Ουδείς γνωρίζει που βρισκόταν η πόλη της Ακκάδ, πώς αναδείχθηκε σε σπουδαιότητα, η πώς, ακριβώς, έπεσε· κι όμως κάποτε υπήρξε η έδρα της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας, η οποία κυβερνούσε μια απέραντη έκταση της περιοχής της αρχαίας Μεσοποταμίας. Είναι γνωστό ότι η Ακκάδ (γνωστή επίσης ως Αγάδη) ήταν μια πόλη τοποθετημένη κατά μήκος της δυτικής όχθης του Ευφράτη ποταμού, πιθανόν μεταξύ των πόλεων Σιππάρ και Κις (ή, ίσως, μεταξύ των πόλεων Μάρι και Βαβυλώνας, ή, ακόμη, κάπου αλλού κατά μήκος του Ευφράτη). Σύμφωνα με τον μύθο, είχε χτιστεί από τον βασιλιά Σαργών τον Μέγα (βασίλευσε 2334-2279 π.Χ.), ο οποίος ενοποίησε τη Μεσοποταμία υπό την εξουσία της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας του και έθεσε το πρότυπο για μελλοντικές μορφές διακυβέρνησης στη Μεσοποταμία. Ο Σαργών (ή οι γραφείς του) υποστήριξε ότι η Ακκαδική αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον Περσικό κόλπο, διαμέσου του σημερινού Κουβέιτ, Ιράκ, Ιορδανίας, Συρίας (πιθανόν Λιβάνου), διαμέσου του κατώτερου μέρους της Μικράς Ασίας, έως τη Μεσόγειο Θάλασσα και την Κύπρο (υπάρχει μάλιστα ένας ισχυρισμός ότι εκτεινόταν μέχρι την Κρήτη στο Αιγαίο). Ενώ το μέγεθος και το εύρος της αυτοκρατορίας που βασιζόταν στην Ακκάδ είναι υπό αμφισβήτηση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σαργών ο Μέγας δημιούργησε την πρώτη πολυεθνική αυτοκρατορία στον κόσμο.
Ο βασιλιάς της Ουρούκ και η άνοδος του Σαργών
Η γλώσσα της πόλης, τα ακκαδικά, χρησιμοποιούνταν ήδη πριν την άνοδο της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας (ειδικά στην πλούσια πόλη του Μάρι, όπου εκτενείς επιγραφές σε σφηνοειδή γραφή έχουν συμβάλει στην αποσαφήνιση γεγονότων για τους μεταγενέστερους ιστορικούς), και είναι πιθανόν ότι ο Σαργών αποκατέστησε την Ακκάδ, παρά την έκτισε. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σαργών δεν ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που είχε ενώσει τις διαφορετικές πόλεις και φυλές υπό ενιαία κυριαρχία. Ο βασιλιάς της Ουρούκ Λούγκαλ-Ζαγκέ-Σι, το είχε ήδη κατορθώσει, μολονότι σε μικρότερη κλίμακα, κάτω από τη δική του εξουσία. Αυτός ηττήθηκε από τον Σαργών, ο οποίος, βελτιώνοντας το μοντέλο που του δόθηκε από την Ουρούκ, έκανε τη δική του δυναστεία μεγαλύτερη και ισχυρότερη. Η ιστορικός Γκουέντολιν Λέικ γράφει, «σύμφωνα με τις δικές του επιγραφές, αυτός [Σαργών] εκστράτευσε εκτεταμένα πέρα από τη Μεσοποταμία και εξασφάλισε πρόσβαση σε όλες τις μεγάλες εμπορικές οδούς, από τη θάλασσα και την ξηρά» (8). Αν και ο Λούγκαλ-Ζαγκέ-Σι είχε κατορθώσει να υποτάξει τις πόλεις του Σουμέρ, ο Σαργών στόχευε να κατακτήσει τον γνωστό κόσμο. Ο ιστορικός Ντουράντ γράφει:
Σε ανατολή και δύση, σε βορρά και νότο, ο δυνατός πολεμιστής βάδισε, κυριεύοντας το Ελάμ, πλένοντας τα όπλα του σε συμβολικό θρίαμβο στον Περσικό Κόλπο, διασχίζοντας τη δυτική Ασία, φθάνοντας στη Μεσόγειο, και ιδρύοντας την πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία στην ιστορία." (121-122)
