Το εμπόριο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Άρθρο

Mark Cartwright
από , μεταφρασμένο από Athanasios Kioufentzoglou
που δημοσιεύτηκε στο 18 January 2018
Διαθέσιμο σε άλλες γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Τουρκικά
Ακούστε αυτό το άρθρο
X
Εκτύπωση άρθρου

Το εμπόριο και οι ανταλλαγές ήταν βασικά συστατικά της επιτυχίας και της επέκτασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το εμπόριο μεγάλων αποστάσεων πραγματοποιούταν με πλοία, ωστόσο, για λόγους ασφαλείας, τα περισσότερα ιστιοφόρα πλοία περιόριζαν τα ταξίδια τους στο διάστημα μεταξύ Απριλίου και Οκτωβρίου, όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Στη στεριά χρησιμοποιούταν το παλιό ρωμαϊκό οδικό δίκτυο, και έτσι με αυτούς τους δύο τρόπους τα εμπορεύματα ταξίδευαν από το ένα άκρο της αυτοκρατορίας στο άλλο ή εισάγονταν από πολύ μακρινούς τόπους, όπως το σημερινό Αφγανιστάν, η Ρωσία και η Αιθιοπία. Οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν κερδοφόρες κοσμοπολίτικες αγορές και η Κωνσταντινούπολη έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εμπορικούς κόμβους στον κόσμο, όπου οι αγοραστές μπορούσαν να περπατήσουν σε σκεπαστούς δρόμους και να αγοράσουν οτιδήποτε, από βουλγαρικά λευκά είδη έως αραβικά αρώματα.

Constantinople
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
DeliDumrul (Public Domain)

Στάση απέναντι στο εμπόριο

Η στάση των Βυζαντινών απέναντι στο εμπόριο είχε αλλάξει πολύ λίγο σε σχέση με την αρχαιότητα, την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη: η δραστηριότητα δεν θεωρούταν ιδιαίτερα ευυπόληπτη αλλά μάλλον αναξιοπρεπής για έναν γαιοκτήμονα αριστοκράτη. Για παράδειγμα, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (περ. 829-842 μ.Χ.) είναι γνωστό ότι έκαψε ένα ολόκληρο πλοίο και το φορτίο του, όταν ανακάλυψε ότι η σύζυγός του Θεοδώρα ασχολήθηκε με το εμπόριο και είχε οικονομικές σχέσεις με αυτό το πλοίο. Αυτή η στάση μπορεί να εξηγήσει γιατί οι βυζαντινοί χρονογράφοι συχνά απέφευγαν το θέμα εντελώς. Πράγματι, στη βυζαντινή τέχνη και λογοτεχνία, έμποροι, πωλητές, τραπεζίτες και τοκογλύφοι που είχαν προσπαθήσει να εξαπατήσουν τους πελάτες τους συχνά απεικονίζονταν να κατοικούν στα κατώτερα επίπεδα της κόλασης.

Υπήρχε επίσης μια γενική δυσπιστία για εμπόρους και επιχειρηματίες (που θα μπορούσαν να είναι άνδρες και γυναίκες) τόσο από τον γενικό πληθυσμό όσο και από τις αρχές. Οι αυτοκράτορες, επομένως, ήταν, συχνά, ιδιαίτερα προσεκτικοί στην επιβολή ρύθμισης ζητημάτων όπως η τυποποίηση των μέτρων και των σταθμών και, φυσικά, των τιμών. Τα βαριά εμπορεύματα ζυγίζονταν σχολαστικά με τη χρήση ζυγαριών με αντίβαρα και σταθμά με τη μορφή προτομής είτε του αυτοκράτορα είτε της θεάς Αθηνάς. Προϊόντα μικρότερου βάρους, όπως μπαχαρικά, υπολογιζόταν με τη χρήση ζυγού και με σταθμά από κράμα χαλκού ή γυαλιού. Για να ελαχιστοποιηθεί η εξαπάτηση, τα σταθμά ανέγραφαν το αντιπροσωπευτικό τους βάρος ή την ισοδύναμη αξία τους σε χρυσά νομίσματα και ελέγχονταν τακτικά.

Τελωνειακοί σταθμοί ήταν διάσπαρτοι κατά μήκος των συνόρων και των μεγάλων λιμανιών της αυτοκρατορίας, με δύο από τους σημαντικότερους να είναι στην Άβυδο και στο Ιερό.

