Οι εικόνες, απεικονίσεις ιερών προσώπων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη Βυζαντινή Χριστιανική Εκκλησία από τον 3ο αι μ.Χ.. Αντικείμενα λατρείας στις εκκλησίες, σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους θεωρούνταν ότι είχαν προστατευτικές ιδιότητες. Η λατρεία των εικόνων δίχασε την εκκλησία τον 8ο και 9ο αιώνα σε δύο αντιτιθέμενες παρατάξεις - αυτούς που ήταν υπέρ και αυτούς που ήταν κατά της χρήσης τους στη λατρεία της Εκκλησίας - μία κατάσταση που οδήγησε στην καταστροφή πολλών εικόνων και στη δίωξη όσων τις λάτρευαν.
Σημασία και παραγωγή
Η λέξη εικόνα είναι ελληνική και αποδίδει την "μορφή", την "αποτύπωση" ή την "αναπαράσταση". Παρόλο που η λέξη μπορεί να αποδίδει οποιαδήποτε αναπαράσταση ενός ιερού προσώπου (Ιησούς Χριστός, Παναγία, Απόστολοι, Άγιοι ή Αρχάγγελοι) σε μωσαϊκό, τοιχογραφία ή μικρογραφία από ξύλο, μέταλλο, πολύτιμους λίθους, σμάλτο ή ελεφαντόδοντο συνήθως χρησιμοποιείται για αναπαραστάσεις ζωγραφισμένες σε φορητούς ξύλινους πίνακες. Αυτοί οι πίνακες συνήθως δημιουργούνταν με την εγκαυστική τεχνική με την οποία χρωματιστές χρωστικές αναμγνύονταν με κερί και καίγονταν πάνω στο ξύλο.
Το πρόσωπο στις εικόνες συνήθως απεικονίζεται μετωπικά είτε παρουσιάζεται ολόσωμο είτε μόνο το κεφάλι μέχρι τους ώμους. Κοιτά απευθείας τον θεατή καθώς στόχος είναι να διευκολυνθεί η επικοινωνία με το Θείο. Οι φιγούρες συνήθως έχουν ένα φωτοστέφανο για να τονιστεί η αγιότητά τους. Πιο σπάνια οι εικόνες αποδίδουν μια αφηγηματική σκηνή. Δεν δημιουργούνται ως αντικείμενα τέχνης αλλά για λατρευτικούς σκοπούς και βοηθούν τους ανθρώπους να κατανοήσουν καλύτερα τις μορφές στις οποίες προσεύχονται και να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό.
Οι καλλιτεχνικές συμβάσεις που εμφανίζονται σε εικόνες όπως ο νατουραλισμός και η ιεραρχία των μορφών επηρέασαν γενικά τη βυζαντινή τέχνη. Άλλη μία εξέλιξη ήταν το εικονοστάσι, μία ανεξάρτητη κατασκευή που εξυπηρετούσε την τοποθέτηση των εικόνων. Αυτές οι κατασκευές τοποθετούνταν συχνά στην ύπαιθρο, μερικές φορές τιμώντας τη μνήμη συγκεκριμένων γεγονότων η τοποθεσιών της αρχαίας Εκκλησίας. Ένας άλλος τύπος εικονοστασίου είναι το ψηλό ξύλινο τέμπλο που βλέπουμε στις Ορθόδοξες εκκλησίες που βρίσκεται μπροστά από το Ιερό και είναι διακοσμημένο με πολλές εικόνες.
Οι πιο σεβαστές από όλες τις εικόνες ήταν αυτές που θεωρούνταν Αχειροποίητες, που δεν είχαν κατασκευαστεί από άνθρωπο αλλά με θαυματουργή επέμβαση. Αυτές οι εικόνες συνήθως θεωρούνταν ότι είχαν προστατευτικές ιδιότητες (παλλάδια) όχι μόνο για τους πιστούς αλλά ακόμα και για ολόκληρες πόλεις κατά τη διάρκεια πολέμων. Ένα διάσημο παράδειγμα είναι η εικόνα της Παναγίας που θεωρήθηκε ότι προστάτευσε την Κωνσταντινούπολη κατά την πολιορκία του 626 μ.Χ. όταν έγινε η λιτανεία της στα Θεοδοσιανά Τείχη από τον επίσκοπο της πόλης Σέργιο. Μάλιστα, αυτή η εικόνα της Παναγίας που κρατά το Θείο Βρέφος, γνωστή ως Θεοτόκος, έδωσε στην πόλη ένα ακόμα προσωνύμιο, ως "πόλη της Θεοτόκου". Τα βυζαντινά πλοία συχνά έφεραν εικόνες στους ιστούς τους και τα στρατιωτικά σώματα τις μετέφεραν ως λάβαρα για τους ίδιους λόγους.
