Η νησίδα του Γλα, μια αινιγματική μυκηναϊκή ακρόπολη στη βορειοανατολική πλευρά της λεκάνης της Κωπαϊδας, βρίσκεται 70 μίλια βόρεια της Αθήνας, στον νομό Βοιωτίας. Η λίμνη Κωπαϊδα ήταν η μεγαλύτερη λίμνη της Ελλάδας μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ., όταν αποστραγγίστηκε για να δημιουργηθεί γη προς καλλιέργεια. Καθώς τα νερά υποχώρησαν, ωστόσο, αναδύθηκαν απροσδόκητα ερείπια αρχαίων τάφρων και αναχωμάτων. Διασχίζοντας κατά πλάτος τη λεκάνη της Κωπαΐδας, παρείχαν συναρπαστικά στοιχεία για ένα παλαιότερο αποστραγγιστικό έργο, που χρονολογείται στην τελευταία φάση της Ελληνικής Εποχής του Χαλκού, γύρω στο 1300 π.Χ. Η ανακάλυψη ώθησε τους αρχαιολόγους να επανεκτιμήσουν το ισχυρότερο, αλλά λιγότερο γνωστό, φρούριο του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Η Βοιωτία της Εποχής του Χαλκού
Η Βοιωτία αποτελεί, σήμερα, μέρος μιας μακράς χερσονήσου που πλαισιώνεται από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό Κόλπο και οριοθετείται στα νοτιοανατολικά από τον νομό Αττικής. Οποιαδήποτε θαλάσσια επιρροή στο κλίμα, ωστόσο, έχει μετριαστεί από καιρό από τις οροσειρές που περιβάλλουν τη βοιωτική πεδιάδα. Ευτυχώς, η υγρασία που εξατμίστηκε από τη λίμνη Κωπαΐδα, τις ημέρες που ήταν ακόμα πλημμυρισμένη, μετρίασε τους αλλιώς σκληρούς ηπειρωτικούς χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια.
Τέτοιο θα ήταν το κλίμα κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Εκείνη την εποχή, οι όχθες της λίμνης ήταν διάσπαρτες με μυκηναϊκούς οικισμούς, ιδίως τον Ορχομενό, έναν πλούσιο ανακτορικό οικισμό στα βορειοδυτικά. Υπήρχε, επίσης, μια σειρά μυκηναϊκών οχυρών στη βορειοανατολική πλευρά, με επίκεντρο την ακρόπολη του Γλα, σε απόσταση περίπου έξι μιλίων. Αυτό το δίκτυο σχετιζόμενων θέσεων, υποδηλώνει ότι η Βοιωτία της Εποχής του Χαλκού, όπως και άλλες περιοχές στον Μυκηναϊκό κόσμο, υποστήριζε μια σύνθετη κοινωνικοοικονομική δομή υπό τη διοίκηση ενός ανακτόρου. Πράγματι, μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν πιθανότατα διαχωρισμένο μεταξύ πολλών ισχυρών πόλεων-κρατών - των Μυκηνών και της Τίρυνθας στην Αργολίδα, για παράδειγμα, και της Πύλου στη Μεσσηνία - αν και η πραγματική σχέση μεταξύ τους εξακολουθεί να αμφισβητείται έντονα, όπως και ο μηχανισμός με τον οποίο μετατοπιζόταν η ισχύς. Στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος, ο ελληνικός μύθος δηλώνει ότι οι βοιωτικές πόλεις του Ορχομενού και της Θήβας ήταν εχθροί και τα οχυρά γύρω από τον Γλα χτίστηκαν σαφώς για να προστατεύσουν την περιοχή από έναν γειτονικό ή πιο μακρινό εισβολέα.
Δεδομένου του σκληρού τοπικού περιβάλλοντος της Βοιωτίας και του συνακόλουθου περιορισμού των πόρων, η συνεχής ανάπτυξη μιας πόλης-κράτους θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με όλο και πιο εξειδικευμένη γεωργική παραγωγή. Έχοντας αυτό υπόψη, οι αρχαιολόγοι έχουν συνδέσει τη μυκηναϊκή αποστράγγιση της λίμνης Κωπαΐδας για σκοπούς υψηλής γεωργικής απόδοσης, με τη σύγχρονή της κατασκευή της οχυρωμένης ακρόπολης του Γλα.
