Αλέξανδρος ο Μέγας

6 Ημέρες που απομένουν

Επενδύστε στην ιστορική εκπαίδευση

Υποστηρίζοντας το φιλανθρωπικό μας ίδρυμα World History Foundation, επενδύετε στο μέλλον της ιστορικής εκπαίδευσης. Η δωρεά σας μας βοηθά να ενδυναμώσουμε την επόμενη γενιά με τις γνώσεις και τις δεξιότητες που χρειάζεται για να κατανοήσει τον κόσμο γύρω της. Βοηθήστε μας να ξεκινήσουμε τη νέα χρονιά έτοιμοι να δημοσιεύσουμε περισσότερες αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες, δωρεάν για όλους.
$3654 / $10000

ορισμός

Joshua J. Mark
από , μεταφρασμένο από Constantinos Chaviaras
που δημοσιεύτηκε στο 14 November 2013
Ακούστε αυτό το άρθρο
X
Εκτύπωση άρθρου
Alexander the Great & Bucephalus Mosaic (by Ruthven, Public Domain)
Το μωσαϊκό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Βουκεφάλα
Ruthven (Public Domain)

Ο Αλέξανδρος Γ΄ της Μακεδονίας, περισσότερο γνωστός ως Μέγας Αλέξανδρος (έζησε 21 Ιουλίου 356 π.Χ. - 10 ή 11 Ιουνίου 323 π.Χ., βασίλευσε 336-323 π.Χ.), ήταν γιος του Βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας (βασίλευσε 359-336 π.Χ.), έγινε βασιλιάς μετά το θάνατο του πατέρα του το 336 π.Χ. και έπειτα κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.

Είναι γνωστός ως "Μέγας" τόσο για τη στρατηγική του μεγαλοφυία όσο και για τις διπλωματικές του ικανότητες στη διαχείριση των ποικίλων πληθυσμών που κατοικούσαν στις περιοχές που κατέκτησε. Επίσης του αναγνωρίζεται η διάδοση του Ελληνικού πολιτισμού, γλώσσας και σκέψης από την Ελλάδα μέσω της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας μέχρι την Ινδία και έτσι εγκαινιάστηκε η Ελληνιστική περίοδος (323-31 π.Χ.), στην έναρξη της οποίας τέσσερεις από τους στρατηγούς του (γνωστοί και ως Διάδοχοι), παρά τις μεταξύ τους συγκρούσεις με στόχο την επικράτηση, συνέχισαν την πολιτική της ενσωμάτωσης του Ελληνικού (Ελληνιστικού) πολιτισμού σε εκείνους της Εγγύς Ανατολής. Πέθανε από άγνωστη αιτία το 323 π.Χ., δίχως να ορίσει σαφώς ένα διάδοχο (ή, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η επιλογή του υπέρ του Περδίκκα αγνοήθηκε) και η αυτοκρατορία που δημιούργησε μοιράστηκε μεταξύ των Διαδόχων.

Οι εκστρατείες του Αλεξάνδρου έγιναν θρυλικές μετά το θάνατό του, εμπνέοντας τις τακτικές και τις σταδιοδρομίες των μεταγενέστερων Ελλήνων και Ρωμαίων στρατηγών, όπως επίσης πολυάριθμες βιογραφίες που του απέδιδαν θεϊκό υπόβαθρο. Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υιοθετήσει, γενικώς, μια πιο κριτική στάση για τη ζωή και την πορεία του σε σχέση με παλαιότερες πηγές, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις επικρίσεις για την καταστροφή της Περσέπολης και τη συμπεριφορά του προς τους κατοίκους της Τύρου, αλλά η ευρύτερη άποψη περί της υστεροφημίας του εξακολουθεί να είναι κυρίως θετική και παραμένει μια από τις πιο δημοφιλείς και αναγνωρίσιμες μορφές της παγκόσμιας ιστορίας.

Alexander the Great (Facial Reconstruction)
Ο Μέγας Αλέξανδρος (Αναδόμηση προσώπου)
Arienne King (CC BY-NC-SA)

Τα Νεανικά Χρόνια του Αλεξάνδρου

Όταν ήταν νέος, ο Αλέξανδρος διδάχθηκε πως να πολεμάει και να ιππεύει από το Λεωνίδα από την Ήπειρο, έναν συγγενή της μητέρας του Ολυμπιάδας, όπως επίσης να αντέχει στις κακουχίες, λόγου χάρη στη γρήγορη πεζοπορία. Ο πατέρας του, ο Φίλιππος, ενδιαφερόταν για την καλλιέργεια ενός εκλεπτυσμένου μελλοντικού βασιλιά και ως εκ τούτου προσέλαβε το Λυσίμαχο από την Ακαρνανία για να διδάξει το αγόρι ανάγνωση, γραφή και να παίζει λύρα. Αυτή η διαπαιδαγώγηση θα εμφυσούσε στον Αλέξανδρο μια δια βίου αγάπη για το διάβασμα και τη μουσική. Στην ηλικία των 13 ή 14 ετών, ο Αλέξανδρος γνώρισε τον Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη (έζησε 384-322 π.Χ.), τον οποίο είχε προσλάβει ο Φίλιππος ως ιδιωτικό δάσκαλο. Θα μελετούσε με τον Αριστοτέλη μέχρι τα 16 του και λέγεται ότι οι δυο τους διατηρούσαν αλληλογραφία κατά τη διάρκεια των μετέπειτα εκστρατειών του Αλεξάνδρου, αν και τα στοιχεία επ' αυτού είναι ατεκμηρίωτα.

