Το 1204 μ.Χ. συνέβη το αδιανόητο και η Κωνσταντινούπολη, μετά από εννέα αιώνες που άντεξε σε όλους τους επιδρομείς, λεηλατήθηκε βάναυσα. Ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι οι δράστες δεν ήταν κανένας από τους παραδοσιακούς εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: οι στρατοί του Ισλάμ, οι Βούλγαροι, οι Ούγγροι ή οι Σέρβοι, αλλά ο δυτικός χριστιανικός στρατός της Τέταρτης Σταυροφορίας. Τελικά, η αμοιβαία καχυποψία και δυσπιστία που υπήρχε για αιώνες μεταξύ των δυτικών και ανατολικών κρατών και των εκκλησιών κατέληξε σε πόλεμο. Με την πτώση της πόλης, πολλές από τις θρησκευτικές εικόνες, τα λείψανα και τα έργα τέχνης απομακρύνθηκαν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία χωρίστηκε μεταξύ της Βενετίας και των συμμάχων της. Η αυτοκρατορία θα ανασταίνονταν ξανά από τις στάχτες της, αλλά ποτέ ξανά δεν θα μπορούσε η Κωνσταντινούπολη να ισχυριστεί ότι είναι η μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο ζωντανή καλλιτεχνικά πόλη του κόσμου.
Πρόλογος
Οι Βυζαντινοί, με την πρωτεύουσά τους, την Κωνσταντινούπολη, που ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' το 324 μ.Χ., θεωρούνταν οι υπερασπιστές του Χριστιανισμού, ο φάρος που έλαμπε σε όλη τη Μεσόγειο και την Κεντρική Ασία, με την πιο ιερή πόλη μετά την Ιερουσαλήμ, και ο βράχος που στάθηκε ενάντια στην παλίρροια του Ισλάμ, που σάρωνε από τα ανατολικά. Ωστόσο, για το δυτικό μισό της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί θεωρούνταν παρηκμασμένοι, ανειλικρινείς και αναξιόπιστοι, οι θρησκευτικές τους πρακτικές θεωρούνταν ύποπτες, και αρκετοί από τους αυτοκράτορες είχαν ακόμη αποκηρύξει τις εικόνες και θεώρησαν αίρεση την λατρεία τους.
Οι αιώνες της αντιπαράθεσης και της δυσπιστίας, η συνεχής αντιπαλότητα μεταξύ των Παπών και των αυτοκρατόρων, και η αυξανόμενη φιλοδοξία των δυτικών κρατών να αποσπάσουν από το Βυζάντιο τα απομεινάρια της αυτοκρατορίας του στην Ιταλία, για κάποιο χρονικό διάστημα, κρατήθηκαν υπό έλεγχο κατά τις τρεις πρώτες Σταυροφορίες. Και τα τρία, ωστόσο, αποδείχθηκαν ανεπιτυχή στη μόνιμη διασφάλιση των Αγίων Τόπων του Χριστιανισμού από τους Άραβες. Ακόμη χειρότερα, δημιούργησαν μια καταστροφική ρήξη στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης, καθώς η ευθύνη για την αποτυχία κατανεμήθηκε και στις δύο πλευρές. Οι Βυζαντινοί θεωρούνταν ότι δεν είχαν τη βούληση να πολεμήσουν τον κοινό εχθρό ενώ, από την άλλη πλευρά, οι Σταυροφόροι θεωρήθηκαν καιροσκόποι που ενδιαφέρονταν να αρπάξουν τα καλύτερα κομμάτια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα ανατολικά. Κατά μία έννοια, και οι δύο πλευρές είχαν δίκιο στην κρίση τους.
Οι Βυζαντινοί δεν είχαν ποτέ κατανοήσει πλήρως την έννοια ενός Ιερού Πολέμου, τον οποίο οι δυτικοί ηγέτες συνήθιζαν να πυροδοτούν στέλνοντας στρατούς στα ανατολικά. Η Δύση θεωρούσε ότι οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ενδιαφέρονται μόνο για τη διατήρηση της αυτοκρατορίας τους θεωρώντας ότι υπερέχουν έναντι της Δύσης. Οι αυτοκράτορες, ωστόσο, έβλεπαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Χριστιανισμό ως ένα και το αυτό και δεν θα μπορούσαν να κατηγορηθούν για το ότι αντιμετώπιζαν τους Σταυροφόρους ως ένα απείθαρχο πλήθος κακοποιών σε ένα όργιο λεηλασίας, δεδομένων των βιασμών και της λεηλασίας που συνόδευε το πέρασμα των Σταυροφόρων από τα βυζαντινά εδάφη. Με αυτές τις εμπειρίες και τις υποψίες ανάμεσά τους οδηγήθηκαν οι δύο πλευρές στον 13ο αιώνα μ.Χ.