Η αποστράγγιση της Λίμνης Κωπαΐδας
Η πιο φιλόδοξη περίοδος ανάπτυξης των μυκηναϊκών πόλεων-κρατών σημειώθηκε μεταξύ π. 1300 και π. 1250 π.Χ., κατά την τελευταία φάση της Ελληνικής Εποχής του Χαλκού (γνωστή στους αρχαιολόγους ως Ύστερη Ελλαδική ΙΙΙ). Εκείνη την περίοδο, για παράδειγμα, χτίστηκε η περίφημη Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες. Ωστόσο, εάν αυτή ήταν μια περίοδος μεγάλης αυτοπεποίθησης ή μεγάλης αμυντικότητας, είναι και πάλι ένα ζήτημα. Τα στοιχεία υποδηλώνουν έναν συνδυασμό και των δύο, καθώς όπως παρατήρησε σοφά ο Άραβας λόγιος Ibn Khaldun: «Στο τέλος μιας δυναστείας εμφανίζεται συχνά κάποια επίδειξη δύναμης που δίνει την εντύπωση ότι η γήρανση της δυναστείας έχει εξαφανιστεί» (246). Σε κάθε περίπτωση, το 1200 π.Χ. πολλά από τα μεγάλα μυκηναϊκά ανάκτορα είχαν καταστραφεί από φωτιά.
Πριν από την καταστροφή, όμως, σημειώθηκε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της μυκηναϊκής μηχανικής. Η αποστράγγιση της λίμνης Κωπαΐδας θεωρείται σήμερα ένα τεράστιο υδραυλικό έργο, πόσο μάλλον πριν από 3.000 χρόνια. Συντονίστηκε το έργο μόνο από τον Ορχομενό; Ή μήπως οι πόλεις-κράτη του Ορχομενού και της Θήβας δούλεψαν μαζί στο έργο, παρά τη θρυλική τους εχθρότητα; Σίγουρα θα χρειαζόταν τεράστιο εργατικό δυναμικό για τη μετατροπή της σχεδόν τετράγωνης λίμνης, η οποία τότε κάλυπτε πάνω από 50.000 έικρ (σ.τ.μ. πάνω από 200.000 στρέμματα) κατά τη διάρκεια του χειμώνα, στην πιο εύφορη πεδιάδα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Από την Μέση Ελλαδική περίοδο (π. 2000-1650 π.Χ.) ακόμα, είχαν γίνει προσπάθειες να "δαμαστεί" η λίμνη για τη δημιουργία καλλιεργήσιμων ζωνών, γνωστών ως πόλντερ. Το μεγαλύτερο από αυτά τα πόλντερ βρισκόταν στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης, όπου βρισκόταν και η νησίδα πάνω στην οποία θα κατασκευαζόταν αργότερα ο Γλας. Ήταν η άνοδος του επιπέδου της λίμνης, μετά από αύξηση των βροχοπτώσεων στο τέλος της Μεσοελλαδικής περιόδου, που έδωσε την ιδέα να αποστραγγιστεί εντελώς η λίμνη (η αναφορά σε βυθισμένες βοιωτικές πόλεις στην ελληνική μυθολογία, ίσως να έχει τις ρίζες της εδώ, επίσης).
Έτσι, λοιπόν, η λίμνη Κωπαΐδα, με ρηχά έλη αλλά και καθαρά νερά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποξηράνθηκε τεχνητά μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος ελέγχου της αποστράγγισης. Αυτό περιελάμβανε την εκτροπή της πορείας έξι ποταμών που κανονικά τροφοδοτούσαν απευθείας τη λεκάνη - κυρίως του Κηφισού, του Μέλανα και της Έρκυνας - σε δύο κύρια δυτικοανατολικά κανάλια. Το βόρειο κανάλι, για παράδειγμα, μετέφερε τα νερά του Κηφισού και του Μέλανα από τον Ορχομενό προς τα ανατολικά για περισσότερα από 15 μίλια (σ.τ.μ. π. 25 χλμ). Οριοθετήθηκε με τεράστια χωμάτινα επιχώματα και ενισχύθηκε με λίθινα προτειχίσματα, με μονοπάτια κατά μήκος της κορυφής τους που διευκόλυναν τη μεταφορά αγαθών δια μέσου της λεκάνης, προς το Κεφαλάρι, και τελικά την ακτή. Έτσι, το νερό εκτρεπόταν από τη λεκάνη προς τα ανατολικά, είτε σε φυσικές ασβεστολιθικές κοιλότητες γνωστές ως καταβόθρες (η συγκέντρωση οχυρών στα βορειοανατολικά σχεδιάστηκε σαφώς για να διατηρεί και να προστατεύει αυτά τα κρίσιμα σημεία διέλευσης), είτε στον Κόλπο της Λάρυμνας στον Ευβοϊκό Κόλπο. Μέρος του νερού, φυσικά, παρακρατήθηκε για την άδρευση των πόλντερ που δημιουργήθηκαν από την αποστράγγιση της λίμνης.
Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι χρειάστηκαν μία ή ίσως δύο γενιές για την εκσκαφή περίπου 70 εκατομμυρίων κυβικών ποδιών (π. 2 εκ. μ³) γης για τη δημιουργία καναλιών και επιχωμάτων, με τα τελευταία να έχουν ύψος πάνω από 6 πόδια (π. 1,8 μ.) και πλάτος έως 150 πόδια (45 μ.). Επιπλέον, πάνω από 8 εκατομμύρια κυβικά πόδια (π. 225.000 μ³) πέτρας χρησιμοποιήθηκαν για την στερέωση των αναχωμάτων και υπήρχε πιθανώς ακόμη και μια πέτρινη σήραγγα αποστράγγισης, μήκους αρκετών μιλίων, που αναφέρεται από τον γεωγράφο του 1ου αιώνα μ.Χ., Στράβωνα. Η προκύπτουσα εκροή, όταν το σύστημα ήταν πλήρως λειτουργικό, εκτιμάται ότι ξεπερνούσε τα 20.000 γαλόνια (75.000 λίτρα) ανά δευτερόλεπτο.
Δεν είναι παράξενο που ένα τόσο μεγαλειώδες έργο δεν επιχειρήθηκε ξανά μέχρι τον 19ο αιώνα μ.Χ. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η λίμνη είχε ξαναγεμίσει φυσικά και περιβαλλόταν από εύφορη γη που υποχωρούσε περιοδικά λόγω των πλημμυρών. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, μεταξύ 1867 και 1887, Γάλλοι και Σκωτσέζοι μηχανικοί ανέλαβαν εξ ολοκλήρου τη λεκάνη εκ μέρους της βρετανικής Lake Copais Company. Αυτή τη φορά, κατασκευάστηκαν κανάλια για τη μεταφορά του νερού από τη λίμνη προς τον ποταμό Κηφισό, από όπου εκχέονται ακίνδυνα στην κοντινή λίμνη Υλίκη. Η λίμνη σήμερα έχει αντικατασταθεί από αγρούς με βαμβάκι και άλλες καλλιέργειες.
Η Ακρόπολη του Γλα
Περίπου την ίδια εποχή που οι Μυκηναίοι αποστράγγισαν τη λίμνη Κωπαΐδα, έχτισαν και την αινιγματική νησιωτική ακρόπολη του Γλα. Το τεράστιο μέγεθος της δομής - το περιμετρικό της τείχος καλύπτει μια περιοχή επτά φορές μεγαλύτερη από των Μυκηνών - και το γεγονός ότι το αρχικό της όνομα είναι άγνωστο, έχει προκαλέσει μεγάλο προβληματισμό στους αρχαιολόγους. Το «Γλας» φαίνεται να έχει επινοηθεί σχετικά πρόσφατα από Αλβανούς που ζούσαν στην περιοχή, αποτελώντας παραφθορά της λέξης «goulas», που σημαίνει «φρούριο» (ομοίως ο σύγχρονος ελληνικός πληθυσμός αποκαλεί την τοποθεσία Παλιόκαστρο (σ.τ.μ. Paliokastro στο πρωτότυπο κείμενο), που σημαίνει «αρχαίο φρούριο»).
