Η καθημερινή ζωή ενός ανθρώπου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως σχεδόν σε όλες τις πρoγενέστερες ή μεταγενέστερες κοινωνίες, εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικές συνθήκες και την κοινωνική θέση των γονέων του. Υπήρχαν κάποιες ευκαιρίες για πρόοδο με βάση την εκπαίδευση, τη συσσώρευση πλούτου και την απόκτηση εύνοιας από έναν πιο ισχυρό χορηγό ή μέντορα. Η εργασία ήταν η ανησυχία των περισσότερων ανθρώπων, προκειμένου να παράγουν ή να αγοράζουν τα βασικά για τη διατροφή τους, αλλά υπήρχαν πολλές δυνατότητες για ψυχαγωγία τόσο σε παζάρια που διοργανώνονταν σε θρησκευτικά πανηγύρια όσο και σε αρματοδρομίες και παραστάσεις ακροβατών στους δημόσιους χώρους που οι περισσότερες πόλεις διέθεταν για τους κατοίκους τους.
Γέννηση
Όπως και στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς έτσι και στο Βυζάντιο, η οικογένεια στην οποία γεννιόταν κάποιος καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική θέση και το επάγγελμά στην ενήλικη ζωή του. Υπήρχαν δύο ευρείες ομάδες πολιτών: οι «προνομιούχοι» (honestiores) και οι «ταπεινοί» (humiliores), δηλαδή οι πλούσιοι, οι προνομιούχοι και οι ευγενείς σε αντίθεση με όλους τους άλλους. Οι νομικές ποινές ήταν πιο επιεικείς για τους προνομιούχους, στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν πρόστιμα και όχι σωματική τιμωρία. Το μαστίγωμα και ο ακρωτηριασμός, συνήθως της μύτης, ήταν κοινές μορφές τιμωρίας για εγκλήματα όπως η μοιχεία ή ο βιασμός μιας καλόγριας. Για εγκλήματα όπως η δολοφονία και η προδοσία, δεν γινόταν καμία κοινωνική διάκριση με τη θανατική ποινή να εφαρμόζεται για όλους. Κάτω από τις δύο αυτές κοινωνικές ομάδες ήταν οι σκλάβοι, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή είχαν αποκτηθεί στα σκλαβοπάζαρα.
Τα οικογενειακά ονόματα έγιναν ολοένα και πιο περιγραφικά για το επάγγελμα ενός ατόμου ή τη γεωγραφική καταγωγή του, για παράδειγμα, Παφλαγονίτης για άτομα από την Παφλαγονία ή Κηρουλάριος για τον κατασκευαστή κεριών. Το προσδόκιμο ζωής ήταν χαμηλό σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, όποιος είχε ηλικία άνω των 40 ετών είχε ξεπεράσει το μέσο όρο. Πόλεμοι συνέβαιναν περίπου μία φορά σε κάθε γενιά, ενώ οι ασθένειες ήταν έντονες και διαρκείς. Η πρωτόγονη ιατρική ήταν συχνά τόσο επικίνδυνη όσο και η ασθένεια που προσπαθούσε να θεραπεύσει.
Παιδική ηλικία και Εκπαίδευση
Τα παιδιά της κατώτερης τάξης ακολουθούσαν ουσιαστικά το επάγγελμα των γονιών τους. Τα κορίτσια της αριστοκρατίας μάθαιναν να γνέθουν, να υφαίνουν αλλά και να διαβάζουν και να γράφουν. Ίσως μελετούσαν και τη Βίβλο ή τους βίους των αγίων, αλλά δεν είχαν επίσημη εκπαίδευση, καθώς στόχος ήταν να παντρευτούν και να φροντίζουν τα παιδιά, την οικιακή περιουσία και να επιβλέπουν τους σκλάβους.
