Αν και αναφέρεται αρκετές φορές στα βιβλικά κείμενα, η ύπαρξη των Χετταίων λησμονήθηκε σε μεγάλο βαθμό μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ. Με την ανακάλυψη της Χαττούσας το 1834 μ.Χ., πόλη που ήταν για πολλά χρόνια η πρωτεύουσα της χεττιτικής αυτοκρατορίας, οι Χετταίοι αναγνωρίστηκαν τελικά ως μία από τις μεγάλες υπερδυνάμεις της αρχαίας Μέσης Ανατολής στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1550 - 1200 π.Χ.) .
Οι Χετταίοι κατοικούσαν στο οροπέδιο της Ανατολίας (σύγχρονη Τουρκία),το οποίο αρχικά κατείχαν οι Χάττι, και αργότερα επέκτειναν τα εδάφη τους στη βόρεια Συρία και στο νότο μέχρι τον Λίβανο. Η Χεττιτική γλώσσα, η οποία γράφτηκε τόσο σε σφηνοειδή γραφή όσο και σε ιερογλυφικά, θεωρείται η παλαιότερη από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και αποκρυπτογραφήθηκε το 1915 μ.Χ. Η θρησκεία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή των Χετταίων. Οι Χετταίοι λάτρευαν τόσες πολλές θεότητες ώστε τους χαρακτήριζαν «τους χίλιους θεούς των Χάττι». Επικεφαλής του Πανθέου των Χετταίων βρισκόταν ο θεός της καταιγίδας Τεσούμπ και η σύζυγός του η θεά του ήλιου Χεμπάτ.
Το βασίλειο των Χετταίων έφτασε στη μεγαλύτερη έκτασή του κατά τα μέσα του 14ου αιώνα π.Χ. υπό το Σουπιλιουλούμα Α' (περίπου 1344 - 1322 π.Χ.) και τον γιο του Μουρίλι Β΄ (περίπου 1321 - 1295 π.Χ.). Η κατάρρευση του βασιλείου γύρω στο 1200 π.Χ. οδήγησε τους Χετταίους νότια, όπου δημιούργησαν μια σειρά από νεο-χετιτικές πόλεις-κράτη βόρεια και ανατολικά της σημερινής πόλης Άδανα (νότια Τουρκία). Μερικά από αυτά επέζησαν τον 8ο αιώνα π.Χ. πριν εξαφανιστούν οριστικά από την ιστορία.
Η ανακάλυψη των Χετταίων ήταν ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά επιτεύγματα του περασμένου αιώνα και η Χαττούσα, η πρωτεύουσα τους, έκτοτε ανακηρύχθηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO. Ένα μεγεθυμένο αντίγραφο μιας πήλινης πινακίδας με σφηνοειδή γραφή που βρέθηκε στη Χαττούσα είναι αναρτημένο στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Αυτή η πινακίδα είναι μια συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Χετταίων και της Αιγύπτου το 1258 π.Χ. μετά τη διάσημη Μάχη του Καντές. Η Συνθήκη του Καντές θεωρείται η πρώτη ειρηνευτική συνθήκη στον κόσμο, της οποίας το κείμενο επέζησε.
Ο Ραμασέσα-Μάι-Αμάνα (Ραμσής Β'), ο μεγάλος βασιλιάς, ο βασιλιάς της χώρας της Αιγύπτου, δεν θα επιτεθεί ποτέ στη χώρα των Χάττι για να καταλάβει ένα μέρος (αυτής της χώρας). Και ο Χατουσίλι, ο μεγάλος βασιλιάς, ο βασιλιάς της χώρας Χάττι, δεν θα επιτεθεί ποτέ στη χώρα της Αιγύπτου για να καταλάβει ένα μέρος (αυτής της χώρας).
Τα πιο εντυπωσιακά ερείπια των Χετταίων είναι διάσπαρτα μεταξύ του Τσορούμ, βορειοανατολικά της Άγκυρας και της Καισάρειας (σημ. Καϊσέρι) στα ανατολικά άκρα της Καππαδοκίας. Στο τελευταίο μου ταξίδι στην Τουρκία, επιχείρησα να ανακαλύψω τη γη των Χετταίων και εξερεύνησα τις πόλεις, τις ακροπόλεις και τα θρησκευτικά κέντρα τους. Έχω συντάξει μια λίστα με τους πέντε πιο σημαντικούς οικισμούς των Χετταίων.