Αυτή η αυτοκρατορία σταθεροποίησε την περιοχή της Μεσοποταμίας και επέτρεψε την ανάπτυξη της τέχνης, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, την πρόοδο στη γεωργία, και τη θρησκεία. Σύμφωνα με τον Κατάλογο των Βασιλέων των Σουμερίων, υπήρξαν πέντε ηγεμόνες της Ακκάδ: Σαργών, Ρίμους, Μανιστούσου, Νάραμ-Σιν (επίσης γνωστός ως Νάραμ-Σουέν), και Σαρ-Καλί-Σάρι, οι οποίοι διατήρησαν την εξουσία για 142 χρόνια πριν αυτή καταρρεύσει. Σε αυτά τα χρόνια τα Ακκαδικά αντικατέστησαν τα Σουμεριακά ως την επίσημη γλώσσα, εκτός από τις ιερές λειτουργίες, και η Ακκαδική ενδυμασία, γραφή και θρησκευτικές πρακτικές διείσδυσαν στις συνήθειες των κατεκτημένων λαών της περιοχής. Μία λεπτομερής κατανόηση της ανόδου και της πτώσης της Ακκάδ (μιλώντας σχετικά) αποκτάται καλύτερα μέσα από την εξέταση των ηγεμόνων της πόλης και της αυτοκρατορίας που εκείνοι διατηρούσαν.
Η βασιλεία του Σαργών
Ο Σαργών ο Α΄ είτε θεμελίωσε είτε αποκατέστησε την πόλη της Ακκάδ και βασίλευσε από το 2334 έως το 2279 π.Χ. Κυρίευσε αυτό που αποκάλεσε «οι τέσσερεις γωνιές του σύμπαντος» και διατήρησε την τάξη στην αυτοκρατορία του μέσω επαναλαμβανόμενων εκστρατειών, Αυτή η σταθερότητα που παρεχόταν από την αυτοκρατορία αυτή συνέβαλε στην κατασκευή δρόμων, στη βελτίωση της άρδευσης, σε μια πιο εκτεταμένη σφαίρα επιρροής στο εμπόριο, όπως επίσης και στις προαναφερθείσες εξελίξεις στις τέχνες και στις επιστήμες. Η Ακκαδική Αυτοκρατορία δημιούργησε το πρώτο ταχυδρομικό σύστημα, όπου πήλινες πλάκες γραμμένες στην σφηνοειδή γραφή τυλίγονταν σε εξωτερικούς πήλινους φακέλους, σημαδεμένους με το όνομα και τη διεύθυνση του παραλήπτη και τη σφραγίδα του επιστολέα. Αυτές οι επιστολές δεν ήταν δυνατόν να ανοιχθούν, παρά μόνο από το άτομο για το οποίο προορίζονταν, διότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανοιχθεί ο πήλινος φάκελος εκτός από το σπάσιμό του.
Για να διατηρήσει την παρουσία του σε όλη την αυτοκρατορία, ο Σαργών τοποθέτησε στρατηγικά τους καλύτερους και πιο έμπιστους άνδρες σε θέσεις ισχύος στις διάφορες πόλεις. Οι «πολίτες της Ακκάδ», όπως τους ονομάζει ένα ύστερο Βαβυλωνιακό κείμενο, ήταν οι κυβερνήτες και οι διαχειριστές σε περισσότερες από 65 διαφορετικές πόλεις. Ο Σαργών, επίσης, τοποθέτησε έξυπνα την κόρη του, Ενχεντουάννα, ως Υψηλή Ιέρεια της Ιννάνα στην Ουρ και, μέσω αυτής, φαίνεται να είχε κατορθώσει να χειραγωγήσει θρησκευτικά/πολιτισμικά θέματα από μακριά. Η Ενχεντουάννα αναγνωρίζεται σήμερα ως ο πρώτος στον κόσμο συγγραφέας αναγνωρισμένος με το όνομά του και, απ’ όσα είναι γνωστά για τη ζωή της, φαίνεται να είχε υπάρξει μια πολύ ικανή και ισχυρή ιέρεια, πέρα από το ότι είχε συνθέσει τους εντυπωσιακούς της ύμνους στην Ιννάνα.