Ο Γλας, ο οποίος είναι καλύτερα ορατός από αέρος, καταλαμβάνει ένα τριγωνικό ασβεστολιθικό πλάτωμα, που βρίσκεται δίπλα στην πρώην ανατολική όχθη της λίμνης, σε υψόμετρο έως και 200 πόδια (60 μ.) πάνω από την περιβάλλουσα πεδιάδα. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της ακρόπολης, είναι αναμφίβολα τα τείχη της, που περικλείουν μια έκταση περίπου 55 έικρ (22 εκτάρια) (σ.τ.μ. 200 στρέμματα). Δεσπόζοντας στην αποξηραμένη πλέον λίμνη, εκτείνονται για περίπου δύο μίλια (π. 3 χλμ.) πάνω στην οφρύ του πλατώματος. Όπως και με τις μυκηναϊκές οχυρώσεις αλλού, τα τείχη είναι κυκλώπεια, δηλαδή είναι χτισμένα από τόσο μεγάλες πέτρες που οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν έργο γιγάντων - των θρυλικών Κυκλώπων. Στην πραγματικότητα, ένα πολυάριθμο ανθρώπινο εργατικό δυναμικό πραγματοποίησε το έργο, έργο που έγινε ελαφρώς ευκολότερο μέσω της εξόρυξης των λίθων εντός του ίδιου του πλατώματος και της κύλισης στη θέση τους. Το τείχος, με ομοιόμορφο πάχος περίπου 19 πόδια (5,8 μ.), διασχίζεται από έξι πύλες, τέσσερις κύριες εισόδους επενδεδυμένες με λαξευμένους λίθους, με πλακόστρωτες ράμπες και δύο μικρότερες "πυλίδες", χτισμένες με πέτρες.
Αν και το περιμετρικό τείχος ήταν πάντα ορατό, οι μυκηναϊκές δομές στο εσωτερικό έπρεπε να αποκαλυφθούν από την αρχαιολογία. Οι πιο εντυπωσιακές από αυτές, ανασκάφθηκαν από τον Γάλλο αρχαιολόγο André de Ridder (1893) και τους Έλληνες Ιωάννη Θρεψιάδη (1955-1961) και Σπυρίδωνα Ιακωβίδη (1981-1991). Αποτελούνται από μια σειρά τεσσάρων συμπλεγμάτων, τρία από τα οποία στο κεντρικό τμήμα της ακρόπολης, είναι χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο και συνδέονται μεταξύ τους. Ένα από αυτά, το αποκαλούμενο Βόρειο Σύμπλεγμα (σ.τ.μ. Μέλαθρον), εφάπτεται στο βόρειο τείχος και περιλαμβάνει ένα μεγάλο συγκρότημα σε σχήμα Γ, εγκατεστημένο σε μια τεχνητή αναβαθμίδα, στο υψηλότερο σημείο της ακρόπολης. Οι πτέρυγές του, κατασκευασμένες από πλίνθους πάνω σε πέτρινα θεμέλια, αποτελούνται από διώροφα διαμερίσματα κατοικιών που συνδέονται με μεγάλους διαδρόμους και σκάλες και καταλήγουν σε ευρύχωρους μονοώροφους κύριους θαλάμους. Τα ερείπια του κτιρίου περιείχαν θραύσματα από διακοσμητικές τοιχογραφίες, ίχνη αποχετευτικού συστήματος και μοναδικά πήλινα κεραμίδια που υποδηλώνουν επικλινείς στέγες (οι μυκηναϊκές καλλιτεχνικές παραστάσεις δείχνουν πάντα επίπεδες στέγες). Ένας δρόμος ένωνε το Βόρειο Σύμπλεγμα με την Βόρεια Πύλη της ακρόπολης.
Ένα πολύ μικρότερο σύμπλεγμα καταλαμβάνει τη βορειοανατολική πλευρά του Βόρειου Συμπλέγματος, αλλά τυχόν δομές που περιείχε έχουν χαθεί από τη διάβρωση. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σήμερα το μεγαλύτερο Νότιο Σύμπλεγμα, προσβάσιμο μέσω μιας εσωτερικής πύλης. Περιλαμβάνει δύο μεγάλες παράλληλες σειρές μικρών δωματίων, με μεγάλους διαδρόμους και πλατιές ράμπες. Βόρεια και νότια των σειρών υπάρχουν βοηθητικά κτίρια. Το Νότιο Σύμπλεγμα συνδέεται με τη Νότια Πύλη της ακρόπολης μέσω ενός άλλου δρόμου.
Το τέταρτο σύμπλεγμα της ακρόπολης στέκεται απομονωμένο στην ανατολική πλευρά του οροπεδίου, σχηματιζόμενο από ένα εσωτερικό τείχος που έχει χτιστεί ανάμεσα στην Νοτιοανατολική Πύλη και το βόρειο τείχος.
