Οι Μογγολικές εισβολές στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη πραγματοποιήθηκαν πρώτα με μια σύντομη επίθεση το 1223 μ.Χ. και στη συνέχεια με μια πολύ μεγαλύτερη εκστρατεία μεταξύ 1237 και 1242 μ.Χ.. Οι Μογγόλοι φαίνονταν σαν να έρχονται από το πουθενά και τους αποκαλούσαν «ιππείς του διαβόλου», καθώς απολαμβαναν τη μία νίκη μετά την άλλη, και τελικά έφτασαν δυτικά ως την πόλη Βρότσλαβ στην Πολωνία. Μεγάλες πόλεις όπως η Τιφλίδα, το Κίεβο και το Βλαντίμιρ έπεσαν στα χέρια τους και, φτάνοντας στον ποταμό Δούναβη, λεηλάτησαν τις ουγγρικές πόλεις Βούδα, Πέστη και Γκραν (Έστεργκομ). Ούτε οι Ρώσοι ούτε οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπόρεσαν να οργανωθούν για να ανταποκριθούν επαρκώς στην επίθεση σε πέντε μέτωπα που εξαπέλυσαν οι Μογγόλοι ή να αντιμετωπίσουν το γρήγορο ιππικό τους, τους εμπρηστικούς καταπέλτες και τις τακτικές τρομοκρατίας που εφάρμοζαν. Η υπόλοιπη Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη σώθηκε μόνο με το θάνατο του Ογκεντέι Χαν (1229-1241 μ.Χ.) που προκάλεσε την υποχώρηση των Μογγόλων. Παρά τον θάνατο και την καταστροφή, υπήρχαν και κάποια διαρκή πολιτιστικά οφέλη από την εισβολή καθώς οι δύο κόσμοι της Ανατολής και της Δύσης συναντήθηκαν. Δυτικοί ταξιδιώτες άρχισαν να επισκέπτονται την Ανατολική Ασία, μια περιοχή που μέχρι τότε θεωρούταν μια θρυλική γη τεράτων - μια άποψη που είχαν και οι Κινέζοι για την Ευρώπη. Με τη Μογγολική εισβολή στην Ευρώπη, ο κόσμος έγινε πολύ πιο βίαιος και λίγο πιο μικρός.
Ογκεντέι Χαν
Ο Ογκεντέι Χαν έγινε κυβερνήτης της Μογγολικής Αυτοκρατορίας το 1229 μ.Χ., κληρονομώντας από τον πατέρα του Τζένγκις Χαν (περ. 1206-1227 μ.Χ.) μια εντυπωσιακά μεγάλη περιοχή της Ασίας. Ο νέος Χαν αντιμετώπισε δύο μεγάλα προβλήματα στην αρχή της βασιλείας του: πρώτον, το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο ήταν άδειο την ώρα που υπήρχε υπήρχε απόλυτη ανάγκη χρημάτων προκειμένου να κρατήσει τον Μογγολικό στρατό πιστό, και δεύτερον, οι Μογγόλοι είχαν νικήσει πολλούς στρατούς και έδιωξαν πολλούς κυβερνήτες, αλλά είχαν πολύ μικρή εμπειρία στον τρόπο λειτουργίας ενός κρατικού μηχανισμού, γραφειοκρατικού συστήματος ή διακυβέρνησης, που θα τους επέτρεπε να κυβερνήσουν αποτελεσματικά όλα αυτά τα κατακτημένα εδάφη. Ο Ογκεντέι συνειδητοποίησε ότι η επίλυση του δεύτερου προβλήματος και η δυνατότητα επιβολής φόρων στους κατακτημένους λαούς θα έλυνε και το πρώτο πρόβλημα. Αυτό το κατάφερε με την αποστολή αξιωματούχων για τη διοίκηση διαφόρων περιοχών και για την επίβλεψη των τοπικών φοροεισπρακτόρων. Με μια νέα πρωτεύουσα που ιδρύθηκε στο Καρακορούμ (1235 μ.Χ.), ένα πιο σταθερό κρατικό σύστημα και σταθερά έσοδα, ο Χαν θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στην περαιτέρω επέκταση της αυτοκρατορίας του.
