Οι Σταυροφορίες ήταν μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών που οργανώθηκαν από τις χριστιανικές δυνάμεις με σκοπό να ανακτήσουν την Ιερουσαλήμ και τους Αγίους Τόπους από τον έλεγχο των μουσουλμάνων. Αναφέρονται επισήμως οκτώ Σταυροφορίες μεταξύ του 1095 μ.Χ. και του 1270 μ.Χ. και πολλές ανεπίσημες. Κάθε εκστρατεία συνάντησε επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά, τελικά, ο βασικός στόχος, να παραμείνουν η Ιερουσαλήμ και οι Άγιοι Τόποι στα χέρια των Χριστιανών, απέτυχε. Ωστόσο, η απήχηση του σταυροφορικού ιδεώδους συνεχίστηκε μέχρι τον 16ο αιώνα μ.Χ., και σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσει ποιοι ήταν οι κινητήριοι παράγοντες για τους σταυροφόρους, από τον Πάπα μέχρι τον πιο ταπεινό πολεμιστή, ειδικά για την πρώτη εκστρατεία η οποία καθιέρωσε το μοντέλο που ακολουθήθηκε στη συνέχεια.
Ποιος ήθελε τι;
Το γιατί έγιναν οι Σταυροφορίες είναι ένα σύνθετο ερώτημα με πολλές απαντήσεις. Όπως σημειώνει ο ιστορικός Τζ. Ράιλι-Σμιθ:
Δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά πόσο επίπονες, αποπροσανατολιστικές, τρομακτικές, επικίνδυνες και δαπανηρές ήταν οι Σταυροφορίες για τους συμμετέχοντες, και ο συνεχής ενθουσιασμός γι' αυτές που επιδεικνύονταν ανά τους αιώνες δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. (10)
Υπολογίζεται ότι 90.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλων των τάξεων πείστηκαν από πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες να συμμετάσχουν στην Πρώτη Σταυροφορία (1095-1102 μ.Χ.) και τα διάφορα κίνητρά τους, μαζί με εκείνα των πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών της εποχής, πρέπει να εξεταστούν το καθένα ξεχωριστά για να καταλήξουμε σε μια ικανοποιητική εξήγηση. Αν και δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε ακριβώς τις σκέψεις ή τα κίνητρα των ατόμων, οι γενικοί λόγοι για τους οποίους προωθήθηκε και εφαρμόστηκε το σταυροφορικό ιδεώδες μπορούν να συνοψιστούν, για τους βασικούς ηγέτες και τις κοινωνικές ομάδες, ως εξής:
- Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας - να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη και να νικήσει ένα απειλητικό αντίπαλο κράτος.
- Ο Πάπας - να ενισχύσει τον παπισμό στην Ιταλία και να επιτύχει την ανάδειξη του ως επικεφαλής της χριστιανικής εκκλησίας.
- Έμποροι - να μονοπωλήσουν σημαντικά εμπορικά κέντρα που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή υπό μουσουλμανικό έλεγχο και να κερδίσουν χρήματα στέλνοντας σταυροφόρους στη Μέση Ανατολή.