Η επίδραση του Αριστοτέλη φαίνεται άμεσα στη μεταγενέστερη αντιμετώπιση που επιφύλαξε ο Αλέξανδρος στους λαούς που κατέκτησε, στο γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ποτέ δεν επέβαλλε τον πολιτισμό της Ελλάδας στους κατοίκους των διαφόρων περιοχών, αλλά τον εισήγαγε με απλότητα και τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούσε ο Αριστοτέλης για να διδάξει τους μαθητές του. Η επιρροή του Λεωνίδα μπορεί να εντοπιστεί στο σθένος και στη φυσική αντοχή που τον συνόδευσε στη διάρκεια της ζωής του, όπως επίσης και στην ικανότητά του στην ίππευση. Αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος εξημέρωσε τον "ατιθάσευτο" Βουκεφάλα όταν ήταν μόλις 11 ή 12 ετών.

Ενώ η επιρροή των διαφόρων δασκάλων του σίγουρα είχαν προφανή επίδραση πάνω του, ο Αλέξανδρος φαίνεται προορισμένος για το μεγαλείο από τη γέννησή του. Είχε, πρώτα απ’ όλα, έναν πατέρα του οποίου τα επιτεύγματα έθεσαν σταθερά θεμέλια για την μετέπειτα επιτυχία του. Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης παρατηρεί:

Κατά τη διάρκεια των εικοσιτεσσάρων ετών της βασιλείας του ως Βασιλιάς της Μακεδονίας, που ξεκίνησε με πενιχρούς πόρους, ο Φίλιππος αναβάθμισε το βασίλειό του στη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης… Προετοίμασε την ανατροπή της Περσικής Αυτοκρατορίας, αποβίβασε δυνάμεις στην Ασία και ήταν στη διαδικασία απελευθέρωσης των Ελληνικών κοινοτήτων όταν τον διέκοψε η Μοίρα – μολαταύτα, κληροδότησε στρατιωτικές υποδομές τέτοιου μεγέθους και ποιότητας ώστε ο γιος του Αλέξανδρος είχε τη δυνατότητα ανατροπής της Περσικής Αυτοκρατορίας χωρίς να απαιτείται η αρωγή συμμάχων. Αυτά τα επιτεύγματα δεν ήταν έργο της Τύχης αλλά της δικής του δύναμης χαρακτήρα, ως εκ τούτου, αυτός ο βασιλιάς στέκεται υπεράνω όλων των υπολοίπων για το στρατιωτικό του δαιμόνιο, το προσωπικό του θάρρος και την πνευματική διαύγεια. (Βιβλίο XVI, κεφάλαιο 1)

Παρότι είναι ξεκάθαρο ότι ο πατέρας του είχε μεγάλη επίδραση πάνω του, ο ίδιος επέλεξε να θεωρεί την επιτυχία του επιβεβλημένη από θεϊκές δυνάμεις. Αυτοαποκαλούνταν γιος του Δία και έτσι διεκδικούσε το καθεστώς ενός ημίθεου, συνδέοντας τη γενεαλογία του με εκείνη των δύο αγαπημένων ηρώων της αρχαιότητας, του Αχιλλέα και του Ηρακλή, και συμπεριφερόταν έχοντας αυτούς του δύο ως πρότυπα. Τούτη η πεποίθηση της θεϊκότητάς του την είχε εμφυσήσει η Ολυμπιάδα η οποία επίσης του είπε ότι προέρχονταν από παρθενογένεση καθώς είχε εκ θαύματος καταστεί έγκυος από τον ίδιο το Δία. Η γέννησή του σχετίστηκε με μεγάλα σημεία και θαύματα, όπως ένα λαμπρό αστέρι που φώτιζε τη Μακεδονία εκείνη τη νύχτα και την καταστροφή του Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Ο Πλούταρχος γράφει:

Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε την έκτη του Εκατομβαιώνος, τον μήνα που οι Μακεδόνες αποκαλούν Λώο, την ίδια ημέρα που κάηκε ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Εξ αυτού το γεγονότος, ο Ηγησίας ο Μάγνης διατύπωσε μια θέση που με την κρυάδα της θα μπορούσε να σβήσει εκείνη την πυρκαγιά. Αναφέρει ότι ήταν αναμενόμενο θα αρπάξει φωτιά ο ναός μιας και η Άρτεμις ήταν απασχολημένη με τη γέννηση του Αλεξάνδρου. Όσοι μάγοι έτυχε να βρίσκονται τότε στην Έφεσο, είδαν στα ερείπια του ναού ως σημάδι μιας άλλης καταστροφής… (Αλέξανδρος, 3,5-3,9)