Η Κίνα αποτελούσε πάντα για τους Μογγόλους το εδαφικό τρόπαιο που διέθετε τον περισσότερο πλούτο και το μεγαλύτερο κύρος. Το 1230 μ.Χ. η Κίνα ήταν χωρισμένη σε δύο μεγάλα κράτη: Στο βορρά το κράτος Τζιν των Τζούρτσεν και στα νότια το κράτος της δυναστείας Σονγκ της Κίνας (960-1279 μ.Χ.). Μετά από εκστρατείες από το 1230 έως το 1234 μ.Χ., το κράτος Τζιν κατέρρευσε, αλλά το κράτος των Σονγκ στον νότο διατηρήθηκε. Αντίθετα ο Ογκεντέι στράφηκε στη Δύση.
Κατακτώντας τη Δύση
Οι Ρωσικές ηγεμονίες
Οι στρατιές του Τζένγκις Χαν σάρωσαν τη Δυτική Ασία, γύρισαν γύρω από την Κασπία Θάλασσα και μάλιστα νίκησαν έναν ρωσικό στρατό στην Καλκά το 1223 μ.Χ., αλλά, μετά το θάνατο του Τζέγκις Χαν, πολλά από τα ηττημένα κράτη στην περιοχή δεν φάνηκαν πολύ πρόθυμα να πληρώσουν στον διάδοχό του τον αναμενόμενο φόρο. Κατά συνέπεια, ο Ογκεντέι έστειλε τα στρατεύματά του για να τους πείσει. Η αυτοκρατορία της Χορασμίας αντιμετώπισε την οργή του Ογκεντέι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1230 μ.Χ.. Το 1235 μ.Χ. εισέβαλε στο βόρειο Ιράκ. Η μία νίκη διαδέχονταν την άλλη και ο στρατός των Μογγόλων προχώρησε στο Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία και την Αρμενία το 1238 μ.Χ., κάνοντας επιθέσεις σε οχυρωμένες πόλεις της περιοχής, λεηλατώντας πόλεις όπως η Τιφλίδα και αποσπώντας φόρο υποτελείας από τους τοπικούς ηγεμόνες.
Με μια πολυμέτωπη και διηπειρωτική επίθεση στην Ευρασία και την Ανατολική Ευρώπη από το 1236 μ.Χ., ένας άλλος στρατός πέρασε από το Καζακστάν / Ουζμπεκιστάν, νικώντας στην πορεία του τους Μπασκίρ και τους Βούλγαρους του Βόλγα, για να επιτεθούν στη συνέχεια στις ρωσικές ηγεμονίες πέρα από τον ποταμό Βόλγα το χειμώνα του 1237- 8 μ.Χ. Στους Μογγόλους άρεσαν οι τραχιές πεδιάδες και τα παγωμένα ποτάμια του ρωσικού χειμερινού τοπίου καθώς τους θύμιζαν τη σκληρή στέπα στην οποία ήταν συνηθισμένοι αυτοί και τα ανθεκτικά τους άλογα. Το 1237 μ.Χ. η πόλη Ριαζάν πολιορκήθηκε μεταξύ 16 και 21 Δεκεμβρίου, η φοβερή μοίρα της περιγράφεται στο Χρονικό Βοσκρεσένσκ:
Οι Τάταροι κατέλαβαν την πόλη Ριαζάν… και τα έκαψαν όλα, και σκότωσαν τον πρίγκιπα Γιούρι και την πριγκίπισσα του και αιχμαλώτισαν τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, τους μοναχούς, τις μοναχές και τους ιερείς. Μερικούς τους χτύπησαν με σπαθιά, ενώ άλλους με βέλη και τους πέταξαν στις φλόγες. Ακόμα άλλους τους αιχμαλώτισαν και τους έδεσαν, τους έσφαξαν και τους ξεκοίλιασαν. (Turnbull, 45)