Για τα αγόρια των αριστοκρατών, οι περισσότερες πόλεις είχαν ένα σχολείο που διοικούνταν από τον τοπικό επίσκοπο, αλλά υπήρχαν επίσης ιδιωτικοί δάσκαλοι για εκείνους που είχαν την οικονομική δυνατότητα. Τα αγόρια διδάσκονταν πρώτα να διαβάζουν και να γράφουν στα ελληνικά και στη συνέχεια εκπαιδεύονταν στις επτά κλασικές τέχνες της αρχαιότητας: γραμματική, ρητορική, λογική, αριθμητική, γεωμετρία, αρμονία και αστρονομία. Κείμενα όπως η «Ιλιάδα» του Ομήρου, η «Θεογονία», το «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου ήταν συνηθισμένα στη μελέτη και οι μαθητές μπορούσαν να απομνημονεύσουν ολόκληρα κομμάτια από αυτά (αν και για ποιο σκοπό δεν είναι ξεκάθαρο παρά μόνο για να εντυπωσιάσουν στο μέλλον όσους δεν είχαν τόσο ισχυρή μνήμη).
Η ανώτατη εκπαίδευση ήταν διαθέσιμη σε μεγάλες πόλεις όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αθήνα και η Γάζα. Το πρόγραμμα σπουδών περιελάμβανε τη μελέτη της φιλοσοφίας, ειδικά των έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, καθώς και τη χριστιανική θεολογία. Τα παιδιά μπορούσαν επίσης να σταλούν για εκπαίδευση είτε στην εκκλησία είτε στην αυτοκρατορική αυλή με την ελπίδα της κοινωνικής ανόδου. Πράγματι, η Κωνσταντινούπολη είχε ένα εξειδικευμένο σχολείο για να εκπαιδεύει νεαρούς άνδρες για την κρατική γραφειοκρατία, ενώ υπήρχε μια διάσημη νομική σχολή στη Βυρηττό. Τον 9ο αιώνα μ.Χ., δημιουργήθηκε ένα πανεπιστήμιο στο «Μεγάλο Παλάτιον» της Κωνσταντινούπολης όπου δίδαξαν φωτισμένοι λόγιοι, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός και στη συνέχεια, στα μέσα του 11ου αιώνα μ.Χ., ιδρύθηκε μια νέα σχολή νομικής και φιλοσοφίας στην πρωτεύουσα από τον Πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο (1064-1075 μ.Χ.).
Γάμος και Οικογένεια
Ένα κορίτσι παντρευόταν, το νωρίτερο, στα 12, ενώ ένα αγόρι στα 14. Η συμμετοχή και η συγκατάθεση των γονέων ήταν αναμενόμενη και ο αρραβώνας θεωρούταν δεσμευτικός. Δεύτερος γάμος ήταν δυνατός εφ' όσον τηρούνταν η κατάλληλη περίοδος πένθους από τη χήρα, αλλά ένας τρίτος γάμος ήταν σπάνιος και επιτρεπόταν μόνο υπό ειδικές περιστάσεις, όπως το να μην υπάρχουν παιδιά. Διαζύγιο δινόταν δύσκολα, με την εξαίρεση αν μια γυναίκα είχε διαπράξει μοιχεία ή ένας σύζυγος ήταν ένοχος για δολοφονία ή μαγεία. Οι νόμοι του Ιουστινιανού Α (527-565 μ.Χ.) προχώρησαν ακόμη περισσότερο και απαγόρευαν το διαζύγιο εντελώς, εκτός εάν και τα δύο μέρη συναινούσαν να αποσυρθούν σε μοναστήρι. Ο πατέρας ήταν ο επικεφαλής της οικογένειας, αλλά μια χήρα θα μπορούσε να κληρονομήσει την περιουσία του συζύγου της και, επομένως, να αναλάβει αυτόν τον ρόλο εάν ήταν απαραίτητο.
