Είναι γνωστό ότι η Σικελία, το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, πέρασε μια αρκετά περίπλοκη προϊστορική περίοδο. Τόσο περίπλοκη που είναι δύσκολο να προσανατολιστεί κανείς μέσα στο συνονθύλευμα των λαών που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον στο πέρασμα των αιώνων. Ο αντίκτυπος δύο επιρροών, ωστόσο, παραμένει σαφής: η μία από την Ευρώπη, η οποία προήλθε από τα βορειοδυτικά, και η άλλη από τη Μεσόγειο, η οποία είχε σαφή μεσανατολική προέλευση.
Το μεσογειακό πλαίσιο
Τα τελευταία χρόνια το νησί αποκάλυψε, όπως και άλλα μέρη της Μεσογείου, την παρουσία μικρών μνημείων τύπου ντολμέν, τα οποία εντοπίζονται σχεδόν παντού, τόσο στην ενδοχώρα όσο και στις ακτές. Τέτοια μνημεία, ήδη γνωστά στη Βόρεια Ευρώπη σε μεγαλύτερες διαστάσεις, προκαλούν τους μελετητές για αιώνες και με την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο της σύγχρονης αρχαιολογίας, αρχίζουμε εν τέλει να καταλαβαίνουμε κάτι για τον σκοπό τους και τη σημασία που είχαν για τους ανθρώπους που τα έχτισαν. Πρόκειται για ένα είδος τάφου, που συνήθως αποτελείται από δύο ή περισσότερους κάθετους μεγάλιθους, οι οποίοι στηρίζουν μια επίπεδη οριζόντια λίθινη πλάκα (τράπεζα), σχηματίζοντας μια κατασκευή της οποίας τα δομικά στοιχεία ορίζουν έναν τετράπλευρο χώρο. Για την ακρίβεια, η τυπική διαμόρφωση των ντολμέν είναι τριλιθική, αν και ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε αρκετά περίπλοκες κατασκευές, όπως είναι η περίπτωση των ντολμέν με ψευδοθόλο – όπου η συρρίκνωση της οροφής επιτυγχάνεται με τη σταδιακή μείωση της απόστασης μεταξύ των πλακών – ή οι κατασκευές που αποτελούνται από μια σειρά κελιών γύρω από το κεντρικό.
Σε κάθε περιοχή, ωστόσο, αντιμετωπίστηκαν απρόβλεπτα προβλήματα όσον αφορά στη συλλογή και τη μεταφορά των δομικών υλικών. Στις περιοχές όπου η πέτρα ήταν εξαιρετικά σκληρή και δύσκολο να θρυμματιστεί, υψώθηκαν τεράστια μνημεία, ενώ σε άλλα μέρη, όπου η πέτρα ήταν εύκολο να θρυμματιστεί, χτίστηκαν κατασκευές με τη μέθοδο της ξερολιθιάς, αντί να χρησιμοποιηθεί η τυπική τεχνική των μεγαλιθικών μνημείων. Αυτή είναι η περίπτωση της Σικελίας, όπου υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον πέντε από αυτά. Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι τουλάχιστον ένα από τα ντολμέν της Σικελίας, και συγκεκριμένα αυτό του Cava dei Servi, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφής, αποκαλύπτοντας τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο χτίστηκαν.
Τα μεσογειακά ντολμέν χρονολογούνται σε πιο μια πρόσφατη εποχή από εκείνα του Ατλαντικού (μεταξύ του τέλους της 3ης και του α’ μισού της 2ης χιλιετίας π.Χ.) και εντοπίζονται στις Βαλεαρίδες Νήσους (Ισπανία), τη Σαρδηνία (Ιταλία), την Απουλία (νότια Ιταλία) και τη Μάλτα. Η Μαλτα φιλοξενεί τις πιο εκπληκτικές προϊστορικές τοποθεσίες της Μεσογείου, τους «μεγαλιθικούς ναούς»: χτίστηκαν μεταξύ 4000 – 2500 π.Χ και είναι αφιερωμένοι στη λατρεία μιας θεάς της γονιμότητας. Ωστόσο, τα εκεί ντολμέν χρονολογούνται στην επόμενη περίοδο (β’ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ.). Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για μικρούς θαλάμους, με οροφή κατασκευασμένη από μια μεγάλη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε κάθετους λίθους. Αυτοί ανήκουν σε έναν πληθυσμό ο οποίος είναι σίγουρα διαφορετικός από εκείνον που έχτισε τους προηγούμενους μεγαλιθικούς ναούς και εικάζεται ότι ήρθε από την Απουλία, εξαιτίας της ομοιότητας με τις κατασκευές που βρέθηκαν εκεί.
