Οι Σκύθες ήταν νομαδικός λαός του οποίου ο πολιτισμός άνθισε μεταξύ του 7ου και του 3ου αι. π.Χ. σε μια περιοχή που εκτεινόταν κατά μήκος της ευρασιατικής στέπας, από τη Θράκη στα δυτικά έως την Οροσειρά Αλτάι της Μογγολίας στα ανατολικά. Η περιοχή αυτή καλύπτει μια έκταση 2500 μιλίων (4000 χλμ) σε μήκος. Η γεωγραφία των ανοιχτών πεδιάδων, των ερήμων και της δασικής στέπας, όπου περιπλανούνταν, ευνοούσε περισσότερο τον ποιμενικό τρόπο ζωής από τη μόνιμη εγκατάσταση με γεωργική παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, είχαν ελάχιστα αστικά κέντρα και ακολουθούσαν τον νομαδικό τρόπο ζωής: ίππευαν άλογα, φρόντιζαν κοπάδια και ζούσαν σε κλειστές άμαξες.
Προέλευση
Αν και υπάρχει μεγάλη συζήτηση για την προέλευση των Σκυθών, «ο Ηρόδοτος υποστηρίζει και πολλοί σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν, ότι μετακινήθηκαν [δυτικά] από την Ασία στην Ευρώπη μέσω του διαδρόμου της ευρασιατικής στέπας» (A. Yu Alexeyev, Scythians, 23). Ωστόσο, τον 1ο αι. π.Χ., ο Έλληνας ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης, υποστήριξε ότι οι Σκύθες αρχικά μετακινήθηκαν βόρεια από τον ποταμό Αράξη της Αρμενίας. Μια άλλη, σύγχρονη άποψη είναι ότι μετακινήθηκαν νότια «κατά κύματα από τις στέπες Βόλγα – Ουράλη προς την βόρεια Μαύρη Θάλασσα» (A.I. Melyukova, Scythians and Sarmatians, 99). Γράφοντας τον 5ο αι, π.Χ., ο Ηρόδοτος φέρει, επίσης, τους Σαρμάτες να χωρίζονται από τους Σκύθες της Μαύρης Θάλασσας και να κινούνται ανατολικά. Έπειτα, πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Τιβά, στα όρη Αλτάι, δείχνουν εγκατάσταση Σκυθών που χρονολογείται στα τέλη του 9ου αι. π.Χ., υποδηλώνοντας αρχαιότερες ρίζες στην ανατολή. Ωστόσο, καθώς Κινέζοι χρονογράφοι του 1ου αι. μ.Χ. μιλούν για τα κόκκινα μαλλιά και τα μπλε τους μάτια, τα καυκάσια χαρακτηριστικά και η ινδοευρωπαϊκή τους γλώσσα υποστηρίζουν καταγωγή από την Δύση της Εποχής του Χαλκού, πιθανόν από τους Κέλτες.
Λαμβάνοντας υπόψη την ευελιξία κινήσεων που προσφέρει η ευρασιατική στέπα, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πολλές μεταναστεύσεις από διαφορετικές τοποθεσίες καθιστούν δύσκολο τον εντοπισμό της αφετηρίας. Εν τέλει, είναι πολύ πιθανό, μετά από μια αρχική εκτεταμένη εξάπλωση από τη Δύση, να υπήρξαν πράγματι μεταγενέστερες μεταναστεύσεις από πολλά σημεία προέλευσης. Αν και η προέλευσή τους είναι υπό συζήτηση, υπάρχει γενική συναίνεση στον διαχωρισμό των σκυθικών πολιτισμών σε τέσσερις κύριες ομάδες:
- Σκύθες του Πόντου, γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα
- Σαρμάτες, από τη νότια Κασπία Θάλασσα και τις περιοχές των ποταμών Ντον και Βόλγα, στη σημερινή Ρωσία
- Μασσαγέτες, στην έρημο της στέπας της Κεντρικής Ασίας
- Σάκες, στην ανατολική Κεντρική Ασία
Και οι τέσσερις είχαν κοινή πολιτιστική ταυτότητα που εκφραζόταν στον νομαδισμό των πολεμιστών τους, στην μορφή διακυβέρνησης και στην μοναδική τέχνη και ενδυμασία τους.
