελικό στάδιο της εκστρατείας του κατά των Σονγκ. Οι Μογγόλοι διέσχισαν τον Γιανγκ Τσε τον Μάρτιο του 1275 μ.Χ. και αποδείχθηκαν ασταμάτητοι, κερδίζοντας μια έντονη μάχη σε ξηρά και θάλασσα. Με πολλούς στρατηγούς των Σονγκ να λιποτακτούν, μια αυλή κυριευμένη από έριδες μεταξύ των συμβούλων του ανήλικου αυτοκράτορα και με την ανελέητη σφαγή ολόκληρης της πόλη Τσανγκ Ζου, το τέλος της Δυναστείας Σονγκ ήταν κοντά. Η χήρα αυτοκράτειρα και ο μικρός γιος της Αυτοκράτορας Γκονγκ Ζονγκ (βασ. 1274-5 μ.Χ.), παραδόθηκαν μαζί με την πρωτεύουσά τους, Λιν’αν, στις 28 Μαρτίου 1276 μ.Χ. Οι πρίγκιπες Σονγκ μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο Πεκίνο.
Ομάδες πιστών του καθεστώτος συνέχισαν να πολεμούν για άλλα τρία χρόνια, ανακηρύσσοντας δύο ακόμα νεαρούς αυτοκράτορες (Ντουάν Ζονγκ και Ντι Μπινγκ), αλλά οι Μογγόλοι σάρωσαν τα πάντα. Οι Σονγκ ήταν αρκετά πλούσιοι, αλλά πλήρωσαν ακριβά την έλλειψη πολιτικής ενότητας, την απουσία επενδύσεων στον στρατό, που ήταν χαρακτηριστικό της παλιάς κινεζικής πολεμικής πρακτικής, την απουσία ευέλικτου ιππικού και γενικά την έλλειψη καινοτομίας στα όπλα τους. Τελικά, στις 19 Μαρτίου 1279 μ.Χ., κερδήθηκε μια μεγάλη ναυμαχία στη Γιασάν, κοντά στο σημερινό Μακάο· η κατάκτηση της Κίνας από τους Μογγόλους είχε ολοκληρωθεί. Ήταν η πρώτη φορά από τον 9ο αι. μ.Χ., που η χώρα συνενωνόταν.
Ζαναντού και Νταντού
Το 1263 μ.Χ., η μογγολική πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Καρακορούμ της Μογγολίας, στην πιο προνομιακή θέση της Ζαναντού (Σανγκντού) της βορειοανατολικής Κίνας. To Καρακορούμ συνεπαγόταν δυσάρεστους συνειρμούς για τον Κουμπλάι, επειδή ο Αρίκ Μποκέ είχε χρησιμοποιήσει την πόλη ως βάση, πριν την καταλάβει ο Κουμπλάι το 1262 μ.Χ. Η Ζαναντού, σχεδιασμένη από τον Λιού Μπινγκζόνγκ, διέθετε οχυρωματικά τείχη με πύργους στο κλασσικό κινεζικό τετράγωνο σχήμα. Στο εσωτερικό υπήρχε ένα μεγαλοπρεπές ανακτορικό συγκρότημα, με κήπους για κυνήγι. Η πόλη κάλυπτε μια επιφάνεια 25.000 εκταρίων (250 τ.χλμ.) και φιλοξενούσε έναν πληθυσμό περίπου 200.000 ανθρώπων στην ακμή της.
Το 1273 μ.Χ., η Ζαναντού υποβιβάστηκε σε θερινή πρωτεύουσα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και η Ναντού (γνωστή και ως Χάνμπαλικ και σήμερα Πεκίνο) επιλέχθηκε ως κύρια πρωτεύουσα. Η Νταντού, της οποίας η ανοικοδόμηση είχε αρχίσει το 1266-7 μ.Χ., έγινε ένα ισχυρό σύμβολο της κατάκτησης της Κίνας από τη Μογγολία. Ο Κουμπλάι μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ των δύο αυτών πόλεων και συνέχισε να απολαμβάνει παραδοσιακές μογγολικές ασχολίες, όπως το κυνήγι και η κατανάλωση ζυμούμενου γάλακτος φοράδας.