Φαγητό και Ποτά
Τα γεύματα, φυσικά, ήταν μια σημαντική οικογενειακή περίσταση και το φαγητό που διέθεταν οι κατώτερες τάξεις και οι αγρότες περιλάμβανε βραστά λαχανικά, δημητριακά, ψωμί από χοντροκομμένα δημητριακά, αυγά, τυρί και φρούτα. Το κρέας και τα ψάρια ήταν σπάνια και προορίζονταν για ειδικές περιστάσεις. Οι πλουσιότερες οικογένειες μπορούσαν να αγοράσουν συχνότερα κρέας, όπως άγρια πουλιά, λαγούς, χοιρινό και αρνί. Η χρήση ελαιόλαδου ήταν συχνή, πολλά μπαχαρικά έρχονταν από την ανατολή και το κρασί ήταν ευρέως διαθέσιμο. Μερικά γνωστά επιδόρπια ήταν αμπελόφυλλα ή ζύμες γεμιστές με σταφίδες, ξηρούς καρπούς, κανέλα και μέλι. Οι άνθρωποι έτρωγαν κυρίως με τα δάχτυλά τους ή ίσως με ένα μαχαίρι, αλλά το πιρούνι, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι και στη συνέχεια ξεχάστηκε, επανεμφανίστηκε στην αριστοκρατία του Βυζαντίου.
Εργασία
Στην κορυφή της κλίμακας της βυζαντινής σταδιοδρομίας βρίσκονταν κρατικοί υπάλληλοι, που είχαν αποκτήσει συγκεκριμένες γνώσεις μέσω της εκπαίδευσης, όπως δικηγόροι, λογιστές, γραμματείς, δευτερεύοντες αξιωματούχοι και διπλωμάτες, όλοι τους απαραίτητοι για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Στη συνέχεια βρίσκονταν οι έμποροι, ακόμη και οι τραπεζίτες, που μερικές φορές ήταν εξαιρετικά πλούσιοι, αλλά έχαιραν μικρής εκτίμησης από την αριστοκρατία και αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Οι βιοτέχνες και οι παραγωγοί τροφίμων (άνδρες και γυναίκες) συμμετείχαν λιγότερο στην κοινωνική κινητικότητα καθώς τα μέλη των μεγάλων συντεχνιών (collegia) συνήθως συνέχιζαν τα επαγγέλματά τους και μεταβίβαζαν τις δεξιότητές τους στα παιδιά τους. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τους αμπελουργούς, τους πλοιοκτήτες, τους αρτοποιούς και τους παραγωγούς χοιρινού κρέατος. Οι γυναίκες έκαναν πολλές «ανδρικές» δουλειές, αλλά συχνά παρείχαν εξειδικευμένες υπηρεσίες όπως μαίες, πρακτικές ιατροί, πλύστρες, μαγείρισσες, προξενήτρες, ηθοποιοί και, φυσικά, πόρνες. Οι γυναίκες μπορούσαν να έχουν τις δικές τους επιχειρήσεις, εάν διέθεταν τα μέσα.
Αν και η αντιστοίχιση του αρχαίου νομίσματος με σύγχρονη αγοραστική αξία είναι παραπλανητική, έχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε την αξία του ημερομισθίου ενός επαγγέλματος με ένα άλλο, όπως φαίνεται σε αυτά τα ημερομίσθια, τα οποία αναφέρονται στις νομισματικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. και δίνουν μια ιδέα του κόστους εργασίας στην πρώιμη βυζαντινή αυτοκρατορία:
- 25 δηνάρια το ημερομίσθιο ενός εργάτη
- 50 δηνάρια το ημερομίσθιο ενός φούρναρη
- 150 δηνάρια το ημερομίσθιο ενός ζωγράφου
Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα ήταν οι μικροκαλλιεργητές που είχαν τη δική τους γη και οι πιο ταπεινοί πολίτες απ 'όλους ήταν αυτοί που εργάζονταν ως αγροτικοί εργάτες (coloni) στα μεγάλα κτήματα των αριστοκρατικών γαιοκτημόνων (δυνατοί). Αυτοί οι εργάτες δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση ούτε αντιμετωπίζονταν καλύτερα από τους σκλάβους, οι οποίοι βρίσκονταν στην χειρότερη θέση από όλους.