- Ιππότες - να υπερασπιστούν τον Χριστιανισμό (τους πιστούς και τους ιερούς του τόπους), ακολουθώντας τις αρχές του ιπποτισμού και αποκτώντας υλικό πλούτο σε αυτή τη ζωή και την θεϊκή εύνοια για την επόμενη.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε για πολλά χρόνια τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ και Αγίων Τόπων, αλλά οι περιοχές πέρασαν αρχικά στα χέρια των Αράβων, και, στις τελευταίες δεκαετίες του 11ου αιώνα μ.Χ., των Σελτζούκων, μιας τουρκικής φυλής της στέπας. Οι Σελτζούκοι, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει αρκετές επιδρομές στο βυζαντινό έδαφος, συνέτριψαν το βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ στην αρχαία Αρμενία τον Αύγουστο του 1071 μ.Χ. Κατάφεραν μάλιστα να συλλάβουν ακόμη και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη (1068-1071 μ.Χ.), ο οποίος, παρόλο που αφέθηκε ελεύθερος αφού καταβλήθηκαν λύτρα, έπρεπε επίσης να παραδώσει τις σημαντικές πόλεις της Έδεσσας, της Ιεράπολης και της Αντιόχειας. Η ήττα κατέπληξε τους Βυζαντινούς, και ακολούθησε ένας αγώνας για τον θρόνο που δεν τον τερμάτισε ούτε η επιστροφή του Ρωμανού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό σήμαινε επίσης ότι πολλοί από τους Βυζαντινούς διοικητές στη Μικρά Ασία άφησαν τις περιοχές τους προκειμένου να συμμετάσχουν στον αγώνα για τη διεκδίκηση του θρόνου στην Κωνσταντινούπολη.
Εν τω μεταξύ, οι Σελτζούκοι εκμεταλλεύτηκαν πλήρως αυτή τη στρατιωτική αποδιοργάνωση και, το 1078 μ.Χ., δημιούργησαν το Σουλτανάτο του Ρουμ με πρωτεύουσά τους αρχικά τη Νίκαια της Βιθυνίας στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, την οποία κατάλαβαν από τους Βυζαντινούς το 1081 μ.Χ. Οι Σελτζούκοι έγιναν ακόμη πιο φιλόδοξοι και μέχρι το 1087 μ.Χ. έλεγχαν την Ιερουσαλήμ.
Αρκετοί βυζαντινοί αυτοκράτορες ανέβηκαν στο θρόνο, αλλά κάποια σταθερότητα επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118 μ.Χ.), ο οποίος ήταν βετεράνος του Μαντζικέρτ. Ο Αλέξιος όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τους Σελτζούκους, και έφταιγε και ο ίδιος για τις εδαφικές απώλειες, καθώς ήταν αυτός που αποδυνάμωσε τις στρατιωτικές επαρχίες (θέματα) στη Μικρά Ασία. Ο Αλέξιος το είχε κάνει αυτό φοβούμενος την ανερχόμενη δύναμη των διοικητών των θεμάτων, που αποτελούσαν πιθανή απειλή για την εξουσία του. Αντίθετα, ενίσχυσε τις φρουρές της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, ο αυτοκράτορας δεν είχε εμπιστοσύνη στους Νορμανδούς μισθοφόρους του, δεδομένου του ελέγχου των Νορμανδών στη Σικελία και των πρόσφατων επιθέσεων τους στη Βυζαντινή Ελλάδα. Είδε τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Σελτζούκους ως μέσο για να δελεάσει τους Ευρωπαίους ηγέτες και έτσι ο Αλέξιος απηύθυνε έκκληση στη Δύση την άνοιξη του 1095 μ.Χ. για να τον βοηθήσει να εκδιώξει τους Σελτζούκους όχι μόνο από τους Αγίους Τόπους αλλά και από όλα εκείνα τα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που είχαν κατακτήσει. Το ξίφος του Χριστιανικού κόσμου θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πολύ χρήσιμο όπλο για τη διατήρηση του στέμματος του Βυζαντίου.
Ο Πάπας
Ο Πάπας Ουρβανός Β' (1088-1099 μ.Χ.) έλαβε την έκκληση του Αλεξίου το 1095 μ.Χ., αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ζήτησε και έλαβε παπική βοήθεια. Το 1091 μ.Χ., ο πάπας είχε στείλει στρατεύματα για να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς ενάντια στους Πετσενέγους, νομάδες των στεπών, που είχαν εισβάλει από το Δούναβη στη βόρεια περιοχή της αυτοκρατορίας. Ο Ουρβανός Β' ήταν και πάλι, τέσσερα χρόνια αργότερα, διατεθειμένος να βοηθήσει για διάφορους λόγους. Μια σταυροφορία θα αύξανε το κύρος του Πάπα, καθώς θα ηγούνταν ενός οργανωμένου δυτικού στρατού, και θα εδραίωνε τη θέση του στην ίδια την Ιταλία, καθώς είχε βιώσει σοβαρές απειλές από τους Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον προηγούμενο αιώνα, οι οποίοι μάλιστα είχαν αναγκάσει τους πάπες να μετεγκατασταθούν μακριά από τη Ρώμη.