Ο τρόμος του Ριαζάν επαναλήφθηκε ξανά και ξανά καθώς οι Μογγόλοι δεν έδειχναν έλεος, ενώ οι Ρώσοι ηγεμόνες, λόγω των μακροχρόνιων αντιπαραθέσεων, δεν μπορούσαν να συνεργαστούν ούτε σε αυτή την κρίσιμη στιγμή. Μετά ήρθε η σειρά της Μόσχας να πυρποληθεί, η οποία βέβαια τότε δεν θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και μεγάλη πόλη, στη συνέχεια το Σούζνταλ το 1238 μ.Χ. και τελικά πολιορκήθηκε το Βλαντίμιρ, η οχυρωμένη πρωτεύουσα. Ο Μεγάλος Δούκας Γιούρι Β 'έφυγε από την πόλη, αφήνοντας τη γυναίκα και τους γιους του να αντιμετωπίσουν την επίθεση. Έχοντας συγκεντρώσει το στρατό του, ο Μεγάλος Δούκας Γιούρι επέστρεψε στη συνέχεια για να προσπαθήσει να λύσει την πολιορκία, αλλά η πόλη είχε ήδη πέσει στις 7 Φεβρουαρίου στους μογγολικούς πολιορκητικούς κριούς και τους καταπέλτες και ο καθεδρικός ναός της πυρπολήθηκε. Ο στρατός του δούκα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη του ποταμού Σιτ. Η μία καταστροφή ακολουθούσε την άλλη, το Τορσόκ ήταν μια ακόμα πόλη που έπεσε στα χέρια των Μογγόλων, αυτή τη φορά μετά από παρατεταμένη αντίσταση, στις 23 Μαρτίου 1238 μ.Χ.. Αντίθετα, το Νόβγκοροντ σώθηκε από την επίθεση καθώς έφτασε η άνοιξη και ο στρατός των Μογγόλων τελικά γύρισε και αποσύρθηκε στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Ένα τρίτο κύμα Μογγόλων ξεχύθηκε στην Ουκρανία το 1239 μ.Χ., νίκησε τους Πολόβτσυ (Κουμάνους) και στη συνέχεια κατέλαβε το Κίεβο μετά από μια σύντομη πολιορκία στις 6 Δεκεμβρίου 1240 μ.Χ.. Οι κάτοικοι του Κιέβου είχαν την ίδια τύχη με αυτούς των προηγούμενων πόλεων: σφαγιάστηκαν. Ο Τζιοβάνι Ντε Πιάνο Καρπίνι, απεσταλμένος του Πάπα πέρασε από την περιοχή έξι χρόνια αργότερα και έκανε την ακόλουθη παρατήρηση:
Όταν ταξιδεύαμε σ 'αυτή τη γη, συναντήσαμε αμέτρητα κρανία και ανθρώπινα οστά που βρίσκονταν στο έδαφος. Το Κίεβο ήταν μια πολύ μεγάλη και πυκνοκατοικημένη πόλη, αλλά τώρα δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα. (Turnbull, 49)
Από το Κίεβο, ο στρατός μετακινήθηκε μέσω της Γαλικίας και της Ποντόλιας και προς την Ανατολική Ευρώπη, μια πτέρυγα κινήθηκε βορειοδυτικά και επιτέθηκε στην Πολωνία, βαδίζοντας στη Βοημία και τη Μοραβία και έπειτα επιτέθηκε στην Ουγγαρία, ενώ μια άλλη κατευθύνθηκε νότια και επιτέθηκε στην Τρανσυλβανία, τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Η Ουγγαρία επιλέχθηκε ως πρωταρχικός στόχος λόγω των λιβαδιών της, τα οποία οι Μογγόλοι θεωρούσαν την τέλεια βάση για τα άλογά τους. Από εκεί θα μπορούσαν να επιτεθούν στη Δυτική Ευρώπη.
