Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Μεσοποταμία δεν μπορεί να περιγραφεί με τον ίδιο τρόπο που θα περιέγραφε κάποιος τη ζωή στην αρχαία Ρώμη ή στην Ελλάδα. Η Μεσοποταμία δεν ήταν ποτέ ένας ενιαίος, ομογενής πολιτισμός, ούτε καν κατά την περίοδο της Ακκαδικής Αυτοκρατορίας του Σαργώνος του Μέγα. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, από την άνοδο των πόλεων το π. 4500 π.Χ. μέχρι την πτώση της Σουμερίας το 1750 π.Χ., οι λαοί των περιοχών της Μεσοποταμίας ζούσαν με παρόμοιο τρόπο. Οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας έδιναν μεγάλη αξία στον γραπτό λόγο. Από τότε που εφευρέθηκε η γραφή, γύρω στο 3500-3000 π.Χ., οι γραφείς φαίνεται ότι είχαν σχεδόν εμμονή με την καταγραφή κάθε πτυχής της ζωής των πόλεών τους και, εξαιτίας αυτού, οι αρχαιολόγοι και οι μελετητές έχουν σήμερα αυξημένη γνώση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι ζούσαν και εργάζονταν. Ο Αμερικανός συγγραφέας Thornton Wilder, έγραψε: «Η Βαβυλώνα είχε κάποτε δύο εκατομμύρια κατοίκους και το μόνο που ξέρουμε γι’ αυτούς είναι τα ονόματα των βασιλέων τους και κάποια αντίγραφα συμβολαίων για την πώληση σιταριού και σκλάβων» (Our Town). Βέβαια, ο Wilder έγραφε μυθοπλασία και όχι ιστορία και υπήρχαν πολλά για την ιστορία της Μεσοποταμίας που ήταν ακόμη άγνωστα την εποχή που έγραψε το έργο του, αλλά και πάλι, έκανε λάθος για το τι γνώριζε ο σύγχρονος κόσμος - ακόμα και ο κόσμος της εποχής του - για τους ανθρώπους της Μεσοποταμίας. Στην πραγματικότητα γνωρίζουμε πολλά περισσότερα από τα ονόματα των βασιλέων και τις πωλήσεις σκλάβων.
Πληθυσμός και κοινωνικές τάξεις
Οι πληθυσμοί των πόλεων της αρχαίας Μεσοποταμίας διέφεραν σε μεγάλο βαθμό. Το π. 2300 π.Χ., η Ουρούκ είχε πληθυσμό 50.000 κατοίκων, ενώ το Μάρι στον βορρά είχε 10.000 και η Ακκάδ 36.000 (Modelski, 6). Οι πληθυσμοί των πόλεων αυτών ήταν χωρισμένοι σε κοινωνικές τάξεις, οι οποίες, όπως οι κοινωνίες κάθε πολιτισμού στην ιστορία, ήταν ιεραρχημένες. Οι τάξεις αυτές ήταν: Ο βασιλιάς και οι ευγενείς, οι ιερείς και οι ιέρειες, η ανώτερη τάξη, η κατώτερη τάξη και οι σκλάβοι.
Ο βασιλιάς μιας πόλης, μιας περιοχής ή μιας αυτοκρατορίας θεωρούνταν ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς και ότι ήταν ο μεσάζων μεταξύ του θεϊκού κόσμου και του γήινου βασιλείου. Το βάθος της σχέσης ενός βασιλιά με τους θεούς του και η ευχαρίστηση του θεού από την εξουσία του, γινόταν αντιληπτή από την επιτυχία της επικράτειας που κυβερνούσε. Ένας σπουδαίος βασιλιάς θα μεγάλωνε το βασίλειό του και θα έφερνε ευημερία στη γη του και με τον τρόπο αυτό, θα έδειχνε ότι οι θεοί τον ευνοούσαν. Αν και πολλές περιοχές της Μεσοποταμίας εξεγέρθηκαν επανειλημμένα κατά της κυριαρχίας του Σαργώνος του Ακκάδ (2334-2279 π.Χ.) και της δυναστείας που ίδρυσε, εκείνος έγινε θρυλική μορφή, λόγω των επιτυχημένων στρατιωτικών του κατακτήσεων και της επέκτασης της αυτοκρατορίας του. Αυτά τα κατορθώματα σήμαιναν πως ό,τι κι αν ένιωθε κάποιος υπήκοος ή μια κοινότητα για την διακυβέρνηση του Σαργώνος, εκείνος είχε την εύνοια των θεών που υπηρετούσε (εν προκειμένω της Ινάννα).
