Η ευημερία της πλειονότητας των ελληνικών πόλεων-κρατών βασιζόταν στη γεωργία και στην ικανότητα παραγωγής των απαραίτητων πλεονασμάτων που επέτρεπαν σε ορισμένους πολίτες να εξασκήσουν άλλα επαγγέλματα και άλλες ασχολίες για να δημιουργήσουν μια ποσότητα εξαγόμενων αγαθών που να μπορούν να ανταλλάσσονται με βασικά αγαθά που έλειπαν από την κοινότητα. Τα δημητριακά, οι ελιές και το κρασί ήταν τα τρία παραγόμενα προϊόντα που ταιριάζουν περισσότερο στο μεσογειακό κλίμα. Με τον ελληνικό αποικισμό σε μέρη όπως η Μικρά Ασία και η Μεγάλη Ελλάδα η ελληνική αγροτική πρακτική και τα προϊόντα της εξαπλώθηκαν στη Μεσόγειο.
Ένα δικτυο μικροϊδιοκτησιών
Το κράτος δεν έλεγχε τη γεωργία και η καλλιέργεια της γης καθώς και η εκτροφή των ζώων γινόταν από ιδιώτες στη δική τους γη. Έτσι, η ευρέως διαδεδομένη πρακτική να μην επιτρέπεται σε όσους δεν ήταν πολίτες να κατέχουν γη σήμαινε ότι οι μικρές ιδιοκτησίες ήταν ο κανόνας. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που περιόρισε τη συγχώνευση των κτημάτων με την πάροδο του χρόνου ήταν ότι τα αρσενικά παιδιά γενικά κληρονομούσαν ίσα μερίδια της γης των γονιών τους. Τα αγροκτήματα στην Αθήνα κυμαίνονταν σε μέγεθος από 5 εκτάρια/50 στρέμματα (οι φτωχότεροι πολίτες) έως 5-10 εκτάρια/50-100 στρέμματα (μεσαία τάξη) και 20 εκτάρια/200 στρέμματα (η αριστοκρατία). Στη Σπάρτη τα αγροκτήματα ήταν λίγο μεγαλύτερα κατά μέσο όρο, κυμαινόμενα από 18 εκτάρια/180 στρέμματα για τα μικρότερα έως 44 εκτάρια/440 στρέμματα για αυτά που ανήκαν στους πλουσιότερους πολίτες. Οι φτωχότεροι πολίτες δεν είχαν καθόλου γη και έτσι, αν δεν είχαν άλλες δεξιότητες που είχαν ζήτηση στην κοινότητα, όπως χειροτεχνίες, δούλευαν στη γη άλλων με αμοιβή ή μίσθωναν γη για να την καλλιεργήσουν οι ίδιοι.
Δεν είναι σαφές εάν οι αγρότες ζούσαν πάντα στα αγροκτήματά τους ή διέμεναν στην πόλη και ταξίδευαν κάθε μέρα. Φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι υπήρχε ένα μείγμα και των δύο προσεγγίσεων που πιθανότατα εξαρτιόταν από την τοποθεσία της γης που κληρονομούσε ένα άτομο (δηλαδή η εγγύτητα στην πόλη και η απόσταση από άλλα χωράφια που κατείχε) και την προσωπική του κατάσταση, όπως η δυνατότητα αντέξει οικονομικά σκλάβους (ή είλωτες στην περίπτωση της Σπάρτης) για να καλλιεργούν τη γη.
Καλλιέργειες
Οι καλλιέργειες που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες επιλέγονταν φυσικά για την καταλληλότητά τους στο μεσογειακό κλίμα το οποίο χαρακτηρίζεται από έναν συνδυασμό ξηρών και ζεστών καλοκαιριών με ήπιους χειμώνες με άφθονες βροχοπτώσεις. Ωστόσο, η απουσία κανονικότητας των ετήσιων βροχοπτώσεων σήμαινε ότι οι κακές σοδειές ήταν ένα συνηθισμένο πρόβλημα. Οι κακές σοδειές στο σιτάρι μπορεί να συνέβαιναν κάθε τέσσερα χρόνια και στο κριθάρι μία φορά κάθε δέκα χρόνια λόγω ανεπαρκούς παροχής νερού. Το έδαφος, οι τοπικές καιρικές συνθήκες και η ποιότητα του εδάφους ήταν επίσης παράγοντες που έκαναν ορισμένες περιοχές πιο εύφορες από άλλες. Πράγματι, συνολικά, μόνο το ένα πέμπτο της Ελλάδας αποτελεί καλλιεργήσιμη γη, οπότε η πίεση για την καλύτερη αξιοποίησή της ήταν υψηλή.