Οι διάδοχοι του Σαργών: Ριμούς και Μανιστουσού
Ο Σαργών βασίλευσε για 56 έτη και μετά τον θάνατό του τον διαδέχθηκε ο γιός του Ριμούς (βασίλευσε 2279-2271 π.Χ.), ο οποίος διατήρησε τις πολιτικές του πατέρα του πιστά. Οι πόλεις επαναστάτησαν μετά τον θάνατο του Σαργών και ο Ριμούς πέρασε τα πρώτα έτη της βασιλεία τους αποκαθιστώντας την τάξη. Εκστράτευσε κατά του Ελάμ, το οποίο νίκησε, και υποστήριξε σε μια επιγραφή πως έφερε μεγάλα πλούτη πίσω στην Ακκάδ. Βασίλευσε μόνο για εννέα χρόνια προτού πεθάνει και τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Μανιστουσού (βασίλευσε 2271-2261 π.Χ.). Υπάρχουν ορισμένες εικασίες ότι ο Μανιστουσού προκάλεσε τον θάνατο του αδερφού του για να κερδίσει τον θρόνο.
Η ιστορία επαναλήφθηκε μετά τον θάνατο του Ριμούς και ο Μανιστουσού αναγκάστηκε να καταστείλει επαναστάσεις σε όλη την έκταση την αυτοκρατορίας, προτού εμπλακεί στην διακυβέρνηση των εδαφών του. Αύξησε το εμπόριο και, σύμφωνα με τις επιγραφές του, ενεπλάκη σε εμπόριο μακρινών αποστάσεων με την Μαγκάν και την Μελούχχα (πιστεύεται ότι πρόκειται για την Άνω Αίγυπτο και το Σουδάν). Επίσης ανέλαβε μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας και θεωρείται ότι είχε διατάξει την κατασκευή του Ναού της Ιστάρ στην Νινευή, ο οποίος εθεωρείτο ένα πολύ εντυπωσιακό δείγμα αρχιτεκτονικής. Επιπρόσθετα, προχώρησε σε αγροτική μεταρρύθμιση και, απ’ ό,τι είναι γνωστό, έκανε βελτιώσεις στην αυτοκρατορία του πατέρα και του αδερφού του. Τον οβελίσκο του Μανιστουσού, που περιγράφει την διανομή των αγροτεμαχίων, μπορεί κανείς να τον δει στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο θάνατός του είναι κάπως μυστήριος, αλλά, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, μεταξύ τους η Λέικ, «Ο Μανιστουσού σκοτώθηκε από τους αυλικούς του με τις κυλινδρικές σφραγίδες», παρόλο που δεν έχει παρουσιαστεί κάποιο απτό κίνητρο για τον φόνο (111).