Μεταγενέστερες ανασκαφές αποκάλυψαν πολλές ακόμα ενδιαφέρουσες δομές. Κατά τη δεκαετία του 1980, για παράδειγμα, ο Γερμανός αρχαιολόγος J. Knauss αποκάλυψε υπολείμματα μιας χαμηλότερης πόλης στην πεδιάδα δυτικά της ακρόπολης, που προστατευόταν από πλημμύρες με ένα φράγμα. Πίσω από τα τείχη της ακρόπολης, μια γεωφυσική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2010-2011 από τους Έλληνες αρχαιολόγους Αντωνία Στάμου και Χριστοφίλη Μαγγίδη, έδειξε περαιτέρω εκτεταμένα στοιχεία για μια σειρά δομών εκτός των τεσσάρων συμπλεγμάτων (μερικές από αυτές είχαν ήδη αποκαλυφθεί αλλά δεν είχαν γίνει πλήρως κατανοητές, από τον Γερμανό αρχαιολόγο Δρ Ferdinand Noack το 1893, καθώς και πιο πρόσφατα, από τον Βρετανό αρχαιολόγο και ιστορικό, καθηγητή Richard Hope Simpson). Αν και ορισμένα από τα κτίρια αποκαλύφθηκαν αρχικά κατά τον προκαταρκτικό καθαρισμό και επιθεώρηση του χώρου, ήταν η τηλεπισκόπηση και η τοπογραφική χαρτογράφηση που βοήθησαν στην παγίωση της νέας απεικόνισης των πρόσθετων κατασκευών εντός της ακρόπολης. Αυτές περιελάμβαναν αρκετά μακρά, στιβαρά ορθογώνια συγκροτήματα με πολλά μεγάλα δωμάτια, σε συστάδες λιγότερο επίσημων και πιο απλά κατασκευασμένων κτιρίων. Η επακόλουθη ανασκαφή κεραμικής, τοιχογραφιών και ειδωλίων το 2018-2019, που διεξήχθη από τη Δρ. Έλενα Κουντούρη, μόνο επιβεβαίωσε τη χρονολόγηση αυτών των κατασκευών ως υστεροελλαδικές III.
Ανάκτορο, Οχυρό, Πόλη;
Παρά τον πλούτο των υλικών στοιχείων, ένας αέρας μυστηρίου πλανάται ακόμα γύρω από τη νησίδα του Γλα. Για περισσότερο από έναν αιώνα, οι αρχαιολόγοι διαφωνούν για τον σκοπό της ακρόπολης και τη θέση της στον κοινωνικοπολιτικό χάρτη της Βοιωτίας της Εποχής του Χαλκού.
Οι πρώτοι ανασκαφείς πρότειναν ότι ο Γλας ήταν ένα άγνωστο μέχρι στιγμής παλάτι, ενός άγνωστου μέχρι στιγμής βασιλιά. Το στέρεο συγκρότημα σχήματος Γ στο Βόρειο Σύμπλεγμα, είχε σίγουρα την κατασκευή ενός μυκηναϊκού ανακτόρου της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με τους ψηλούς κύριους θαλάμους του και τον υψηλής ποιότητας εξοπλισμό. Ωστόσο, οι θάλαμοι δεν διέθεταν βασιλικό θρόνο και κεντρική εστία με κίονες, όπως τα μέγαρα σε άλλες ανακτορικές τοποθεσίες. Ούτε βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για γραφειοκρατικό αρχείο από πήλινες πινακίδες, όπως σε άλλα παλάτια. Γιατί;
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο Νότιο Σύμπλεγμα. Δύο μεγάλου μεγέθους κατασκευές, προσβάσιμες με ράμπες, πιθανόν να υποδηλώνουν αποθηκευτικούς χώρους, ειδικά καθώς μία από αυτές περιείχε ένα στρώμα καμένων σιτηρών. Μήπως, λοιπόν, ο Γλας δεν ήταν παλάτι, αλλά μάλλον οχυρωμένο διοικητικό και αποθηκευτικό κέντρο, από όπου συντονίζονταν οι εργασίες αποστράγγισης και καλλιέργειας (συμπεριλαμβανομένης της αναδιανομής και της φορολογίας); Είναι εύλογο ότι μόλις η αποστραγγισθείσα πεδιάδα αποδιδόταν στις καλλιέργειες, θα αποτελούσε τον σιτοβολώνα της περιοχής αυτής της Μυκηναϊκής Ελλάδας. Εάν το έργο συγχρηματοδοτήθηκε, πράγματι, από τον Ορχομενό και τη Θήβα, αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει το «παλάτι» με τις δύο πτέρυγες και τους διπλούς αποθηκευτικούς χώρους; Αυτή η εξήγηση πιθανότατα θα απομάκρυνε την ανάγκη να εξηγηθεί η ύπαρξη ενός ανώνυμου παλατιού τόσο κοντά στο καλά τεκμηριωμένο ανάκτορο του Ορχομενού, μόλις λίγα μίλια μακριά.