Πολωνία
Πολωνικές πόλεις πυρπολήθηκαν και η πόλη της Κρακοβίας (1241 μ.Χ.) καταλήφθηκε εύκολα μετά την εγκατάλειψή της από τον Μπολέσλαφ τον Αγνό (1226-1279 μ.Χ.), τον ηγεμόνα της πόλης. Ακολούθησε βέβαια η συνηθισμένη πλέον μαζική σφαγή και λεηλασία. Ο σαλπιγκτής που είχε αρχικά σημάνει συναγερμό για την άφιξη των εισβολέων χτυπήθηκε στο λαιμό από ένα βέλος των Μογγόλων. Οι κάτοικοι της πόλης αναπαριστούν, μέχρι σήμερα, το γεγονός στα τείχη της πόλης (χωρίς το βέλος φυσικά). Σειρά είχε το Μπρέσλαου (Βρότσλαβ), αλλά εκεί οι κάτοικοι είχαν φοβηθεί τόσο πολύ, ώστε οι ίδιοι έκαψαν την πόλη και κατέφυγαν στο κάστρο της. Η πόλη απέφυγε την κατάκτηση όταν, το 1241 μ.Χ., οι Μογγόλοι διοικητές πληροφορήθηκαν ότι ένας μεγάλος πολωνικός στρατός συγκεντρώθηκε υπό την διοίκηση του Ερρίκου του Ευσεβούς, του Δούκα της Σιλεσίας (περίπου 1238-1241 μ.Χ.). Στο Βάλστατ κοντά στο Λάιγκνιτς (Λέγκνιτσα), ο στρατός αυτός περιλάμβανε Πολωνούς, Γερμανούς, Τεύτονες και άλλους βαριά οπλισμένους ιππότες. Ο μογγολικός στρατός έσπευσε για να τους συναντήσει στις 9 Απριλίου, χρησιμοποίησε αμέσως τη δοκιμασμένη τακτική της προσποιητής υποχώρησης, και στη συνέχεια επιτέθηκε ξανά μέσα από ένα σύννεφο καπνού που είχε προκαλέσει το κάψιμο των καλαμιών της περιοχής. Οι Μογγόλοι για άλλη μια φορά εξολόθρευσαν κάθε αντίσταση. Ο Ερρίκος σκοτώθηκε και το κεφάλι του αποτέλεσε τρόπαιο που περιέφεραν οι νικητές πάνω σε ένα κοντάρι, ενώ η μάχη του Λάιγκνιτς αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός στην ιστορία της εισβολής. Ήταν επίσης το δυτικότερο σημείο στο οποίο έφτασαν οι Μογγόλοι. Λέγεται ότι, μετά τη μάχη, οι Μογγόλοι πολεμιστές γέμισαν εννέα σάκους με το αγαπημένο τους τρόπαιο, τα αυτιά των θυμάτων τους.
Ουγγαρία
Την ίδια στιγμή που υπέφερε η Πολωνία, η Ουγγαρία βρέθηκε επίσης στο στόχαστρο των Μογγόλων. Μια πολυμέτωπη επίθεση ξεκίνησε το 1241 μ.Χ. με ένα στράτευμα να κινείται μέσω της Μοραβίας στο βορρά και τρία ακόμη να περνούν μέσα και γύρω από τα Καρπάθια Όρη στα δυτικά. Το δυτικότερο Μογγολικό στράτευμα εισέβαλε βαθιά μέσα στη Μολδαβία και τη Βλαχία και στη συνέχεια γύρισε για να επιτεθεί στην Ουγγαρία από το νότο. Ο ουγγρικός στρατός με επικεφαλής τον βασιλιά τους Μπέλα Δ' (περ. 1235-1270 μ.Χ.) κινητοποιήθηκε για να συναντήσει τους εισβολείς σε ανοιχτό έδαφος.