Η πιο ευρέως διαδεδομένες καλλιέργειες ήταν το σιτάρι -ιδιαίτερα το δίκοκκο σιτάρι (triticum dicoccum) και το σκληρό σιτάρι (triticum durum) - καθώς και το αποφλοιωμένο κριθάρι (hordeum vulgare). Το κεχρί καλλιεργούνταν σε περιοχές με περισσότερες βροχοπτώσεις. Ο χυλός από κριθάρι και τα κριθαρένια ψωμιά ήταν πιο συνηθισμένα από το σταρένιο ψωμί. Καλλιεργούνταν όσπρια όπως κουκιά, ρεβίθια και φακές. Τα αμπέλια για την παραγωγή κρασιού και οι ελιές για την παραγωγή ελαιόλαδου συμπλήρωναν τα τέσσερα κύρια είδη καλλιεργειών στον ελληνικό κόσμο. Φρούτα (π.χ. σύκα, μήλα, αχλάδια, ρόδια, κυδώνια και μούσμουλα), λαχανικά (π.χ. αγγούρια, κρεμμύδια, σκόρδο) και οι ξηροί καρποί (π.χ. αμύγδαλα και καρύδια) καλλιεργούταν από πολλά νοικοκυριά.
Διαχείριση καλλιεργειών
Το όργωμα και η σπορά γινόταν τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι δεν γίνονταν θρησκευτικές γιορτές ή συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου στην Αθήνα κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης και πολυάσχολης περιόδου. Τα αμπέλια κλαδεύονταν νωρίς την άνοιξη και τα σιτηρά θερίζονταν τον Μάιο-Ιούνιο. Το λίχνισμα, το αλώνισμα και η αποθήκευση γινόταν τον Ιούνιο-Ιούλιο, ενώ ο τρύγος των αμπελιών και το μάζεμα των σύκων τον Σεπτέμβριο. Το φθινόπωρο γινόταν η συγκομιδή των ελιών και η παραγωγή ελαιόλαδου. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα έσπερναν κάποιες πιο ανθεκτικές καλλιέργειες και γινόταν συντήρηση των χωραφιών.
Υπάρχουν ενδείξεις αμειψισποράς και τα χωράφια αφήνονταν σε αγρανάπαυση για να επιτραπεί η αναγέννηση των θρεπτικών συστατικών του εδάφους και η συσσώρευση υγρασίας. Σε πιο πιεστικούς χρόνους, ορισμένα χωράφια χρησιμοποιύνταν συνεχώς καθ' όλη τη διάρκεια του έτους ή πραγματοποιούνταν πολλαπλές καλλιέργειες ταυτόχρονα. Φυτά όπως τα φασόλια και οι φακές καλλιεργούνταν ξανά στο χωράφι για να το λιπάνουν εκ νέου ή τα ζιζάνια τα άφηναν για να αναπτυχθούν ως τροφή για τα ζώα που έβοσκαν. Μικρά χωράφια που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών ποτίζονταν με μικρά κανάλια νερού και στέρνες. Αυλάκια, εάν υπήρχε διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, σκάβονταν γύρω από τα δέντρα για να συγκρατούν το πολύτιμο νερό της βροχής όπου χρειαζόταν περισσότερο.
Ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούνταν στην ελληνική γεωργία ήταν ο βασικός με το σκάψιμο, το ξεχορτάριασμα και το πολλαπλό όργωμα να γίνονται με το χέρι και με τη χρήση ξύλινων ή σιδερένιων άροτρων, με αξίνες και τσάπες (δεν υπήρχαν φτυάρια). Οι πλουσιότεροι αγρότες είχαν βόδια για να βοηθούν στο όργωμα των χωραφιών τους. Τα δρεπάνια χρησιμοποιοούνταν για τη συγκομιδή των καλλιεργειών, οι οποίες στη συνέχεια λιχνίζονταν με τη χρήση ενός επίπεδου φτυαριού και καλαθιών. Στη συνέχεια αλώνιζαν τα σιτάρια σε ένα πέτρινο δάπεδο που το ποδοπατούσαν τα ζώα (και που μπορεί να έσερναν ένα επίπεδο ξύλο, τη δουκάνη, για το σκοπό αυτό). Τα σταφύλια συνθλίβονταν κάτω από τα πόδια σε δεξαμενές ενώ οι ελιές θρυμματίζονταν σε μυλόπετρες.