Στο μαντειο τησ σιβα, ανακυρηχθηκε γιοσ του Διοσ-αμμωνοσ

Αν και η γέννησή του έχει καταγραφεί επαρκώς από τους ιστορικούς, είναι λιγοστές οι πληροφορίες για τη νεότητά του, εκτός από ιστορίες για την ευφυία του (υποτίθεται ότι έκανε ερωτήσεις σε απεσταλμένους αξιωματούχους σχετικά με τα σύνορα και την ισχύ της Περσίας όταν ήταν επτά ετών), τους δασκάλους του και τους παιδικούς του φίλους. Οι φίλοι του Αλεξάνδρου Κάσσανδρος (έζησε περίπου 355-297 π.Χ.), Πτολεμαίος (έζησε περίπου 367-282 π.Χ.) και Ηφαιστίων (έζησε περίπου 356-324 π.Χ.) θα γίνονταν δια βίου σύντροφοι και στρατηγοί του στρατού του.

Ο Καλλισθένης (έζησε περίπου 360-327 π.Χ.), ένας άλλος φίλος του, ήταν μικρανιψιός του Αριστοτέλη και ήρθε στη Μακεδονική αυλή μαζί με το φιλόσοφο. Θα γινόταν ιστορικός της αυλής και θα ακολουθούσε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία. Ο Ηφαιστίων παρέμεινε ο καλύτερος και πιο αγαπητός φίλος του σε ολόκληρη τη ζωή του και ο δεύτερος τη τάξει στο στρατό. Για τη νεότητα του Αλεξάνδρου ο ιστορικός Worthington γράφει ότι ο Αλέξανδρος «θα είχε μορφωθεί κατ’ οίκον, όπως ήταν το έθιμο στη Μακεδονία, και θα μεγάλωνε παρακολουθώντας (και αργότερα συμμετέχοντας) διαγωνισμούς οινοποσίας που ήταν μέρος της ζωής στην αυλή», αλλά πλην τούτων, «γνωρίζουμε ελάχιστα σχετικά με την παιδική ηλικία του Αλεξάνδρου».

Η Χαιρώνεια και οι πρώτες εκστρατείες

Η στρατιωτική ικανότητα του Αλεξάνδρου επισημάνθηκε για πρώτη φορά στη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. Παρότι ήταν μόλις 18 ετών, βοήθησε στην αλλαγή της τροπής της μάχης σε μια καθοριστική Μακεδονική νίκη επί των συμμαχικών δυνάμεων των Ελληνικών πόλεων-κρατών. Όταν ο Φίλιππος Β΄ δολοφονήθηκε το 336 π.Χ., ο Αλέξανδρος ανέλαβε το θρόνο και, με τις ελληνικές πόλεις-κράτη υπό τη Μακεδονική ηγεσία μετά τη Χαιρώνεια, ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία που σχεδίαζε ο πατέρας του, που είχε σαν στόχο την κατάκτηση της πελώριας Περσικής Αυτοκρατορίας. Ο Worthington επισημαίνει:

Ο Όμηρος ήταν η βίβλος του Αλεξάνδρου και πήρε μαζί του στην Ασία την εκδοχή του Αριστοτέλη. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του προσπαθούσε διαρκώς να ανακαλύψει οτιδήποτε αφορούσε τις περιοχές από τις οποίες περνούσε. Πήρε μαζί του μια ακολουθία επιστημόνων για να καταγράψουν και να αναλύσουν αυτές τις πληροφορίες από τη βοτανολογία, βιολογία, ζωολογία και μετεωρολογία μέχρι την τοπογραφία. Η θέλησή του για μάθηση και η καταγραφή πληροφοριών με τον κατά το δυνατό επιστημονικότερο τρόπο πιθανώς προέρχεται από τη διδασκαλία και τον ενθουσιασμό του Αριστοτέλη. (34-35)

Με ένα Μακεδονικό στρατό 32.000 πεζών και 5.100 ιππέων, ο Αλέξανδρος πέρασε στη Μικρά Ασία το 334 π.Χ. για να ξεκινήσει την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, νικώντας τον Περσικό στρατό, του οποίου ηγούνταν σατράπες, στη Μάχη του Γρανικού τον Μάιο. Έπειτα «απελευθέρωσε» (όπως χαρακτήριζε τις κατακτήσεις του) τις πόλεις Σάρδεις και Έφεσο από την Περσική κυριαρχία κατά το ίδιο έτος, πριν συνεχίσει την πορεία του στη Μικρά Ασία. Στην Έφεσο προσφέρθηκε να ξαναχτίσει το Ναό της Αρτέμιδος, ο οποίος είχε καταστραφεί από εμπρησμό τη νύχτα της γέννησής του, αλλά η πόλη αρνήθηκε τη χειρονομία του. Το 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος και τα στρατεύματά του νίκησαν τις υπέρτερες δυνάμεις του Βασιλιά Δαρείου Γ΄ της Περσίας (βασίλευσε 336-330 π.Χ.) στη Μάχη της Ισσού. Ο Αλέξανδρος συνέχισε λεηλατώντας τις φοινικικές πόλεις Ηλιούπολη (Μπααλμπέκ) και Σιδώνα (η οποία είχε παραδοθεί) το 332 π.Χ. και μετά πολιόρκησε τη νησιωτική πόλη της Τύρου.