Ο Βασιλιάς Μπέλα μπορεί να διοικούσε έναν από τους καλύτερους στρατούς στην Ευρώπη, αλλά είχε και άλλα προβλήματα εκτός από τους Μογγόλους, καθώς η πίστη στο στέμμα πολλών από τους δυσαρεστημένους βαρόνους του ήταν αμφισβητήσιμη. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι βιαιοπραγίες των Πολόβτσυ (Κουμάνων) που είχαν διαφύγει τη Μογγολική επίθεση πιο ανατολικά και τώρα επιτέθηκαν στα ουγγρικά εδάφη. Ο στρατός του Μπέλα ηττήθηκε ολοκληρωτικά στις 10-11 Απριλίου στη Μάχη του Μόχι (σύγχρονο Μούχι) στον ποταμό Σάγιο, αφού ο Μογγόλος διοικητής Σουβουτάι (περ. 1175-1248 μ.Χ.) έβαλε τους άνδρες του να διασχίσουν μια πλωτή γέφυρα και να περάσουν μέσα από μια περιοχή βάλτων για να υπερφαλαγγίσουν τους Ούγγρους. Ταυτόχρονα, οι καταπέλτες των Μογγόλων βομβάρδιζαν τον εχθρό από την απέναντι όχθη του ποταμού. Ο Μπέλα Δ' κατέφυγε στην ασφάλεια του Πρεσβούργου (Μπρατισλάβα) και μετά στην Κροατία. Τα Μογγολικά στρατεύματα, εν τω μεταξύ, βάδιζαν αδιάκοπα και όλα συναντήθηκαν στον ποταμό Δούναβη την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου. Το 1241 μ.Χ. η Βούδα και η Πέστη λεηλατήθηκαν, η τελευταία ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά το μεγαλύτερο έπαθλο ήταν το Γκράν (Έστεργκομ), η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της περιοχής εκείνη την εποχή. Οι Μογγόλοι χρησιμοποίησαν 30 καταπέλτες στην πολιορκία, η οποία ξεκίνησε επίσης την Ημέρα των Χριστουγέννων του 1241 μ.Χ. και η πόλη έπεσε λίγο μετά. Οι εισβολείς στη συνέχεια ακολούθησαν τον Δούναβη προς τα δυτικά μέχρι το Βίενερ Νόισταντ, αλλά εκεί ένας στρατός με επικεφαλής τον Δούκα Φρειδερίκο Β' της Αυστρίας (περ. 1230-1246 μ.Χ.) ανάγκασε τους Μογγόλους να σταματήσουν, τουλάχιστον για ανασύνταξη.
Υποχώρηση
Εν τω μεταξύ, ένα άλλο Μογγολικό στράτευμα καταδίωκε τον Μπέλα στην Κροατία, λεηλατώνατς το Ζάγκρεμπ στην πορεία, στη συνέχεια καυθύνθηκε στη Βοσνία και την Αλβανία αλλά τελικά στράφηκε προς την Κασπία Θάλασσα και το Σαράι που θα γινόταν η πρωτεύουσα του κράτους που έγινε γνωστό ως Χρυσή Ορδή. Οι μογγολικές δυνάμεις του βορρά επέστρεψαν κι αυτές, αλλά αυτή η κατάπαυση πυρός πιθανότατα δεν οφείλεται σε εχθρικές κινήσεις ή απειλές, αλλά λόγω των σημαντικών ειδήσεων που έφτασαν από την Μογγολία μέσω της Ασίας. Ο Ογκεντέι Χαν πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου 1241 μ.Χ. και έπρεπε να επιλεγεί ένας διάδοχος. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι θα ξεκινούσαν συζητήσεις για να αποφασίσουν για το επόμενο Χαν σε μια παραδοσιακή συνάντηση όλων των φυλών της Μογγολίας.