Τέλος, πολλοί απλοί πιστοί είχαν τις δικές τους οικογενειακές εικόνες στα σπίτια τους ή μετέφεραν και οι ίδιοι πάνω τους κάποια για θεϊκή προστασία, όπως παλαιότερες παραστάσεις ειδωλολατρικών θεών είχαν χρησιμοποιηθεί και λατρευτεί σε οικιακό περιβάλλον ανεξάρτητα από ιερείς ή ναούς. Αυτές οι μικρές εικόνες θα μπορούσαν να έχουν τη μορφή μικρογραφιών με προστατευτικό καπάκι, περιδέραιων ή φιαλών προσκυνητή από πηλό ή ασήμι που φέρουν μια εικόνα της ιερής μορφής που υπόκειται στο προσκύνημα. Όπως στις εκκλησίες, στις εικόνες προσεύχονταν και τις προσκυνούσαν, τις ασπάζονταν και έκαιγαν λιβάνι ή άναβαν κεριά προς τιμήν τους.
Διαμάχη και Εικονομαχία
Η λατρεία των εικόνων στο χριστιανισμό ήταν αμφιλεγόμενη, με την συνήθεια αυτή να έχει τόσο αντιπάλους όσο και υποστηρικτές. Οι επικριτές της πρακτικής αυτής αναφέρουν τις οδηγίες που δόθηκαν στον Μωυσή από τον Θεό ότι ο λαός του Ισραήλ δεν πρέπει να λατρεύει είδωλα ή χαραγμένες εικόνες όπως καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη, στην Έξοδο (20:4-5 and 34:17) και στη συνέχεια επαναλαμβάνεται ακριβώς στο Δευτερονόμιο (5:8-9). Ωστόσο οι εικόνες είναι γνωστό ότι υπήρχαν από τον 3ο αι. μ.Χ. και έγιναν δημοφιλείς από τον 6ο αι. μ.Χ.
Στον 8ο αι. μ.Χ., η Βυζαντινή Εκκλησία συνταράχθηκε από το κίνημα της εικονομαχίας, κυριολεκτικά της αποκαθήλωσης των εικόνων που κορυφώθηκε σε δύο περιόδους: 726-787 μ.Χ. και 814-843 μ.Χ. Ο ιστορικός Τ.Ε. Γκρέγκορι συνοψίζει τη διαμάχη:
Οι εικονομάχοι θεολόγοι άρχισαν να βλέπουν συνδέσεις με τις θεολογικές διαφορές των τελευταίων 400 ετών: υποστήριξαν ότι οι εικόνες, στην πράγματικότητα, ανέδειξαν και πάλι τα χριστολογικά προβλήματα του 5ου αιώνα. Κατά τη δική τους άποψη, αν κάποιος αποδεχτεί τη λατρεία των εικόνων του Χριστού, αυτός είτε είναι ένοχος λέγοντας ότι η εικόνα είναι αναπαράσταση της εικόνας του Θεού (συγχωνεύοντας έτσι τα ανθρώπινα και τα θεϊκά στοιχεία του Χριστού) είτε, διαφορετικά, υποστηρίζοντας ότι οι εικόνες απεικονίζουν μόνο την ανθρώπινη μορφή του Χριστού (διαχωρίζοντας έτσι τα ανθρώπινα και τα θεϊκά στοιχεία του Χριστού) - κανένα από αυτά όμως δεν είναι αποδεκτό (212)
Οι υποστηρικτές των εικόνων ισχυρίζονταν ότι ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να συλληφθεί στην τέχνη και ότι μια εικόνα είναι μόνο το όραμα ενός ατόμου για αυτόν τον Θεό. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κίνδυνος αυτά τα έργα να γίνουν είδωλα, καθώς αποτελούν ατελή αντανάκλαση της θεϊκής πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, έχουν μια χρήσιμη λειτουργία για να βοηθήσουν τους αναλφάβητους να κατανοήσουν το Θείο. Τέτοιοι εικονολάτρες θεολόγοι όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός (περ. 675 - περ. 753 μ.Χ.) επίσης επέμεναν ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη λατρεία και στην τιμητική προσκύνηση.