Στέγαση
Οι πλούσιοι είχαν μεγάλα σπίτια με πολλά δωμάτια, εσωτερικές αυλές, μπάνια, κήπους, σιντριβάνια, ακόμη και μικρά παρεκκλήσια. Οι χώροι υποδοχής τέτοιων σπιτιών είχαν μαρμάρινα δάπεδα και τοίχους διακοσμημένους με ψηφιδωτά, ενώ οι ιδιωτικοί χώροι, όπως τα υπνοδωμάτια, τα οποία ήταν συνήθως στον δεύτερο όροφο, είχαν χρωματισμένους εσωτερικούς τοίχους. Τα μεγαλύτερα σπίτια είχαν ακόμη και ένα ξεχωριστό τμήμα του σπιτιού που προοριζόταν μόνο για τις γυναίκες του νοικοκυριού, το γυναικωνίτη, αλλά αυτό φαίνεται να ήταν ένας ιδιωτικός χώρος με σκοπό να κρατήσει τους άνδρες έξω από ένα περιορισμένο μέρος από το οποίο οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φύγουν.
Τα περισσότερα σπίτια χτίζονταν με τούβλα και πέτρες, με υλικά τα οποία, συχνά, προέρχονταν από παλαιότερα κατεστραμμένα κτίρια. Για να έχουν πιο όμορφη εμφάνιση, τα εξωτερικά τοιχώματα ήταν καλυμμένα με γύψο και συχνά χαραγμένα με γραμμές για να φαίνονται σαν να ήταν κατασκευασμένα από σμιλευμένους ογκόλιθους. Ακόμα πιο συνηθισμένο ήταν να βάφονται οι τοίχοι σε έντονα χρώματα, μερικές φορές με τολμηρά γεωμετρικά σχέδια. Αυτοί οι τύποι σπιτιών είχαν μόνο στοιχειώδη αποχέτευση και γνωρίζουμε ότι οι νόμοι απαγόρευαν στους κατοίκους της πόλης να αδειάζουν τα δοχεία νυκτός τους από το παράθυρο στο δρόμο.
Πολλοί φτωχότεροι πολίτες ζούσαν σε απλά πολυώροφα κτίρια, που είχαν δημιουργήσει πρώτοι οι Ρωμαίοι, τις πολυκατοικίες (insulae). Ακόμα περισσότεροι ζούσαν στα περίχωρα της πόλης σε κτίρια ξύλινα, πλίνθινα ή κτισμένα από επαναχρησιμοποιημένα ερείπια. Στις αγροτικές περιοχές, μπορούσε να χτιστεί μια μικρή ομάδα σπιτιών προκειμένου να σχηματιστεί ένας οικισμός. Τα κτίρια εδώ είχαν δύο ορόφους - το ισόγειο για τα ζώα και τον πάνω όροφο για τους αγρότες - και μια εσωτερική αυλή με θέα σε μια βεράντα. Τα σπίτια της υπαίθρου δεν είχαν τρεχούμενο νερό και δεν υπάρχουν ενδείξεις για εσωτερικά μπάνια. Αυτά τα σπίτια, παραδόξως, ήταν συχνά χτισμένα με κατεργασμένες πέτρες με καλοφτιαγμένους ξύλινους σκελετούς και κόγχες.
Δεν υπήρχαν κανόνες πολεοδομίας και τα διάφορα σχέδια και υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα κτίρια σήμαινε ότι οι πόλεις παρουσίαζαν ένα ετερόκλητο αστικό τοπίο με ένα λαβύρινθο μικρών ανοργάνωτων δρόμων. Έξω από μια πόλη ή κωμόπολη υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι όπως π.χ. για το πλύσιμο των ρούχων, τη συγκέντρωση των σκουπιδιών καθώς και ένας χώρος εκτελέσεων.