Κτηνοτροφία
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν εξέτρεφαν μεγάλα κοπάδια ζώων για τη δημιουργία εμπορεύσιμου πλεονάσματος και η εξειδικευμένη κτηνοτροφία, με την αναγκαιότητα της εποχικής μετακίνησης ζώων μεταξύ βοσκοτόπων σε διαφορετικές κλιματικές ζώνες, δεν καταγράφεται μέχρι την Κλασική περίοδο στην Ελλάδα. Ωστόσο, πολλά ιδιωτικά νοικοκυριά εξέτρεφαν έναν μικρό αριθμό ζώων, συνήθως όχι περισσότερα από 50 σε ένα κοπάδι. Σε αυτά περιλαμβάνονταν πρόβατα, κατσίκες, χοίροι, κοτόπουλα και μερικά βοοειδή. Ήταν χρήσιμα για το κρέας τους, το γάλα για την παρασκευή τυριού (σπάνια το έπιναν), τα αυγά, το μαλλί ή το δέρμα και για τη λίπανση της γης. Τα ζώα εκτρέφονταν σε μεγαλύτερους αριθμούς όπου το τοπικό έδαφος δεν ήταν κατάλληλο για τη γεωργία. Αυτά τα ζώα, εκτός από την πρόσβαση που είχαν σε φυσικές περιοχές βόσκησης, τρέφονταν με σανό και άχυρα, μίσχους λαχανικών, πεσμένους και κατεστραμμένους καρπούς και υπολείμματα σταφυλιών και ελιών μετά το πάτημα. Εκτρέφονταν επίσης άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια για τις μεταφορές.
Εμπόριο τροφίμων
Οι περισσότεροι αγρότες παρήγαγαν αρκετά τρόφιμα για τις ανάγκες των οικογενειών τους, αλλά αντάλλασσαν τα πλεονάσματα με είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα που δεν παρήγαν οι ίδιοι, όπως τυρί, μέλι, ψάρια και οστρακοειδή. Μερικοί από τους πλουσιότερους πολίτες με μεγαλύτερα χωράφια παρήγαν εμπορευματικές καλλιέργειες τις οποίες μπορούσαν να διαθέσουν σε μεγάλες ποσότητες στις αγορές. Τα γεωργικά προϊόντα που εμπορεύονταν οι Έλληνες σε αγορές και διαφορετικές πόλεις περιελάμβαναν δημητριακά, κρασί, ελιές, σύκα, όσπρια, χέλια, τυρί, μέλι και κρέας (ιδιαίτερα από αιγοπρόβατα). Από τον 5ο αιώνα π.Χ. το λιμάνι της Αθήνας του Πειραιά έγινε το σημαντικότερο εμπορικό κέντρο στη Μεσόγειο και απέκτησε τη φήμη ως το μέρος όπου μπορούσε να βρει κανείς κάθε είδους αγαθό στην αγορά.
Τα ελληνικά εμπορικά πλοία έπλεαν στη Μεσόγειο και εξήγαν αγαθά σε μέρη όπως η Αίγυπτος, η Μεγάλη Ελλάδα και η Μικρά Ασία. Οι εξαγωγές τροφίμων περιελάμβαναν κρασί, ιδιαίτερα από το Αιγαίο όπως τη Μένδη και την Κω, ελιές και ελαιόλαδο (μεταφερόμενο, όπως το κρασί, σε αμφορείς). Εξάγονταν και υποπροϊόντα όπως δέρματα, ιδιαίτερα από την Εύβοια. Πολλές ελληνικές πόλεις-κράτη συνέχισαν να λειτουργούν ως σημαντικά εμπορικά κέντρα σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, ιδιαίτερα τα λιμάνια ελεύθερου εμπορίου της Αθήνας, της Δήλου και της Ρόδου.
Κρατική παρέμβαση
Η συμμετοχή του κράτους στο εμπόριο και την πώληση αγροτικών προϊόντων ήταν σχετικά περιορισμένη. Ωστόσο, μια αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν τα σιτηρά, τα οποία εισάγονταν από την Αίγυπτο και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, για να μπορεί να διασφαλιστεί ότι σε περιόδους ξηρασίας οι πληθυσμοί δεν λιμοκτονούσαν. Για παράδειγμα, το εμπόριο σιταριού ήταν τόσο ζωτικής σημασίας για τη διατροφή του μεγάλου πληθυσμού της Αθήνας που η αγορά του ελεγχόταν από έναν ειδικό «αγοραστή σιτηρών». Από 470 π.Χ. απαγορεύτηκε η παρεμπόδιση της εισαγωγής σιτηρών, όπως και η επανεξαγωγή τους. Για τους παραβάτες η ποινή ήταν θάνατος.
Οι υπεύθυνοι της αγοράς (αγοράνομοι) εξασφάλιζαν την ποιότητα των εμπορευμάτων που πωλούνταν στις αγορές και τα σιτηρά είχαν τους δικούς τους επόπτες, τους σιτοφύλακες, που ρύθμιζαν ότι οι τιμές και οι ποσότητες ήταν σωστές. Αν και οι πόλεις-κράτη επέβαλαν συχνά φόρους στη διακίνηση αγαθών και εισφορές στις εισαγωγές και εξαγωγές στα λιμάνια, λήφθηκαν επίσης μέτρα για την προστασία του εσωτερικού εμπορίου και πιο βαριά φορολογία αγαθών που προορίζονταν ή έρχονταν από περιοχές εκτός Ελλάδας. Υπήρχαν επίσης εμπορικά κίνητρα όπως στη Θάσο για να ενθαρρύνουν την εξαγωγή του κρασιού τους υψηλής ποιότητας.