Αφού ο Θεός ενδύθηκε τη σάρκα και συνομίλησε με ανθρώπους, κάνω μία εικόνα του Χριστού που είδα. Δεν λατρεύω την ύλη, λατρεύω το Θεό της ύλης, που γίνεται ύλη της σωτηρίας μου και καταδέχτηκε να κατοικήσει την ύλη, που επεξεργάζεται τη σωτηρία μου μέσω της ύλης (Γκρέγκορι 205)
Η σύγκρουση συνεχίστηκε για δεκαετίες. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄Ίσαυρος ( 717-741 μ.Χ.) και ο διάδοχός του Κωνσταντίνος Ε' (741-775 μ.Χ.) υπήρξαν σφοδροί αντίπαλοι των εικόνων, με τον πρώτο να καταστρέφει τη γνωστότερη εικόνα στην Κωνσταντινούπολη, την εικόνα του Χριστού πάνω από τη Χαλκή Πύλη του παλατιού του. Ο Κωνσταντίνος Ε', έδειξε ακόμα μεγαλύτερο ζήλο και εξεπέλυσε διώξεις εναντίον όσων λάτρευαν τις εικόνες, των εικονόφιλων. Η Μονή Πελεκητής στο όρος Όλυμπος (Βιθυνίας) κάηκε ολοσχερώς και πολλές άλλες μονές απογυμνώθηκαν από τους θησαυρούς τους. Ακρωτηριασμοί, λιθοβολισμοί και εκτελέσεις περίμεναν όσους δεν ακολουθούσαν τις αυτοκρατορικές διαταγές.
Ένα δεύτερο κύμα εικονομαχίας ξεκίνησε στο α' μισό του 9ου αι. μ.Χ., ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του Θεόφιλου (829-842 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αποφάσισε να ακολουθήσει την πηγή της λατρείας των εικόνων: τους μοναχούς που τις ζωγράφιζαν, γνωστούς αγιογράφους όπως ο Θεοφάνης Γκράπτος και ο αδερφός του Θεόδωρος και να τους χρησιμοποιήσει ως προειδοποίηση για τους άλλους.
Το θέμα δεν δίχασε μόνο την Βυζαντινή Εκκλησία αλλά όλο τον χριστιανικό κόσμο, με τους Πάπες να υποστηρίζουν την χρήση εικόνων. Όταν ο Λέων Γ' επίσημα διέταξε το 730 μ.Χ. την καταστροφή όλων των εικόνων, ο Πάπας Γρηγόριος Γ' απάντησε δηλώνοντας ότι οποιοσδήποτε ένοχος για τέτοια καταστροφή θα αφοριστεί. Η έντονη συζήτηση τροφοδοτήθηκε από πολιτικές αντιπαλότητες και τον συνεχιζόμενο αγώνα για την υπεροχή στην Εκκλησία μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Ως συνέπεια της διαμάχης, τεράστιος αριθμός εικόνων καταστράφηκε και πολλές τοιχογραφίες αντικαταστάθηκαν από απλούς σταυρούς, το μόνο σύμβολο που επέτρεπαν οι εικονομάχοι. Μεγάλος αριθμός εικόνων διασώθηκε στη μεγαλύτερη ασφάλεια των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Το θέμα διευθετήθηκε από τον Μιχαήλ Γ' (842-867 μ.Χ.) και την Θεοδώρα, την μητέρα του που ασκούσε την αντιβασιλεία, που ανακήρυξε την λατρεία των εικόνων σύμφωνη με την ορθοδοξία το 843 μ.Χ.. Αυτό το επίσημο τέλος της διαμάχης για τις εικόνες γιορτάζεται ακόμα από τους Ανατολικούς Χριστιανούς σήμερα ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας» την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής.
