Οι ευκαιρίες για ταξίδια στον αρχαίο ελληνικό κόσμο εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική θέση και το επάγγελμα. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού πραγματοποιούσε ταξίδια σε όλη τη Μεσόγειο, για να πουλήσει τα προϊόντα του και τις υπηρεσίες του, για να πραγματοποιεί θρησκευτικά προσκυνήματα, για να παρακολουθεί αθλητικές δραστηριότητες ή ακόμα απλά για να απολαύσει τα αξιοθέατα του αρχαίου κόσμου. Τα ταξίδια όμως δεν είχαν μόνο την όμορφη πλευρά τους. Και υπήρχαν τρεις κατηγορίες ανθρώπων που αναγκάζονταν, συχνά παρά τη θέλησή τους, να ταξιδεύουν μακριά από την πατρίδα τους: πολιτικοί απεσταλμένοι, σκλάβοι και στρατιώτες, κυρίως μισθοφόροι.
Η αγάπη για τα ταξίδια
Οι Έλληνες φαίνεται ότι είχαν τα ταξίδια πάντα σε ιδιαίτερη εκτίμηση, πράγμα το οποίο δεν είναι παράξενο για έναν πολιτισμό διάσημο για την έφεση στη γνώση και για τις καινοτομίες του. Στις παλαιότερες παραδόσεις της ελληνικής μυθολογίας, σε πολλές ιστορίες, όπως του Ιάσονα με το Χρυσόμαλλο Δέρας, εξυμνούνται τα οφέλη από τα ταξίδια ενώ σε άλλες, όπως ο μύθος της Χάρυβδης, υπάρχουν προειδοποιήσεις για πιθανούς κινδύνους που κρύβουν τα ταξίδια στο άγνωστο. Στα πρώτα έργα της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας τον 8ο αιώνα, τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος περιγράφουν τους εμπόρους ως μεγάλους ταξιδευτές. Έργα όπως η Οδύσσεια αποδεικνύουν ότι οι ίδιοι οι συγγραφείς είχαν ταξιδέψει ή τουλάχιστον είχαν μιλήσει με κάποιους που είχαν ταξιδέψει και θα μπορούσε κανείς να πει ότι το επικό ταξίδι του Οδυσσέα στην Ιθάκη ήταν το ίδιο μία εξύμνηση των περιπετειών που φέρνουν τα ταξίδια.
Η άποψη ότι οι Έλληνες ταξίδευαν πολύ είναι αποτυπωμένη στα αρχαιολογικά ευρήματα που δίνουν ξεκάθαρες και μετρήσιμες αποδείξεις επαφής μεταξύ λαών με τα εμπορεύματα και τα νομίσματα, με την ομοιομορφία στις καλλιτεχνικές μορφές και τις πολιτιστικές πρακτικές και με την εξάπλωση των ασθενειών. Ακόμα και η γραμματεία, για παράδειγμα, κείμενα λογίων, λογοτεχνικά έργα και ιστορίες, όλα υποδεικνύουν ότι τουλάχιστον ένα μέρος του πληθυσμού μετακινούνταν αρκετά στα πλαίσια του ελληνικού κόσμου. Επιπρόσθετα, οι ταξιδιώτες μετέφεραν στις περιοχές από τις οποίες ξεκίνησαν νέες ιδέες και τάσεις από τις περιοχές που επισκέπτονταν. Ένα σημαντικό παράδειγμα αυτής της αμφίδρομης ανταλλαγής υπήρξε η επιρροή της Ανατολής στα ρούχα, στο φαγητό και στην αρχιτεκτονική της ζωής των πόλεων κρατών.