Ίσως υπήρχαν και άλλοι λόγοι για τον τερματισμό της εκστρατείας το 1242 μ.Χ., ίσως λόγω της δυσκολίας επικοινωνίας με την πρωτεύουσα των Μογγόλων, το Καρακορούμ, ή επειδή τα λιβάδια της Ουγγαρίας αποδείχθηκαν ανεπαρκή για να διατηρήσουν έναν μεγάλο μογγολικό στρατό επ 'αόριστον. Υπήρχαν επίσης αντιπαλότητες μεταξύ των μογγόλων ηγετών και, τώρα που ο Ογκεντέι ήταν νεκρός, κανένας διοικητής σε εκστρατεία τόσο μακριά από την πατρίδα δεν μπορούσε να βασιστεί στην υποστήριξη των συναδέλφων του. Σε κάθε περίπτωση, το τρόπαιο που ήθελαν περισσότερο οι Μογγόλοι ήταν ακόμα προς τα ανατολικά και όχι προς τη Δύση: η Κίνα της δυναστείας Σονγκ (960-1279 μ.Χ.), στην οποία επιτέθηκαν και την κατέκτησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του επόμενου μεγάλου ηγέτη της Μογγολίας, Κουμπλάι Χαν (περ. 1260- 1294 μ.Χ.)
Γιατί οι Μογγόλοι γνώρισαν τόσες επιτυχίες;
Ο Μογγολικός στρατός διέθετε αρκετά πλεονεκτήματα στην εκστρατεία του εναντίον των Ρώσων και των Ευρωπαίων. Το πρώτο ήταν ότι ήταν άγνωστος στους Ευρωπαίους. Παρά τη μάχη της Καλκά το 1222 μ.Χ., οι δυτικοί δεν είχαν ακόμα ιδέα για το τι αντιμετώπιζαν, όπως έγραψε χρονογράφος από το Νόβγκοροντ: "Γύρισαν από τον ποταμό Δνείπερο και δεν ξέρουμε ούτε από πού ήρθαν ούτε και πού πήγαν." Μιάμιση δεκαετία αργότερα, δεν υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες.
Ήταν εξαιρετικοί τοξότες που χρησιμοποιούσαν τα σύνθετα τόξα τους και εξαιρετικά σκληραγωγημένοι στρατιώτες, ικανοί να ιππεύουν για μέρες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους έχοντας ελάχιστο φαγητό και νερό. Τα κοντόχοντρα αλλά ευκίνητα άλογά τους ήταν ένα όπλο από μόνα τους και ήταν ικανά να επιβιώσουν σε ακραίες θερμοκρασίες. Οι Μογγόλοι είχαν ελαφρύ και βαρύ ιππικό, και κάθε αναβάτης είχε συνήθως έως και 16 εφεδρικά άλογα, πράγμα που του έδινε πολύ μεγάλες δυνατότητες ελιγμών. Ο μογγολικός στρατός μπορούσε συνεπώς να κινηθεί πολύ γρήγορα σε μεγάλες περιοχές. Επιπλέον, δημιουργούσαν αυστηρά χρονοδιαγράμματα με τα οποία διαφορετικά τμήματα ενός στρατού θα χωρίζονταν, θα εμπλέκονταν με τον εχθρό σε διαφορετικά μέρη και έπειτα θα επανενώνονταν σε μια προκαθορισμένη τοποθεσία. Αυτός είναι ο λόγος που οι σύγχρονοι χάρτες εκστρατειών για την εισβολή των Μογγόλων μοιάζουν συχνά με ένα πιάτο σπαγγέτι καθώς πολλοί στρατοί κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Επιπρόσθετα, οι Μογγόλοι δεν απέρριψαν ποτέ την ευκαιρία να υιοθετήσουν την τακτική και την τεχνολογία του εχθρού. Όχι μόνο έφεραν έντονη κινητικότητα στον πόλεμο, αλλά, χάρη στην ευελιξία τους, μάθαιναν γρήγορα και άλλους τύπους μάχης, όπως η πολιορκία και η χρήση βλημάτων και καταπελτών, πράγματα πολύ διαφορετικά από τον παραδοσιακό νομαδικό πόλεμο. Οι Μογγόλοι ήρθαν αντιμέτωποι με τους Ευρωπαίους ιππότες, αλλά αυτά τα κορυφαία στρατεύματα στην πραγματικότητα φαίνεται να ήταν μεταξύ των ευκολότερων εχθρών που αντιμετώπισαν οι Μογγόλοι. Το πιο ευκίνητο ιππικό των Μογγόλων απλώς δεν στεκόταν αρκετό χρόνο σε ένα σημείο, ώστε να δώσει την ευκαιρία σε μια ομάδα ιπποτών να μπορέσουν να τους επιτεθούν με τα δικά τους, βαριά οπλισμένα, άλογα.