Monte Bubbonia
Ντολμέν παρόμοια με των περιοχών που αναφέρθηκαν παραπάνω, βρίσκονται στη Σικελία. Όπως το ντολμέν του Monte Bubbonia, ενός μεγαλοπρεπούς λόφου ύψους 595 μέτρων, 20 χιλιόμετρα από την πόλη Γέλα. Το μνημείο είναι κατασκευασμένο από κολοσσιαίες λίθινες πλάκες, χωρίς σημαντική επεξεργασία και με ορθογώνιο σχήμα. Μια ασβεστολιθική πλάκα χρησιμεύει ως οροφή και στηρίζεται σε δύο παράλληλους μεγάλιθους, σχηματίζοντας έναν θάλαμο περίπου 2,60 τετραγωνικών μέτρων. Το πίσω μέρος είναι ενσωματωμένο στη φυσική κλίση του εδάφους, ενώ ο πίσω τοίχος δημιουργήθηκε με την ένωση δύο πολυγωνικών πλακών. Συχνές κατολισθήσεις είχαν είχαν ως αποτέλεσμα μια εμφανή κλίση προς τα δεξιά, η οποία περιόρισε το αρχικό μέγεθος του θαλάμου. Η είσοδος, η οποία ανοίγει προς τα βορειοανατολικά, ακολουθεί τον ίδιο αστρονομικό προσανατολισμό όλων των σικελικών ντολμέν. Η αρχική αρχιτεκτονική σύλληψη ήταν αδιαμφισβήτητα ένας μικρός ταφικός θάλαμος, όπως αυτοί της Σαρδηνίας και της Απουλίας, με τον πίσω τοίχο τοποθετημένο στην απότομη πλαγιά του λόφου για να διευκολύνει την ταφή, όπως ήταν ο κανόνας σε αυτόν τον τύπο αρχιτεκτονικής.
Cava dei Servi
Πιο βορειοανατολικά, στα Υβλαία όρη (Iblean Plateau), ένα μέρος που ονομάζεται Cava dei Servi αποτελεί θέση ανθρώπινης εγκατάστασης από την Εποχή του Χαλκού (περίπου 2200 π.Χ.) μέχρι την πρώτη περίοδο του πολιτισμού Παντάλικα (Pantalica – περίπου 1270 π.Χ.), μια εποχή στην οποία ανήκουν πολλές ταφές μέσα σε μικρά τεχνητά σπήλαια που έχουν σκαφτεί κατά μήκος των τοιχωμάτων του βράχου. Η περιοχή αυτή, που δεν απέχει πολύ από το ύψωμα Monte Lauro, εξασφάλιζε εξαιρετικές εμπορικές ευκαιρίες χάρη στην εξόρυξη πυριτόλιθου, ο οποίος ήταν εύκολο να μεταφερθεί κατά μήκος των ρεμάτων των ποταμών Έλωρου (Tellaro) και Άναπου (Anapo). Στο υψηλότερο σημείο του υψώματος, μια μεσαίου μεγέθους κατασκευή από πλάκες δεσπόζει σε ένα τοπίο που δεν μπορεί παρά να προκαλεί μια μυστικιστική αίσθηση.