Ήταν τόσο αποφασισμένος για την κατάκτηση της αρχαίας πόλης της Τύρου, ώστε έφτιαξε ένα διάδρομο από την ηπειρωτική προς νησί, επί του οποίου έστησε τις πολιορκητικές μηχανές του. Σε αυτό το διάδρομο, με το πέρασμα του χρόνου, εναποτέθηκαν λάσπη και χώμα και ως εκ τούτου η Τύρος αποτελεί σήμερα τμήμα της ενδοχώρας του Λιβάνου. Για τη σθεναρή του αντίσταση, οι κάτοικοι της πόλης σφαγιάστηκαν και οι επιζήσαντες πουλήθηκαν ως δούλοι. Η πολιτική του απέναντι στους κατοίκους της Τύρου επισημαίνεται από τους ιστορικούς, αρχαίους και νεότερους, σαν το κύριο παράδειγμα της αναλγησίας του.

Το 331 π.Χ. κατέκτησε την Αίγυπτο όπου ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας. Στο Μαντείο της Σίβα, στην ομώνυμη αιγυπτιακή όαση, ανακηρύχθηκε γιος του Διός-Άμμωνος.

Alexander the Great, Bronze Head
Μπρούντζινη Κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Mark Cartwright (CC BY-NC-SA)

Παρότι είχε κατακτήσει την Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος δεν ενδιαφερόταν να επιβάλλει τις δικές του ιδέες για την αλήθεια, τη θρησκεία ή τη συμπεριφορά στο λαό, εφόσον του επέτρεπαν να μένουν ανοιχτές οι γραμμές ανεφοδιασμού για σίτιση και τον εξοπλισμό των στρατευμάτων του (μια σημαντική πτυχή της ικανότητάς του να διοικεί τεράστιες περιοχές, που αμελήθηκε από τους διαδόχους του). Ωστόσο δεν σήμαινε ότι δεν κατέστειλε ανηλεώς εξεγέρσεις ή ότι δίστασε να εξοντώσει βίαια όσους του εναντιώθηκαν. Αφού προχώρησε στο σχεδιασμό της πόλης της Αλεξάνδρειας, άφησε την Αίγυπτο για τη Συρία και τη βόρεια Μεσοποταμία ώστε να συνεχίσει την εκστρατεία του εναντίον της Περσίας.

Οι Περσικές Εκστρατείες

Το 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος συνάντησε το Βασιλιά Δαρείο Γ΄ εκ νέου στο πεδίο της μάχης των Γαυγαμήλων (επίσης ονομάζεται μάχη στα Άρβηλα), όπου, για άλλη μια φορά, ήρθε αντιμέτωπος με συντριπτικά μεγαλύτερο στρατό και νίκησε αποφασιστικά τον Δαρείο Γ΄ που διέφυγε. Ο Αλέξανδρος έπειτα κινήθηκε για την κατάκτηση της Βαβυλώνας και των Σούσων, που παραδόθηκαν άνευ όρων χωρίς αντίσταση. Το χειμώνα του 330, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την Περσέπολη, βρίσκοντας αντίσταση στη Μάχη των Περσίδων Πυλών, τις οποίες υπερασπίστηκε ο ήρωας Αριοβαρζάνης (έζησε 386-330 π.Χ.) και τη αδελφή του Γιουτάμπ (πέθανε το 330 π.Χ.) ως επικεφαλείς των Περσικών δυνάμεων. Ο Αλέξανδρος του νίκησε και κατέλαβε την Περσέπολη, την οποία και αργότερα πυρπόλησε.

Σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη (και άλλες αρχαίες πηγές), έβαλε τη φωτιά που κατέστρεψε το κύριο ανάκτορο και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης ως αντίποινα για τον εμπρησμό της Ακρόπολης κατά την Περσική εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα το 480 π.Χ. Αυτή η πράξη λεγόταν ότι υποκινήθηκε στη διάρκεια ενός συμποσίου και σε καθεστώς μέθης από τη Θαΐδα, την Αθηναία ερωμένη του στρατηγού Πτολεμαίου, υποστηρίζοντας ότι η δέουσα εκδίκηση για την πόλη ήταν να καεί «από χέρια γυναικών» και λέγεται ότι έριξε το δαυλό της αμέσως μετά τον Αλέξανδρο που πέταξε τον πρώτο.