Κατά τη δεκαετία του 1990, αυτή η θεωρία συγκέντρωσε αξιόλογη υποστήριξη. Η μόνη διαφοροποίηση αφορούσε στις μεγάλες κατασκευές του Νότιου Συμπλέγματος, οι οποίες ερμηνεύθηκαν από κάποιους ως στρατώνες, αντί για αποθήκες και τα βοηθητικά τους κτίρια ως στάβλοι. Αυτό που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει, ωστόσο, ήταν γιατί το μεγαλύτερο μέρος της ακρόπολης (εκτός των τεσσάρων συμπλεγμάτων) ήταν φαινομενικά χωρίς δομές. Γιατί να γίνει μια τεράστια προσπάθεια να κατασκευαστούν τόσο μακρά τείχη, αν ήταν να αξιοποιηθεί μόνο λίγο πάνω από το ένα τέταρτο του χώρου που περικλείουν; Αν οι κατασκευές ήταν πράγματι στρατώνες, θα μπορούσαν οι άδειες περιοχές της ακρόπολης να προορίζονται για αγρότες και τα κοπάδια τους, καθώς και για άλλους πρόσφυγες από την κάτω πόλη, σε περιόδους αναταραχής;
Πίσω στα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ., η κυρίως κενή ακρόπολη ήταν ίσως μικρότερο μυστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση πρωτοπόρων της αρχαιολογίας, όπως ο Ερρίκος Σλήμαν, ο οποίος ξεσπούσε σε παλάτια και τάφους, αντί στις ανούσιες, όχι και τόσο συναρπαστικές οικιακές υποθέσεις των ανθρώπων. Στα τέλη του 20ού αιώνα, ωστόσο, η αρχαιολογία είχε γίνει μια επιστήμη, με επαγγελματίες να χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία σε τόπους που κάποτε είχαν χαρακτηριστεί ως άνευ ενδιαφέροντος.
Από αυτή την άποψη, η γεωφυσική έρευνα που πραγματοποίησε στον Γλα η Αντωνία Στάμου, αποδείχθηκε κρίσιμο σημείο καμπής στην προσπάθεια να εξηγηθεί ο σκοπός της ακρόπολης. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, η περιοχή εκτός των τεσσάρων συμπλεγμάτων, ζωντάνεψε με τεκμήρια για συγκροτήματα κατοικιών, μεγάλα και μικρά, εργαστήρια και αποθηκευτικά σιλό. Συγκρινόμενη με την κάτω πόλη της πεδιάδας, η ακρόπολη ξαφνικά έμοιαζε λιγότερο σαν ένα οχυρωμένο κέντρο διοίκησης και περισσότερο σαν την ολοκληρωμένη πρωτεύουσα μιας μυκηναϊκής πόλης-κράτους. Αυτή η εσωτερική αναδιάρθρωση θέτει υπό αμφισβήτηση τον ρόλο που μπορεί να έπαιξε ο Γλας στο μυκηναϊκό τοπίο. Αλλά ποιο ήταν το όνομά του; Και γιατί δεν εμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου μεταξύ άλλων μυκηναϊκών πόλεων-κρατών που προσφέρουν πλοία για να πολεμήσουν στην Τροία;
Μια μακροχρόνια θεωρία είναι ότι ο Γλας είναι η "Πολυστάφυλος Άρνη" (Άρνη πλούσια σε αμπέλια) του Ομήρου. Εάν δεν ταυτοποιηθεί οριστικά η Άρνη, αυτό είναι αδύνατο να αποδειχθεί. Ένας παράγοντας κατά της ονομασίας αυτής θα ήταν η εγγύτητα Γλα και Ορχομενού, για να μην αναφερθεί το γεγονός ότι τα αμπέλια προτιμούν τις καλά στραγγιζόμενες πλαγιές από το επίπεδο υγρό έδαφος. Μια άλλη πιθανότητα, που αναφέρεται από τον Έλληνα γεωγράφο Παυσανία, είναι ότι ο Γλας ήταν το προπύργιο του θρυλικού Βοιωτού Βασιλιά Αθάμα, πιθανόν σύγχρονου του Βασιλιά Κάδμου της Θήβας. Και πάλι δεν υπάρχουν ικανές αποδείξεις.