Η ανάμειξη του κράτους

Ίσως αυτή η αντίληψη, ότι το εμπόριο δεν ήταν ιδιαίτερα αξιοπρεπές επάγγελμα, έκανε το κράτος να αναμειγνύεται σε αυτό πολύ περισσότερο από όσο θα περίμενε κανείς. Σε αντίθεση με παλαιότερες εποχές, το κράτος διαδραμάτιζε μεγαλύτερο ρόλο στην τροφοδοσία μεγάλων πόλεων, για παράδειγμα, η οποία περιστασιακά μόνο αφηνόταν στους ιδιώτες εμπόρους. Το εμπόριο λειτουργούσε μέσω πολυάριθμων κληρονομικών συντεχνιών με εμπόρους που μετέφεραν τα αγαθά (navicularii/ναβικουλάριοι/ναύκληροι) που επιδοτούνταν από το κράτος και υπέκειντο σε σημαντικά μειωμένους δασμούς και διόδια. Τους δασμούς επί των εισαγόμενων εμπορευμάτων εισέπρατταν κρατικοί υπάλληλοι γνωστοί ως κομμερκιάριοι, οι οποίοι εισέπρατταν δασμούς για όλες τις εμπορικές συναλλαγές και σφράγιζαν με την επίσημη σφραγίδα μολύβδου τα εμπορεύματα που είχαν περάσει από έλεγχο. Για τον περιορισμό της διαφθοράς, οι κομμερκιάριοι τοποθετούνταν στις θέσεις τους για ένα έτος και στη συνέχεια μετακινούνταν αλλού.

Τελωνειακοί σταθμοί ήταν διάσπαρτοι κατά μήκος των συνόρων και των μεγάλων λιμανιών της αυτοκρατορίας, με δύο από τους σημαντικότερους να είναι στην Άβυδο και στο Ιερό, από όπου ελέγχονταν τα στενά μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και των Δαρδανελίων. Το λαθρεμπόριο πρέπει να ήταν συνηθισμένη πρακτική, αλλά λαμβάνονταν μέτρα για την αντιμετώπισή του, όπως η συνθήκη του 6ου αιώνα μ.Χ. μεταξύ Βυζαντινών και Σασσανιδών, η οποία όριζε ότι όλα τα εμπορεύματα πρέπει να διέρχονται από επίσημους τελωνειακούς σταθμούς. Τα σχετικά αρχεία διατηρήθηκαν σχολαστικά, με πιο διάσημο το "Επαρχικόν Βιβλίον" για την Κωνσταντινούπολη, το οποίο συνοψίζει τους κανόνες για το εμπόριο και τις εμπορικές συντεχνίες στην πόλη.

Nomisma Coin of Basil II
Νομισματικό νόμισμα Βασιλείου Β'
The British Museum (Copyright)

Άλλα παραδείγματα κρατικής παρέμβασης στο εμπόριο περιλάμβαναν την πρόβλεψη για απώλεια ή ζημία εμπορευμάτων που μεταφέρονται δια θαλάσσης. Ο "Νόμος Ροδίων Ναυτικός" (7ος ή 8ος αιώνας μ.Χ.) όριζε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, οι έμποροι λάμβαναν μια σταθερή αποζημίωση. Το κράτος εξασφάλιζε επίσης την απαγόρευση εξαγωγής αγαθών χρήσιμων για έναν εχθρό - χρυσό, αλάτι, ξυλεία για πλοία, σίδηρο για όπλα και υγρό πυρ (το μυστικό βυζαντινό εξαιρετικά εύφλεκτο υγρό). Ούτε το περίφημο πορφυρό μετάξι επιτρεπόταν να πωλείται στο εξωτερικό.

Ένας άλλος τομέας στενής εποπτείας του κράτους ήταν, φυσικά, τα νομίσματα. Νομίσματα χάλκινα, αργυρά και χρυσά κόπηκαν και κυκλοφόρησαν με εικόνες αυτοκρατόρων, των διαδόχων τους, του Σταυρού, του Ιησού Χριστού ή άλλων εικόνων που σχετίζονται με την Εκκλησία. Αν και το κράτος έκοψε νομίσματα κυρίως με σκοπό την πληρωμή στρατιωτών και αξιωματούχων, το νόμισμα επεκτάθηκε και διαδόθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Το νόμισμα - με τη μορφή του τυπικού χρυσού νομίσματος (solidus/σόλιδος) - ήταν επίσης απαραίτητο για την καταβολή των ετήσιων φόρων. Όταν υπήρχαν λιγότεροι πόλεμοι και συνεπώς λιγότεροι στρατιώτες και προμηθευτές για να πληρώσουν ή όταν η τοπική κρατική γραφειοκρατία περνούσε κρίση κατά τον 7ο και 8ο αιώνα μ.Χ., τα νομίσματα σπάνιζαν και παρατηρούνταν στροφή στις ανταλλαγές προϊόντων, ιδιαίτερα στις επαρχίες.

Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα μ.Χ. έπληξαν τον έλεγχο του εμπορίου από το βυζαντινό κράτος. Οι πόλεις, επίσης, παρήκμασαν και επεδίωκαν την αυτάρκεια, ενώ η ναυτιλία έγινε όλο και περισσότερο πεδίο ιδιωτών εμπόρων. Όταν, από τον 10ο αιώνα μ.Χ., μεγαλύτερη σταθερότητα στη Μεσόγειο επέτρεψε την ανάκαμψη των εμπορικών δικτύων, ήταν τα ιταλικά κράτη που εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία να αποκομίσουν κέρδη από τη μεταφορά και την πώληση αγαθών από το ένα άκρο του γνωστού κόσμου στο άλλο. Στους μεγάλους εμπόρους, όπως οι Ενετοί, δόθηκαν ακόμη και οι δικές τους εγκαταστάσεις και προνομιακοί κανονισμοί και δασμοί στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, αυτό έγινε ως αντάλλαγμα για τη ναυτική βοήθεια που προσέφεραν στους πολέμους των βυζαντινών, αλλά σταθερά η παρουσία Ιταλών εμπόρων (από το Αμάλφι, την Πίζα, τη Γένοβα και τη Βενετία) στις αποβάθρες της πρωτεύουσας θα γινόταν μόνιμη κατάσταση. Έτσι, η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να υπερηφανεύεται για την πιο ζωντανή αγορά της Ευρώπης με εμπόρους από τη Συρία, τη Ρωσία, την Αραβία και πολλά άλλα μέρη που συγκροτούσαν μια ημι-μόνιμη κοσμοπολίτικη κοινότητα. Συνοικίες ξεπηδούσαν στην πόλη, όπου οι Εβραίοι έχτιζαν συναγωγές, οι Άραβες έχτιζαν τζαμιά και οι χριστιανοί τις εκκλησίες τους.

The Byzantine Empire in the mid-9th century CE
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ.
Bigdaddy1204 (CC BY)

Εμπορεύματα

Τα αγαθά που κυριαρχούσαν στο εμπόριο κατά την αρχαιότητα συνέχισαν να κυριαρχούν και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία της μεσαιωνικής περιόδου: ελαιόλαδο, κρασί, σιτάρι, μέλι και σάλτσα ψαριών (γάρος). Ομοίως, ο πήλινος αμφορέας παρέμεινε το κύριο δοχείο αποθήκευσης και μεταφοράς. Ο τύπος των αμφορέων διέφερε ανάλογα με τον τόπο κατασκευής τους, αν και οι λαβές έγιναν σημαντικά μεγαλύτερες από τον 10ο αιώνα μ.Χ.. Το περιεχόμενο προσδιοριζόταν προσεκτικά είτε με σφραγισμένες επιγραφές στις πλευρές είτε με πήλινες ετικέτες. Βυζαντινοί αμφορείς έχουν βρεθεί σε όλη τη Μεσόγειο και στην αρχαία Βρετανία, στον Εύξεινο Πόντο, στην Ερυθρά Θάλασσα και σε περιοχές της Αραβικής Θάλασσας. Από τον 12ο αι. μ.Χ. οι αμφορείς άρχισαν να αντικαθίστανται από τα ξύλινα βαρέλια, τα οποία, τελικά, κυριάρχησαν.

Βυζαντινοί αμφορείς έχουν βρεθεί σε όλη τη Μεσόγειο και στην αρχαία Βρετανία, στον Εύξεινο Πόντο, στην Ερυθρά Θάλασσα και σε περιοχές της Αραβικής Θάλασσας.