Οι ιερείς και οι ιέρειες κατηύθυναν τις θρησκευτικές πτυχές της καθημερινής ζωής και τελούσαν τις θρησκευτικές λειτουργίες. Ήταν εγγράμματοι και θεωρούνταν ικανοί στην ερμηνεία σημείων και οιωνών. Υπηρετούσαν, επίσης, ως θεραπευτές. Οι πρώτοι γιατροί και οδοντίατροι της Μεσοποταμίας ήταν ιέρειες που φρόντιζαν τους ασθενείς στην εξωτερική αυλή του ναού. Μεταξύ των πιο διάσημων ιερειών ήταν η Ενχεντουάννα (2285-2250 π.Χ.), κόρη του Σαργώνος του Ακκάδ, η οποία υπηρέτησε ως αρχιέρεια στην Ουρ και είναι επίσης η πρώτη επώνυμη συγγραφέας στον κόσμο. Η Ενχεντουάνα δεν θα υπηρετούσε ως θεραπεύτρια – η ημέρα της θα αναλώνονταν στη φροντίδα των υποθέσεων του ναού και του γύρω συγκροτήματος, καθώς και στην εποπτεία των θρησκευτικών τελετών.
Η ανώτερη τάξη περιελάμβανε τους εμπόρους που διέθεταν τις δικές τους επιχειρήσεις και είχαν τους δικούς τους γραφείς, ιδιωτικούς δασκάλους και, με την πάροδο του χρόνου, υψηλόβαθμους στρατιωτικούς. Άλλα επαγγέλματα της ανώτερης τάξης ήταν οι λογιστές, αρχιτέκτονες, αστρολόγοι (που συνήθως ήταν ιερείς) και ναυπηγοί. Ο έμπορος που είχε δική του επιχείρηση και δεν χρειαζόταν να ταξιδεύει, ζούσε στην πολυτέλεια και μπορούσε να απολαμβάνει την καλύτερη μπύρα της πόλης με τη συντροφιά των φίλων του, ενώ τον φρόντιζαν οι σκλάβοι. Οι γραφείς έχαιραν μεγάλου σεβασμού και υπηρετούσαν στην αυλή, στον ναό και στα σχολεία. Κάθε δάσκαλος ήταν γραφέας και ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα σε κάθε σχολείο, ήταν η γραφή. Μόνο τα αγόρια πήγαιναν στο σχολείο. Ενώ οι γυναίκες απολάμβαναν σχεδόν ίσα δικαιώματα, δεν θεωρούνταν αρκετά έξυπνες ώστε να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Αυτό το πρότυπο παρέμεινε ισχυρό, ακόμη και μετά την αξιοσημείωτη σταδιοδρομία της Ενχεντουάννα. Επίσης, οι ιδιώτες δάσκαλοι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και πληρώνονταν καλά από τις πλούσιες οικογένειες των πόλεων για να βοηθήσουν τους γιους τους να διαπρέψουν στο σχολείο. Οι ιδιώτες εκπαιδευτικοί που δεν εργάζονταν σε κάποιο σχολείο (που συνήθως λειτουργούσε στον ναό), θεωρούνταν άνθρωποι εξαιρετικής ευφυΐας, αρετής και χαρακτήρα. Ήταν αφοσιωμένοι αποκλειστικά στον μαθητή ή τους μαθητές που είχαν υπό την επίβλεψή τους και αν είχαν κάποιον πελάτη με υψηλά εισοδήματα, ζούσαν σχεδόν το ίδιο καλά με εκείνον.