Ντύσιμο
Η αριστοκρατία φορούσε ωραία ρούχα, κατασκευασμένα ακόμα και από μετάξι, το οποίο εισαγόταν αρχικά από την Κίνα και τη Φοινίκη και στη συνέχεια, από το 568 μ.Χ., παραγόταν στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. Οι ευγενείς μπορούσαν να φορούν ρούχα βαμμένα με πορφύρα από την Τύρο, που τους ξεχώριζε από τους απλούς πολίτες επειδή ήταν εξαιρετικά ακριβά στην παραγωγή και απαγορεύονταν η χρήση τους από οποιονδήποτε. Στους πλούσιους βυζαντινούς άρεσαν επίσης ο χρυσός, το ασήμι και τα κοσμήματα με πολύτιμους λίθους. Οι αριστοκράτες δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένοι από τους κανόνες της μόδας, ωστόσο, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α (527-565 μ.Χ.) αποφάσισε ότι κανένας εκτός από αυτόν δεν θα μπορούσε να εξωραΐσει τη ζώνη του ή το χαλινάρι και τη σέλα του αλόγου του με μαργαριτάρια, σμαράγδια ή υάκινθους.
Ορισμένοι ανώτεροι αξιωματούχοι είχαν ακόμη και ξεχωριστά ρούχα δηλωτικά του αξιώματός τους. Το χρώμα του μανδύα, του χιτώνα, της ζώνης και των παπουτσιών ή ο ιδιαίτερος σχεδιασμός και το υλικό μιας ίνας, σε πολλές περιπτώσεις, υποδήλωναν το αξίωμα αυτού που τα φορούσε. Πράγματι, μερικές από τις πόρπες που φορούσαν ήταν τόσο πολύτιμες και ο κίνδυνος κλοπής τόσο υψηλός που πολλοί αξιωματούχοι φορούσαν απομιμήσεις από επιχρυσωμένο χαλκό. Τα φτωχότερα μέλη της κοινωνίας έπρεπε να συμβιβαστούν με λιγότερο εντυπωσιακή ενδυμασία με το μάλλινο κοντό πουκάμισο και το μακρύ μανδύα να κυριαρχεί στην ενδυμασία, ενώ το παντελόνι δεν εισήχθη στο Βυζάντιο μέχρι τον 12ο αιώνα μ.Χ.
Ελεύθερος χρόνος
Η έξοδος από το σπίτι σε μια βυζαντινή πόλη, όπως και σε κάθε σύγχρονη μητρόπολη, αποτελούσε από μόνη της ψυχαγωγία καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ταχυδακτυλουργούς, ακροβάτες, ζητιάνους, πωλητές τροφίμων και ποτών, αργόσχολους, πόρνες, μάντισσες, τρελούς, ασκητές και ιεροκήρυκες. Οι πολίτες μπορούσαν να ψωνίσουν σε αγορές που βρίσκονταν σε πλατείες ή σε μόνιμα καταστήματα στους δρόμους των μεγαλύτερων πόλεων. Σε αυτούς τους δρόμους οι αγοραστές προστατεύονταν από τον ήλιο και τη βροχή με στεγασμένα πεζοδρόμια με περιστύλιο, τα οποία συχνά ήταν στρωμένα με μαρμάρινες πλάκες και ψηφιδωτά. Ορισμένοι εμπορικοί δρόμοι ήταν πεζόδρομοι και μεγάλα σκαλοπάτια στα δύο άκρα εμπόδιζαν την είσοδο σε τροχοφόρα οχήματα.
Εκτός από μεγάλη ποικιλία κρεάτων, θαλασσινών, φρούτων και λαχανικών, έναν βυζαντινό που διέθετε χρήματα στο πορτοφόλι του τον προσέλκυαν μπαχαρικά, αρώματα, θυμίαμα, σαπούνι, φάρμακα, υφάσματα (π.χ. μετάξι, μαλλί, λινό και γούνα), κοσμήματα , κεραμικά, γυάλινα σκεύη, είδη από ορείχαλκο, ασημένια πιάτα, μικρά αντικείμενα τέχνης σκαλισμένα από ξύλο ή ελεφαντόδοντο ακόμη και σκλάβοι.