Το καλοκαίρι του 330 π.Χ., ο Δαρείος Γ΄ δολοφονήθηκε από τον στρατηγό και εξάδελφό του Βήσσο, μια πράξη που ο Αλέξανδρος ειπώθηκε ότι αποδοκίμασε. Στη σωρό του Δαρείου συμπεριφέρθηκαν με το μεγαλύτερο σεβασμό, όπως και στα μέλη της οικογένειάς του που επιβίωσαν. Ο Αλέξανδρος αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ασίας και συνέχισε τις κατακτήσεις του, προχωρώντας στην περιοχή του σημερινού Αφγανιστάν. Το 329 π.Χ. ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας Εσχάτης στον ποταμό Ιαξάρτη, κατέστρεψε την Κυρόπολη και νίκησε τους Σκύθες στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας. Μεταξύ του φθινοπώρου του 330 π.Χ. και της άνοιξης του 327 π.Χ., εκστράτευσε εναντίον της Βακτριανής και της Σογδιανής με δύσκολες μάχες στις οποίες νίκησε όπως και σε κάθε συμπλοκή μέχρι τότε. Ο Βήσσος συνελήφθη και εκτελέστηκε για την προδοσία έναντι του πρώην βασιλιά του για να σταλεί το μήνυμα ότι η απιστία αυτού του είδους δεν θα επιβραβευόταν.

Ο Αλέξανδρος ίδρυσε πολλές πόλεις που έφεραν το όνομά του κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου για να προβάλει τη δημόσια εικόνα του όχι μόνο ως «ελευθερωτής» αλλά και ως θεός και υιοθέτησε τον τίτλο Σαχανσάχ (Shahanshah, «Βασιλεύς των Βασιλέων») που χρησιμοποιούνταν από τους ηγεμόνες της Πρώτης Περσικής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με αυτό το καθεστώς, ο Αλέξανδρος εισήγαγε το Περσικό έθιμο της προσκύνησης στο στρατό, αναγκάζοντας όσους του απευθύνονταν πρώτα να γονατίζουν και να του φιλούν το χέρι.

Ο Μακεδονικός στρατός άρχισε να αισθάνεται σταδιακά άβολα με τα φαινόμενα της θεοποίησης και της υιοθέτησης των Περσικών εθίμων από την πλευρά του Αλεξάνδρου. Καταστρώθηκαν σχέδια δολοφονίας (ιδιαίτερα το 327 π.Χ.), αποκαλύφθηκαν και οι συνωμότες εκτελέστηκαν, ακόμα και αν ήταν παλιοί φίλοι. Ο Καλλισθένης έγινε ένας εξ αυτών όταν ενεπλάκη σε συνωμοσία. Ο Κλείτος, που είχε σώσει τη ζωή του Αλεξάνδρου στη Μάχη του Γρανικού, θα είχε το ίδιο τέλος. Γύρω στο 327 π.Χ., θα πέθαιναν τόσο ο Καλλισθένης όσο και ο Κλείτος, σε διαφορετικές περιστάσεις, κατηγορούμενοι για προδοσία και αμφισβήτηση της εξουσίας του Αλεξάνδρου αντίστοιχα.

Η συνήθεια του Αλεξάνδρου να πίνει υπερβολικά ήταν γνωστή και σίγουρα στην περίπτωση του θανάτου του Κλείτου επηρέασε καθοριστικά τον φόνο του. Ο Κλείτος και ο Καλλισθένης δεν δίσταζαν να εκφράσουν την κριτική τους για την υιοθέτηση των Περσικών εθίμων από τον Αλέξανδρο. Παρότι είχε τεράστιες ικανότητες στη διπλωματία και στη μεταχείριση των λαών που κατακτούσε και των ηγετών τους, ο Αλέξανδρος δεν φημίζονταν για την ανοχή του απέναντι στις προσωπικές απόψεις που δεν συμφωνούσαν με τη δική του και αυτή η έλλειψη ανεκτικότητας εκτραχύνονταν από το ποτό. Ο θάνατος του Κλείτου ήταν άμεσος, από ένα ακόντιο που εκσφενδόνισε ο Αλέξανδρος, ενώ ο Καλλισθένης φυλακίστηκε και πέθανε έγκλειστος.

Map of Alexander the Great's Conquests
Χάρτης των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου
US Military Academy (Public Domain)

Ινδία και Ανταρσία

Το 327 π.Χ., με την Περσική Αυτοκρατορία να έχει περάσει σταθερά υπό τον έλεγχό του και νεόνυμφος με τη Βακτριανή πριγκίπισσα Ρωξάνη (έζησε περίπου 340-περίπου 310 π.Χ.), ο Αλέξανδρος έστρεψε την προσοχή του στην Ινδία. Έχοντας ακούσει τα κατορθώματα του σπουδαίου Μακεδόνα στρατηγού, ο Ινδός Βασιλιάς Όμφις της Ταξίλης παρέδωσε την εξουσία του αμαχητί, αλλά οι φυλές των Ασπασίων και των Ασσακηνών αντιστάθηκαν σθεναρά. Με μάχες κατά το 327 π.Χ. και μέσα στο 326 π.Χ., ο Αλέξανδρος υπέταξε αυτές τις φυλές και τελικά συνάντησε το βασιλιά Πώρο της Παυράνα στη μάχη του ποταμού Ύδασπη το 326 π.Χ.