Η κατώτερη τάξη αποτελούνταν από εκείνα τα επαγγέλματα που ουσιαστικά διατηρούσαν την πόλη ή την περιοχή σε λειτουργία: αγρότες, καλλιτέχνες, μουσικοί, οικοδόμοι, κατασκευαστές καναλιών, αρτοποιοί, καλαθοποιοί, σφαγείς, ψαράδες, οινοχόοι, πλινθοποιοί, ζυθοποιοί, ιδιοκτήτες ταβερνών, ιερόδουλες, μεταλλουργοί, ξυλουργοί, αρωματοποιοί, αγγειοπλάστες, κοσμηματοποιοί, χρυσοχόοι, οδηγοί αμαξών, και αργότερα αρμάτων, στρατιώτες, ναυτικοί και έμποροι που εργάζονταν για την επιχείρηση κάποιου άλλου. Από τους παραπάνω, οι ιερόδουλες, οι αρωματοποιοί, οι κοσμηματοποιοί και οι μεταλλουργοί, μπορούσαν να είναι επαγγέλματα της ανώτερης τάξης υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις (όπως η εξαιρετική ικανότητά τους ή η εύνοια ενός πλούσιου προστάτη ή του βασιλιά). Ωστόσο, κάθε μέλος της κατώτερης τάξης μπορούσε να ανελιχτεί στην κοινωνική ιεραρχία. Ο ασσυριολόγος Jean Bottero σημειώνει ότι «η πόλη Κις δεν διοικούνταν από βασιλιά, αλλά από μια δραστήρια βασίλισσα που ονομαζόταν Κουμπάμπα, πρώην ταβερνιάρισσα, για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο (125)». Ως επί το πλείστον, οι γυναίκες απασχολούνταν σε δουλειές της κατώτερης τάξης, αλλά μπορούσαν οπωσδήποτε να κατέχουν τις ίδιες αξιοσέβαστες θέσεις με τους άνδρες. Οι γυναίκες ήταν οι πρώτες ζυθοποιοί και ιδιοκτήτριες μαγειρείων και επίσης, ήταν οι πρώτες γιατροί και οδοντίατροι στην αρχαία Μεσοποταμία, πριν αυτά τα επαγγέλματα αποδειχθούν επικερδή και αναληφθούν από τους άνδρες.
Η κατώτερη όλων των τάξεων ήταν εκείνη των σκλάβων. Κάποιος μπορούσε να γίνει σκλάβος με διάφορους τρόπους: να αιχμαλωτιστεί σε πόλεμο, να πουλήσει τον εαυτό του για να εξοφλήσει ένα χρέος, να πουληθεί ως τιμωρία για ένα έγκλημα, να απαχθεί και να πουληθεί ως σκλάβος σε άλλη περιοχή ή να πουληθεί από ένα μέλος της οικογένειάς του για να μειωθεί ένα χρέος. Οι σκλάβοι δεν ήταν μίας εθνικότητας, ούτε απασχολούνταν αποκλειστικά σε χειρωνακτικές εργασίες. Οι σκλάβοι διαχειρίζονταν σπίτια και μεγάλα κτήματα, δίδασκαν μικρά παιδιά, φρόντιζαν άλογα, χρησίμευαν ως λογιστές και ειδικευμένοι κατασκευαστές κοσμημάτων και μπορούσαν να απασχοληθούν σε οποιαδήποτε εργασία ο αφέντης τους έβλεπε ότι είχαν ταλέντο. Ένας σκλάβος που εργαζόταν φιλότιμα για τον κύριό του, μπορούσε τελικά να εξαγοράσει την ελευθερία του.
Σπίτια και έπιπλα
Ο βασιλιάς και η αυλή του ζούσαν, φυσικά, στο ανάκτορο και στο ανακτορικό συγκρότημα. Στις πόλεις, τα σπίτια ήταν χτισμένα γύρω από το κέντρο του οικισμού, που ήταν ο ναός με το ζιγκουράτ του. Οι πλουσιότεροι και οι υψηλότερα ιστάμενοι στην κοινωνική κλίμακα, ζούσαν πιο κοντά στο κέντρο. Τα σπίτια των εύπορων ήταν χτισμένα από πλίνθους αποξηραμένες στον ήλιο, ενώ τα σπίτια των λιγότερο εύπορων ήταν κατασκευασμένα από καλάμια. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα κτίσματα αυτά εξακολουθούσαν να θεωρούνται σπίτια και δεν ήταν οι «καλύβες» που συχνά φανταζόμαστε. Ο ιστορικός Bertman περιγράφει την κατασκευή αυτών των σπιτιών, γράφοντας:
Για να χτιστεί ένα απλό σπίτι, ξεριζώνονταν ψηλά φυτά από τους βάλτους, συγκεντρώνονταν και δένονταν σε σφιχτές δεσμίδες. Αφού σκάβονταν τρύπες στο έδαφος, τοποθετούνταν σε αυτές οι δεσμίδες των καλαμιών, μία δέσμη ανά τρύπα. Όταν οι τρύπες γέμιζαν και πακτώνονταν καλά, ζεύγη δεσμίδων τοποθετούνταν αντικριστά, λυγίζονταν και δένονταν στην κορυφή, σχηματίζοντας μια αψίδα. Στη συνέχεια, οι υπόλοιπες δέσμες ενώνονταν μεταξύ τους με παρόμοιο τρόπο... Ένα στρώμα από καλάμια απλωνόταν από πάνω για να καλύψει την οροφή ή κρεμιόταν από ένα άνοιγμα στον τοίχο για να φτιαχτεί μια πόρτα (285).