Η Δ’ Σταυροφορία
Η τέταρτη σταυροφορία ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ (περ. 1198-1216 μ.Χ.) το 1202 μ.Χ. με κύρια πρόθεση να ανκτήσουν οι χριστιανοί την Ιερουσαλήμ μετά την πτώση της το 1187 μ.Χ. στον Σαλαντίν, Σουλτάνο της Αιγύπτου (περ. 1169-1193 μ.Χ.). Τον Ιούνιο του 1202 μ.Χ. Σταυροφόροι από όλη την Ευρώπη συγκεντρώθηκαν στη Βενετία, με επικεφαλής τον Μαρκήσιο Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Από εκεί θα έπλεαν στην Αίγυπτο - που φαινόταν ως το αδύναμο σημείο του εχθρού - ή τουλάχιστον, αυτό ήταν το αρχικό σχέδιο. Οι Βενετοί, ως άπληστοι έμποροι, επέμεναν να πληρωθούν για τα 240 πλοία τους που διέθεταν, αλλά οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν να καλύψουν την απαιτούμενη τιμή των 85.000 ασημένιων νομισμάτων. Κατά συνέπεια, έγινε μια συμφωνία ότι, σε αντάλλαγμα για τη διέλευση, οι Σταυροφόροι θα σταματούσαν στη Ζάρα στην ακτή της Δαλματίας και θα την ανακτούσαν για χάρη των Βενετών, μιας και η πόλη είχε πριν λίγο αποσκιρτήσει και βρίσκονταν υπό την προστασία των Ούγγρων. Οι Βενετοί θα παρείχαν επίσης 50 πλοία με δικά τους έξοδα και θα έπαιρναν το ήμισυ κάθε περιοχής που θα καταλαμβανόταν.
Ο Πάπας δεν χάρηκε όταν άκουσε τα νέα ότι η χριστιανική πόλη Ζάρα είχε λεηλατηθεί τον Νοέμβριο του 1202 μ.Χ., και αμέσως αφόρισε τους Σταυροφόρους και τους Βενετούς. Η τιμωρία άρθηκε αργότερα, διαφορετικά, τι νόημα θα είχε η ύπαρξη αφορισμένων «σταυροφόρων»;
Οι ιστορικοί συνεχίζουν να διαφωνούν για τον ακριβή λόγο για τον οποίο οι Σταυροφόροι στη συνέχεια κινήθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης αντί της Ιερουσαλήμ, αλλά ένα κρίσιμο στοιχείο της αμοιβαίας υποψίας μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και του Βυζαντίου ήταν η Δημοκρατία της Βενετίας και συγκεκριμένα ένας άνθρωπος, ο δόγης Ερρίκος Δάνδολος (περ. 1192-1205 μ.Χ.). Έχοντας πρόθεση να πετύχει την κυριαρχία του ενετικού εμπορίου στα ανατολικά, δεν ξεχνούσε την ατιμωτική απέλαση του από την Κωνσταντινούπολη όταν υπηρετούσε εκεί ως πρέσβης. Του φάνηκε ως η καλύτερη εκαιρία να χτυπήσει τελικά την Κωνσταντινούπολη ως ανταγωνιστής. Επιπλέον, ο Πάπας θα πετύχαινε την κυριαρχία της δυτικής Εκκλησίας μια για πάντα και οι Ιππότες των Σταυροφόρων θα έπαιρναν εκδίκηση από τους διπρόσωπους Βυζαντινούς για τη μη ικανοποιητική υποστήριξη των προηγούμενων Σταυροφοριών, αλλά και σίγουρα θα κέρδιζαν δόξα και πλούσια λάφυρα. Τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης θα χρηματοδοτούσαν τη συνέχεια της πορείας προς την Ιερουσαλήμ. Μπορεί να μην είχε προγραμματιστεί τόσο κυνικά από όλα τα μέρη, αλλά, τελικά, αυτό ακριβώς συνέβη με την εξαίρεση ότι η Τέταρτη Σταυροφορία έληξε με την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας και η Σταυροφορία στην Ιερουσαλήμ εγκαταλήφθηκε.