Ο Πώρος αντιμετώπισε τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου με ελέφαντες και πολέμησε τόσο γενναία με το στρατό του, ώστε, αφότου νικήθηκε, ο Αλέξανδρος τον όρισε κυβερνήτη μιας περιοχής μεγαλύτερης από εκείνη που διατηρούσε πρωτύτερα. Το άλογο του Αλεξάνδρου, ο Βουκεφάλας, σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη και ο Αλέξανδρος ονόμασε προς τιμήν του τη μία από τις δύο πόλεις που ίδρυσε μετά τη μάχη (Βουκεφάλεια).

Ο Αλέξανδρος σκόπευε να προχωρήσει και να διαβεί τον ποταμό Γάγγη, για να συνεχίσει περεταίρω τις κατακτήσεις, αλλά τα στρατεύματά του, εξαντλημένα από τη σκληρή μάχη με τον Πώρο (στην οποία σύμφωνα με τον Αρριανό έχασε 1.000 άνδρες), έκαναν ανταρσία το 326 π.Χ. και αρνήθηκε να κινηθούν παραπέρα. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να μεταπείσει τους άνδρες του αλλά δεν τα κατάφερε και τελικά συγκατάνευσε στην επιθυμία τους. Χώρισε στα δύο το στρατό του, στέλνοντας τον μισό πίσω στα Σούσα δια θαλάσσης, υπό την ηγεσία του Ναυάρχου Νεάρχου, μέσω του Περσικού Κόλπου, και το άλλο μισό προχώρησε δια ξηράς από την έρημο της Γεδρωσίας το 325 π.Χ., σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο μετά την ανταρσία των στρατευμάτων του.

Το σκεπτικό πίσω από αυτή την απόφαση , τόσο για την καθυστέρηση της αποχώρησης μετά την ανταρσία, όσο και για τον τρόπο που εκτελέστηκε είναι ακόμα ασαφές και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης για τους ιστορικούς. Παρότι είχε εγκαταλείψει την κατάκτηση της Ινδίας, χρονοτριβούσε στην πορεία του για να καθυποτάξει τις εχθρικές φυλές που συναντούσε στο πέρασμά του. Η αφιλόξενη έρημος και οι στρατιωτικές διενέξεις έφεραν βαρύ απολογισμό στο στράτευμά του και όταν έφτασε στα Σούσα το 324 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε υποστεί σημαντικές απώλειες.

Με την επιστροφή του, ανακάλυψε ότι πολλοί από τους σατράπες, στους οποίους είχε εμπιστευτεί τη διακυβέρνηση, είχαν προβεί σε καταχρήσεις εξουσίας και έτσι τους εκτέλεσε, όπως και εκείνους που βανδάλισαν τον τάφο του Κύρου του Μέγα (βασίλευσε περίπου 550-530 π.Χ.) στις Πασαργάδες, την παλιά πρωτεύουσα. Ο τάφος αποκαταστάθηκε και έλαβε επιπλέον μέτρα για την ενσωμάτωση των λαών της περιοχής στο στρατό και τη ανάμειξη των πολιτισμών της Περσίας και της Μακεδονίας.

Ο Αλέξανδρος οργάνωσε έναν μαζικό γάμο στα Σούσα το 324 π.Χ., στον οποίο νύμφευσε μέλη του ανώτερου επιτελείου του με Περσίδες πριγκίπισσες και αριστοκράτισσες ενώ ο ίδιος νυμφεύθηκε μια κόρη του Δαρείου Γ΄ για να ταυτιστεί ακόμα περισσότερο ο ίδιος με την Περσική βασιλεία. Πολλοί από το στρατό του είχαν αντιρρήσεις για την πολιτισμική μίξη και δέχονταν αυξανόμενη κριτική για την υιοθέτηση Περσικής ενδυμασίας και τρόπων, των οποίων είχε δεχθεί την επίδραση ήδη από το 329 π.Χ. Επίσης αντιδρούσαν στην προαγωγή των Περσών έναντι των Μακεδόνων στο στρατό και στην εντολή συγχώνευσης Περσικών και Μακεδονικών μονάδων. Ο Αλέξανδρος απάντησε διορίζοντας Πέρσες σε εξέχουσες θέσεις του στρατού και απέδωσε παραδοσιακούς τίτλους και τιμές σε Περσικές μονάδες.