Οι Σκύθες στον Πόλεμο
Ο σκυθικός πολεμικός εξοπλισμός περιελάμβανε μία ευρεία γκάμα όπλων. Εκτός από το να τοξεύουν ιππεύοντας, χρησιμοποιούσαν και πολεμικά τσεκούρια, απελατίκια, δόρατα, σπαθιά, ασπίδες και για προσωπική προστασία, φολιδωτές πανοπλίες και κράνη. Εξαιτίας της συλλογικής τους ικανότητας να παραμένουν σε κίνηση και του ευέλικτου ιππικού τους, ο Ηρόδοτος λέει για τους Σκύθες ότι «ήταν αήττητοι και δεν μπορούσε ποτέ κανείς να τους βρει» (Ιστορίαι, 4.46). Με τέτοια όπλα και τακτική ικανότητα, δεν είναι παράξενο που πολλά έθνη ζητούσαν συχνά τις στρατιωτικές υπηρεσίες των Σκυθών.
Το 490 π.Χ., Σάκες έφιπποι τοξότες βοήθησαν τους Πέρσες ενάντια στους Έλληνες στη Μάχη του Μαραθώνα και ξανά στη Μάχη των Πλαταιών το 470 π.Χ. Σκύθες πολεμιστές συμμετείχαν επίσης στο στράτευμα του Δαρείου Γ’ (336-330 π.Χ) ενάντια στον Αλέξανδρο τον Μέγα (356-323 π.Χ.) στη Μάχη των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ. Ο Ρωμαίος ιστορικός Αππιανός αναδεικνύει τους «Σκύθες πρίγκιπες» από τη Μαύρη Θάλασσα, ως έχοντες καθοριστική συμβολή στην ήττα του Μιθριδάτη Ζ’ (120-63 π.Χ.) στην Πομπηία το 63 π.Χ. (Μιθριδατικοί Πόλεμοι, 17.119). Επιπλέον, ως ξαδέλφια και γείτονες των Παρθίων, οι Σκύθες προσέτρεξαν σε βοήθεια της Παρθίας, όταν μετά από δυναστικές διαμάχες, ο Πάρθιος βασιλιάς Σανατράκης Α’ (π. 75-69 π.Χ.) εγκαταστάθηκε στον θρόνο με τη συνδρομή των Σκυθών. Σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο, οι Σκύθες διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην εξασφάλιση της Αρμενίας για λογαριασμό της Παρθίας από τον Αρτάβανο Β’ (12-38/41 π.Χ.), που ήταν και ο ίδιος μισός Σκύθης (57.26). Ο Τάκιτος ενισχύει αυτόν τον ισχυρισμό, παρουσιάζοντας τον Αρτάβανο να «συγκεντρώνει βοηθητικό προσωπικό στη Σκυθία» προτού συμμετάσχει στη μάχη (Χρονικά, 6.44.1).
Ωστόσο, οι Σκύθες δεν ήταν μόνο ένας πιθανός ισχυρός σύμμαχος. Την πιο εντυπωσιακή τους νίκη την πέτυχαν, ίσως, ενάντια στην στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. Με μια στρατηγική φθοράς – οδηγούσαν τον εχθρό βαθιά μέσα σε φιλική περιοχή, ώστε να επεκτείνει τις γραμμές ανεφοδιασμού του και στη συνέχεια τον χτυπούσαν με τακτικές αιφνιδιασμού και ενέδρας και τον αποτελείωναν με τα βέλη του ιππικού – οι Σκύθες απέτρεψαν την εισβολή του Δαρείου του Μέγα (π. 522-486 π.Χ.) στα σκυθικά εδάφη. Αυτό τους έδωσε τη φήμη ότι ήταν αήττητοι. Πλέον της επιτυχίας αυτής, ο Ατέας (429-339 π.Χ.), βασιλιάς των Σκυθών του Πόντου, διεύρυνε τα σκυθικά συμφέροντα έως τη Θράκη, επεκτείνοντας τα δυτικά όρια της Σκυθίας από τον Ντον στον Δούναβη.