Όπως παρουσιάζει το ακόλουθο χωρίο του Πλάτωνα από τον Κρίτωνα, τα ταξίδια θεωρούνταν γενικά μια χρήσιμη δραστηριότητα και ο Αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης δέχεται κριτική επειδή δεν έχει αυτή την αντίληψη:
Ὦ Σώκρατες, μεγάλα ἡμῖν τούτων τεκμήριά ἐστιν, ὅτι σοι καὶ ἡμεῖς ἠρέσκομεν καὶ ἡ πόλις· οὐ γὰρ ἄν ποτε τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων διαφερόντως ἐν αὐτῇ ἐπεδήμεις εἰ μή σοι διαφερόντως ἤρεσκεν, καὶ οὔτ᾽ ἐπὶ θεωρίαν πώποτ᾽ ἐκ τῆς πόλεως ἐξῆλθες, ὅτι μὴ ἅπαξ εἰς Ἰσθμόν, οὔτε ἄλλοσε οὐδαμόσε, εἰ μή ποι στρατευσόμενος, οὔτε ἄλλην ἀποδημίαν ἐποιήσω πώποτε ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, οὐδ᾽ ἐπιθυμία σε ἄλλης πόλεως οὐδὲ ἄλλων νόμων ἔλαβεν εἰδέναι, ἀλλὰ ἡμεῖς σοι ἱκανοὶ ἦμεν καὶ ἡ ἡμετέρα πόλις· (52b)
Πρακτικά θέματα
Τα ταξίδια στη στεριά προϋπέθεταν τη χρήση αμαξών και αλόγων για τους πιο πλούσιους ή ζώων για τη μεταφορά προϊόντων και περπάτημα για τους υπόλοιπους. Η Ελλάδα είχε ένα εκτεταμένο οδικό δίκτυο που συνέδεε ακόμη και τους πιο απομακρυσμένους οικισμούς. Παρ' όλα αυτά ο πιο εύκολος και άνετος τρόπος για να ταξιδέψει κανείς ήταν τα θαλασσινά ταξίδια, κυρίως αφού η πλειονότητα των μεγάλων και πιο σημαντικών εμπορικών κέντρων βρισκόταν στην ακτή ή κοντά στην ακτή. Όμως δεν υπήρχαν πλοία αποκλειστικά για τη μεταφορά ταξιδιωτών και έτσι οι ταξιδιώτες έπρεπε να πείσουν έναν έμπορο να τους πάρει στο πλοίο του, ανάμεσα στα εμπορεύματά του.
Οι χάρτες, τουλάχιστον αυτοί που κάλυπταν μεγάλες περιοχές, φαίνεται ότι βρίσκονταν στην κατοχή των μελετητών και όχι των απλών ταξιδιωτών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρωτόγονοι δρόμοι, φυσικά ορόσημα (βουνά, ποτάμια και πηγές) και οικισμοί χρησιμοποιούνταν για να καθοδηγήσουν έναν νέο επισκέπτη σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Όσον αφορά τα θαλάσσια ταξίδια οι καπετάνιοι συνήθως κρατούσαν ημερολόγια (περίπλοι) που περιέγραφαν ορόσημα κατά μήκος των ακτών και μερικές φορές ακόμη και αρχεία αποστάσεων και διαδρομών (σταδιασμοί) που σχετίζονται με τα λιμάνια στα οποία πήγαιναν.
Τα ταξίδια πάντως ήταν μια ακριβή υπόθεση και αν αφορούσαν μεγάλες αποστάσεις οι ταξιδιώτες έπρεπε να έχουν μαζί τους αχθοφόρους και άλλους συνοδούς. Η φιλοξενία παρέχονταν, τουλάχιστον για ανθρώπους της ίδιας τάξης (ιδιαίτερα για ευγενείς), δωρεάν, αλλά υπήρχαν και συγκεκριμένες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν για να παρέχουν βασικά τρόφιμα και καταλύματα, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις και στα πανελλήνια ιερά όπου συγκεντρώνονταν πολλοί άνθρωποι. Σε λιμάνια όπως ο Πειραιάς, ανθούσαν επιχειρήσεις που επωφελούνταν από τους ταξιδιώτες με έμμεσο τρόπο και έβγαζαν χρήματα, για παράδειγμα εμπορικά καταστήματα, καθαριστήρια, κουρεία και πορνεία.
Οι κίνδυνοι του ταξιδιού κατά την Αρχαϊκή Περίοδο, περιλάμβαναν και το νομικό πρόβλημα της, χωρίς άδεια, παρουσίας σε ένα άλλο κράτος κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αναξιόπιστες μεταφορές, ληστείες ακόμα και απαγωγές. Τα δύο τελευταία αποτελούσαν σημαντικό κίνδυνο ιδιαίτερα για τα θαλασσινά ταξίδια, που δραστηριοποιούνταν οι πειρατές. Κατά την Κλασική περίοδο οι σχέσεις μεταξύ των κρατών ομαλοποιήθηκαν και τα συστήματα επικοινωνίας βελτιώθηκαν, αλλά τα ταξίδια παρέμειναν μια επικίνδυνη υπόθεση. Επιπλέον, με το συνεχώς αυξανόμενο μέγεθος και την πολυπλοκότητα των αστικών κέντρων, την ανάγκη για πόρους, δεξιότητες και σκλάβους, ο πόλεμος θα μπορούσε πολύ συχνά να οδηγήσει στην αναγκαστική μετακίνηση ανθρώπων, ακόμη και ολόκληρων πληθυσμών.