Το μνημείο έχει έχει ημι-ωοειδές σχήμα και αποτελείται από τέσσερις ορθογώνιες πλάκες στερεωμένες στο έδαφος, με άλλες τρεις πλάκες στην κορυφή, οι οποίες συκκλίνουν με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα είδος «ψευδοθόλου». Δύο μεγάλοι και παράλληλοι σωληνόσχημοι ογκόλιθοι, ολοκληρώνουν την κατασκευή. Οι τέσσερις κατακόρυφες πλάκες που διαμορφώνουν την καμπή, έχουν λίγο πολύ ομοιόμορφες διαστάσεις. Ωστόσο, οι τρεις κεκλιμένες πλάκες που τοποθετήθηκαν στην κορυφή, έχουν ακανόνιστες διαστάσεις, λόγω του γεγονότος ότι δεν σχεδιάστηκαν για να εγγυηθούν σταθερότητα και επομένως η ακρίβεια θα ήταν περιττή.
Στο εσωτερικό του θαλάμου, υπάρχει μια μεγάλη ασβεστολιθική πλάκα, που έχει σπάσει σε τέσσερα σημεία. Φαίνεται ότι ήταν ο λίθος του θόλου και έπεσε στο έδαφος λόγω των πολυάριθμων κατολισθήσεων που επηρέασαν τη δομή. Για την ακρίβεια, όλα τα κομμάτια θα πρέπει να αποτελούν μέρη ενός μεγάλου μονόλιθου, τετραγωνισμένου στην μπροστινή πλευρά ώστε να εφαρμόζει στην πόρτα όταν έκλεινε. Η διάταξη των λίθων έδινε μορφή σε ένα κτίριο περίπου 3 τ.μ., που είχε τοποθετηθεί στην πλαγιά του λόφου για να διευκολυνθεί η επίχωσή του.
Πολυάριθμα θραύσματα ανθρώπινων οστών (τα μοναδικά οργανικά στοιχεία που έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής εντός μεσογειακού ντολμέν) και θραύσματα κεραμικών του Καστελούτσιο (Castelluccio – πολιτισμός της Σικελίας της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού), προσδιόρισαν τη λειτουργία και την ηλικία αυτού του μοναδικού κτίσματος. Τα ανθρώπινα λείψανα επιβεβαίωσαν τον ταφικό χαρακτήρα του χώρου, ενώ τα θραύσματα πηλού, αν και λίγα, επέτρεψαν την χρονολόγηση του ντολμέν στην Εποχή του Χαλκού. Η θέση του κοντά σε ένα βραχώδες νεκροταφείο, επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια επίτευξης μιας ιδιαίτερα απαιτητικής και επικίνδυνης αρχιτεκτονικής δομής, όπως το μικρό τεχνητό σπήλαιο. Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποιες απολύτως μοναδικές διεργασίες. Επομένως, και σε αυτή η θέση θα υπήρχε μια νεκρόπολη με ντολμέν. Παρόμοιες δομές, που μπορεί να έχουν κοινή προέλευση με το φαινόμενο αυτό της Σικελίας, έχουν βρεθεί στην Ιβηρική χερσόνησο, τη Σαρδηνία, την Απουλία και στο κοντινό νησί της Μάλτας. Το μυστήριο που καλύπτει τους κατασκευαστές των ντολμέν της Μάλτας και της Σικελίας, θα μπορούσε να λυθεί στη Σικελία.