Μετά την ήττα του Ατέα και τον θάνατό του στα χέρια του Φίλιππου Β’ της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.) το 339 π.Χ και ύστερα από την παγίδευσή τους από τον Αλέξανδρο τον Μέγα στον ποταμό Ιαξάρτη, οι Σκύθες δεν θα ανακτούσαν ποτέ τη φήμη τους ως ανίκητοι. Κι άλλα χτυπήματα ήρθαν όταν όταν οι Σκύθες επιχείρησαν να καταλάβουν το εμπορικό μονοπώλιο των Ελλήνων στην Μαύρη Θάλασσα, επιτιθέμενοι στις αποικίες τους. Σώζοντας την κατάσταση, στο τέλος του 2ου αι. π.Χ., ο Μιθριδάτης ΣΤ’ επέβαλε στους Σκύθες καταστροφική ήττα, όπως θα έκαναν και οι Ρωμαίοι το 63 π.Χ., όταν επιτέθηκαν στη Χερσόνησο. Τελικά, στη διάρκεια του 4ου αι. μ.Χ., οι Σκύθες θα εξαφανίζονταν εντελώς από τα ιστορικά αρχεία, όταν θα συνθλίβονταν από τους Ούνους και θα αφομοιώνονταν από τους Γότθους.
Σκυθική διακυβέρνηση
Αν και ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε Σκύθες «βασιλείς», σε κάποιους ονομαστικά, όπως στους περισσότερους νομαδικούς λαούς, η διοίκηση των Σκυθών ήταν περισσότερο ένας συνασπισμός φυλών και αρχηγών. Η ομοσπονδιακή δομή της Σκυθίας αποκαλύπτεται στην περιγραφή από τον Ηρόδοτο της εισβολής της Περσίας στη Σκυθία, όταν ο Δαρείος χλευάζει τον Σκύθη βασιλιά Ιδάνθυρσο, λέγοντάς του να σταθεί και να πολεμήσει ή να δώσει στον άρχοντά του «γη και ύδωρ». Ο Ιδάνθυρσος απάντησε λέγοντας ότι αυτός δεν ήταν ο τρόπος που πολεμούσαν οι Σκύθες· θα πολεμούσαν με τους δικούς τους όρους. Αλλά, όταν οι άλλοι «Σκύθες βασιλείς» άκουσαν τις απειλές του Δαρείου, εξαγριώθηκαν. Αυτοί οι βασιλείς εφάρμοσαν αμέσως τακτικές αιφνιδιασμού. Στη συνέχεια, επιχείρησαν να καταστρέψουν τη γέφυρα που θα χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες για να διαφύγουν. Αν και δεν κατάφεραν να καταστρέψουν τη γέφυρα, η πρόσκληση των βασιλέων σε συστράτευση, οδήγησε τον Δαρείο σε υποχώρηση (Ιστορίαι, 4.126-142). Τέλος, η αφήγηση του Ηροδότου αποκαλύπτει ότι, ενώ ένας υψηλόβαθμος βασιλιάς ή αρχηγός εκπροσωπούσε το έθνος των Σκυθών στην ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ των επισήμων, άλλοι υπαρχηγοί εξέφραζαν επίσης την γνώμη τους και είχαν λόγο στην εφαρμογή του σχεδίου δράσης.