Η επίθεση στην Κωνσταντινούπολη
Οι Σταυροφόροι έφτασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη στις 24 Ιουνίου 1203. Οι δυτικές δυνάμεις συμφώνησαν να υποστηρίξουν τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο, γιο του εκτοπισθέντος βυζαντινού αυτοκράτορα Ισαάκιου Άγγελου Β '(περ. 1185-1195 μ.Χ.) και υποσχέθηκαν να επανατοποθετήσουν στον θρόνο τον πατέρα του (τότε φυλακισμένος στην Κωνσταντινούπολη) εάν υποσχόταν να βοηθήσει τους Σταυροφόρους με χρήματα, στρατιώτες και προμήθειες. Ένας από τους σταυροφόρους ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το σχέδιο - ο Φίλιππος της Σουηβίας, βασιλιάς της Γερμανίας (περ. 1198-1208 μ.Χ.), του οποίου η σύζυγος Ειρήνη ήταν η αδελφή του Αλεξίου Δ'. Με τέτοια διαπιστευτήρια, ως πιόνι των δυτικών στη βυζαντινή πολιτική, ο Ισαάκ επανέκτησε το θρόνο στο παλάτι των προγόνων του το 1203 μ.Χ. με τον Αλέξιο ως συν-αυτοκράτορα.
Η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει πολύ εύκολα όταν οι Σταυροφόροι νίκησαν τη φρουρά στο Γαλάτα και κατέβασαν την πελώρια αλυσίδα που έφραζε την είσοδο στο λιμάνι του Κεράτιου Κόλπου. Καθώς έπλευσαν με το στόλο τους και επιτέθηκαν στα θαλάσσια τείχη και στα τείχη της ξηράς ταυτόχρονα με μηχανές πολιορκίας και σκάλες, ακόμη και η επίλεκτη φρουρά των Βαράγγων δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους επιτιθέμενους να εισβάλουν στην πόλη. Ο εν ενεργεία αυτοκράτορας και αδερφός του Ισαάκ, Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, που πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστος από την άφιξη των Σταυροφόρων, εγκατέλειψε την πόλη.
Το παλαιό καθεστώς είχε πέσει. Ωστόσο, το νέο ζευγάρι των αυτοκρατόρων επέστρεψε με τους συμφωνημένους όρους βοήθειας - αν και στην πραγματικότητα είχαν λίγους πόρους - και επίσης απέτυχαν να φέρουν τη Βυζαντινή Εκκλησία υπό την εξουσία του Πάπα. Ο Αλέξιος Δ' δεν μπορούσε να βοηθήσει πολύ τους δυτικούς, αλλά ο λαός του ούτως ή άλλως δεν τον εμπιστευόταν, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο ανέβηκε στο θρόνο και της παρουσίας του στρατού των Σταυροφόρων έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα να αυξήσει τους φόρους και μια τεράστια πυρκαγιά στην πόλη που προκλήθηκε από τους σταυροφόρους που έβαλαν φωτιά σε ένα τζαμί μεγάλωσαν τη δυσαρέσκεια του λαού. Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, που εμφανίστηκε ένας σφετεριστής, ο Αλέξιος Ε' Δούκας. Διοικητής του στρατού και ανώτερος διπλωμάτης, με την υποστήριξη του λαού, ο Δούκας κατέλαβε το θρόνο και εκτέλεσε τους προκατόχους του, πατέρα και γιο, τον Ιανουάριο του 1204 μ.Χ.