Ο Ουρβανός Β' ήλπιζε επίσης να επανενώσει τη Δυτική (Καθολική) και την Ανατολική (Ορθόδοξη) Χριστιανική Εκκλησία, με τον εαυτό του επικεφαλής. Οι δύο εκκλησίες είχαν χωριστεί από το 1054 μ.Χ. λόγω δογματικών διαφωνιών αλλα και διαφωνιών στις λειτουργικές πρακτικές. Οι Σταυροφορίες θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερη απήχηση εκμεταλλευόμενες την απειλή του Ισλάμ για τα χριστιανικά εδάφη και τους χριστιανούς που ζουν εκεί. Το πιο σημαντικό από όλα όμως ήταν η απώλεια του χριστιανικού ελέγχου των Αγίων Τόπων με τις τοποθεσίες μοναδικής ιστορικής σημασίας για τον Χριστιανισμό, ιδιαίτερα τον τάφο του Ιησού Χριστού, του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Επιπλέον, η Ισπανία υπενθύμιζε πόσο επισφαλής ήταν πραγματικά η θέση του χριστιανικού κόσμου. Μέχρι το 1085 μ.Χ., η μισή Ισπανία είχε επιστρέψει στα χέρια των Χριστιανών, και οι Νορμανδοί είχαν επαναφέρει τη Σικελία στο χριστιανικό κόσμο, αλλά η μουσουλμανική απειλή στην Ευρώπη παρέμενε ισχυρή, κάτι που ο Ουρβανός Β' μπορούσε τώρα να υπενθυμίσει στους πιστούς. Το αίτημα του Αλεξίου Α' Κομνηνού προσέφερε κάθε λογής πολιτικά και θρησκευτικά πλεονεκτήματα.
Στις 27 Νοεμβρίου 1095 μ.Χ., ο Ουρβανός Β' κάλεσε σε σταυροφορία σε μια ομιλία του κατά τη διάρκεια της Συνόδου στο Κλερμόν της Γαλλίας. Το μήνυμα απευθυνόταν ειδικά σε ιππότες και ήταν ξεκάθαρο: όσοι υπερασπίζονταν τον Χριστιανικό κόσμο θα ξεκινούσαν ένα προσκύνημα, όλες οι αμαρτίες τους θα συγχωρούνταν και οι ψυχές τους θα ανταμείβονταν στον άλλο κόσμο. Στη μεσαιωνική Ευρώπη, ο Χριστιανισμός διαπερνούσε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, τα προσκυνήματα ήταν κάτι συνηθισμένο, τα μοναστήρια ήταν γεμάτα και ο αριθμός των νεοανακηρυχθέντων αγίων αυξανόταν. Η ιδέα της αμαρτίας ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και έτσι η υπόσχεση του Ουρβανού Β' για άφεση των αμαρτιών ήταν ελκυστική σε πολλούς. Πολύ σημαντικό, επίσης, ήταν ότι η εκκλησία μπορούσε να δώσει άφεση για μια εκστρατεία βίας επειδή ήταν μια εκστρατεία απελευθέρωσης (όχι επίθεσης) και είχε έναν ηθικό και δίκαιο στόχο.