Εξίσου σημαντική με τη φυλετική οργάνωση, η κοινοτική οργάνωση των στρατευμάτων των Σκυθών θα αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της επιτυχίας τους. Ένα χρυσό κύπελλο του 4ου αι. π.Χ. από το κουργκάν Kul-Oba στην Κριμαία, δείχνει στρατιώτες σε καταυλισμό. Ενόσω δύο από αυτούς, με δόρατα και τόξα σε ετοιμότητα, φαίνεται να σκέφτονται τη μοίρα τους στην επερχόμενη μάχη, κάποιος άλλος δείχνει πώς χορδίζεται ένα τόξο· κάποιος αφαιρεί το δόντι ενός συντρόφου του, ενώ άλλος περιποιείται το πληγωμένο πόδι ενός συμπολεμιστή του. Ένα άλλο ανάγλυφο τεχνούργημα από χρυσό, από το ίδιο κουργκάν, αναδεικνύει ένα κοινό τελετουργικό όπου δύο πολεμιστές πίνουν μαζί από ένα κέρατο. Τέτοιες απεικονίσεις αποκαλύπτουν έναν τρόπο ζωής που στοχεύει να ενσταλάξει μια αίσθηση κοινού σκοπού και συντροφικότητας μεταξύ των στρατιωτών, όπου άτομα που μάχονται για φίλους ενάντια στον εχθρό να δημιουργούν ένα ενιαίο, πιο ανθεκτικό μέτωπο. Ωστόσο, ενώ η αφοσίωση μεταξύ των Σκυθών στρατιωτών ήταν πράγματι ισχυρή, η ομαδική πίστη ήταν προς τη φυλή και τον αρχηγό τους.
Νομαδικός βίος και σκυθική αρχιτεκτονική
Οι Σκύθες δεν είναι γνωστοί για τις υποδομές τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στερούνταν αρχιτεκτονικών τύπων που κάλυπταν τις ανάγκες τους. Αν και πιστεύεται ευρέως ότι ήταν αποκλειστικά νομάδες, ο Ηρόδοτος αναφέρει άλλους δύο τύπους Σκυθών: τους «βασιλικούς» και τους «γεωργούς». Μάλιστα, όντες κάτι περισσότερο από καλλιεργητές επιβίωσης, κάποιοι γεωργοί πουλούσαν ή εξήγαγαν τα προϊόντα τους. Αυτοί, όχι μόνο θα είχαν χτίσει μόνιμες κατοικίες, αλλά εφόσον οι προσπάθειές τους ήταν μάλλον συνεργατικές, θα είχαν αναπτύξει και οικισμούς. Βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, στην περιοχή του σημερινού ποταμού Δνείπερου, ο Ηρόδοτος αναφέρει γεωργούς που κατοικούσαν σε μια γη «τρεις μέρες πορεία» σε πλάτος και «έντεκα μέρες ταξίδι» σε μήκος (Ιστορίαι, 4.17-20). Το μέγεθος αυτής της περιοχής αντικατοπτρίζει μια αυξημένη ζήτηση για προϊόντα σιτηρών. Από αρχιτεκτονική άποψη, τέτοιες επιχειρήσεις θα απαιτούσαν ένα σύστημα αποθηκών για φύλαξη και δρόμους για τη μεταφορά στα σημεία παράδοσης.
Όσο για τους Βασιλικούς Σκύθες, αν και έχουμε την αρχιτεκτονική των θολωτών τάφων τους, που ονομάζονται κουργκάν - προσεκτικά επιχωμένοι τύμβοι με κατακόμβες - φαίνεται επίσης ότι κατοικούσαν με ένα βαθμό μονιμότητας σε οχυρωμένους οικισμούς. Το μέγεθος των χωματουργικών έργων στο οχυρό Bel’sk στην κοιλάδα του Δνείπερου στην Ουκρανία, δεν αντικατοπτρίζει μόνο τη διαχείριση μιας σημαντικής υπερ-κατασκευής (περιμέτρου 20 μιλίων/33 χλμ), αλλά δείχνει και ότι ήταν ένα κέντρο χειροτεχνίας, πλούτου και εκτεταμένου εμπορίου. Ακόμα κι έτσι, όπως δηλώνουν οι αρχαίες πηγές, οι Σκύθες ήταν κυρίως νομάδες. Περισσότερες από μία πηγές αναφέρουν τα σπίτια τους πάνω σε τροχούς. Αυτά τα σπίτια – άμαξες έλκονταν από ομάδες βοδιών και μπορούσαν να έχουν δύο ή τρία δωμάτια. Ανάλογα με την κοινωνική θέση του ενοίκου, δάπεδα και τοιχώματα ήταν πολυτελώς διακοσμημένα. Όταν συγκεντρώνονταν, τα σπίτια – άμαξες έδιναν την εντύπωση μιας πόλης.