Γύρω στο 2500 π.Χ., ο προηγμένος πολιτισμός του νεκροταφείου Tarxien (Tarxien cemetery – πήρε το όνομά του από την ομώνυμη πόλη της Μάλτας), στο μικρό αρχιπέλαγος νότια της Σικελίας, με τους περίπλοκους μεγαλιθικούς ναούς του, εξαφανίζεται ξαφνικά. Ο Μαλτέζος αρχαιολόγος Themistocles Zammit, υπέθεσε στις αρχές του 1900, ότι αυτό το ασυνήθιστο γεγονός οφειλόταν σε κάποια καταστροφική επιδημία που αφάνισε τους κατοίκους αυτών των μικρών νησιών. Μια άλλη εθνοτική ομάδα κατοίκησε την περιοχή μερικούς αιώνες αργότερα, ωστόσο, τα ίχνη αυτού του νέου πληθυσμού εντοπίζονται αμέσως, στο νεκροταφείο του Tarxien – εξ ου και η ονομασία πολιτισμός του νεκροταφείου Tarxien (π. 2500-1500 π.Χ.). Επομένως, θα πρέπει να υπήρξε μια ξεκάθαρη εισβολή από κάποιον λαό που αρχικά θεωρήθηκε ότι προέρχονταν από τις Αιολίδες Νήσους, λόγω της ομοιότητας της κεραμικής τους με εκείνη ενός πολιτισμού του νησιού Λίπαρι (Κάπο Γκρατσιάνο – Capo Graziano). Όμως, από την κεραμική του Λίπαρι δεν απουσιάζουν μόνο οι πολύπλοκες φόρμες, αλλά και η διακόσμηση είναι διαφορετική. Αυτό αποκλείει το ενδεχόμενο οι εισβολείς να προήλθαν από το συγκεκριμένο νησί. Η ανακάλυψη κεραμικών του ρυθμού Tarxien μέσα σε δύο μαλτέζικα ντολμέν (αρχιτεκτονήματα εκτός των Αιολίδων Νήσων), υποδηλώνει ότι οι μικροί μεγάλιθοι του Γκόζο (Gozo) και της Μάλτας πρέπει να αποδοθούν στον λαό αυτού του νέου «πολιτισμού». Ωστόσο, το ότι τα μνημεία αυτά είχαν ταφική χρήση, παραμένει μια υπόθεση που ενδεχομένως επιβεβαιώνεται από την ανακάλυψη ανθρώπινων λειψάνων στο ντολμέν του Cava dei Servi, του οποίου το σχήμα μοιάζει με παρόμοιες κατασκευές που εντοπίζονται σε μια τεράστια περιοχή της Μεσογείου.
Άβολα
Ένα ακόμα σικελικό ντολμέν βρίσκεται στην Άβολα (Avola), μια μεγάλη παραθαλάσσια πόλη ανάμεσα στους ποταμούς Ασσίναρο (Assinaro) και Κασίμπιλε (Cassibile – ελλ. Κακύπαρις). Εδώ, η αργή διαδικασία της διάβρωσης που προκαλεί το νερό, έχει χαράξει μια κοιλάδα που ονομάζεται Cava L'Unica, στην περιοχή Μποργκελούζα (Borgellusa), όπου, δίπλα σε έναν βραχώδη τοίχο, στην κοίτη ενός ρέματος, υπάρχει ένα μεγαλιθικό μνημείο.
Το κτίσμα, που περιβάλλεται από πυκνή και άγρια βλάστηση, εκ πρώτης όψεως φαίνεται να αποτελείται από μια τεράστια «ασβεστολιθική πλάκα» ποικίλου πάχους, που ουσιαστικά στηρίζεται σε δύο «πυλώνες». Η πλάκα είναι ογκώδης με κυματιστή επιφάνεια. Έχει μήκος 8 μέτρα και πλάτος 5,5 μέτρα. Το βόρειο τμήμα, το οποίο μοιάζει να στηρίζεται σε έναν μεμονωμένο και άτυπο πυλώνα, είναι πιο συμπαγές, φτάνοντας σε πάχος περίπου το μισό μέτρο στο ανατολικό τμήμα, το οποίο, με τη σειρά του, στηρίζεται σε μια ανύψωση του εδάφους με πολύ ευρεία βάση. Υπάρχει βραχώδης πίσω τοίχος, από τον οποίο η ογκώδης πλάκα είναι αποκολλημένη εξαιτίας ενός ραγίσματος και μια ημικυκλική δοκός στο πίσω τμήμα. Ο αριστερός «πυλώνας» συνδέεται με τον τοίχο αυτό.