Ο Bertman προσθέτει ότι για να φτιαχτεί ένα σπίτι από τούβλα:
Πηλός από τις όχθες των ποταμών αναμιγνυόταν με άχυρο για ενίσχυση και έμπαινε σε μικρά ξύλινα καλούπια σε σχήμα τούβλου, τα οποία στη συνέχεια ανασηκώνονταν, ώστε τα λασπότουβλα να στεγνώνουν στο έδαφος κάτω από τον καυτό ήλιο... Τα αποξηραμένα στον ήλιο τούβλα ήταν άκρως ευαίσθητα, ειδικά στις ετήσιες βροχοπτώσεις. Όμως, η εναλλακτική λύση, δηλαδή τα τούβλα που ψήνονταν στο φούρνο, ήταν ακριβή, λόγω των καυσίμων και της εξειδικευμένης εργασίας που απαιτούσε η κατασκευή τους. Έτσι, έτειναν να χρησιμοποιούνται στις κατοικίες των βασιλέων και των θεών, αντί για τα σπίτια των απλών ανθρώπων. (285-286).
Τα σπίτια φωτίζονταν από μικρές λάμπες που άναβαν με σησαμέλαιο και μερικές φορές μέσω παραθύρων (στα πιο ακριβά σπίτια). Τα παράθυρα κατασκευάζονταν από ξύλινες σχάρες και, καθώς το ξύλο ήταν σπάνιο αγαθό, τα σπίτια με παράθυρα ήταν σπάνια. Το εξωτερικό των πλινθόκτιστων σπιτιών ήταν ασβεστωμένο («μια ακόμη άμυνα ενάντια στη ζέστη», όπως σημειώνει ο Bertman) και «υπήρχε μόνο μια εξωτερική πόρτα, το πλαίσιο της οποίας ήταν βαμμένο κατακόκκινο για να κρατάει μακριά τα κακά πνεύματα» (286). Η ιστορικός Karen Rhea Nemet-Nejat σημειώνει ότι «ο σκοπός ενός σπιτιού στο νότιο Ιράκ ήταν να παρέχει καταφύγιο από τη δωδεκάωρη αμείλικτη ζέστη – όπως ήταν το κλίμα από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο» (121). Μετά τον Σεπτέμβριο, άρχιζε η περίοδος των βροχοπτώσεων, με ψυχρότερο καιρό, όταν τα σπίτια θερμαίνονταν με την καύση φύλλων ή ξύλου φοίνικα.
Τα παλάτια, οι ναοί και τα σπίτια της ανώτερης τάξης διέθεταν περίτεχνα μαγκάλια για τη θέρμανση των δωματίων, ενώ οι κατώτερες τάξεις χρησιμοποιούσαν έναν ρηχό λάκκο επενδεδυμένο με σκληρυμένο πηλό. Οι υδραυλικές εγκαταστάσεις στους εσωτερικούς χώρους ήταν σε ευρεία χρήση τουλάχιστον από την 3η χιλιετία π.Χ., με τουαλέτες σε ξεχωριστά δωμάτια στα σπίτια της ανώτερης τάξης, στα ανάκτορα και στους ναούς. Πλακόστρωτα σιφόνια, χτισμένα υπό κλίση, έστελναν τα λύματα των κτιρίων σε βόθρους ή σε ένα αποχετευτικό σύστημα με πήλινους σωλήνες που τα μετέφερε στα ποτάμια. Όλα τα σπίτια στην περιοχή της Σουμερίας, είτε ήταν πλούσια είτε φτωχά, χρειάζονταν την ευλογία των αδελφών θεών Κάμπτα και Μουσντάμα (θεότητες που προστάτευαν τα θεμέλια, τα κτίρια, τις κατασκευές και τα τούβλα) πριν από την έναρξη οποιουδήποτε οικοδομικού έργου και, μετά την ολοκλήρωσή του, γίνονταν προσφορές στον θεό της ολοκληρωμένης κατασκευής, τον Αράζου, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Κάθε περιοχή της Μεσοποταμίας είχε κάποια μορφή αυτών των θεών. Η ευλογία τους εγγυόταν πάντα ένα ασφαλές σπίτι. Η Nemet-Nejet γράφει:
Τα αρχαία σπίτια, ειδικά εκείνα που ήταν φτιαγμένα από πλίνθους αποξηραμένους στον ήλιο, κατέρρεαν συχνά. Ο Κώδικας του Χαμουραμπί αφιερώνει πέντε κεφάλαια σε αυτό το πρόβλημα, τονίζοντας ιδιαίτερα την ευθύνη του οικοδόμου: «Αν ένας οικοδόμος κατασκευάσει ένα σπίτι για κάποιον άνθρωπο, αλλά δεν κάνει το έργο του γερό, και το σπίτι που κατασκευάζει καταρρεύσει και προκαλέσει το θάνατο του ιδιοκτήτη του σπιτιού, ο οικοδόμος αυτός θα πρέπει να θανατωθεί. Αν προκαλέσει το θάνατο ενός γιου του ιδιοκτήτη, θα σκοτώσουν έναν γιο του οικοδόμου αυτού» (121).