Σκυθικός πολιτισμός: Τέχνη, μουσική και ενδυμασία
Πολλά από όσα γνωρίζουμε για τον σκυθικό πολιτισμό προέρχονται από τις πρόσφατες ανακαλύψεις των κουργκάν βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Αν και οι αρχαίες γραπτές πηγές επικεντρώνονται στην νομαδική, πολεμοχαρή φύση τους, τα σκυθικά ταφικά κτερίσματα προσθέτουν άλλο ένα επίπεδο κατανόησης στην αξιοσημείωτη πολιτιστική τους πολυπλοκότητα και την έντονη κοινωνική ζωή. Εκτός από το επίπεδο αρτιότητας των περίτεχνων τεχνουργημάτων από λαμπερό χρυσό, πολλά αντικείμενα διηγούνται την ιστορία μιας ζωής κι έτσι, μια χτένα δεν είναι απλά μια χτένα, αλλά έχει δημιουργηθεί για να δείχνει πολεμιστές σε άγρια μάχη. Ένα περιλαίμιο ή περιτραχήλιο από του κουργκάν Tolstaya Mogila, δείχνει στο πάνω μέρος, με εξαιρετική λεπτομέρεια, σκηνές από την καθημερινή ζωή: το άρμεγμα μιας προβατίνας, δύο άντρες που ράβουν ένα πουκάμισο, μοσχάρια και πουλάρια που θηλάζουν. Αντίθετα, το κάτω μέρος, εικονίζει δραματικές σκηνές θηραμάτων - αρπακτικών, με αιλουροειδή που επιτίθενται σε ένα αρσενικό ελάφι και γρύπες που αρπάζουν άλογα. Ακόμα, σε επιλεγμένα σημεία κοντά στον λαιμό, υπάρχουν μικροσκοπικές κατσίκες, κουνέλια, σκύλοι, ακρίδες και πουλιά.
Τα τεχνουργήματα της Μαύρης Θάλασσας, προσφέρουν μοναδικά και μερικές φορές δραματικά στιγμιότυπα από την σκυθική μόδα, τα ενδιαφέροντα, τις πεποιθήσεις, τις συνήθειες και την καθημερινή ζωή, όσο λίγα ταφικά κτερίσματα. Πολλά από αυτά, όπως το πετραχήλιο, φέρουν σκηνές θηραμάτων – αρπακτικών, ενώ ξαπλωμένες γάτες και ελάφια εμφανίζονται κι αυτά συχνά. Οι σκυθικές καλλιτεχνικές τάσεις κυμαίνονται ανάμεσα στην εξαιρετικά ρεαλιστική «σύλληψη» του αντικειμένου σε δράση και της αφηρημένης απόδοσης της πραγματικότητας. Έτσι, ένα ελάφι ή ένα αιλουροειδές μπορεί να αποδίδεται με ακρίβεια ή να είναι στυλιζαρισμένο με μοναδικό τρόπο.