Ο Ουρβανός Β' ξεκίνησε μια περιοδεία στη Γαλλία το 1095-6 μ.Χ. για να στρατολογήσει σταυροφόρους, με το μήνυμά του διανθισμένο με υπερβολικές ιστορίες για το πώς, εκείνη τη στιγμή, τα χριστιανικά μνημεία μολύνονταν και οι χριστιανοί πιστοί διώκονταν και βασανίζονταν ατιμώρητα. Πρεσβείες και επιστολές στάλθηκαν σε όλο τον Χριστιανικό κόσμο. Μεγάλες εκκλησίες όπως εκείνες της Λιμόζ, της Ανζέρ και της Τουρ λειτουργούσαν ως κέντρα στρατολόγησης, όπως και πολλές αγροτικές εκκλησίες και ιδιαίτερα τα μοναστήρια. Σε όλη την Ευρώπη, πολεμιστές συγκεντρώθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του 1096 μ.Χ., έτοιμοι για την Ιερουσαλήμ.
Έμποροι
Οι έμποροι, αν και δεν συμμετείχαν τόσο στην Α' Σταυροφορία, σίγουρα ενεπλάκησαν περισσότερο μετά το 1200 μ.Χ. καθώς ήθελαν να ανοίξουν εμπορικούς δρόμους με την Ανατολή, ακόμη και να ελέγξουν ακμάζοντα εμπορικά κέντρα όπως η Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ. Επιπλέον, οι έμποροι θα μπορούσαν να αποκομίσουν τεράστια κέρδη από τη μεταφορά των σταυροφόρων στη Μεσόγειο. Πράγματι, από τη Δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149 μ.Χ.), συνήφθησαν εκ των προτέρων προσοδοφόρα συμβόλαια για τη μεταφορά στρατών στη Μέση Ανατολή. Τα ιταλικά εμπορικά κράτη της Βενετίας, της Πίζας και της Γένοβας, καθώς και η Μασσαλία στη Γαλλία, ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και η κάθε πόλη επιθυμούσε να αποκτήσει το μονοπώλιο στο εμπόριο Ανατολής-Δύσης. Θα πρέπει να θυμόμαστε, ωστόσο, ότι αυτές οι πόλεις συμμετείχαν επίσης με πολλούς ζηλωτές που ήθελαν να πολεμήσουν για τον χριστιανικό σκοπό και όχι απλώς να κερδίσουν χρήματα από αυτόν.
Ευρωπαίοι Ιππότες
Τον 11ο αιώνα μ.Χ., η κοινωνία στη μεσαιωνική Ευρώπη είχε σταδιακά στρατικοποιηθεί. Οι κεντρικές κυβερνήσεις απλώς δεν είχαν τα μέσα να κυβερνήσουν επί τόπου σε κάθε τμήμα των εδαφών τους. Αυτοί που στην πραγματικότητα κυβερνούσαν σε τοπικό επίπεδο ήταν οι μεγαλογαιοκτήμονες, οι βαρόνοι που είχαν κάστρα και μια δύναμη ιπποτών για να τα υπερασπιστούν. Ιππότες, ακόμη και βασιλιάδες και πρίγκιπες, συμμετείχαν στις σταυροφορίες για θρησκευτικούς λόγους, μια ανταμοιβή στη μετά θάνατον ζωή ίσως ή το αγνό ιδανικό ότι οι χριστιανοί και οι χριστιανικές τοποθεσίες πρέπει να προστατεύονται από τους άπιστους. Ίσως είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος κατά των σφετεριστών των Αγίων Τόπων ήταν πολύ περιορισμένο. Μολονότι ο κλήρος χρησιμοποίησε σίγουρα τα εργαλεία της προπαγάνδας που είχε στη διάθεσή του και έκανε κηρύγματα στρατολόγησης σε όλη την Ευρώπη, το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι ήταν ουσιαστικά άγνωστοι στο κοινό τους σήμαινε ότι οποιαδήποτε δαιμονοποίηση είχε μικρή αξία. Οι μουσουλμάνοι ήταν ο εχθρός επειδή είχαν καταλάβει χριστιανικούς ιερούς τόπους, όχι επειδή ήταν μουσουλμάνοι. Αυτό το σημαντικό σημείο τονίζει ο ιστορικός M. Bull παρακάτω:
Η ευρεία άποψη για τις Σταυροφορίες στις μέρες μας τείνει να σκέφτεται με όρους μιας μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ των θρησκειών που τροφοδοτείται από τον θρησκευτικό φανατισμό. Αυτή η αντίληψη συνδέεται με τις σύγχρονες ευαισθησίες για τις θρησκευτικές διακρίσεις και έχει επίσης απήχηση στις αντιδράσεις για τις τρέχουσες πολιτικές συγκρούσεις στην Εγγύς Ανατολή και αλλού. Αλλά είναι μια προοπτική που, τουλάχιστον όσον αφορά την Α' Σταυροφορία, πρέπει να απορριφθεί. (Ράιλι-Σμιθ, 18)
Για κάποιους πρόθυμους ιππότες υπήρχε πάντοτε η ευκαιρία να κερδίσουν λάφυρα, εδάφη και ίσως ακόμη και κάποιον τίτλο ευγενείας. Ωστόσο, η γη τους μάλλον έπρεπε να πουληθεί και ο εξοπλισμός ήταν ακριβός, οπότε στην αρχή σίγουρα έπρεπε να υποστούν μια μεγάλη οικονομική θυσία. Τα μοναστήρια ήταν σε ετοιμότητα για να συνάψουν δάνεια με όσους δυσκολεύονταν να καλύψουν τα αρχικά έξοδα. Υπήρχε, επίσης, η ιδέα του ιπποτισμού - ότι ένας ιππότης πρέπει να «κάνει το σωστό» και να προστατεύει όχι μόνο τα συμφέροντα της εκκλησίας και του Θεού του, αλλά και εκείνα των αδυνάτων και των καταπιεσμένων. Τον 11ο αιώνα μ.Χ., ο κώδικας του ιπποτισμού βρισκόταν ακόμη στα σπάργανά του και αφορούσε περισσότερο την υποστήριξη μιας ένοπλης αδελφότητας. Έτσι, η συνάφεια του ιπποτισμού ως κίνητρο για τη συμμετοχή στην Πρώτη Σταυροφορία σχετίζεται ίσως περισσότερο με τη σημασία του να φαίνεται ότι κάνει κάποιος αυτό που πρέπει, και μόνο σε μεταγενέστερες σταυροφορίες οι ηθικές πτυχές θα γινόταν πιο εμφανείς και αυτό τροφοδοτήθηκε με τραγούδια και ποιήματα για παράτολμα κατορθώματα των σταυροφόρων.
Πολλοί ιππότες, επίσης, ήταν απλώς υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν τον βαρόνο ή τον άρχοντα τους ως μέρος της υπηρεσίας που προσέφεραν για να κερδίσουν τα προς το ζην. Πρακτικά, οι σταυροφόροι ήταν εθελοντές, αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί ότι το να μένει κάποιος στο σπίτι για να φροντίζει το τζάκι του κάστρου, ενώ ο άρχοντας και ο ευεργέτης του έφταναν στη Μέση Ανατολή δεν ήταν μια πρακτική επιλογή για τους ιππότες σε υπηρεσία. Επιπλέον, πολλοί ιππότες ακολουθούσαν τους πατέρες ή τους αδελφούς τους καθώς οι δεσμοί συγγένειας και αμοιβαίας προστασίας ήταν ισχυροί. Καθώς οι Σταυροφορίες συνεχίστηκαν, οι παραδόσεις και οι προσδοκίες εδραιώθηκαν μέσα στις οικογένειες, έτσι ώστε τουλάχιστον ένα μέλος από κάθε γενιά αναμενόταν να συνεχίσει να αγωνίζεται για τον σκοπό αυτό.