Τα σπίτια ήταν επιπλωμένα με περίπου τον ίδιο τρόπο που επιπλώνονται και σήμερα, με καρέκλες (οι οποίες είχαν πόδια και πλάτες και στα πλουσιότερα σπίτια και μπράτσα), τραπέζια, κρεβάτια και σκεύη κουζίνας. Στα εύπορα σπίτια, τα κρεβάτια αποτελούνταν από έναν ξύλινο σκελετό, με βάση από πλεγμένο σχοινί ή καλάμια και στρώμα παραγεμισμένο με μαλλί ή τρίχες κατσίκας και είχαν λινά σεντόνια. Αυτά τα κρεβάτια είχαν συχνά περίτεχνο σκάλισμα και, από την τρίτη χιλιετία, ήταν «επικαλυμμένα με χρυσό, ασήμι ή χαλκό» και «είχαν πόδια που συχνά κατέληγαν σε πέλμα ή οπλή βοδιού» (Nemet-Nejet, 125). Φυσικά, οι κατώτερες τάξεις δεν μπορούσαν να αντέξουν τέτοια πολυτέλεια και κοιμούνταν σε στρώματα από πλεγμένα άχυρα ή καλάμια που τοποθετούσαν στο πάτωμα. Τα τραπέζια κατασκευάζονταν με τον ίδιο τρόπο που κατασκευάζονται τα σύγχρονα (τα πιο εύπορα σπίτια είχαν λινά τραπεζομάντηλα και πετσέτες) και οι οικογένειες συγκεντρώνονταν στο τραπέζι για το βραδινό γεύμα, όπως κάνουν ακόμα πολλοί.
Οικογένεια και ελεύθερος χρόνος
Η οικογένεια συγκροτούνταν, όπως και σήμερα, από τη μητέρα, τον πατέρα, τα παιδιά και την ευρύτερη οικογένεια. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες εργάζονταν, ενώ η ζωή των παιδιών καθοριζόταν από το φύλο και την κοινωνική τους θέση. Τα αγόρια των ανώτερων τάξεων πήγαιναν σχολείο, ενώ οι αδελφές τους έμεναν στο σπίτι και μάθαιναν τις οικιακές τέχνες. Οι γιοι των κατώτερων τάξεων ακολουθούσαν τους πατέρες τους στα χωράφια ή σε οποιοδήποτε επάγγελμα ασκούσαν, ενώ οι κόρες, όπως και στις ανώτερες τάξεις, μιμούνταν το ρόλο της μητέρας τους στις δουλειές της. Τα παιχνίδια με τα οποία έπαιζαν αυτά τα παιδιά, ήταν παρόμοια με τα σημερινά παιχνίδια, όπως τα οχήματα και οι κούκλες.
Για τα βρέφη και τα νήπια υπήρχαν πήλινες κουδουνίστρες, γεμάτες με σφαιρίδια και συμπιεσμένες στις άκρες σαν ζύμη πίτας, με μια μικρή τρύπα για σκοινί. Για τα αγόρια, που ονειρεύονταν το κυνήγι ή τη στρατιωτική ζωή, υπήρχαν σφεντόνες, μικρά τόξα και βέλη, αλλά και μπούμερανγκ. Για τα κορίτσια, που ήλπιζαν να μεγαλώσουν κάποτε τα δικά τους παιδιά, υπήρχαν κούκλες και μικροσκοπικά έπιπλα (τραπέζια, σκαμπό και κρεβάτια). Εν τω μεταξύ, μικρά πλοία και άρματα, καθώς και μικροσκοπικά ζώα και άμαξες που τα τραβούσαν με σκοινί, βοηθούσαν τα παιδιά να ταξιδεύουν στον κόσμο της φαντασίας τους. Για περισσότερη διασκέδαση, υπήρχαν επίσης μπάλες και στεφάνια και ένα παιχνίδι με σχοινάκι που περιέργως είχε το όνομα της θεάς του έρωτα, Ιστάρ (298-299).