Επαγγελματικά ταξίδια
Οι έμποροι, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες (κυρίως μεταλλουργοί, σφραγιδογλύπτες, αγγειοπλάστες, λιθοδόμοι και υαλουργοί) και άνθρωποι του πνεύματος όπως ηθοποιοί, συγγραφείς, φιλόσοφοι και γιατροί, συνήθως ταξίδευαν στη Μεσόγειο προσφέροντας τα αγαθά τους και τις υπηρεσίες τους έναντι αμοιβής. Για παράδειγμα ο Δημοκήδης ο Κροτωνιάτης και ο Απολλωνίδης ο Κώος (γιατροί που υπηρέτησαν στην Αυλή του Πέρση Βασιλέα), ο αρχιτέκτονας Μανδροκλής ο Σάμιος και ο γλύπτης Τηλεφάνης. Πολλοί από αυτούς τους ειδικούς και τους τεχνίτες μετοίκησαν μόνιμα και δημιούργησαν τα εργαστήριά τους διαδίδοντας τις γνώσεις και το καλλιτεχνικό τους ύφος μακριά από την πατρίδα τους.
Έμποροι επίσης συγκεντρώνονταν σε πολυσύχναστα κέντρα όπως ο Πειραιάς για να πουλήσουν τα αγαθά τους, τα οποία, με τη σειρά τους, μεταφέρονταν σε όλη τη Μεσόγειο. Οι άποικοι ίδρυσαν εκατοντάδες νέες πόλεις στις ακτές της Μεσογείου που εξελίχθηκαν από απλούς εμπορικούς σταθμούς. Επιπλέον, υπήρχαν κέντρα που δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για εμπορικούς σκοπούς, η Ναύκρατις στο Δέλτα του Νείλου και η Αλ Μίνα στη σημερινή Νότια Τουρκία. Συνεπώς, κατά τη θερινή περίοδο, οι έμποροι διέσχιζαν συνεχώς τη Μεσόγειο αναζητώντας αγαθά και επιχειρήσεις, και με αυτόν τον τρόπο παρείχαν ένα μέσο για όσους δεν ήταν έμποροι να φτάσουν σε απομακρυσμένους προορισμούς.
Στους Έλληνες, όπως και σε όλους τους άλλους λαούς, υπήρχε επίσης και ο τύπος του πιο ατρόμητου ταξιδευτή, ο εξερευνητής. Παρακινούμενοι ίσως περισσότερο από εμπορικό ενδιαφέρον παρά από καθαρή επιθυμία για γνώσεις, οι Έλληνες περιστασιακά μόνο πέρασαν τα όρια της Μεσογείου και εξερεύνησαν τις Ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού και τη Βόρεια Αφρική. Πιθανόν οι πιο διάσημοι εξερευνητές ήταν ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς και ο Πυθέας, ο οποίος ταξίδεψε έως τη νοτιοδυτική Αγγλία και πιθανόν να έφτασε μέχρι την Ισλανδία και τις ακτές της Βαλτικής το 340 π.Χ.
Θρησκευτικά ταξίδια
Τα θρησκευτικά προσκυνήματα ήταν επίσης μια συνηθισμένη δραστηριότητα. Οι πιο δημοφιλείς προορισμοί ήταν τα ιερά των Δελφών και της Δήλου. Εκεί οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν όχι μόνο μερικά από τα σημαντικότερα κτίρια της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής αλλά επίσης και σπουδαία έργα τέχνης όπως αγάλματα, ανάγλυφα και κρήνες. Μπορούσαν να προσφέρουν εκεί αφιερώματα κάθε είδους, από απλά πήλινα ειδώλια μέχρι μεγάλα χάλκινα αγάλματα ή ακόμα και ολόκληρα κτίρια, που προσφέρονταν προς τιμήν των θεών και συνήθως με την ελπίδα κάποιας θεϊκής επέμβασης στη ζωή τους. Όσοι ζητούσαν θεραπεία από ασθένειες μπορούσαν επίσης να ταξιδέψουν σε κέντρα όπως της Επιδαύρου όπου ο Ασκληπιός, ο Θεός της Ιατρικής, τους συμβούλευε για την καλύτερη πορεία της θεραπείας τους. Στην κατηγορία των θρησκευτικών ταξιδιών θα μπορούσαμε να εντάξουμε και όσα πραγματοποιούνταν για την επίσκεψη σε τοποθεσίες διάσημες από τη μυθολογία, όπως σπήλαια που υποτίθεται ότι γεννήθηκαν θεοί ή ναοί που χτίστηκαν σε τόπους όπου οι θεοί φέρονται να παρενέβησαν στα ανθρώπινα πράγματα.
Γιορτές όπως τα Παναθήναια και τα Μεγάλα (εν άστει) Διονύσια και αυτές που περιλάμβαναν τις πρώτες παραστάσεις έργων από τους διάσημους θεατρικούς συγγραφείς προσέλκυαν επισκέπτες από μακριά. Πράγματι, οι πόλεις είδαν τα οικονομικά οφέλη και τις δημόσιες σχέσεις από την υποδοχή των επισκεπτών, γιατί όπως δήλωσε ο Αθηναίος πολιτικός Περικλής στο διάσημο Επιτάφιό του.