Τα αγαθά στις αγορές ζυγίζονταν σχολαστικά με τη χρήση επίσημων τυποποιημένων μέτρων και σταθμών. Οι τιμές, επίσης, ελέγχονταν τακτικά από κρατικούς επιθεωρητές για να διασφαλιστεί ότι δεν υπήρχε υπερβολικό κέρδος. Ιδιαίτερα καλές ευκαιρίες για ψώνια ήταν τα πανηγύρια και οι γιορτές που πραγματοποιούνταν σε σημαντικές θρησκευτικές επετείους, όπως η επέτειος γέννησης ενός Αγίου ή η επέτειος του θανάτου ή του μαρτυρίου του. Επίσης, οι εκκλησίες, ειδικά εκείνες που διέθεταν ιερά λείψανα και προσέλκυαν προσκυνητές από μακριά, γίνονταν το επίκεντρο των προσωρινών αγορών, όπου στους πάγκους πωλούνταν όλων των ειδών τα αγαθά. Μία από τις μεγαλύτερες εμποροπανηγύρεις ήταν στην Έφεσο και πραγματοποιούταν στην επέτειο του θανάτου του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Για κάτι πιο ιδιαίτερο και συναρπαστικό από έναν περίπατο, υπήρχε ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης, και πολλοί άλλοι παρόμοιοι σε όλη την αυτοκρατορία (αν και οι περισσότεροι χώροι ήταν απλοί στίβοι ιπποδρομιών χωρίς καθίσματα), όπου διεξάγονταν αρματοδρομίες. Τα διαλείμματα ανάμεσα στους αγώνες προκαλούσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς μουσικοί, ακροβάτες και εκπαιδευτές ζώων διασκέδαζαν το πλήθος. Ο στοιχηματισμός στους αγώνες και η υποστήριξη συγκεκριμένων ομάδων από τις φατρίες του λαού ή τους οπαδούς προσέθετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στους αγώνες. Στους δημόσιους χώρους, ωστόσο, εκτός από αθλήματα πραγματοποιούνταν γιορτές, αναμνηστικές εκδηλώσεις, δημόσιες εκτελέσεις και τιμωρίες και στρατιωτικοί θρίαμβοι με τα λαμπερά πολεμικά λάφυρα και τους εξωτικούς κρατουμένους τους να παρελαύνουν εκεί όλη τη διάρκεια του χρόνου.
Σε μικρότερες πόλεις, το θέατρο εξυπηρετούσε παρόμοιους σκοπούς, καθώς και ως τόπος δημόσιων συναντήσεων, οι οποίες συχνά εξελίσσονταν σε ταραχές που εξαπλώνονταν σε όλη την πόλη ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις πολιτικές των τοπικών αρχόντων ή για τους υψηλούς φόρους. Ένας άλλος αθλητικός χώρος ήταν το γήπεδο όπου διοργανώνονταν αθλητικοί αγώνες. Τέλος, υπήρχαν πολλά μέρη, όπως τα δημόσια λουτρά, τα τοπικά γυμναστήρια ή ακόμη και οι εκκλησίες, όπου τόσο άνδρες όσο και γυναίκες μπορούσαν να συναντηθούν και να συζητήσουν για τα καθημερινά θέματα.
Θάνατος
Οι νεκροί συνήθως θάβονταν σε ειδικά νεκροταφεία που βρίσκονταν έξω από την πόλη. Διαφορετικές τάξεις, από δημόσιους αξιωματούχους έως ηθοποιούς είχαν επιτύμβιες στήλες από πέτρα πάνω από τους τάφους τους και φαίνεται ότι η απόδοση τιμών στους νεκρούς δεν ήταν πρακτική που περιοριζόταν μόνο στους πλουσίους. Επιπλέον, αυτές οι στήλες αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών σχετικά με τη βυζαντινή καθημερινή ζωή, αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες όπως ονόματα, επαγγέλματα και γενικά τη στάση ζωής.