Ακόμα, οι οικογένειες απολάμβαναν επιτραπέζια παιχνίδια (το πιο δημοφιλές έμοιαζε με το σημερινό Parcheesi) και παιχνίδια με ζάρια. Εικόνες δείχνουν οικογένειες στον ελεύθερο χρόνο τους, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν σήμερα οι οικογενειακές φωτογραφίες. Τα αθλήματα φαίνεται ότι αφορούσαν κυρίως στους άνδρες, και τα πιο δημοφιλή ήταν η πάλη και η πυγμαχία στις κατώτερες τάξεις και το κυνήγι στους ευγενείς. Το οικογενειακό γεύμα, όπως σημειώθηκε, ήταν παρόμοιο με αυτό της σημερινής εποχής, με βασική διαφορά τις μορφές διασκέδασης κατά τη διάρκεια και μετά το δείπνο. Η αφήγηση ιστοριών αποτελούσε σημαντική πτυχή του βραδινού γεύματος, όπως και η μουσική. Στα φτωχότερα σπίτια, ένα μέλος της οικογένειας έπαιζε ένα όργανο ή τραγουδούσε ή διηγούνταν μια ιστορία μετά το δείπνο – οι πλούσιοι είχαν σκλάβους για το σκοπό αυτό ή επαγγελματίες διασκεδαστές. Αυτοί έπαιζαν όργανα που είναι γνωστά σε όλους στη σύγχρονη εποχή.
Οι Μεσοποτάμιοι είχαν τραγουδιστές, φυσικά, αλλά και κρουστά (τύμπανα, κουδουνάκια, καστανιέτες, σείστρα και κρόταλα), πνευστά (φλογέρες, φλάουτα, κόρνα και σύριγγες) και έγχορδα όργανα (λύρα και άρπα). Εικόνες από ολόκληρη τη Μεσοποταμία μαρτυρούν την αγάπη των ανθρώπων για τη μουσική και ο Bertman γράφει ότι «ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της βασίλισσας της Ουρ για τη μουσική, ώστε δεν μπορούσε να αντέξει τη σκέψη ότι θα βρισκόταν στον άλλο κόσμο χωρίς αυτή – έτσι, με τη βοήθεια ενός υπνωτικού φίλτρου, πήρε τους βασιλικούς μουσικούς της μαζί της στην άλλη ζωή» (295). Επιγραφές και εικόνες παρουσιάζουν τους Μεσοποτάμιους να ακούν μουσική ενώ πίνουν μπύρα ή διαβάζουν ή χαλαρώνουν στο σπίτι ή στον κήπο τους. Ο Bertman σημειώνει ότι «η μουσική ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής στην αρχαία Μεσοποταμία. Εικόνες από ένθετες πλάκες, σφραγιδόλιθους και ανάγλυφα μας μεταφέρουν σε έναν κόσμο ήχου. Βλέπουμε έναν βοσκό να παίζει τη φλογέρα του, ενώ ο σκύλος του κάθεται και ακούει με προσοχή» (294). Επίσης, η μουσική ήταν, τουλάχιστον για τους πλουσιότερους πολίτες, αναπόσπαστο μέρος των συμποσίων, ακόμη και των ιδιωτικών γευμάτων.