Χαττούσα
Η Χαττούσα ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Χετταίων. Βρίσκεται στην περιοχή Μπογάζκαλε (Boğazkale) της επαρχίας Τσορούμ 150 χιλιόμετρα ανατολικά της Άγκυρας. Τα ερείπια των τειχών της πόλης, οι πύλες, οι ναοί και τα παλάτια που αντικρίζουν οι επισκέπτες σήμερα παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτεύουσας των Χετταίων κατά τον 13ο αιώνα π.Χ.
Ο αρχαιολογικός χώρος ήρθε στο φως στις 28 Ιουλίου 1834 μ.Χ. από τον Σαρλ Τεξιέ, αλλά οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές στην Χαττούσα ξεκίνησαν το 1893-1894 μ.Χ. υπό την καθοδήγηση του Ερνστ Σάντρ που δημοσίευσε τις πρώτες σφηνοειδείς επιγραφές από την Χαττούσα. Από το 1907 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο έχει αναλάβει τις αρχαιολογικές εργασίες. Η πόλη αποτελείται από δύο χωριστές περιοχές: την Κάτω Πόλη - την περιοχή της Παλιάς Πόλης των Χετταίων όπου βρισκόταν ο κύριος ναός και την Άνω Πόλη - ένα νεότερο τμήμα της πόλης με ένα οχυρωμένο συγκρότημα παλατιών που περιβάλλεται από τεράστια τείχη. Στον χώρο βρέθηκαν επίσης μια σειρά από ιερογλυφικές επιγραφές της λεγόμενης "λουβικής" γραφής.
Τα πρώτα ίχνη εγκατάστασης στον χώρο προέρχονται από την 6η χιλιετία π.Χ. Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 18ου αιώνα π.Χ., δημιουργούνται στην περιοχή εμπορικές εκταταστάσεις των Χάττι και των Ασσυρίων. Η Χαττούσα, που ονομαζόταν Χατούς εκείνη την εποχή, ήταν ένα εμπορικό κέντρο (karu) που ιδρύθηκε από τις εμπορικές αποικίες των Ασσυρίων. Το τέλος της Χατούς έφτασε γύρω στο 1720 π.Χ. όταν ο Ανίτα, βασιλιάς της Κουσάρα (της δυναστείας που θα εγκαινίαζε το Παλιό Βασίλειο των Χετταίων), λεηλάτησε την πόλη. Μια γενιά αργότερα, ένας άλλος βασιλιάς της Κουσάρα αποφάσισε να κάνει την πόλη πρωτεύουσα του. Μια νέα πόλη σχεδιάστηκε και χτίστηκε πάνω στα ερείπια της παλιάς, και η χεττιτική γλώσσα εισήχθη στην περιοχή. Η Χατούς έγινε η Χεττιτική πόλη της Χαττούσα, και ο βασιλιάς πήρε το όνομα Χατουσίλι Α΄, που σημαίνει «αυτός από τη Χαττούσα». Κατά τους επόμενους αιώνες, η Χαττούσα παρέμεινε η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Χετταίων.
Κατά την περίοδο της ακμής της, στη Χαττούσα κατοικούσαν περίπου 40.000 - 50.000 κάτοικοι. Η πόλη ήταν τεράστια, καλύπτοντας 1,8 τετρ. χλμ. με τεράστια αμυντικά τείχη με μήκος πάνω από 6 χλμ., τεράστιους πύργους παρατήρησης και μυστικές σήραγγες. Με την είσοδο στο χώρο, το πρώτο πράγμα που αντικρίζει ένας επισκέπτης είναι μια υποβλητική ανακατασκευή ενός τμήματος μήκους 65 μέτρων των οχυρώσεων της πόλης. Το αρχικό τείχος ήταν μια πλίνθινη κατασκευή με αμυντικούς πύργους χτισμένους σε διαστήματα 20 - 25 μ. Το ανακατασκευασμένο τμήμα βρίσκεται πάνω στα αρχικά θεμέλια των Χετταίων. Το εσωτερικό τείχος της πόλης προστατεύει την περιοχή του Μεγάλου Ναού και του παρακείμενου οικισμού.