Ισότιμα με την δημιουργικότητα των χρυσών αντικειμένων τους, «οι παγωμένοι τύμβοι των Αλτάι παρέχουν ασύγκριτες εικόνες από την απαράμιλλη πληθωρικότητα της νομαδικής ενδυμασίας: την αγάπη για τα φωτεινά, αντίθετα χρώματα και τις περίτεχνες διακοσμήσεις που σχηματίζονται με ραφές, κεντήματα και δερμάτινα στολίδια» (Cunliffe, 207). Τα είδη ένδυσης περιλαμβάνουν περίτεχνα διακοσμημένα παπούτσια, περικνημίδες, μανίκια και γυναικείες κάπες με γούνινο τελείωμα. Η περιπλοκότητα των ενδυμάτων τους ήταν εφάμιλλη της συμπάθειάς τους για τα τατουάζ. Οι γνώστες της δερματοστιξίας θα εκτιμούσαν σήμερα την καλλιτεχνική αξία της παράστασης που καλύπτει το χέρι, από τον ώμο ως την παλάμη, ενός μόνο ατόμου του πολιτισμού Πάζιρικ. Αφηρημένες εικόνες με κουλουριασμένες γάτες, ελάφια, κριάρια, αντιλόπες και κατσίκες, έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα.
Επιπλέον, ενώ οι ανακαλύψεις της Μαύρης Θάλασσας αποκαλύπτουν πρακτικές επιλογές, όπως παντελόνια και χιτώνες για ιππείς σε ψυχρά κλίματα, δείχνουν επίσης την αγάπη των Σκυθών για τη μουσική και τον χορό. Κάποια αντικείμενα δείχνουν αισθησιακές χορεύτριες (και πάλι αριστοτεχνικά «αιχμαλωτισμένες» σε κίνηση) να λικνίζονται στη μουσική. Στο κουργκάν της Sachnovka βρέθηκε χρυσό διάδημα που δείχνει έναν άνδρα να παίζει λύρα. Σύριγγες (σ.τ.μ. μουσικό όργανο) φτιαγμένες από οστά πουλιών βρέθηκαν στο κουργκάν 5 στη Skatovka. Σε αρκετούς τάφους στο Πάζιρικ ανακαλύφθηκαν τύμπανα από κέρατα βοδιού, ενώ ένα εκπληκτικό μουσικό όργανο που μοιάζει με άρπα, με τουλάχιστον τέσσερις χορδές, προέρχεται από το κουργκάν 2. Ο Barry Cunliffe το περιγράφει ως εξής: «είναι φτιαγμένο από ένα μοναδικό κοίλο ξύλινο αντηχείο, το μεσαίο τμήμα του σώματος καλύπτεται από ξύλινο καπάκι, ενώ οι μεμβράνες τεντώνονται πάνω από το ανοιχτό μέρος του σώματος» (226-27). Οι ήχοι που παράγονταν από αυτό το όργανο στα χέρια ενός εξειδικευμένου μουσικού, θα πρέπει να ήταν ξεχωριστοί.
Θρησκευτικές ρίζες
Τα ευρήματα των σκυθικών κουργκάν αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, την πίστη στη μετά θάνατον ζωή. Εκτός από αντικείμενα τέχνης, άλλα αντικείμενα που τοποθετούνταν μέσα στους τύμβους της εκλιπούσας ελίτ, περιλαμβάνουν όπλα, πανοπλίες, τμήματα αμαξών, χαλιά, διάφορων ειδών υφάσματα, είδη οικιακής χρήσης, τρόφιμα και κρασί σφραγισμένο σε αμφορείς. Τόση φροντίδα και πρόνοια για τους νεκρούς, αντικατοπτρίζει, όπως σημειώνει η Renate Rolle, «μια προσδοκία για το επέκεινα» (The Scythians, 118).