Τροφή και ένδυση
Το κύριο δημητριακό στη Μεσοποταμία ήταν το κριθάρι, και έτσι δεν είναι περίεργο ότι ήταν οι πρώτοι που εφηύραν την μπύρα. Η θεά της μπύρας ήταν η Νινκάσι, της οποίας ο διάσημος ύμνος από το π. 1800 π.Χ., είναι ταυτόχρονα η παλαιότερη συνταγή μπύρας στον κόσμο. Η μπύρα θεωρείται ότι προήλθε από ζύμωση του κριθαρένιου ψωμιού. Ακόμα, οι Μεσοποτάμιοι απολάμβαναν μια διατροφή με φρούτα και λαχανικά (μήλα, κεράσια, σύκα, πεπόνια, βερίκοκα, αχλάδια, δαμάσκηνα και χουρμάδες, καθώς και μαρούλια, αγγούρια, καρότα, φασόλια, μπιζέλια, παντζάρια, λάχανα και γογγύλια), καθώς και ψάρια από τα ρυάκια και τα ποτάμια, και ζώα από τις στάνες τους (κυρίως κατσίκες, γουρούνια και πρόβατα, καθώς οι αγελάδες ήταν ακριβές στη συντήρηση και πολύ πολύτιμες για να σφάζονται για το κρέας). Αυτή τη διατροφή, τη συμπλήρωναν με το κυνήγι θηραμάτων, όπως ελάφια, γαζέλες και πουλιά. Επίσης, διατηρούσαν οικόσιτες χήνες και πάπιες για τα αυγά τους. Ο ιστορικός Jean Bottero σημειώνει ότι οι Μεσοποτάμιοι διέθεταν «ένα εντυπωσιακό απόθεμα αγαθών» που συνέθετε τα καθημερινά τους γεύματα και αρωμάτιζαν το φαγητό τους με έλαια και ορυκτά προϊόντα (σησαμέλαιο και αλάτι, για παράδειγμα) και λέει ακόμη ότι «όλα αυτά τα ντόπια υλικά ήταν τόσο ποικίλα που, απ' όσο γνωρίζουμε, οι Μεσοποτάμιοι δεν εισήγαγαν ποτέ τρόφιμα, παρά την ένταση και τη γεωγραφική έκταση του εμπορίου τους» (45-46). Μαζί με τη μπύρα (την οποία εκτιμούσαν τόσο πολύ, ώστε την χρησιμοποιούσαν για την πληρωμή των μισθών των εργατών) οι άνθρωποι έπιναν δυνατό κρασί ή νερό. Ωστόσο, η μπύρα ήταν το πιο δημοφιλές ποτό στην αρχαία Μεσοποταμία και λόγω των θρεπτικών συστατικών και της πυκνότητάς της, αποτελούσε συχνά το μεγαλύτερο μέρος του μεσημεριανού γεύματος.
Οι Μεσοποτάμιοι πλένονταν και ντύνονταν για το βραδινό γεύμα. Προτού φάνε οτιδήποτε, προσεύχονταν ευχαριστώντας τους θεούς που τους παρείχαν τροφή. Η θρησκεία είχε καίρια σημασία για όλους τους Μεσοποτάμιους και, καθώς ήταν επικεντρωμένη στον άνθρωπο ως συνεργάτη των θεών, οι θεότητες του μεσοποτάμιου πανθέου ήταν μέρος της καθημερινής ζωής. Οι θεοί κάλυπταν όλες τις ανάγκες των ανθρώπων και σε αντάλλαγμα, οι άνθρωποι εργάζονταν στην υπηρεσία των θεών. Ο Bottero γράφει: «Αυτοί οι θεοί δεν ήταν μόνο οι δημιουργοί του σύμπαντος και της ανθρωπότητας, αλλά παρέμεναν οι ανώτατοι άρχοντές τους και καθοδηγούσαν την ύπαρξή τους και την εξέλιξή τους από μέρα σε μέρα. Για τον λόγο αυτό, θεωρούνταν ως προαγωγοί και εγγυητές κάθε ανεκπλήρωτου χρέους – θετικού ή αρνητικού – που διέπει την ανθρώπινη ζωή» (248). Όλες οι πτυχές της ύπαρξης των Μεσοποτάμιων διαπνέονταν από την αίσθηση του θείου, ακόμη και τα ρούχα που φορούσαν.
Η ένδυση στη Μεσοποταμία, όπως και οτιδήποτε άλλο, υπαγορευόταν και εκφραζόταν από την κοινωνική θέση του ατόμου. Ο Bertman σημειώνει ότι
οι αρχαιολόγοι επιβεβαιώνουν πως τα υφάσματα ήταν από τις πρώτες εφευρέσεις του ανθρώπου. Οι φυτικές ίνες στρίβονται, ράβονται και πλέκονται [για την παραγωγή ενδυμάτων] ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή, πριν από περίπου 25.000 χρόνια [αλλά] το μάλλινο φαίνεται να ήταν το πιο συνηθισμένο είδος υφάσματος στη Μεσοποταμία, μαζί με το λινό, το οποίο προοριζόταν για πιο ακριβά ενδύματα. Το βαμβάκι δεν ήταν γνωστό πριν από την εποχή των Ασσυρίων, οι οποίοι εισήγαγαν το φυτό από την Αίγυπτο και το Σουδάν γύρω στο 700 π.Χ. – και το μετάξι, ίσως όχι πριν από τις ημέρες των Ρωμαίων, οι οποίοι το εισήγαγαν από την Κίνα (289).