Στην επιφάνειά της, η πλάκα είναι σπασμένη σε δύο σημεία και υπάρχουν δέκα μικρές ορθογώνιες τομές. Δημιουργήθηκαν στο παχύτερο τμήμα της πλάκας, με τέτοια κατεύθυνση ώστε να μην αποδυναμώνεται ο ασβεστόλιθος. Οι αυλακώσεις έχουν διαφορετικά μήκη που κυμαίνονται από 60 εκ. έως 1,2 μ., με το τελευταίο να διακόπτεται από μια ρωγμή στο νότιο άκρο. Το βάθος δεν ξεπερνά τα 40 εκατοστά. Ίσως βρίσκεται μπροστά σε κάποιους παιδικούς τάφους των ελληνικών ή παλαιοχριστιανικών χρόνων. Δύο αυλακώσεις διατρέχουν την έξω ανατολική πλευρά της πλάκας και συναντώνται σε ορθή γωνία. Η «λογοτεχνία» του φανταστικού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι δύο τομές θα μπορούσαν να είναι γραμμές αποστράγγισης του αίματος από τα θυσιασμένα θύματα. Ωστόσο, πρόκειται για εγκοπές που προέκυψαν από την εξαγωγή ενός όγκου ασβεστόλιθου, περίπου ενός κυβικού μέτρου, που εξήχθη από σημείο όπου το πάχος το επέτρεπε.
Σύμφωνα με τους γεωλόγους, ο σχηματισμός της κοιλότητας είναι αποτέλεσμα επιλεκτικής διάβρωσης του πετρώματος. Η συνεχιζόμενη διαδικασία διάβρωσης, η ρήξη του εδάφους, τα σεισμικά γεγονότα και το φαινόμενο του βραδυσεισμού στην εν λόγω περιοχή, προκάλεσαν την αποκόλληση της κοιλότητας από το βραχώδες τοίχωμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια φυσική μορφή διάβρωσης, η οποία είναι αρκετά συχνή στους παράκτιους γκρεμούς και τα πρανή των κοιλάδων ποταμών. Είναι εξίσου προφανές ότι, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, η αρχική φυσική μορφή διαμορφώθηκε από ανθρώπινα χέρια που ακολούθησαν τις γραμμές του ογκόλιθου, με σκοπό να τονίσουν και να τελειοποιήσουν γεωμετρικά την κοιλότητα, δίνοντάς της τη σημερινή της μορφή. Ίχνη τέτοιων παρεμβάσεων είναι ορατά τόσο γύρω από τους πυλώνες που απομακρύνθηκαν από τα πλευρικά τοιχώματα του σπηλαίου, παίρνοντας μια ψευδο-παραλληλεπίπεδη μορφή, όσο και στην επίπεδη επιφάνεια του θόλου από καλκαρενίτη. Η βάση του θόλου έχει καθαριστεί από τα υποκείμενα αμμώδη - αρενιτικά υλικά, ακολουθώντας την επιφάνεια της κατώτερης στρωμάτωσης.
Επομένως, δεν αποκλείεται ανθρώπινη παρέμβαση σε μια φυσική δομή, που ίσως υπεβλήθη σε πειραματικές αρχιτεκτονικές διεργασίες. Ίσως η παρέμβαση να έγινε με σκοπό την κατοίκηση, αλλά το πλευρικό άνοιγμα είναι ασύμβατο με τη λογική ενός οικιακού καταφυγίου. Αν ήταν καταφύγιο, οι εργασίες που έγιναν από τον άνθρωπο θα το είχαν καταστήσει τόσο ευάλωτο, που η πιθανότητα να αποτελεί «καταφύγιο» είναι εντελώς παράλογη. Από την άλλη, η διαφαινόμενη προσέγγιση φαίνεται να είναι μια προσπάθεια να «μνημειοποιηθεί» μια δομή που παρείχε η Φύση, απαλλάσσοντας τον άνθρωπο από το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας. Μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε καλά μελετημένη μεγαλιθική κατασκευή στις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού.
Η έλλειψη υλικών στοιχείων δεν μας επιτρέπει να κρίνουμε – ως εκ τούτου, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να το χαρακτηρίσουμε ως ψευδο-ντολμέν, ελπίζοντας ότι νέες αρχαιολογικές έρευνες θα ξεκαθαρίσουν μια αμφιβολία που διαρκεί εδώ και πολλά χρόνια.