Η Κίνα της Δυναστείας Γιουάν
Όταν έγινε αυτοκράτορας της Κίνας, ο Κουμπλάι έδωσε στη βασιλεία του το όνομα Σιζού και το 1271 μ.Χ. ονόμασε τη νέα του δυναστεία «Γιουάν», που σημαίνει «ρίζα» ή «κέντρο, κεντρικός άξονας». Ο Χαν, αυτοκράτορας πλέον, ενστερνίστηκε την κινεζική κουλτούρα, αντίθετα με τους προκατόχους του – για παράδειγμα φορούσε την παραδοσιακή αυτοκρατορική τήβεννο και μετακινούνταν με φορητό κάθισμα, αντί να ιππεύει. Αυτά τα έκανε στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να εμφανιστεί στους Κινέζους ως ο δικαιωματικός ηγέτης τους. Ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε γύρω του Κινέζους υπουργούς και κομφουκιανιστές συμβούλους, αν και στο παρασκήνιο, όλες οι κρατικές θέσεις – κλειδιά είχαν δοθεί σε μη Κινέζους, ειδικά σε μέλη της μογγολικής αυτοκρατορικής φρουράς και, στον τομέα των οικονομικών, σε μουσουλμάνους, που θεωρούνταν ειδικοί στο αντικείμενο.
Οι καίριες διοικητικές θέσεις στις 12 νεοσύστατες επαρχίες της Κίνας και της βόρειας Κορέας (προσαρτημένης το 1270 μ.Χ.), ανατέθηκαν επίσης σε Μογγόλους. Τα έξι παραδοσιακά κινεζικά υπουργεία, θεσμοθετημένα την εποχή της Δυναστείας Τανγκ (618-907 μ.Χ.), παρέμειναν ως είχαν, αλλά ο Κουμπλάι κατήργησε το σύστημα εξετάσεων για την επιλογή κρατικών αξιωματούχων, το οποίο ευνοούσε τους Κινέζους με την κομφουκιανιστική τους παιδεία. Τέλος, δεν υπήρχε κινεζικό αυτοκρατορικό πρωτόκολλο στη μογγολική πρωτεύουσα του Καρακορούμ. Προφανώς, η παράσταση αυτή απευθυνόταν μόνο στους Κινέζους.
Ο Κουμπλάι διασφάλισε ότι οι Μογγόλοι θα είχαν πάντοτε πλεονέκτημα στην Κίνα, κατατάσσοντάς τους επίσημα σε ανώτερη τάξη από τους Κινέζους. Υπήρχαν και άλλα μέτρα διαχωρισμού, όπως το ότι απαγορευόταν στους Κινέζους να παίρνουν μογγολικά ονόματα, να φορούν μογγολικά ρούχα ή να μαθαίνουν τη μογγολική γλώσσα. Οι μικτοί γάμοι αποτρέπονταν και επιβάλλονταν διαφορετικές τιμωρίες για τα ίδια εγκλήματα, ανάλογα με τη φυλή του υπαιτίου. Περισσότερο από το να ασκεί μια πολιτική με φυλετικό προσανατολισμό, ο Κουμπλάι ενδιαφερόταν για τον έλεγχο των υπηκόων του, το πως θα αναγνωριζόταν εύκολα ποιος είναι ποιος και πως θα εξασφαλιζόταν ότι δεν θα υπήρχαν εξεγέρσεις· παραδείγματος χάρη, οι Κινέζοι απαγορευόταν να φέρουν όπλα και να συναθροίζονται δημόσια.