Ναράμ-Σιν: Ο μεγαλύτερος από τους Ακκάδιους Βασιλείς
Τον Μανστουσού διαδέχθηκε ο γιός του Ναράμ-Σιν (επίσης Ναράμ-Σουέν), ο οποίος βασίλευσε από το 2261-2224 π.Χ. Όπως ο πατέρας και ο θείος του πριν από αυτόν, ο Ναράμ-Σιν έπρεπε να καταπνίξει επαναστάσεις σε όλη την αυτοκρατορία του, προτού να μπορέσει να ξεκινήσει να κυβερνάει, αλλά, μόλις ξεκίνησε, η αυτοκρατορία άνθισε κάτω από τη βασιλεία του. Στα 36 χρόνια που κυβέρνησε, επέκτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας, διατήρησε την τάξη στο εσωτερικό της, αύξησε το εμπόριο, και εκστράτευσε προσωπικά με τον στρατό του πέρα από τον Περσικό Κόλπο και, πιθανόν, μέχρι και την Αίγυπτο. Η Νικητήρια Στήλη του Ναράμ-Σιν (σήμερα στεγάζεται στο Λούβρο) γιορτάζει τη νίκη του Ακκάδιου μονάρχη πάνω στον Σατούνι, βασιλιά των Λουλλούμπι (μια φυλή στα όρη του Ζάγρου) και απεικονίζει τον Ναράμ-Σιν να ανεβαίνει στο βουνό, πατώντας πάνω στα σώματα των εχθρών του, εικονιζόμενο ως θεό. Όπως ο παππούς του, ανακήρυξε τον εαυτό του «βασιλιά των τεσσάρων γωνιών του σύμπαντος», αλλά, σε μια πιο τολμηρή κίνηση, άρχισε να γράφει το όνομά του με ένα σημάδι που τον παρουσίαζε ως θεό σε ίδιο επίπεδο με οποιονδήποτε θεό στο πάνθεο της Μεσοποταμίας.
Παρόλη την εντυπωσιακή βασιλεία του, η οποία θεωρείται το απόγειο της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας, οι επόμενες γενιές θα τον συσχέτιζαν με την Κατάρα της Αγάδης, ένα λογοτεχνικό κείμενο που αποδίδεται στην Τρίτη Δυναστεία της Ουρ, αλλά το οποίο ίσως είχε γραφεί νωρίτερα. Διηγείται τη συναρπαστική ιστορία της προσπάθειας ενός άνδρα να αποσπάσει μια απάντηση από τους θεούς με τη βία, και ο άνδρας αυτός είναι ο Ναράμ-Σιν. Σύμφωνα με το κείμενο, ο μεγάλος θεός των Σουμερίων Ενλίλ απέσυρε την εύνοιά του από την πόλη της Ακκάδ και, με την πράξη του αυτή, απαγόρευσε στους άλλους θεούς να εισέρχονται στην πόλη και να την ευλογούν άλλο με την παρουσία τους. Ο Ναράμ-Σιν δεν γνωρίζει τις μπορεί να έχει πράξει, για να υφίσταται τη δυσμένεια αυτή και έτσι προσεύχεται, ζητάει θεϊκά σημάδια και οιωνούς, και πέφτει σε επταετή κατάθλιψη, καθώς περιμένει την απάντηση από τον θεό. Εν τέλει, κουρασμένος από την αναμονή, παρατάσσει τον στρατό του και προελαύνει προς τον ναό του Ενλίλ στο Εκούρ, στην πόλη της Νιππούρ, τον οποίο καταστρέφει. Αυτός «τοποθετεί τα φτυάρια του απέναντι στις ρίζες του, τα τσεκούρια απέναντι στα θεμέλια μέχρις ότου ο ναός, σαν νεκρός στρατιώτης, σωριάζεται πρηνής» (Λέικ, 106). Αυτή η επίθεση, φυσικά, προκαλεί την οργή όχι μόνο του Ενλίλ, αλλά και των υπόλοιπων θεών, οι οποίοι στέλνουν τους Γκούτιους «έναν λαό που δεν γνώριζε αυτοσυγκράτηση, με ανθρώπινα ένστικτα, αλλά εξυπνάδα σκύλου και χαρακτηριστικά μαϊμούς» (106) να εισβάλλουν στην Ακκάδ και να τη σαρώσουν. Ακολουθεί εκτεταμένος λιμός μετά την εισβολή των Γκουτίων, οι νεκροί παραμένουν σαπισμένοι στους δρόμους και στα σπίτια, και η πόλη ερειπώνεται και έτσι, σύμφωνα με τον θρύλο, χάνεται η πόλη της Ακκάδ και η Ακκαδική αυτοκρατορία, ένα θύμα της αλαζονείας ενός βασιλιά απέναντι στους θεούς.