Το κέντρο του αρχαίου κόσμου
Ο «μεγαλιθισμός», όπως αναφέραμε, παρατηρείται κυρίως στην περιοχή των ευρωπαϊκών ακτών του Αλταντικού και ακολουθεί μια πορεία που φαίνεται να κατευθύνεται από τον βορρά (Αγγλία, Βρετάνη) προς τον νότο της ηπείρου (Πορτογαλία, Ισπανία). Γύρω στα τέλη της 3ης χιλιετία π.Χ., η δυτική ακτή της Σικελίας βρέθηκε στο επίκεντρο ενός πολιτιστικού κύματος (που έφερε τον Πολιτισμό του Λάγυνου) προερχόμενου από τις ακτές της Σαρδηνίας. Συνέπεια αυτού ήταν η δημιουργία ενός δεύτερου εμπορικού κόμβου, επίσης στα νοτιοδυτικά του νησιού, προκειμένου να ρυθμιστεί το εμπόριο μεταξύ της Κεντρικής-Νότιας Σικελίας, της Σαρδηνίας και της Ιβηρικής χερσονήσου από τη μία πλευρά και της Ανατολικής Μεσογείου από την άλλη. Αυτό εξηγεί τη μεταβίβαση πολιτιστικών πτυχών δυτικού τύπου στη Σικελία, το οποίο μαρτυρεί τη στρατηγική-εμπορική σημασία αυτών των εδαφών.
Όταν ο J. D. Evans, στο έργο του με τίτλο Μάλτα, το 1959, απέδωσε την κατασκευή των μικρών μαλτέζικων μεγάλιθων σε έναν λαό από την Απουλία, δεν γνώριζε ακόμα το σενάριο των σικελικών ντολμέν. Θα φαινόταν γελοίο να επαναλάβουμε την υπόθεση του Άγγλου μελετητή που αναφέρεται στην τυπική εμφάνιση των μνημείων των δύο περιοχών, ειδικά εφόσον, στο μεταξύ παρεμβάλλεται μια τρίτη περιοχή με παρόμοια ευρήματα. Περαιτέρω, η χρονολόγηση των τεχνουργημάτων της Απουλίας (η οποία δεν επικυρώνεται από κανένα απόλυτο ή σχετικό χρονολογικό στοιχείο) είναι πιο πρόσφατη από εκείνη της Μάλτας.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης στο μέσον της Μεσογείου, η Σικελία έχει προσελκύσει κάθε είδους πολιτιστική εμπειρία, προβάλλοντας τον αντίκτυπό της στις περιοχές επιρροής της, τόσο στον Βορρά όσο και στον Νότο. Οι σχέσεις της με το νησί της Μάλτας στην αρχαιότητα, πρέπει να εξεταστούν υπό αυτό το πρίσμα, επιβεβαιώνοντας έτσι μια προνομιακή συνεργασία με την κατά πολύ μεγαλύτερη αδελφή της και με μια γειτονιά που εξακολουθούσε να είναι επικίνδυνη.
Η πρόοδος της μεταλλουργίας έδωσε στην Ανατολή πρόσβαση στη Δύση. Το αρσενικό ερχόταν από τη Σαρδηνία και μέσω της ίδιας διαδρομής, ο κασσίτερος ερχόταν από την Ισπανία και την Κορνουάλη. Οι «λαοί των ντολμέν» θα έπαιρναν μέρος σε αυτό το αδιάκοπο πηγαινέλα. Αποβιβαζόμενοι στα δυτικά του νησιού, θα έφταναν σταδιακά στις ακτές του Ιονίου στα ανατολικά, απολαμβάνοντας τον ωφέλιμο κύκλο που είχε καθιερωθεί πολύ καιρό πριν, μεταξύ εκείνου του τμήματος της Σικελίας και του αρχιπελάγους της Μάλτας. Ίσως να ήταν τότε, που ο μεγαλιθικός πολιτισμός του Tarxien βρήκε το θλιβερό του τέλος.