Ολόκληρη η περιήγηση στην αρχαία πόλη μπορεί να ολοκληρωθεί ακολουθώντας την κυκλική διαδρομή των 3 - 4 χλμ. είτε με τα πόδια είτε με το αυτοκίνητο. Ο αρχαιολογικός χώρος χωρίζεται από τον χείμαρρο Κιζλαρκαγιασί στην κάτω πόλη στο βορρά και στην άνω πόλη στο νότο με πολλές σύντομες στάσεις στην πορεία. Προκειμένου να έχουν ολοκληρωμένη εικόνα της Χαττούσας, οι επισκέπτες καλό θα ήταν να περιηγηθούν στην πόλη με τα πόδια. Ωστόσο, η πλήρης περιήγηση γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο καλύπτει αρκετή απόσταση με δύσκολες ανηφόρες, που απαιτούν την διάθεση τουλάχιστον τριών ωρών.
Η πόλη καταστράφηκε, μαζί με το ίδιο το κράτος των Χετταίων, περίπου το 1200 π.Χ., ως μέρος της κατάρρευσης των βασιλείων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού. Οι ανασκαφές στο χώρο αποκάλυψαν ότι η Χαττούσα δέχθηκε εισβολή και κάηκε ολοσχερώς στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., αφού πολλοί κάτοικοι της Χαττούσας είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη. Η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια μέχρι το 800 π.Χ. όταν χτίστηκε στην περιοχή ένας φρυγικός οικισμός μετρίου μεγέθους.
Γιαζίλκαγια
Το Γιαζίλκαγια («Γραμμένος βράχος») είναι ένας ιερός χώρος των Χετταίων που βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειοανατολικά της Χαττούσας. Είναι το μεγαλύτερο γνωστό μνημείο των Χετταίων. Το ιερό αποτελούταν από ένα κτήριο που μοιάζει με ναό, και δύο υπαίθριους θαλάμους σκαμμένους στο βράχο.
Το ιερό Γιαζίλκαγια χρησίμευε ως τόπος εορτασμού του Νέου Έτους κάθε άνοιξη. Αυτές οι τελετές πραγματοποιούνταν στην ύπαιθρο μπροστά από το Χεττιτικό Πάνθεον. Το ιερό αποτελούνταν από δύο αίθουσες σκαμμένες στο βράχο, που αργότερα ονομάστηκαν από τους αρχαιολόγους Θάλαμος Α και Θάλαμος Β. Τα τοιχώματα κάθε θαλάμου ήταν καλυμμένα με τα πλουσιότερα και πιο όμορφα δείγματα ανάγλυφων των Χετταίων. Παρουσιάζουν θεούς και θεές και απεικονίσεις του Μεγάλου Βασιλιά Τουδαλίγια Δ' (περ. 1237 - 1209 π.Χ.). Υπάρχουν συνολικά 83 εικόνες, 66 στον Θάλαμο Α και 17 στον Θάλαμο Β.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα στο χώρο πιθανότατα ξεκίνησε τον 16ο αιώνα π.Χ., αν και αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι πιθανώς το αποτέλεσμα των τροποποιήσεων που έγιναν στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.
Ο Θάλαμος Β είναι προσβάσιμος μέσω ενός στενού περάσματος με φτερωτούς δαίμονες και στις δύο πλευρές. Ο Θάλαμος Β θεωρείται ότι χτίστηκε ως ναός προς τιμήν του Τουδαλίγια Δ', από τον γιο του Σουπιλουλιούμα Β' στα τέλη του 13ου αιώνα π.Χ. Τα ανάγλυφα στους τοίχους διατηρούνται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτά του Θαλάμου Α. Μια σειρά θεών του κάτω κόσμου απεικονίζεται στον τοίχο ακριβώς στα δεξιά της εισόδου. Στον απέναντι τοίχο υπάρχει μια αναπαράσταση του Νεργκάλ, του Θεού του Σπαθιού και του Κάτω Κόσμου. Στα αριστερά αυτού του ανάγλυφου, διακρίνεται μία επιγραφη με το όνομα Τουδαλίγιας Δ', και ο ίδιος βασιλιάς εμφανίζεται να αγκαλιάζει τον θεό του κεραυνού Τεσούμπ στη δεξιά πλευρά.