έχουμε την πολιτεία μας ανοιχτή να τη βλέπουν όλοι, και ποτέ δεν εμποδίσαμε τους ξένους την ευκαιρία να μάθουν ή να δουν ... (Boys-Stones, 394).
Ταξίδια για τον πολιτισμό
Οι λάτρεις του αθλητισμού ήταν επίσης σπουδαίοι ταξιδιώτες, ιδιαίτερα αυτοί που επιθυμούσαν να παρακολουθήσουν τους μεγάλους αγώνες στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στον Ισθμό και στην Νεμέα. Λόγω του ιερού χαρακτήρα αυτών των αγώνων υπήρχε μια περίοδος εκεχειρίας σε όλη την Ελλάδα που επέτρεπε ασφαλή ταξίδια για όσους επιθυμούν να τους παρακολουθήσουν.
Ακριβώς όπως οι άνθρωποι ταξίδευαν από αγροτικές περιοχές για να συμμετάσχουν στη ζωή της πόλης και στις ευκαιρίες που προσφέρονταν εκεί, οι άνθρωποι επίσης ταξίδευαν για την μόρφωσή τους σε σημαντικά κέντρα όπως την Ακαδημία του Πλάτωνος ή τις επιστημονικές σχολές της Μ. Ασίας, ένα φαινόμενο που αναπτύχθηκε στην ελληνιστική εποχή συμπεριλαμβάνοντας καλλιτεχνικές σχολές, για παράδειγμα, δράματος και γλυπτικής. Παρομοίως, λόγιοι και σοφιστές ταξίδευαν για να βρουν μαθητές ή άτομα που ήταν πρόθυμα να πληρώσουν για να διδαχθούν μουσική, φιλοσοφία ή ρητορική.
Περιηγητές ήταν εκείνοι που ταξίδευαν για να επισκεφθούν μόνοι τους τα πολιτιστικά αξιοθέατα που έγιναν γνωστά μέσα από τη λογοτεχνία, το θέατρο, την αφήγηση ιστοριών, τον πόλεμο, ακόμη και τα νομίσματα. Ιδιαίτερα δημοφιλή ήταν τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα, η Σπάρτη και η Αίγυπτος, με τα εντυπωσιακά αρχαία μνημεία της. Όπως το περιγράφει ένας κωμικός ποιητής του 5ου αι.:
εἰ μὴ τεθέασαι τὰς Ἀθήνας, στέλεχος εἶ·
εἰ δὲ τεθέασαι μὴ τεθήρευσαι δ', ὄνος·
εἰ δ' εὐαρεστῶν ἀποτρέχεις, κανθήλιος.(αν δεν έχεις δει την Αθήνα, είσαι κούτσουρο· αν την έχεις δει και δεν σε μάγεψε, είσαι γαϊδούρι· αν σε ευχαρίστησε και πάλι φεύγεις, είσαι μεγάλο γαϊδούρι)
(Boys-Stones, 395)
Τον 3ο αι. π.Χ. η ταξιδιωτική λογοτεχνία αναπτύχθηκε περιγράφοντας τα σημαντικά αξιοθέατα που έπρεπε να δει κανείς, με ένα από τα πρώτα κείμενα να είναι το "Περί τῶν ἐν τῇ Ἑλλάδι πόλεων" (από το οποίο έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα) του Ηρακλείδη Κριτικού και οι "Ἐπιδημίαι" του ποιητή Ίωνα του Χίου, ενός από τους πιο διάσημους ταξιδιώτες του 5ου αιώνα π.Χ. Αυτά τα κείμενα περιορίζονταν συνήθως σε περιγραφές διάσημων έργων τέχνης και μνημείων και σπάνια αναφέρονται στην τοπογραφία ή στα πρακτικά ζητήματα των ταξιδιών. Πολλές φορές επίσης οι συγγραφείς ήταν επιλεκτικοί, υποκειμενικοί, ακόμα και επιρρεπείς σε υπερβολές αλλά, ωστόσο, απεικονίζουν τη δίψα των Ελλήνων να μάθουν περισσότερα για τον κόσμο.
Το ταξίδι στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, λοιπόν, όπως και σήμερα, θεωρήθηκε ότι διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες, βοηθάει την κατανόηση του διαφορετικού, παλαιότερων ή σύγχρονων πολιτισμών. Βοηθά κάποιον να δει με τα μάτια του τόπους διάσημους από τη λογοτεχνία, να δει συναρπαστικά και εξωτικά μέρη για τα οποία διάβασε ή άκουσε τόσο πολλά όταν ήταν παιδί.