Ένα άλλο πλεονέκτημα ήταν ότι οι Μογγόλοι ήξεραν πώς να εκμεταλλεύονται τις εσωτερικές διαφορές των εχθρών και να προκαλούν παλιές αντιπαλότητες που μπορούσαν να αποδυναμώσουν τις συμμαχίες, πληροφορίες που συχνά αποκτούσαν από κατασκόπους και εμπόρους. Τέλος, τα κίνητρα ήταν υψηλά επειδή ο πόλεμος των Μογγόλων είχε σχεδιαστεί για έναν μόνο σκοπό: την απόκτηση λείας.
Υπήρχε και ένα επιτυχημένο ψυχολογικό όπλο: ο τρόμος. Ο Τζένγκις Χαν είχε χρησιμοποιήσει αυτήν την τακτική με μεγάλη επιτυχία, σφάζοντας άνδρες, γυναίκες και παιδιά των κατακτημένων πόλεων ώστε να πείσει τους κατοίκους άλλων πόλεων να παραδοθούν για να μην έχουν την ίδια μοίρα. Η εσκεμμένη απελευθέρωση μερικών κρατουμένων που είδαν τη μαζική σφαγή αθώων έκανε θαύματα στη διάδοση των νέων σε γειτονικές πόλεις. Οι Μογγόλοι υπό τον Ογκεντέι συνέχισαν την ίδια τακτική. Μια άλλη εντελώς αδίστακτη στρατηγική ήταν να χρησιμοποιούνται οι αιχμάλωτοι ως ανθρώπινες ασπίδες όταν τα μογγολικά στρατεύματα επιτίθονταν σε μια οχυρωμένη πόλη, αρκετά ανόητη ώστε να προβάλει αντίσταση. Έντυναν τους αιχμαλώτους ως Μογγόλους πολεμιστές και τους έβαζαν να πολεμήσουν στις πρώτες σειρές, έτσι ώστε οι υπερασπιστές να σπαταλούν τα πολύτιμα βέλη τους για να δολοφονούν, χωρίς να το γνωρίζουν, συμπατριώτες τους.
Τέλος, οι Μογγόλοι είχαν έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς διοικητές όλων των εποχών, τον Σουμπουτάι Μπααντούρ (1176-1248 μ.Χ.). Έχοντας αποκτήσει εμπειρία στις εκστρατείες του υπό τον Τζένγκις Χαν εναντίον των κρατών των Χσιά και των Τζιν στην Ανατολική Ασία, ο στρατηγός ήταν ο ανώτατος διοικητής των δυνάμεων που εισέβαλαν στη Δυτική Ασία και την Ανατολική Ευρώπη, ακόμη και όταν επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ο Μπατού (γνωστός και ως Μπατ-Καν, περ. 1205-1255 μ.Χ.), ανιψιός του Ογκεντέι Χαν. Λέγεται ότι επειδή ήταν πολύ παχύς για να ιππεύσει ένα άλογο, ταξίδευε σε μια άμαξα, αλλά από εκεί, ο Σουμπουτάι διεύθυνε τα στρατεύματά του με ψυχραιμία και η παρέμβασή του στη μάχη του Μόχι ήταν ιδιαίτερα αποφασιστική.