Άλλα εμπορεύματα που ανταλλάσσονταν μεταξύ περιοχών ήταν: βοοειδή, πρόβατα, χοίροι, μπέικον, λαχανικά, φρούτα, πιπέρι και άλλα μπαχαρικά, φάρμακα, θυμίαμα, αρώματα, σαπούνι, κερί, ξυλεία, μέταλλα, πολύτιμοι λίθοι, λάπις λάζουλι (από το Αφγανιστάν), γυαλί, ελεφαντόδοντο (από την Ινδία και την Αφρική), κατεργασμένα οστά, λινάρι, μαλλί, υφάσματα, λινά (από τη Βουλγαρία), γούνα (από τη Ρωσία), ασημένια πιάτα, σμάλτα, κεχριμπάρι ( από τη Βαλτική), χάλκινα αγγεία και ορείχαλκος (ειδικά κύπελλα και διακοσμημένα φύλλα για πόρτες που προορίζονταν σε μεγάλο βαθμό για την Ιταλία). Το εμπόριο σκλάβων, με δούλους που προέρχονταν συχνά από τη Ρωσία, συνέχισε επίσης να είναι σημαντικό.

Τα επιτραπέζια κεραμικά σκεύη ήταν άλλο ένα συνηθισμένο φορτίο κάθε πλοίου, όπως φαίνεται από τα ναυάγια. Βερνικωμένα κόκκινα κεραμικά εγχάρακτα ή με ένθετη διακόσμηση ήταν συνηθισμένα μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ. και στη συνέχεια αντικαταστάθηκαν σιγά σιγά από λεπτότερα αντικείμενα που ήταν στιλβωμένα με μόλυβδο, λευκού υποστρώματος αρχικά και στη συνέχεια ερυθρού υποστρώματος από τον 9ο αιώνα μ.Χ.. Η διακόσμηση, όταν υπήρχε, ήταν εντυπωσιακή, εγχάρακτη ή ζωγραφισμένη. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα σημαντικό κέντρο παραγωγής λευκών κεραμικών και η Κόρινθος παρήγε μεγάλη ποσότητα ερυθρών από τον 11ο αιώνα μ.Χ.

Amphorae
Αμφορες
Mark Cartwright (CC BY-NC-SA)

Το μετάξι εισήχθη για πρώτη φορά από την Κίνα, αλλά το εισαγόμενο ακατέργαστο μετάξι τελικά αντικαταστάθηκε από μετάξι που παραγόταν σε καλλιέργειες μουριών (η τροφή του μεταξοσκώληκα) στη Φοινίκη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη από το 568 μ.Χ.. Η παραγωγή μεταξιού στη βυζαντινή πρωτεύουσα ήταν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο, και οι πέντε συντεχνίες μεταξιού ήταν υπό την αιγίδα του Επάρχου της πόλης. Άλλες περιοχές παραγωγής μεταξιού μέσα στην αυτοκρατορία ήταν η νότια Ιταλία καθώς και η Θήβα και η Κόρινθος στην Ελλάδα.

Για το μάρμαρο υπήρχε πάντα ζήτηση σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, καθώς το χρησιμοποιούσαν, όσοι μπορούσαν να αντέξουν το κόστος του, για κτίρια, δάπεδα, εκκλησίες, διακόσμηση και έπιπλα. Το βασικό γκρίζο-λευκό μάρμαρο που αποτελούσε βασικό στοιχείο κάθε βυζαντινού αρχιτέκτονα εξορυσσόταν σε μεγάλες ποσότητες από την Προκόννησο στη Θάλασσα του Μαρμαρά (μέχρι τον 7ο αιώνα μ.Χ.) ενώ περισσότερα εξωτικά μάρμαρα προέρχονταν από την Ελλάδα, τη Βιθυνία και τη Φρυγία. Ναυάγια παρέχουν αποδείξεις ότι το μάρμαρο το επεξεργάζονταν πριν το αποστείλουν στον τελικό προορισμό του. Πολλά αρχαία μνημεία, ειδικά ειδωλολατρικά, σε όλη τη Μεσόγειο, λεηλατήθηκαν για όποια χρήσιμα μαρμάρινα κομμάτια και αρχιτεκτονικά μέλη θα μπορούσαν να επαναχρησιμοποιηθούν και να αποσταλούν αλλού. Η Κύζικος, στη Θάλασσα του Μαρμαρά, αποτελούσε ένα αξιοσημείωτο κέντρο παραγωγής και ανακύκλωσης/επαναχρησιμοποίησης μαρμάρου από τον 8ο αιώνα μ.Χ.