Τα στρατεύματά του υποχώρησαν και υπόκυψαν στις επιθυμίες του Αλεξάνδρου και σε μια κίνηση καλής θέλησης επέστρεψε τους τίτλους στους Μακεδόνες και διέταξε την οργάνωση μιας μεγάλης δημόσιας γιορτής κατά την οποία δείπνησε και ήπιε με το στρατό. Είχε ήδη εγκαταλείψει το έθιμο της προσκυνήσεως ως σημείο υποταγής των ανδρών του, όμως συνέχιζε να συμπεριφέρεται περισσότερο ως Πέρσης παρά ως Μακεδόνας βασιλιάς.

Περίπου την ίδια περίοδο, το 324 π.Χ., ο δια βίου φίλος του, πιθανώς εραστής του και δεύτερος στην ιεραρχία, ο Ηφαιστίωνας, πεθαίνει από έναν πυρετό, παρότι κάποιες αναφορές υποθέτουν ότι ενδεχομένως δηλητηριάστηκε. Ο ισχυρισμός ότι ο Αλέξανδρος ήταν ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος υποστηρίζεται από βιογραφίες που εμφανίστηκαν μετά το θάνατό του και ο Ηφαιστίων συνήθως επισημαίνεται τόσο ως ο εραστής όσο και ως ο στενότερός του φίλος. Όλες οι αναφορές των ιστορικών για την αντίδραση του Αλεξάνδρου σε αυτό το γεγονός συμφωνούν ότι η θλίψη του ήταν αφόρητη.

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι ο Αλέξανδρος κατέσφαξε τους Κοσσαίους μιας γειτονικής πόλης ως θυσία για το χαμό του φίλου του και ο Αρριανός γράφει ότι εκτέλεσε το γιατρό του Ηφαιστίωνα για την αποτυχία του να τον θεραπεύσει. Ο χαίτες και οι ουρές των αλόγων κουρεύτηκαν σε ένδειξη πένθους και ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να προαχθεί κάποιος άλλος στη θέση του Ηφαιστίωνα ως διοικητής του ιππικού. Απείχε από τη βρώση και την πόση και ανακήρυξε μία περίοδο πένθους σε ολόκληρη την αυτοκρατορία του και νεκρώσιμες τελετές που συνήθως αφορούσαν βασιλείς.

Ο Θάνατος του Αλεξάνδρου

Ενώ ακόμα πενθούσε για το θάνατο του Ηφαιστίωνα, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. με σχέδια για την επέκταση της αυτοκρατορίας του αλλά δεν θα τα πραγματοποιούσε ποτέ. Πέθανε στη Βαβυλώνα σε ηλικία 32 ετών στις 10 ή στις 11 Ιουνίου του 323 π.Χ. μετά από υψηλό πυρετό δέκα ημερών. Οι θεωρίες για την αιτία του θανάτου του εκτείνονται από τη δηλητηρίαση ως την ελονοσία, τη μηνιγγίτιδα ή τη λοίμωξη από τη κατανάλωση μολυσμένου νερού, μεταξύ άλλων.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι 14 ημέρες πριν το θάνατό του ο Αλέξανδρος διασκέδαζε με τον ναύαρχο του στόλου του Νέαρχο και το φίλο του Μήδιο από τη Λάρισα, με μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, έπειτα από την οποία ανέβασε τον πυρετό από τον οποίο δεν συνήλθε ποτέ. Όταν ρωτήθηκε ποιος θα έπρεπε να τον διαδεχθεί, ο Αλέξανδρος αποκρίθηκε «ο ισχυρότερος», απάντηση που οδήγησε την αυτοκρατορία του στη διαίρεση ανάμεσα σε τέσσερεις στρατηγούς του: τον Κάσσανδρο, τον Πτολεμαίο, τον Αντίγονο και τον Σέλευκο (γνωστοί και ως Διάδοχοι).

Alexander Sarcophagus (detail)
Ο Αλέξανδρος σε Σαρκοφάγο (λεπτομέρεια)
Carole Raddato (CC BY-SA)

Ο Πλούταρχος και ο Αρριανός, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι παρέδωσε τη βασιλεία του στον Περδίκκα, τον φίλο του Ηφαιστίωνα με τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε μεταφέρει τη σωρό του φίλου του στην κηδεία του στη Βαβυλώνα. Ο Περδίκκας ήταν επίσης φίλος του Αλεξάνδρου, σωματοφύλακάς του και ακόλουθος ιππέας και θα ήταν λογικό, αν λάβουμε υπόψιν τη συνήθεια του Αλεξάνδρου να επιβραβεύει εκείνους που μοιράζονταν τις ίδιες προτιμήσεις, να επιλέξει τον Περδίκκα μεταξύ των υπολοίπων. Όμως, ότι και αν είχε συμβεί, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι στρατηγοί αγνόησαν τις επιθυμίες του και ο Περδίκκας δολοφονήθηκε το 321 π.Χ.