Ο αυτοκράτορας έκανε σοβαρές προσπάθειες να ενώσει τους διαφορετικούς λαούς της αυτοκρατορίας του, ενθαρρύνοντας τη χρήση διαφορετικών γλωσσών στη διοίκησή του, δείχνοντας ανοχή σε διαφορετικές θρησκείες, ακόμα και διασφαλίζοντας ότι διαφορετικές κουζίνες θα εκπροσωπούνταν στην αυτοκρατορική αυλή. Ο ίδιος ο Κουμπλάι ασπάστηκε τον Θιβετιανό Βουδισμό, πιθανόν επηρεασμένος από την σημαντικότερη σύζυγό του και σύμβουλο, Τσάμπι (γνωστή και ως Καμπούι Χατούν, θ. 1281 μ.Χ.) και τον Θιβετιανό μοναχό Φαγκς-Πα Λάμα (1235-1280 μ.Χ.). Ο τελευταίος επιφορτίστηκε με τη δημιουργία μιας νέας επίσημης γλώσσας (βασισμένης στη θιβετιανή και τη σανσκριτική), με την οποία ο Κουμπλάι ήλπιζε να ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ των πολλών εθνοτήτων που κυβερνούσε, αλλά η ιδέα δεν ευδοκίμησε εκτός αυλής.
Μια άλλη συγκεκριμένη πολιτική, ήταν η προώθηση του διεθνούς εμπορίου. Οι τεχνίτες ήταν μια ομάδα που επωφελήθηκε από την μογγολική κυριαρχία, καθώς προηγουμένως είχαν χαμηλή κοινωνική θέση. Ως νομάδες, οι Μογγόλοι εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από την φίνα πορσελάνη και τα έργα τέχνης κι έτσι, ο Κουμπλάι έδωσε στους τεχνίτες φοροαπαλλαγές. Οι έμποροι, επειδή δεν ήταν παραγωγοί αλλά μεσολαβητές, είχαν παρόμοια αντιμετώπιση, αλλά και αυτοί ωφελούνταν πλέον από ευνοϊκότερα φορολογικά μέτρα και από την κατάργηση των κανονισμών περί δαπανών. Οι έμποροι ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιούν χαρτονομίσματα, οι ανταλλαγές νομισμάτων ρυθμίστηκαν καλύτερα και περισσότεροι δρόμοι και κανάλια βοήθησαν στη μεταφορά εμπορευμάτων. Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών ήταν να δημιουργηθεί άνθηση στο εμπόριο, ειδικά της υψηλής ποιότητας πορσελάνης. Ο Κουμπλάι έκανε το ίδιο και για άλλα επαγγέλματα, των οποίων η πρακτική συνεισφορά στην κοινωνία τον εντυπωσίαζε, όπως οι γιατροί και οι αστρονόμοι.
Μάρκο Πόλο
Ο Βενετός ταξιδευτής Μάρκο Πόλο (1254-1324 μ.Χ.) ξεκίνησε το 1271 μ.Χ. και διέσχισε την Ασία, φτάνοντας στην Κίνα την περίοδο της βασιλείας του Κουμπλάι Χαν. Μεταξύ π. 1275 και 1292 μ.Χ., ο Μάρκο Πόλο έφτασε ακόμα και να υπηρετεί τον Χαν, υπό την ιδιότητα ενός περιπλανώμενου πρεσβευτή/απεσταλμένου στα πιο απομακρυσμένα σημεία της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, ο Μάρκο Πόλο έγραψε για τις εμπειρίες του στο βιβλίο Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο, το οποίο εκδόθηκε το π. 1298 μ.Χ. Οι περιγραφές του συγκαταλέγονται στις κυριότερες πηγές μας για την Δυναστεία Γιουάν και τον αυτοκράτορα συγκεκριμένα. Για την εμφάνιση του Κουμπλάι, είχε να πει τα εξής:
Ο Κουμπλάι, ο οποίος αποκαλείται μεγάλος Χαν ή άρχοντας, είναι μετρίου αναστήματος, δηλαδή ούτε ψηλός, ούτε κοντός· τα άκρα του είναι ωραία διαμορφωμένα και σε ολόκληρη τη μορφή του υπάρχουν σωστές αναλογίες. Η επιδερμίδα του είναι ανοιχτόχρωμη και περιστασιακά κοκκινίζει, σαν λαμπερό τριαντάφυλλο, κάτι που προσθέτει πολλή χάρη στην όψη του. Τα μάτια του είναι μαύρα και όμορφα, η μύτη του καλοσχηματισμένη και προεξέχουσα. (112)