Byzantine Steelyard Rod with Weight
Βυζαντινή χαλύβδινη ράβδος με βάρος
Metropolitan Museum of Art (Copyright)

Αγορές και καταστήματα

Οι απλοί πολίτες μπορούσαν να αγοράσουν αγαθά σε αγορές που βρίσκονταν σε πλατείες ή σε σειρές μόνιμων καταστημάτων παραπλεύρως δρόμων των μεγάλων πόλεων. Τα καταστήματα είχαν συνήθως δύο ορόφους - έναν στο επίπεδο του δρόμου, όπου κατασκευάζονταν, αποθηκεύονταν και πωλούνταν τα αγαθά και έναν δεύτερο όροφο, όπου ζούσαν ο καταστηματάρχης ή ο τεχνίτης και η οικογένειά του. Σε τέτοιους δρόμους, στεγασμένες στοές προστάτευαν τους αγοραστές από τον ήλιο και τη βροχή και ήταν συχνά στρωμένες με μαρμάρινες πλάκες και μωσαϊκά. Πολλοί εμπορικοί δρόμοι ήταν πεζόδρομοι με μεγάλα σκαλοπάτια και στα δύο άκρα τους που εμπόδιζαν την είσοδο σε τροχοφόρα . Σε ορισμένες πόλεις υπήρχε η συνήθεια οι καταστηματάρχες να διατηρούν λάμπες έξω από τα καταστήματά τους για να παρέχουν φωτισμό στους δρόμους. Ακριβώς όπως και σήμερα, οι καταστηματάρχες προσπαθούσαν να απλώσουν τα προϊόντα τους έξω από το μαγαζί όσο το δυνατόν περισσότερο για να προσελκύσουν τους αγοραστές και υπάρχουν αυτοκρατορικά αρχεία στα οποία διατυπώνονται παράπονα για αυτή την πρακτική.

Τέλος, κορυφαία γεγονότα για τις αγορές ήταν τα πανηγύρια και οι γιορτές που πραγματοποιούνταν σε σημαντικές θρησκευτικές ημερομηνίες όπως η γέννηση ή το μαρτύριο κάποιου Αγίου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι εκκλησίες, κυρίως εκείνες με ιερά λείψανα που προσέλκυαν προσκυνητές από μακριά, γίνονταν το επίκεντρο των προσωρινών αγορών όπου στους πάγκους πωλούνταν κάθε είδους αγαθά. Ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια ήταν στην Έφεσο και πραγματοποιούταν στην επέτειο της κοίμησης του Ιωάννη του Θεολόγου. Συνήθως, ο φόρος επί των πωλήσεων 10% που εισέπρατταν οι κρατικοί κομμερκιάριοι σε τέτοιες εκδηλώσεις ήταν ένα καθαρό ποσό 100 λιβρών (45 κιλών) χρυσού, σύμφωνα με κάποιες πηγές.

Βιβλιογραφία

Η Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Ιστορίας είναι συνεργάτης της Amazon και κερδίζει προμήθεια για τις αγορές βιβλίων που πληρούν τις προϋποθέσεις.

σχετικά με το μεταφραστή

Athanasios Kioufentzoglou
I have a Degree from the Department of History and Archaeology, Faculty of Philosophy by the Aristotle University of Thessaliniki. I have been an educator in secondary school since 2002 teaching History, Greek Language and Literature.

σχετικά με το συγγραφέα

Mark Cartwright
Ο Μαρκ είναι ιστορικός συγγραφέας με έδρα την Ιταλία. Τα προσωπικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την αγγειοπλαστική, την αρχιτεκτονική, την παγκόσμια μυθολογία και την ανακάλυψη των κοινών ιδεών που μοιράζονται όλοι οι πολιτισμοί. Κατέχει μεταπτυχιακό στην Πολιτική Φιλοσοφία και είναι ο Διευθυντής Εκδόσεων στην WHE.

Αναφέρετε αυτή την εργασία

Στυλ APA

Cartwright, M. (2018, January 18). Το εμπόριο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία [Trade in the Byzantine Empire]. (A. Kioufentzoglou, Μεταφραστής). World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε από https://www.worldhistory.org/trans/el/2-1179/u/

Στυλ Σικάγο

Cartwright, Mark. "Το εμπόριο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία." Μεταφράστηκε από Athanasios Kioufentzoglou. World History Encyclopedia. Τελευταία τροποποίηση January 18, 2018. https://www.worldhistory.org/trans/el/2-1179/u/.

Στυλ MLA

Cartwright, Mark. "Το εμπόριο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία." Μεταφράστηκε από Athanasios Kioufentzoglou. World History Encyclopedia. World History Encyclopedia, 18 Jan 2018. Ιστοσελίδα. 21 Nov 2024.