Πολίτες
Εκτός από τους ιππότες, η ιδέα μιας σταυροφορίας έπρεπε να απευθύνεται σε απλούς στρατιώτες, τοξότες και όλο το βοηθητικό προσωπικό που χρειάζονταν για να υποστηριχθούν οι μονάδες του ιππικού κατά την εκστρατεία. Η απήχηση των Σταυροφοριών στον απλό λαό, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, φαίνεται από διάφορα γεγονότα όπως ότι η λαϊκή σταυροφορία με επικεφαλής τον ιεροκήρυκα Πέτρο τον Ερημίτη κατάφερε και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το 1096 μ.Χ. Ο άτακτος αυτός στρατός, που μερικές φορές αναφέρεται και ως «Λαϊκή Σταυροφορία», στάλθηκε αμέσως από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στη Μικρά Ασία, όπου, καθώς αγνόησαν τη συμβουλή των Βυζαντινών, δέχτηκαν ενέδρα και εξοντώθηκαν κοντά στη Νίκαια από το σελτζουκικό στρατό στις 21 Οκτωβρίου 1096 μ.Χ.
Εκτός από το κύρος και την τιμή «να φέρει κανείς το σταυρό», που ονομάζεται έτσι επειδή οι σταυροφόροι είχαν ένα σταυρό σχεδιασμένο στον ώμο στον χιτώνα ή τον μανδύα τους, υπήρχαν ορισμένα πρακτικά οφέλη για τους απλούς πολίτες, τουλάχιστον μέχρι τον 13ο αιώνα μ.Χ. Αυτά περιελάμβαναν τη δυνατότητα καθυστέρησης στη φεουδαρχική υπηρεσία, την επίσπευση μιας δικαστικής υπόθεσης, την απαλλαγή από ορισμένους φόρους και διόδια, την αναβολή της αποπληρωμής των χρεών, ακόμη και την απαλλαγή από τον αφορισμό.
Συμπέρασμα
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Κ. Τιέρμαν στον «Πόλεμο του Θεού», από πολλές απόψεις το 1095 μ.Χ ήταν το 1914 μ.Χ του Μεσαίωνα - μια τέλεια καταιγίδα ηθικής αγανάκτησης, προσωπικού κέρδους, θεσμοθετημένης πολιτικής και θρησκευτικής προπαγάνδας, πίεσης από συγγενείς και φίλους, κοινωνικών προσδοκιών και δίψας για περιπέτεια, που όλα συνδυάστηκαν για να εμπνεύσουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ξεκινήσουν ένα επικίνδυνο ταξίδι προς έναν προορισμό για τον οποίο δεν γνώριζαν τίποτα και όπου θα μπορούσαν να συναντήσουν τη δόξα και τον θάνατο ή απλώς τον θάνατο. Και η διάθεση δεν εξανεμίστηκε. Αν μη τι άλλο, η επιτυχία της Πρώτης Σταυροφορίας και η ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ στις 15 Ιουλίου 1099 μ.Χ. ενέπνευσε περισσότερους ανθρώπους να «πάρουν το σταυρό». Η ιδέα της σταυροφορίας επεκτάθηκε σε προσπάθειες όπως η απελευθέρωση της Ισπανίας από τους Μαυριτανούς (Reconquista) και η επίθεση σε μειονοτικούς στόχους στην Ευρώπη όπως οι Εβραίοι, οι ειδωλολάτρες και οι αιρετικοί (οι Βόρειες Σταυροφορίες). Δημιουργήθηκαν τάγματα ιπποτών για να υπερασπιστούν τα εδάφη που κατακτήθηκαν στη Μέση Ανατολή και οι φόροι αυξάνονταν συνεχώς για να χρηματοδοτήσουν τις σταυροφορίες που ακολούθησαν καθώς οι μουσουλμανικοί και χριστιανικοί στρατοί γνώρισαν επιτυχίες και αποτυχίες, κρατώντας συνεχώς απασχολημένους τους χαρτογράφους για τους επόμενους τέσσερις αιώνες.