Οι εισβολές στην Ιαπωνία
Επιστρέφοντας στο 1268 μ.Χ., οι λόγοι για τους οποίους ο Κουμπλάι ήθελε να περιλάβει την Ιαπωνία στην αυτοκρατορία του, ενόσω πολεμούσε ακόμα τους Σονγκ, δεν είναι ξεκάθαροι. Ίσως ενδιαφερόταν για τους πόρους της (ιδίως τα κοιτάσματα χρυσού), ίσως το κύρος να ήταν ένας παράγοντας, καθώς οι κατακτήσεις ήταν η παραδοσιακή μέθοδος εδραίωσης της εξουσίας των Μογγόλων ηγετών, ή ίσως να ήθελε να διακόψει το εμπόριο μεταξύ της Ιαπωνίας και της Κίνας των Σογνκ, αποδυναμώνοντας έτσι τον σημαντικότερο αντίπαλό του. Η κατάκτηση της Ιαπωνίας θα του έδινε πρόσβαση σε έναν στρατό που περιλάμβανε καλά εκπαιδευμένους σαμουράι ή θα μπορούσε να είναι ακόμα και κάποιου είδους εκδίκηση για τον όλεθρο που έσπερναν οι wako (Ιάπωνες πειρατές) στις ακτές της Ανατολικής Ασίας και στα εμπορικά πλοία.
Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, η προσέγγιση ήταν σαφής: πρώτα η διπλωματία, ύστερα ο πόλεμος. Από το 1268 μ.Χ., ο Κουμπλάι έστελνε πρεσβευτές, αλλά η απαίτησή του για καταβολή φόρων αγνοήθηκε εντελώς, ενώ ιαπωνικά στρατεύματα τέθηκαν σε επιφυλακή, σε περιοχές όπου φαινόταν πιθανή κάποια εισβολή. Αυτό αποδείχθηκε σωστό, αφού ο Κουμπλάι έχασε την υπομονή του, συγκέντρωσε έναν στόλο περίπου 800 – 900 πλοίων και τον έστειλε από την Κορέα στην Ιαπωνία, τον Νοέμβριο του 1274 μ.Χ. Τα πλοία μετέφεραν έναν στρατό 16.600-40.000 Μογγόλων, Κινέζων και Κορεατών. Η μογγολική επίθεση συνάντησε σθεναρή αντίσταση στα εξωτερικά νησιά, αλλά ο στόλος προχώρησε στον Κόλπο της Χακάτα, όπου στρατοπέδευσε στις 19 Νοεμβρίου.
Όσο προετοιμασμένη κι αν ήταν, η ιαπωνική αμυντική δύναμη μετρούσε μόλις 4.000 – 6.000 άνδρες. Οι Μογγόλοι κέρδισαν τις πρώτες συμπλοκές, χάρη στον μεγαλύτερο αριθμό τους, τα όπλα τους και τις μαζικές συντονισμένες κινήσεις των στρατευμάτων τους, κάτι στο οποίο οι Ιάπωνες δεν ήταν συνηθισμένοι, καθώς προτιμούσαν να επιτρέπουν στους μεμονωμένους μαχητές να επιλέγουν τους στόχους τους. Περιέργως, όμως, οι εισβολείς δεν προωθήθηκαν βαθύτερα στην ιαπωνική επικράτεια. Ίσως αυτό να συνέβη εξαιτίας προβλημάτων ανεφοδιασμού ή εξαιτίας του θανάτου του Μογγόλου στρατηγού Λιού Φουζιάνγκ. Μπορεί, επίσης, η όλη «εισβολή» ήταν απλά μια αναγνωριστική αποστολή. Όποιο κι αν ήταν το κίνητρο, οι εισβολείς παρέμειναν κοντά στα πλοία τους στη διάρκεια της νύχτας και υποχώρησαν στη θάλασσα για ασφάλεια, στις 20 Νοεμβρίου. Αυτή ήταν μια μοιραία απόφαση, επειδή – σύμφωνα με κάποιες εκδοχές – τότε χτύπησε μια τρομερή καταιγίδα που αφάνισε το ένα τρίτο του μογγολικού στρατού και προκάλεσε σοβαρές ζημιές στον στόλο. Έτσι, οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Κορέα.