Αλατζαχογιούκ
Το Αλατζαχογιούκ ήταν το κέντρο της πολιτισμού των Χάττι την περίοδο της ακμής τους κατά την εποχή του Χαλκού. Αργότερα καταλήφθηκε από τους Χετταίους που χρησιμοποίησαν την πόλη ως την πρώτη πρωτεύουσα τους πριν μεταφέρουν την πρωτεύουσα στην Χαττούσα. Ο χώρος βρίσκεται στο Αλατζά, βορειοανατολικά της Χαττούσας.
Το Αλατζαχογιούκ ανακαλύφθηκε το 1835 μ.Χ. από τον Άγγλο αρχαιολόγο Γ.Τζ. Χάμιλτον. Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο Ζωρζ Περρό, αλλά εκτενέστερες εργασίες ξεκίνησαν από την Τουρκική Ιστορική Ένωση το 1935 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1948. Από το 1997, οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αικούτ Τσινάρογλου.
Οι ανασκαφές έφεραν στο φως 15 στρώματα οικισμών που θάφτηκαν κάτω από το έδαφος από το 5500 π.Χ. - 600 π.Χ. Το πλουσιότερο και σημαντικότερο στρώμα ανήκει στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Πολλοί θησαυροί έχουν ανασκαφεί από τους 13 βασιλικούς τάφους των Χάττι που χρονολογούνται στην 3η χιλιετία π.Χ. Μεταξύ αυτών των αντικειμένων περιλαμβάνονταν χάλκινα γλυπτά ταύρων ή ελαφιών, τελετουργικά σύμβολα και ηλιακοί δίσκοι. Αυτά τα αντικείμενα στεγάζονται σήμερα στο Μουσείο Ανατολικών Πολιτισμών στην Άγκυρα.
Τα κατώτερα μέρη των πύργων ήταν διακοσμημένα με ανάγλυφα που απεικoνίζουν μια θρησκευτική τελετή, στην οποία παίρνουν μέρος ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που προσεύχονται σε έναν ταύρο μπροστά σε ένα βωμό, ένα κυνήγι λιονταριού, τα ζώα που θυσιάστηκαν, καθώς και ταχυδακτυλουργοί και ακροβάτες. Αυτές οι απεικονίσεις παρουσιάζουν το τελετουργικό λατρείας, τις σπονδές, το κυνήγι και τη διασκέδαση που περιλαμβάνονται σε μια θρησκευτική τελετή προς τιμήν του θεού της καταιγίδας. Τα πρωτότυπα ανάγλυφα εκτίθενται στο Μουσείο Ανατολικών Πολιτισμών στην Άγκυρα.
Κιουλτεπέ
Το Κιουλτεπέ, που βρίσκεται 18 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Καισάρειας και γνωστό παλαιότερα ως Κανές και Καρούμ, ήταν μέρος του δικτύου εμπορικών οικισμών που ιδρύθηκαν στην κεντρική Ανατολία από Ασσύριους εμπόρους από το Ασούρ (βόρεια Μεσοποταμία) στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αυτή η περίοδος ονομάστηκε «περίοδος των ασσυριακών εμπορικών αποικιών». Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Ασσύριοι διακρίνονταν στο διεθνές εμπόριο. Οι Ασσύριοι έμποροι πουλούσαν προϊόντα κασσίτερου και κλωστοϋφαντουργίας ως αντάλλαγμα για πολύτιμα μέταλλα όπως χρυσό, ασήμι και χαλκό. Αργότερα, οι Χετταίοι κατοίκησαν στην πόλη την οποία ονόμαζαν Νέσα και την έκαναν την πρώτη τους πρωτεύουσα. Ο χώρος αποτελείται από δύο τμήματα, την κάτω πόλη Καρούμ και τον άνω λόφο Κανές.