Σημαντικές εικόνες
Η εικόνα του Χριστού της Καμουλιάνα θεωρήθηκε ότι δημιουργήθηκε με θαυματουργό τρόπο. Η μορφή του Χριστού εμφανίστηκε σε λινό ύφασμα όταν βυθίστηκε σε νερό και αυτό το ύφασμα μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη το 574 μ.Χ.. Από τότε που βρέθηκε εκεί θεωρήθηκε υπεύθυνη για ορισμένα θαύματα και κλήθηκε να προστατεύσει την πόλη από την πολιορκία των Αβάρων του 626 μ.Χ., η οποία τελικά απέτυχε.
Η εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας της Κωνσταντινούπολης, ήταν μια εικόνα της Παρθένου που κρατάει το Βρέφος Ιησού με το δεξί της χέρι. Βρισκόταν στη Μονή Παναγίας Οδηγήτριας της πρωτεύουσας. Θεωρήθηκε έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, αν και αυτή η παράδοση ανάγεται στον 11ο αι.. Δυστυχώς οι Τούρκοι έκοψαν την εικόνα σε τέσσερα κομμάτια κατά την Άλωση του 1453 και απο τότε χάθηκε. Η εικόνα αντιγράφηκε πολλές φορές στη χριστιανική τέχνη, ένα από τα πιο διάσημα αντίγραφα είναι ένα ψηφιδωτό στην Εκκλησία της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο χωριό Κίτι στην Κύπρο.
Το "Άγιο Μανδήλιο" ήταν άλλη μία θαυματουργή εικόνα, πιθανότατα η πρώτη του είδους της, που είχε αποτυπωμένη τη μορφή του Χριστού. Σύμφωνα με το θρύλο που για πρώτη φορά καταγράφηκε τον 6ο αι. μ.Χ. , ο Άβγαρος Ε', βασιλιάς του 1ου αι. μ.Χ. στην Έδεσσα της Συρίας αρρώστησε σοβαρά και κάλεσε τον Ιησού να τον θεραπεύσει. Αδυνατώντας να τον επισκεφτεί προσωπικά, ο Χριστός πίεσε το πρόσωπό του πάνω σε ένα πανί, στο οποία αποτυπώθηκε η εικόνα Του και έστειλε το ύφασμα στον Άβγαρο. Όταν παρέλαβε το δώρο, ο βασιλιας θεραπέυτηκε με θαυματουργό τρόπο. Η μορφή αντιγράφηκε σε πολλές τοιχογραφίες και θόλους σε εκκλησίες σε όλο τον χριστιανικό κόσμο καθώς έγινε η τυπική αναπαράσταση γνωστή ως Παντοκράτορας με τον Χριστό κατά μέτωπο να κρατάει ένα Ευαγγέλιο στο αριστερό του χέρι και να ευλογεί με το δεξί του. Δύο από τις πιο διάσημες παραστάσεις Παντοκράτορα ήταν στη Μονή Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη και στην εκκλησία της Δάφνης (περίπου 1100 μ.Χ.), κοντά στην Αθήνα.
Το "Άγιο Μανδήλιο" αναφέρεται συχνά στα θεολογικά επιχειρήματα για την ενσάρκωση του Χριστού ως ανθρώπου και ήταν επίσης η βάση των απεικονίσεων του Χριστού σε βυζαντινό νόμισμα. Το Μανδήλιον μεταφέρθηκε από την έδεσσα το 944 μ.Χ. όταν ο Βυζαντινός στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας το πήρε σε αντάλλαγμα για την άρση της πολιορκίας του. Από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και φυλάχθηκε στο βασιλικό παλάτι. Κατά την Δ' Σταυροφορία όταν η Κωσταντινούπολη λεηλατήθηκε το 1204 μ.Χ., το Μανδήλιο μεταφέρθηκε ως λάφυρο στη Γαλλία. Δυστυχώς, αυτή η πιο πολύτιμη εικόνα όλων καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Πολλές άλλες σημαντικές εικόνες βρίσκονται σε όλο τον κόσμο σε εκκλησίες και μουσεία, αλλά ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός βρίσκεται στη Ρώμη και στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα μ.Χ., συμπεριλαμβανομένου ενός υπέροχου Παντοκράτορα, πιθανώς δωρεά από τον Ιουστινιανό Ι (περίπου 527-565 μ.Χ.) για να σηματοδοτήσει τήν ίδρυση της μονής.