Ο Κουμπλάι Χαν επέστρεψε στη διπλωματία και έστειλε άλλες δύο αποστολές στην Ιαπωνία, το 1275 μ.Χ., απαιτώντας και πάλι την καταβολή φόρου. Αυτή τη φορά, η Ιάπωνες ήταν ακόμα πιο απαξιωτικοί και αποκεφάλισαν τους πρεσβευτές. Οι Ιάπωνες εκμεταλλεύτηκαν αυτό το διάλειμμα για να χτίσουν περισσότερες οχυρώσεις και να προετοιμαστούν για την αναπόφευκτη δεύτερη εισβολή.
Η εισβολή του στόλου του Κουμπλάι Χαν τον Ιούνιο 1281 μ.Χ. ήταν μεγαλύτερη από την πρώτη. Αυτή τη φορά, χάρη στην πρόσφατη νίκη σε βάρος των Σονγκ και στην απόκτηση του στόλου τους, υπήρχαν 4.400 πλοία και περίπου 100.000 άνδρες, και πάλι ένα μίγμα Μογγόλων, Κινέζων και Κορεατών στρατιωτών. Η Χακάτα είδε ξανά τις φλόγες της μάχης, αλλά οι νέες οχυρώσεις στο σημείο, άντεξαν στη δοκιμασία. Μετά από βαριές απώλειες, οι Μογγόλοι αποσύρθηκαν στο νησί Ικί, μόνο για να δεχθούν τις παρενοχλήσεις των Ιαπώνων, που έκαναν συχνές επιδρομές με μικρά σκάφη. Ωστόσο, ο Κουμπλάι κατάφερε να στείλει ενισχύσεις από την Κίνα, ίσως άλλους 40.000 άνδρες. Οι συνδυασμένοι στόλοι κινήθηκαν ανατολικά και επιτέθηκαν στην Τακασίμα, με την εκεί μάχη να ξεκινάει στις 12 Αυγούστου.
Σφοδρές μάχες μαίνονταν επί αρκετές εβδομάδες και οι εισβολείς μάλλον αντιμετώπισαν ελλείψεις σε προμήθειες. Τότε, για άλλη μια φορά, ο καιρός παρενέβη, προκαλώντας πανωλεθρία. Στις 14 Αυγούστου, ένας τυφώνας κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του μογγολικού στόλου, διαλύοντας πλοία που είχαν δεθεί μεταξύ τους με αλυσίδες, για ασφάλεια ενάντια στις ιαπωνικές επιδρομές και συντρίβοντας στις βραχώδεις ακτές τα ακυβέρνητα (και όχι πολύ καλής κατασκευής) σκάφη. Έως τα δύο τρίτα των στρατιωτών των Μογγόλων σκοτώθηκαν και χιλιάδες ακόμη ξεβράστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν στις ακτές του Κόλπου Ιμαρί, όπου οι περισσότεροι εκτελέστηκαν. Τα πλοία που διασώθηκαν, επέστρεψαν στην Κίνα. Οι θυελλώδεις άνεμοι που είτε βύθισαν είτε έσπρωξαν τα πλοία των Μογγόλων μακριά από τις ιαπωνικές ακτές, ονομάστηκαν kamikaze ή θεϊκοί άνεμοι, καθώς θεωρήθηκαν απάντηση του Χατσιμάν, του θεού του πολέμου του Σιντό, τον οποίο επικαλέστηκαν οι Ιάπωνες, ζητώντας την προστασία της χώρας τους από τον συντριπτικά υπεράριθμο εχθρό.