Κληρονομιά: Η ανατολή συναντά τη Δύση
Τα Μογγολικά στρατεύματα μπορεί να αποσύρθηκαν το 1242 μ.Χ., αλλά τα αποτελέσματα της εισβολής τους ξεπέρασαν κατά πολύ τη σχετικά μικρή στρατιωτική τους παρουσία. Πρώτα απ 'όλα, ο θάνατος, η καταστροφή και ο αναγκαστικός εκτοπισμός λαών πρέπει να κατατάσσονται ψηλά σε οποιαδήποτε λίστα άμεσων συνεπειών. Ενώ η Ευρώπη συνέχισε όπως πριν, από την άποψη των δομών εξουσίας και των ηγεμόνων, οι εισβολές στη Ρωσία και σε τεράστια τμήματα της δυτικής Ασίας ανέτρεψαν το status quo και αυτά τα μέρη παρέμειναν κάτω από τον «ταταρικό ζυγό» για πάνω από έναν αιώνα. Ωστόσο, η δαιμονοποίηση των Μογγόλων από Ρώσους χρονογράφους και, αργότερα, ακόμη και ιστορικούς δεν ταιριάζει απαραιτήτως με την πραγματικότητα της εισβολής μιας δύναμης που κατέστρεψε ορισμένες πόλεις, αλλά αγνόησε εντελώς άλλες και που δεν καθιέρωσε ποτέ μια νέα, δική της, πολιτική δομή. Κατά συνέπεια, πολλοί Ρώσοι ηγεμόνες κατάφεραν να κυβερνήσουν με υψηλό βαθμό αυτονομίας μετά την εισβολή. Ο Αλέξανδρος Νέβσκι, πρίγκιπας του Βλαντίμιρ (1221-1263 μ.Χ.), είναι ένα μόνο παράδειγμα και οι επιτυχημένες εκστρατείες του εναντίον Σουηδών και Γερμανών ιπποτών το 1240 μ.Χ. δείχνουν ότι η Ρωσία απείχε πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί αφανισμένη λόγω της Μογγολικής εισβολής.
Υπήρχε ένα δεύτερο κύμα συνεπειών, πιο αργό και ανεπαίσθητο αλλά, ωστόσο, καθόλου επουσιώδες. Η Ευρώπη επωφελήθηκε από την εξάπλωση των ιδεών που ήρθαν με τους Μογγόλους, οι οποίοι αποτέλεσαν τον κρίσιμο φυσικό σύνδεσμο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η πυρίτιδα, το χαρτί, η εκτύπωση και η πυξίδα έγιναν γνωστά στην Ευρώπη. Οι Δυτικοί πρεσβευτές, παπικοί απεσταλμένοι, ιεραπόστολοι και ταξιδιώτες όπως ο Μάρκο Πόλο (1254-1324 μ.Χ.) όλοι είδαν από μόνοι τους τον κόσμο της Ανατολικής Ασίας και επέστρεψαν με ένα μείγμα χρήσιμων ιδεών και απίστευτων ιστοριών. Ο κόσμος, στην πραγματικότητα, είχε γίνει λίγο μικρότερος, αλλά υπήρξαν και αρνητικές συνέπειες, σε αυτήν την αυξημένη επαφή, ιδίως η εξάπλωση του Μαύρου Θανάτου (1347-1352 μ.Χ.), που μεταφέρθηκε από μια περιοχή της απομακρυσμένης Κίνας στη Μαύρη Θάλασσα και από εκεί στη Βενετία και την Ευρώπη. Η καταστροφική επιδημία επανήλθε σε διαδοχικά κύματα κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα μ.Χ. και προκάλεσε πολύ περισσότερα θύματα από αυτά που είχαν προκαλέσει οι μογγολικές ορδές έναν αιώνα πριν.