Όλες αυτές οι ιδιομορφίες, οδήγησαν πρόσφατα τον Χριστοφίλη Μαγγίδη να προτείνει μια ριζοσπαστική ταυτοποίηση για τον Γλα. Θα μπορούσε η ακρόπολη να είναι παραδόξως ο Ορχομενός; Βέβαια, η πόλη αυτή έχει προ πολλού τεκμηριωθεί στη βορειοδυτική ακτή της λεκάνης της Κωπαΐδας, όπου οι θρυλικοί ιδρυτές της, οι Μινύες, έχτισαν ένα τοιχογραφημένο παλάτι και έναν μεγάλο θολωτό τάφο αντάξιο του Θησαυρού του Ατρέα στις Μυκήνες. Οι Μινύες πιστώνονται, συνήθως, το συντονισμό της αποξήρανσης της Λίμνης Κωπαΐδας, με ή χωρίς την υποστήριξη της γειτονικής Θήβας. Αλλά, θα ήταν απλώς πιθανό, ο Ορχομενός να μετατράπηκε, σε κάποιο στάδιο, σε χώρο λατρείας των προγόνων, ενώ ο αυξανόμενος πληθυσμός του μεταφέρθηκε στη νέα ακρόπολη στον Γλα; Αυτό σίγουρα θα μπορούσε να εξηγήσει τα παράξενα εσωτερικά τείχη, τα οποία θα είχαν αναπτυχθεί για να διαχωρίσουν τις ανακτορικές - διοικητικές δομές, τους χώρους αποθήκευσης και τους στρατώνες από την αστική περιοχή, όπως συμβαίνει ακόμα σε ορισμένες πόλεις σήμερα, και ίσως ακόμη και για να τις προστατεύσουν από κοινωνική αναταραχή (ο παρών συντάκτης θα προσέθετε ότι το γραφειοκρατικό αρχείο που λείπει, ενδεχομένως κάποτε να καταλάμβανε το μικρό βορειοανατολικό σύμπλεγμα και να χάθηκε στη συνέχεια από διάβρωση). Είναι σίγουρα μια δελεαστική θεωρία και αξίζει σοβαρή εξέταση.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, τα τρία μεγάλα βοιωτικά κέντρα - Ορχομενός, Θήβα και Γλας - όλα καταστράφηκαν από πυρκαγιά γύρω στο 1200 π.Χ. Η ελληνική μυθολογία αποδίδει αυτή την περιφερειακή καταστροφή, είτε σε εσωτερικές μάχες μεταξύ του Ορχομενού και της Θήβας, είτε σε εξωτερική επιθετικότητα των Μυκηναίων από την Αργολίδα. Εναλλακτικά, οι πόλεις και τα έργα αποχέτευσης ενδέχεται να καταστράφηκαν από σεισμό. Ο Ορχομενός και η Θήβα ξανακατοικήθηκαν αργότερα, αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα, αλλά ο Γλας εγκαταλείφθηκε πλήρως. Αναπόφευκτα, εγκαταλείφθηκαν και τα αποχετευτικά έργα της Κωπαΐδας και με την πάροδο του χρόνου η πεδιάδα ξαναπλημμύρισε φυσικά, κρύβοντας τα μυστικά του Γλα για τα επόμενα 3.000 χρόνια.
Αυτό το άρθρο δεν θα μπορούσε να γραφτεί και εικονογραφηθεί χωρίς τη γενναιόδωρη υποστήριξη των Δρ. Χριστοφίλη Μαγγίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Αρχαιολογίας στο Dickinson College, Carlisle, PA και Προέδρου του Μυκηναϊκού Ιδρύματος,και Αντωνίας Στάμου, αναπληρώτριας καθηγήτριας Ιστορίας της Τέχνης στο American University of Kuwait, Salmiya, Kuwait και Τεχνικού Εργαστηρίου Γεωφυσικής στο Institute for Aegean Prehistory Study Center for East Crete (INSTAP SCEC). Τα αποτελέσματα των ερευνών τους στον Γλα βρίσκονται στη διεύθυνση http://glas-excavations.org/.