Ο Αλέξιος Δούκας, γνωστός ως "Μούρτζουφλος" (επειδή είχε σμιχτά φρύδια) προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της πρωτεύουσάς του υπό αντίξοες καταστάσεις. Εκείνη τη στιγμή, ο δόγης Δάνδολος και οι Σταυροφόροι είδαν τη χρυσή τους ευκαιρία, όχι μόνο να λάβουν βοήθεια από τους Βυζαντινούς, αλλά να λεηλατήσουν την πόλη εξ ολοκλήρου. Ο Αλέξιος εξασφάλισε την περαιτέρω ενίσχηση των ισχυρών Θεοδοσιανών Τείχών και Πύργων ενισχύθηκαν περαιτέρω, και η ανέκτησε την πρωτοβουλία με αρκετές επιδρομές στα στρατόπεδα των Σταυροφόρων. Οι Σταυροφόροι αντέδρασαν εξαπολύοντας εκτεταμένη επίθεση το πρωί της 9ης Απριλίου 1204 μ.Χ., αλλά οι Βυζαντινοί την απέκρουσαν. Στη συνέχεια, στις 12 Απριλίου, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν στα πιο αδύναμα θαλάσσια τείχη του λιμανιού και στόχευσαν δύο πύργους συγκεκριμένα, προσδένοντας τα πλοία τους και σπρώχνοντας επανειλημμένα. Αρχικά, οι υπερασπιστές κράτησαν, αλλά, τελικά, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να περάσουν τόσο από την πλευρά της θάλασσας όσο και από την ξηρά, όταν οι Φράγκοι χτύπησαν μια από τις πύλες της πόλης. Οι Σταυροφόροι μπήκαν στην πόλη και ακολούθησε σφαγή. Πολίτες βιάστηκαν και σφαγιάστηκαν, κτίρια πυρπολήθηκαν και εκκλησίες βεβηλώθηκαν. Ο Αλέξιος έφυγε στη Θράκη και ακολούθησαν τρεις ημέρες λεηλασίας.
Η λεηλασία της Πόλης
Ο Ροβέρτος του Κλαρί, ένας χαμηλόβαθμος ιππότης του στρατού των Σταυροφόρων, έγραψε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της Σταυροφορίας με ανεκτίμητες περιγραφές των μνημείων και των θρησκευτικών κειμηλίων της Κωνσταντινούπολης. Μια άλλη καταγραφή, αυτή τη φορά από έναν συγγραφέα πιο κοντά στην ηγεσία, συντάχθηκε από τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, τον στρατάρχη της Καμπανίας. Ο Βιλεαρδουίνος έγραψε το Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης σχεδόν ως υπεράσπιση των ενεργειών των Σταυροφόρων, και έτσι το έργο είναι πολύ προκατειλημμένο, παρουσιάζοντας τους Βυζαντινούς ως έναν αναξιόπιστο λαό που πήρε αυτό ακριβώς που του άξιζε. Τέλος, ο Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης δίνει μια ζωντανή μαρτυρία για την καταστροφή και λεηλασία της πόλης στην Ιστορία του.
Η Κωνσταντινούπολη, το 1204 μ.Χ., είχε πληθυσμό περίπου 300.000, πολλούς περισσότερους από τους 80.000 της Βενετίας, της μεγαλύτερης πόλης της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή. Δεν ήταν όμως μόνο το μέγεθός του που εντυπωσίασε τους Σταυροφόρους, αλλά τα κτίρια, οι εκκλησίες και τα παλάτια, τα τεράστια φόρουμ και οι κήποι και, πάνω απ 'όλα, τα πλούτη, που κατέπληξαν τους δυτικούς επισκέπτες. Τότε το δέος αντικαταστάθηκε γρήγορα από την απληστία. Μνημειακά γλυπτά, αμέτρητα έργα τέχνης, βιβλία, χειρόγραφα και κοσμήματα που είχαν συσσωρευτεί σταθερά από αυτοκράτορες και ευγενείς σε μια χιλιετία, όλα απογυμνώθηκαν και καταστράφηκαν ή λιώθηκαν για να κοπούν νομίσματα. Έπιπλα, πόρτες και μαρμάρινα αρχιτεκτονικά στοιχεία αφαιρέθηκαν για να ξαναχρησιμοποιηθούν αλλού, ακόμη και οι τάφοι των αυτοκρατόρων, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μεγάλου Ιουστινιανού Α', ανοίχτηκαν και το πολύτιμο περιεχόμενό τους αφαιρέθηκε.