Δεν υπάρχει, όμως, καμία ιστορική καταγραφή ότι ο Ναράμ-Σιν κατεδάφισε το Εκούρ στη Νιππούρ με τη βία, ή ότι κατέστρεψε τον ναό του Ενλίλ και πιστεύεται ότι «Η Κατάρα της Αγάδης» ήταν ένα πολύ μεταγενέστερο γραπτό κείμενο, που γράφτηκε για να εκφράσει «μια ιδεολογική ανησυχία για τη σωστή σχέση μεταξύ των θεών και του απόλυτου μονάρχη» (Λέικ, 107), του οποίου ο συγγραφέας επέλεξε την Ακκάδ και τον Ναράμ-Σιν ως θέματα λόγω της θρυλικής τους, μέχρι τότε, υπόστασης. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο Ναράμ-Σιν τιμούσε τους θεούς, είχε τη δική του εικόνα τοποθετημένη πλάι σε εκείνους στους ναούς, και τον διαδέχθηκε ο γιός του, Σαρ-Καλί-Σαρί, ο οποίος βασίλευσε από το 2223-2198 π.Χ.
Η παρακμή της Ακκάδ
Η βασιλεία του Σαρ-Καλί-Σαρί υπήρξε δύσκολη εξαρχής καθότι και αυτός, επίσης, έπρεπε να δαπανήσει πολλές δυνάμεις, για να καταστείλει επαναστάσεις μετά τον θάνατο του πατέρα του, αλλά, αντίθετα με τους προκατόχους του, φαίνεται να μην είχε την ικανότητα να διατηρήσει την τάξη και δεν μπορούσε να εμποδίσει επιπρόσθετες επιθέσεις στην αυτοκρατορία από το εξωτερικό. Η Λέικ γράφει:
Παρά τις προσπάθειές του και τις επιτυχείς στρατιωτικές εκστρατείες, δεν ήταν ικανός να προστατέψει το κράτος του από την αποσύνθεση και, μετά τον θάνατό του, οι γραπτές πηγές στέρεψαν, σε μια περίοδο αυξημένης αναρχίας και σύγχυσης. (159)
Περιέργως, είναι γνωστό ότι το «πιο σημαντικό κατασκευαστικό έργο του ήταν η ανακατασκευή του Ναού του Ενλίλ στη Νιππούρ» και ίσως το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εισβολή των Γκουτίων και τον εκτεταμένο λιμό, οδήγησε στον μεταγενέστερο θρύλο, ο οποίος αναπτύχθηκε στην Κατάρα της Αγάδης. Ο Σαρ-Καλί-Σαρί διεξήγαγε σχεδόν συνεχή πόλεμο κατά των Ελαμιτών, των Αμοριτών και των επιτιθέμενων Γκουτίων, αλλά είναι η εισβολή των Γκουτίων η οποία έχει πιο συχνά σχετιστεί με την κατάρρευση της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας και τη Σκοτεινή Περίοδο που επακολούθησε. Πρόσφατες μελέτες, μολαταύτα, ισχυρίζονται ότι ήταν πιθανότερα η κλιματική αλλαγή που προκάλεσε τον λιμό και, ενδεχομένως, διακοπή στο εμπόριο, αποδυναμώνοντας την αυτοκρατορία σε σημείο που τα είδη εισβολών και επαναστάσεων, τα οποία, στο παρελθόν, συντρίβονταν, δεν ήταν δυνατόν πια να αντιμετωπιστούν με την ίδια ευκολία. Οι δύο τελευταίοι βασιλείς της Ακκάδ μετά τον θάνατο του Σαρ-Καλί-Σαρί, ο Ντουντού, και ο γιός του Σου-Τουρούλ, εξουσίαζαν μόνο την περιοχή γύρω από την πόλη και σπάνια αναφέρονται σε σχέση με την αυτοκρατορία. Όπως με την ανάδυση της πόλης της Ακκάδ, έτσι και η πτώση της είναι ένα αίνιγμα και το μόνο που σήμερα είναι γνωστό είναι ότι, κάποτε, υπήρξε μια τέτοια πόλη, της οποίας οι βασιλείς εξουσίαζαν μια αχανή αυτοκρατορία, την πρώτη αυτοκρατορία στον κόσμο, και έπειτα οδηγήθηκαν στην λησμονιά και στον μύθο.