Όπως σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς, η λατρεία και ο συμβολισμός των φυσικών στοιχείων αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος του συστήματος πεποιθήσεων των Σκυθών. Μέσα την απεραντοσύνη της επίπεδης στέπας στην οποία οδοιπορούσαν, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής θα ήταν ο ουρανός καθώς συναντούσε τη γη στον ορίζοντα. Ένα άλλο επιβλητικό στοιχείο, από το οποίο η στέπα λίγη προστασία προσφέρει, θα ήταν ο ήλιος. Έπειτα, ήταν το στοιχείο της φωτιάς. Παρέχοντας ασφάλεια ενάντια στα άγρια θηρία τη νύχτα και καθημερινή πρακτική χρησιμότητα στο μαγείρεμα και τη μεταλλουργία, η φωτιά στην αρχαιότητα ήταν στοιχειώδους σημασίας και διατηρούσε σημαντική συμβολιστική επιρροή. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι η γη, ο ουρανός και η φωτιά, είχαν ιδιαίτερη θεολογική αξία για τους Σκύθες. Ούτε το γεγονός ότι, απαντώντας στον Δαρείο, ο Ιδάνθυρσος δήλωσε ότι η Εστία (θεά της φωτιάς) και ο Δίας (θεός του ουρανού) ήταν οι μόνοι θεοί στους οποίους θα υποκλινόταν (Ηρόδοτος, Ιστορίαι 4.127.4.).
Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε οκτώ θεότητες που λατρεύονταν από τους Σκύθες. Εκτός από την Εστία και τον Δία, γνωστών στους Σκύθες ως Ταβιτί και Παπαίος, υπήρχε η Απί (μητέρα – γη), ο Γοιτόσυρος (Απόλλων) και η Αργίμπασα (Ουρανία Αφροδίτη). Αν και ο Ηρόδοτος παραλείπει τα σκυθικά ονόματά τους, αναφέρει επίσης τον Ηρακλή, τον Άρη και τον Ποσειδώνα. Οι θεοί αυτοί αντιπροσώπευαν στοιχεία τα οποία ήταν οικεία στους Σκύθες: ο Άρης συνδεόταν με τον πόλεμο και ο Απόλλων με τον ήλιο. Η εικόνα του ουρανού που συναντά τη γη, εκφράστηκε με την πεποίθηση ότι ο θεός του ουρανού Παπαίος ενώθηκε με την Μητέρα Γη και γέννησαν όλους τους άλλους θεούς. Αν και λίγα είναι γνωστά για αυτήν, πιστεύεται ότι το σκυθικό ισοδύναμο της Αφροδίτης ήταν η Αργίμπασα, συγγενής της Άρτι, της ιρανικής θεότητας της υλικής αφθονίας. Τέλος, όσον αφορά ένα θεμελιώδες στοιχείο της στρατιωτικής τους επιτυχίας, το άλογο, ο Ηρόδοτος αναφέρει τον Θαγιμασάδα ως ισοδύναμο του Ποσειδώνα, όμως όχι ως θεό της θάλασσας, αλλά ως προστάτη των αλόγων.
Αν και ο Ηρόδοτος αντιλαμβανόταν την σκυθική πίστη από τη δική του σκοπιά, αυτή του ελληνικού πανθέου, λέει ότι οι Σκύθες δεν είχαν εικόνες, βωμούς ή ναούς. Και πράγματι, τα ευρήματα των κουργκάν αποκαλύπτουν ελάχιστους θεούς και πάλι, σχετίζονται μόνο με την Αργίμπασα, τη μητέρα θεά. Όπως σημειώνει o Cunliffe, «οι θεότητες της ανώτερης τάξης του πανθέου δεν φαίνεται να είχαν ανθρωποποιηθεί, ή τουλάχιστον, δεν είναι γνωστές συγκεκριμένες απεικονίσεις τους» (276).