Η καταγεγραμμένη ιστορία για την Ανατολία ξεκινά στο Κιουλτεπέ καθώς είναι ο χώρος όπου ανακαλύφθηκαν τα πρώτα γραπτά κείμενα της περιοχής. Οι Ασσύριοι έμποροι κατέγραψαν τις συναλλαγές τους σε πήλινες πινακίδες στην αρχαία ασσυριακή διάλεκτο χρησιμοποιώντας τη σφηνοειδή γραφή. Χιλιάδες από αυτά τα κείμενα που αποθηκεύτηκαν σε οικιακά αρχεία διατηρήθηκαν όταν η πυρκαγιά κατέστρεψε την πόλη γύρω στο 1836 π.Χ. Σήμερα, οι πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στο Κιουλτεπέ δίνουν μια εικόνα από τις πολύπλοκες και εξελιγμένες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις που έλαβαν χώρα στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Αυτές οι πήλινες πινακίδες παρέχουν επίσης πολύτιμες πληροφορίες για την πρώιμη εποχή των Χετταίων. Μεταξύ των τοπικών ηγεμόνων που εγκαταστάθηκαν στο Κανές ήταν ο Ανίτα, ο πρώτος γνωστός κυβερνήτης που συνέθεσε ένα κείμενο στη γλώσσα των Χετταίων (που είναι και το παλαιότερο γνωστό ινδοευρωπαϊκό κείμενο)
Σαπινούβα
Στο Ορτάκιοι, 53 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Τσορούμ, η Σαπινούβα ήταν ένα σημαντικό στρατιωτικό και θρησκευτικό κέντρο των Χετταίων. Η πόλη ιδρύθηκε σε μια μεγάλη κοιλάδα μεταξύ του Αλατζαχογιούκ και της Χαττούσας, κατά μήκος της εμπορικής οδού Ανατολής-Δύσης που οδηγεί στην Κεντρική Ανατολία. Η Σαπινούβα ήταν επίσης η κατοικία πολλών Χετταίων βασιλιάδων και για κάποιο χρονικό διάστημα αποτέλεσε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Η Σαπινούβα αναφερόταν σε πλάκες σφηνοειδούς γραφής που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην Χαττούσα, αλλά η τοποθεσία της δεν είχε εντοπιστεί μέχρι το 1989 μ.Χ. όταν ένας αγρότης βρήκε πήλινες πλάκες ενώ όργωνε το χωράφι του. Οι ανασκαφές στο χώρο ξεκίνησαν τον επόμενο χρόνο, το 1990, για λογαριασμό του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Στο χώρο ανακαλύφθηκαν περίπου 4.000 πινακίδες και θραύσματα πινακίδων που χρονολογούνται από τις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ.
Τα ερείπια της Σαπινούβα απλώνονται σε έκταση 9 τετ. χλμ. και περιλαμβάνουν τις θεμελιώσεις πολλών κτιρίων. Μια μνημειακή κατασκευή με κυκλώπεια τείχη, το λεγόμενο «Κτήριο Α», ανασκάφηκε στον χώρο. Ήταν ένα τριώροφο κτίριο που χρησιμοποιούταν για διοικητικούς, θρησκευτικούς και εμπορικούς σκοπούς. Οι άλλες κατασκευές που ανακαλύφθηκαν περιλαμβάνουν μια αποθήκη για μεγάλα αγγεία όπου αποθηκεύονταν σιτηρά, κρασί και ελαιόλαδο. Ανακαλύφθηκε ένας δρόμος που βρισκόταν σε κατεύθυνση Βορρά-Νότου με εργαστήρια από τη μία πλευρά. Μερικά από τα ευρήματα της Σαπινούβα εκτίθενται στο Μουσείο του Τσορούμ.
Τα τελευταία χρόνια, η ευαισθητοποίηση και το ενδιαφέρον για τον κόσμο των Χετταίων έχουν ενισχυθεί. Αυτό αντικατοπτρίζεται στην έκδοση πολυάριθμων βιβλίων και ταξιδιωτικών οδηγών στα Αγγλικά και στα Γερμανικά καθώς και στη μεγάλη επιτυχία της έκθεσης για τους Χετταίους που πραγματοποιήθηκε στη Γερμανία το 2002 («Χετταίοι: Έθνος των 1000 Θεών»). Το 2019, το Λούβρο στο Παρίσι θα φιλοξενήσει μια έκθεση με τίτλο «Ξεχασμένα Βασίλεια Από τους Χετταίους στους Αραμαίους» («Forgotten Kingdoms From the Hittite Empire to the Arameans»), η οποία καλεί τους επισκέπτες να ανακαλύψουν τους μυθικούς τόπους αυτού του ξεχασμένου πολιτισμού, όπως τα μεγαλοπρεπή ερείπια του Τελ Χαλάφ, που βρίσκονται κοντά τα σημερινά σύνορα Τουρκοσυριακά σύνορα.