Οι Διάδοχοι

Ο παλιός σύντροφός του Κάσσανδρος θα διέταζε την εκτέλεση της συζύγου του Αλεξάνδρου Ρωξάνης, του γιου του και της μητέρας του Ολυμπιάδας για να εδραιώσει την εξουσία του ως νέος Βασιλιάς της Μακεδονίας (έναν τίτλο που αργότερα θα έχανε από τον Αντίγονο Α΄ και τους διαδόχους του). Ο Πτολεμαίος Α΄ λέγεται ότι είχε κλέψει τη σωρό του Αλεξάνδρου ενώ βρισκόταν καθοδόν για τη Μακεδονία και τη μετέφερε στην Αίγυπτο ελπίζοντας να εκπληρωθεί η προφητεία ότι η γη που θα ενταφιαζόταν θα γινόταν εύφορη και ακατάκτητη. Θα ίδρυε την Πτολεμαϊκή Δυναστεία στην Αίγυπτο που θα διατηρούνταν μέχρι το 30 π.Χ., με το θάνατο της διαδόχου του Κλεοπάτρας 0Ζ΄ (έζησε 69-30 π.Χ.).

Ο Σέλευκος ίδρυσε τη Σελευκιδική Αυτοκρατορία (312-63 π.Χ.), που περιλάμβανε τη Μεσοποταμία, την Ανατολία και τμήματα της Ινδίας και θα ήταν ο τελευταίος εν ζωή από τους Διαδόχους μετά από 40 χρόνια ακατάπαυστων πολέμων ανάμεσα στους ίδιους και στους επιγόνους τους. Έγινε γνωστός ως Σέλευκος Α΄ Νικάτωρ (ο ακατάκτητος, βασίλευσε 305-281 π.Χ.). Κανένας από τους στρατηγούς του Αλεξάνδρου δεν διέθετε τη φυσική ευφυΐα, την κατανόηση των ζητημάτων ή τη στρατηγική του μεγαλοφυΐα αλλά, ακόμα και έτσι, θα ιδρύονταν δυναστείες οι οποίες, με κάποιες εξαιρέσεις, θα κυβερνούσαν τις περιοχές που τους αναλογούσαν μέχρι την άφιξη της Ρώμης.

Η επίδρασή τους στις περιοχές που έλεγχαν γέννησε αυτό που αποκαλούν οι ιστορικοί Ελληνιστική Περίοδο κατά την οποία η Ελληνική σκέψη και κουλτούρα συνδέθηκε με τις αυτές του τοπικού πληθυσμού. Σύμφωνα με το Διόδωρο Σικελιώτη μια από τις προθέσεις του Αλεξάνδρου ήταν η δημιουργία μιας ενοποιημένης αυτοκρατορίας αποτελούμενη από πρώην εχθρούς. Οι άνθρωποι από τη Μέση Ανατολή ενθαρρύνονταν να παντρευτούν ανθρώπους από την Ευρώπη και το αντίστροφο. Με αυτό τον τρόπο θα υιοθετούνταν η νέα Ελληνιστική κουλτούρα από όλους. Παρότι οι Διάδοχοι απέτυχαν να εκπληρώσουν ειρηνικά τις επιθυμίες του, μέσω του Εξελληνισμού των αυτοκρατοριών τους συνεισέφεραν στο όνειρο του Αλεξάνδρου για πολιτισμική ενότητα, έστω και αν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ πλήρως.

σχετικά με το μεταφραστή

Constantinos Chaviaras
Σπουδάζω στο ΕΑΠ περί Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Τυχερός που έπιασα φιλίες με την ιστορία και ακόμα δεν έχει βαρεθεί τις ερωτήσεις μου

σχετικά με το συγγραφέα

Joshua J. Mark
Ανεξάρτητος συγγραφέας και πρώην καθηγητής Φιλοσοφίας μερικής απασχόλησης στο Marist College της Ν. Υόρκης. Ο Joshua J. Mark έχει ζήσει στην Ελλάδα και τη Γερμανία και έχει ταξιδέψει εκτενώς στην Αίγυπτο. Έχει διδάξει ιστορία, έκθεση, λογοτεχνία, και φιλοσοφία σε πανεπιστημιακό επίπεδο.

Αναφέρετε αυτή την εργασία

Στυλ APA

Mark, J. J. (2013, November 14). Αλέξανδρος ο Μέγας [Alexander the Great]. (C. Chaviaras, Μεταφραστής). World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε από https://www.worldhistory.org/trans/el/1-265/u/

Στυλ Σικάγο

Mark, Joshua J.. "Αλέξανδρος ο Μέγας." Μεταφράστηκε από Constantinos Chaviaras. World History Encyclopedia. Τελευταία τροποποίηση November 14, 2013. https://www.worldhistory.org/trans/el/1-265/u/.

Στυλ MLA

Mark, Joshua J.. "Αλέξανδρος ο Μέγας." Μεταφράστηκε από Constantinos Chaviaras. World History Encyclopedia. World History Encyclopedia, 14 Nov 2013. Ιστοσελίδα. 25 Dec 2024.