Οι γυναίκες – πολεμίστριες της Σκυθίας: Η σύνδεση με τις Αμαζόνες
Τέλος, μια συναρπαστική πτυχή της μελέτης της Σκυθίας, είναι ο εξέχων ρόλος που διαδραμάτιζαν οι γυναίκες στην στρατιωτική και πολιτική ζωή του λαού τους. Πρωτόγνωρο μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι είχαν κερδίσει - ως ομάδα - κοινωνικό κύρος ίσο με των ανδρών. Ενώ ο μύθος των Αμαζόνων έφτασε ως τη σύγχρονη λαϊκή παράδοση (Wonder Woman), η ιστορική τους υπόσταση είναι υπό συζήτηση. Η αφήγηση του Ηροδότου περιλαμβάνει την ιστορία μιας ξένης φυλής πολεμιστριών που έφτασαν στις ακτές της Σκυθίας. Ως ομάδα, διατήρησαν την ανεξαρτησία τους, αλλά τελικά συνενώθηκαν με μια ομάδα νεαρών Σκυθών που είχαν σταλεί σε αυτές από τους πρεσβύτερους Σκύθες. Αν και μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες, οι δύο ομάδες ταξίδεψαν ανατολικά και έφτιαξαν δική τους φυλή. Ο Ηρόδοτος υποστηρίζει ότι οι Σαρμάτες ήταν απόγονοι αυτής της ένωσης και μιλούσαν μια υβριδική σκυθική γλώσσα. Επιπλέον, αυτές οι γυναίκες - πολεμίστριες παρέμειναν ανεξάρτητες ακολουθώντας τις αρχαίες παραδόσεις τους, συχνά κυνηγώντας μόνες και πολεμώντας στο πλευρό των ανδρών τους. Απαγόρευαν, επίσης, στις κόρες τους να παντρεύονται πριν να σκοτώσουν έναν άνδρα στη μάχη. (Ιστορίαι, 4.110-117)
Ο Αππιανός επιβεβαιώνει το ανεξάρτητο – πολεμικό στάτους των γυναικών της Σκυθίας. Περιγράφοντας τον θρίαμβο στην Πομπηία για την νίκη της πόλης επί του Μιθριδάτη ΣΤ’, περιλαμβάνει στην πομπή των αιχμαλώτων βασιλέων και στρατηγών, «γυναίκες ηγέτιδες της Σκυθίας» (Μιθριδατικοί Πόλεμοι, 17.116-17). Το γεγονός ότι ο Αππιανός αναφέρεται σε γυναίκες ηγέτιδες, στον πληθυντικό και στον ίδιο χρόνο, δείχνει ένα ευρύ, κοινό και συνεργατικό καθεστώς κυριαρχίας. Επιπρόσθετα, η αναφορά του Ηροδότου στην νίκη της πολεμίστριας βασίλισσας των Σκυθών, Τόμυρις, επί του Κύρου του Μέγα (π. 600-530 π.Χ.) σε μια μάχη αιώνες νωρίτερα, δείχνει και πάλι μια παράδοση γυναικείας κυριαρχίας (Ιστορίαι, 1.205-14).
Η αρχαιολογική μαρτυρία δείχνει, επίσης, καθιερωμένο πολεμικό - αν όχι κυριαρχικό - στάτους για τις γυναίκες της Σκυθίας. Το 1993, στα ανατολικά άκρα της σκυθικής συνομοσπονδίας, στο Ak-Alakha του Υψιπέδου Ουκόκ, στα Όρη Αλτάι, ανασκαφείς ανακάλυψαν τον τόπο ταφής μιας πλούσιας γυναίκας της Σκυθίας. Το γεγονός ότι ήταν η κεντρική φιγούρα της ταφής, θαμμένη με σύμβολα κοινωνικής θέσης και περιτριγυρισμένη από έξι άλογα, την καθιστά μέλος της ανώτερης ελίτ του λαού της. Τέλος, σύμφωνα με τον Cunliffe, στην επικράτεια των Σαρματών, «το ένα πέμπτο των ανασκαμμένων τάφων πολεμιστών που χρονολογούνται από τον πέμπτο έως τον τέταρτο αιώνα, ανήκουν σε γυναίκες, ενώ στην περιοχή των Σκυθών, πάνω από σαράντα ταφές πολεμιστριών είναι γνωστές» (219).