Θάνατος και παρακαταθήκη
Ομοίως με την Ιαπωνία, και η νοτιοανατολική Ασία δέχθηκε πολλές χερσαίες και θαλάσσιες επιθέσεις, αλλά αποδείχθηκε εξίσου άπιαστη, με τις εισβολές σε Βιετνάμ (1257, 1281 και 1286 μ.Χ.), Μπούρμα (1277 και 1287 μ.Χ.) και Ιάβα (1292 μ.Χ.) να γνωρίζουν πολύ περιορισμένη επιτυχία, καθώς τα μογγολικά στρατεύματα αντιμετώπισαν συνθήκες με τις οποίες δεν ήταν εξοικειωμένα, όπως υγρές ζούγκλες, παρασιτικές ασθένειες και πολεμικούς ελέφαντες. Ο Κουμπλάι δεν εγκατέλειψε ποτέ τα σχέδιά του για την Ιαπωνία και συνέχισε να στέλνει ανεπιτυχείς διπλωματικές αποστολές για να πείσει τη χώρα να ενταχθεί στο κινεζικό σύστημα φορολόγησης.
Έτσι, το υπόλοιπο της βασιλείας του Κουμπλάι ήταν κάπως απογοητευτικό, αλλά κατάφερε να διατηρήσει μια σχετική ειρήνη σε όλη την Ασία, την αποκαλούμενη Pax Mongolica. Υπήρχε και μια γενική δυσαρέσκεια, ειδικά όταν αυξάνονταν οι φόροι για να χρηματοδοτηθούν οι πανάκριβες επιχειρήσεις του Κουμπλάι στο εξωτερικό. Μια μεγάλη εξέγερση ξέσπασε στο Θιβέτ στις αρχές του 1290 μ.Χ. και οι άλλοι απόγονοι του Τζένγκις Χαν, ιδιαίτερα ο οίκος του Ογκεντέι, συνέχισαν να «ροκανίζουν» τα δυτικά σύνορα της Κίνας. Επίσης, η υγεία του αυτοκράτορα επιδεινωνόταν και, υπερβολικά παχύσαρκος, ο Κουμπλάι υπέφερε από χρόνια ουρική αρθρίτιδα και ρευματισμούς.
Ο Κουμπλάι πέθανε από φυσικά αίτια το 1294 μ.Χ. σε ηλικία 79 ή 80 ετών – ηλικία εξαιρετικά μεγάλη για τους συχνά κακοζωισμένους Μογγόλους ηγέτες. Όπως επέβαλε η παράδοση, το σώμα του μεταφέρθηκε σε μυστική τοποθεσία, μάλλον στη Μογγολία, και τάφηκε, πιθανότατα σε έναν μεγαλοπρεπή τάφο, που δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα. Τον Κουμπλάι διαδέχθηκε ο εγγονός του Τεμούρ, ως Χαν και αυτοκράτορας της Κίνας (βασ. 1295-1308 μ.Χ.), αφού ο γιος του, Ζεντζίν (1243-1285 μ.Χ.), που ήταν η πρώτη του επιλογή, πέθανε πρόωρα. Η Δυναστεία Γιουάν, την οποία ίδρυσε ο Κουμπλάι, απήλαυσε 30 χρόνια σταθερότητας, αλλά στη συνέχεια επλήγη από δυναστικές διαμάχες και δεν γνώρισε ξανά την ακμή της βασιλείας του Κουμπλάι. Οι Γιουάν θα κυβερνούσαν την Κίνα μέχρι την άφιξη της Δυναστείας των Μινγκ το 1368 μ.Χ.
Χάρη στον Μάρκο Πόλο και άλλους, η δύναμη και ο πλούτος της αυλής και της αυτοκρατορίας του Κουμπλάι, διατηρήθηκαν ζωντανά στη συλλογική φαντασία και έκαναν την καλοκαιρινή πρωτεύουσα, Ζαναντού, συνώνυμο της χλιδής και της ευχάριστης ζωής. Μπορεί ο Τζένγκις Χαν να απέκτησε υστεροφημία ως ο μεγαλύτερος και φοβερότερος στρατιωτικός ηγέτης της Μογγολίας, αλλά ο Κουμπλάι έμεινε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που έδρεψε τους καρπούς της μογγολικής ανωτερότητας κατά τον Μεσαίωνα και, στα μάτια της Δύσης, έγινε ο ορισμός του ηγεμόνα της Ανατολής.