Ένα από τα πιο πολύτιμα βυζαντινά θρησκευτικά κειμήλια που κλάπηκε ήταν το Άγιο Μανδήλιο, ένα ύφασμα που λέγεται ότι έφερε αποτυπωμένη την εικόνα του ίδιου του Χριστού. Μεταφέρθηκε ως λάφυρο στη Γαλλία, αλλά, δυστυχώς, αυτό το ανεκτίμητο κειμήλιο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Ένα άλλο παράδειγμα, μια χρυσή λειψανοθήκη που περιείχε ένα κομμάτι του Τιμίου Σταυρού κατέληξε στον καθεδρικό ναό του Λίμπουργκ. Ειδικότερα, στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης λεηλατήθηκαν όλοι οι θησαυροί που βρίσκονταν στην κεντρική νησίδα στο μέσο του Ιπποδρόμου γύρω από την οποία έτρεχαν τα άρματα. Τα τέσσερα χάλκινα άλογα που βρίσκονται τώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία ήταν πιθανώς κάποτε μέρος μιας ομάδας αρμάτων που στεκόταν στην μνημειακή πύλη του Ιπποδρόμου.
Οι Βυζαντινοί θρήνησαν όχι μόνο την τρομερή αιματοχυσία και την οικονομική καταστροφή της λεηλασίας, αλλά και την καταστροφή ιστορικά σημαντικών έργων τέχνης που γνώριζαν ότι συνδέουν πλήρως την πόλη και, μάλιστα, τον δυτικό κόσμο με τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο κόσμος είχε χάσει κάτι σπουδαίο και ανυπολόγιστο, όπως συνοψίζεται χαρακτηριστικά από τον ιστορικό Τ.Τ. Νόργουιτς:
Με τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης, ο δυτικός πολιτισμός υπέστη απώλεια μεγαλύτερη από την καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας τον τέταρτο αιώνα ή τη λεηλασία της Ρώμης τον πέμπτο - ίσως την πιο καταστροφική μεμονωμένη απώλεια σε όλη την ιστορία. (306)
Συνέπειες
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε' Δούκας εγκατέλειψε την πόλη, αλλά αργότερα τον συνέλαβαν, τον τύφλωσαν και τον γκρέμισαν από την κορυφή μιας στήλης λίγους μήνες αργότερα. Όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός και ολοκληρώθηκε το πλιάτσικο, η συνθήκη Partitio Romaniae (Διανομή Εδαφών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας), που είχε ήδη προαποφασιστεί, μοίρασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μεταξύ της Βενετίας και των συμμάχων της. Οι Ενετοί πήραν τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης, τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη, την Εύβοια, την Άνδρο, τη Νάξο και μερικά στρατηγικά σημεία κατά μήκος της ακτής της Θάλασσας του Μαρμαρά. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας έγινε τότε ο Λατίνος αυτοκράτορας (περίπου 1204-1205 μ.Χ.) και στέφθηκε στην Αγία Σοφία, παραλαμβάνοντας τα πέντε όγδοα της Κωνσταντινούπολης και το ένα τέταρτο της αυτοκρατορίας που περιλάμβανε τη Θράκη, τη βορειοδυτική Μικρά Ασία και πολλά νησιά του Αιγαίου (Χίος, Λέσβος και Σάμος κ.α.). Ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός ανέλαβε τη Θεσσαλονίκη και δημιούργησε ένα νέο βασίλειο εκεί που περιλάμβανε επίσης την Αθήνα και τη Μακεδονία. Το 1205 μ.Χ., μετά το θάνατο του Βαλδουίνου σε βουλγαρική φυλακή, ο Γουλιέλμος Α' Σαμπλίτης και ο Γοδεφρείδος Α' Βιλεαρδουίνος (ανιψιός του ιστορικού με το ίδιο όνομα) ίδρυσαν ένα λατινικό πριγκιπάτο στην Πελοπόννησο, ενώ ο Γάλλος δούκας Όθων Ντε λα Ρος κατέλαβε την Αττική και τη Βοιωτία .
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποκαταστάθηκε το 1261 μ.Χ., αν και σκιά του πρώην εαυτού της, όταν δυνάμεις από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το κέντρο της Βυζαντινής εξορίας (1208-1261 μ.Χ.) επανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' (περίπου 1259-1282 μ.Χ.) μπόρεσε να τοποθετήσει τον θρόνο του πίσω στο παλάτι των βυζαντινών προκατόχων του.