Οι άνδρες φορούσαν γενικά είτε μακρύ χιτώνα είτε φούστες με πτυχές, από δέρμα κατσίκας ή προβάτου, και οι γυναίκες φορούσαν μονοκόμματους χιτώνες από μαλλί ή λινό. Οι στρατιώτες διακρίνονται στις αρχαίες απεικονίσεις από το γεγονός ότι φορούν πάντα μανδύα με κουκούλα πάνω από τη στολή τους. Οι γηραιότεροι εμφανίζονται πάντα με μονοκόμματο χιτώνα μέχρι τον αστράγαλο, ενώ οι νεότεροι άνδρες φαίνεται ότι φορούσαν είτε τον χιτώνα είτε τη φούστα. Οι γυναίκες απεικονίζονται πάντα με χιτώνα, αλλά οι χιτώνες αυτοί δεν ήταν μονόχρωμοι. Πολλά διαφορετικά μοτίβα και σχέδια παρατηρούνται στην ενδυμασία των γυναικών της Μεσοποταμίας, ενώ οι άνδρες, εκτός από τους βασιλείς και τους στρατιώτες, και μερικές φορές τους γραφείς, φορούν συνήθως μονόχρωμους χιτώνες. Εσάρπες, κάπες με κουκούλα και πασμίνες χρησιμοποιούνταν στην κακοκαιρία και συχνά ήταν κεντημένες και διακοσμημένες με φούντες. Τα κορίτσια ντύνονταν όπως οι μητέρες τους και τα αγόρια όπως οι πατέρες τους και όλοι φορούσαν σανδάλια με περίπλοκο ή πιο απλό σχέδιο. Τα σανδάλια των γυναικών, γενικά, ήταν πιο πιθανό να είναι διακοσμημένα σε σχέση με εκείνα των ανδρών.
Γυναίκες και άνδρες χρησιμοποιούσαν καλλυντικά και όπως γράφει ο Bertman, «η επιθυμία για ενίσχυση της φυσικής ομορφιάς και γοητείας μέσω της χρήσης καλλυντικών και αρωμάτων, μαρτυρείται ήδη από την εποχή των Σουμερίων» (291). Άνδρες και γυναίκες τόνιζαν τα μάτια τους με μια πρώιμη μορφή μάσκαρας, όπως είναι γνωστό ότι έκαναν και οι Αιγύπτιοι, και τα αρώματα χρησιμοποιούνταν και από τα δύο φύλα μετά το λουτρό. Τα αρώματα φτιάχνονταν με την «εμβάπτιση αρωματικών φυτών σε νερό και την ανάμειξη των αιθέριων ελαίων τους τους με λάδι» (Bertman, 291) και ορισμένες από αυτές τις συνταγές έγιναν τόσο δημοφιλείς που φυλάσσονταν πολύ προσεκτικά, καθώς μπορούσαν να μετατρέψουν έναν αρωματοποιό, από εργάτη της κατώτερης τάξης σχεδόν σε αριστοκράτη.
Συμπέρασμα
Η καθημερινή ζωή στην αρχαία Μεσοποταμία δεν ήταν πολύ διαφορετική από τις ζωές εκείνων που κατοικούν σήμερα στην περιοχή. Όπως και ο σημερινός άνθρωπος, οι κάτοικοι των περιοχών της αρχαίας Μεσοποταμία αγαπούσαν τις οικογένειές τους, εργάζονταν και απολάμβαναν τον ελεύθερο χρόνο τους. Η πρόοδος της τεχνολογίας δίνει σήμερα την εντύπωση ότι είμαστε πολύ σοφότεροι και πολύ διαφορετικοί από εκείνους που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από εμάς, αλλά τα αρχαιολογικά αρχεία διηγούνται μια διαφορετική ιστορία. Τα ανθρώπινα όντα δεν ήταν ποτέ πολύ διαφορετικά από ό,τι είμαστε σήμερα, τόσο από καλή όσο και από κακή άποψη, και οι βασικές ανάγκες και επιθυμίες, καθώς και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων της αρχαίας Μεσοποταμίας, ακολουθούν ένα μοτίβο που είναι εύκολα αναγνωρίσιμο.