Η κοινή άποψη για τη ζωή στην αρχαία Αίγυπτο είναι ότι πρόκειται για έναν πολιτισμό που είχε εμμονή με τον θάνατο, στον οποίο οι ισχυροί Φαραώ ανάγκαζαν τον λαό να εργάζεται για την κατασκευή πυραμίδων και ναών και σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στην ιστορία, υποδούλωσε τους Εβραίους για τον ίδιο σκοπό. Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι αγαπούσαν τη ζωή, όποια κι αν ήταν η κοινωνική τους θέση και η αρχαία αιγυπτιακή κυβέρνηση χρησιμοποιούσε την εργασία των σκλάβων όπως έκανε κάθε άλλος αρχαίος πολιτισμός, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έδειχναν περιφρόνηση για τους μη Αιγύπτιους, αλλά αυτό οφειλόταν απλώς στην πεποίθησή τους ότι ζούσαν την καλύτερη δυνατή ζωή στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Για την ακρίβεια, η ζωή στην αρχαία Αίγυπτο θεωρούνταν τόσο τέλεια, ώστε φαντάζονταν τη μετά θάνατον ζωή ως μια αιώνια συνέχιση της ζωής στη γη. Σκλάβοι στην Αίγυπτο ήταν οι κακοποιοί, όσοι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα χρέη τους και οι αιχμάλωτοι από πολεμικές εκστρατείες στο εξωτερικό. Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνταν ότι είχαν χάσει την ελευθερία τους είτε από τις δικές τους επιλογές είτε από πολεμική κατάκτηση και έτσι αναγκάζονταν να υπομένουν μια ποιότητα ζωής πολύ κατώτερη από εκείνη των ελεύθερων Αιγυπτίων.
Στην πραγματικότητα, εκείνοι που έχτισαν τις πυραμίδες και άλλα διάσημα μνημεία της Αιγύπτου, ήταν Αιγύπτιοι που αμείβονταν για την εργασία τους και, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν αυθεντίες στην τέχνη τους. Τα μνημεία αυτά ανεγέρθηκαν για να υμνήσουν όχι τον θάνατο αλλά τη ζωή και την πεποίθηση ότι η ζωή ενός ατόμου ήταν αρκετά σημαντική ώστε να μνημονεύεται στην αιωνιότητα. Η πεποίθηση ότι η ζωή του ατόμου είναι ένα αιώνιο ταξίδι και ο θάνατος μόνο μια μετάβαση, ενέπνευσε τους Αιγυπτίους να προσπαθούν να κάνουν τις ζωές τους να αξίζουν να τις ζουν για πάντα. Η αιγυπτιακή καθημερινή ζωή δεν ήταν καθόλου μουντή και εστιασμένη στον θάνατο, αλλά αντίθετα, επικεντρωνόταν στο να απολαμβάνει κανείς όσο το δυνατόν περισσότερο το χρόνο που είχε στη διάθεσή του και να προσπαθεί να κάνει τη ζωή των άλλων εξίσου αξιομνημόνευτη.
Τα αθλήματα, τα παιχνίδια, το διάβασμα, οι γιορτές και ο χρόνος με τους φίλους και την οικογένεια, ήταν εξίσου μέρος της αιγυπτιακής ζωής, όσο και ο μόχθος για την καλλιέργεια της γης ή την ανέγερση μνημείων και ναών. Ο κόσμος των Αιγυπτίων ήταν διαποτισμένος από τη μαγεία. Η μαγεία (heka) προϋπήρχε των θεών και ήταν η δύναμη που επέτρεπε στους θεούς να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Η μαγεία προσωποποιήθηκε στο θεό Heka (θεό και της ιατρικής), ο οποίος συμμετείχε στη δημιουργία του κόσμου και στη διατήρησή του. Η έννοια του ma'at (αρμονία και ισορροπία) ήταν κεντρική για την κατανόηση της ζωής και της λειτουργίας του σύμπαντος από τους Αιγύπτιους και ήταν το heka που έκανε το ma'at εφικτό. Μέσω της διατήρησης της ισορροπίας και της αρμονίας, οι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να ζουν ειρηνικά με τους άλλους και να συμβάλλουν στην ευτυχία της κοινότητας. Μια φράση από τα διδακτικά κείμενα του Πταχοτέπ – βεζίρη του βασιλιά Τζεντκαρέ Ισέσι (Τανχέρης), 2414-2375 π.Χ. – προειδοποιεί τον αναγνώστη:
Άσε το πρόσωπό σου να λάμψει στη διάρκεια της ζωή σου
Είναι η καλοσύνη του ανθρώπου που μνημονεύεται
Στα χρόνια που ακολουθούν.
Το να αφήσει κάποιος το πρόσωπό του να «λάμψει» σήμαινε να είναι ευτυχισμένος και να έχει καλή διάθεση, με την πεποίθηση ότι αυτό θα έκανε τη δική του καρδιά ελαφριά και θα φώτιζε τις καρδιές των άλλων. Μολονότι η αιγυπτιακή κοινωνία ήταν έντονα διαστρωματωμένη από πολύ νωρίς (ήδη από την Προδυναστική Περίοδο, π. 6000-3150 π.Χ.), αυτό δεν σημαίνει ότι οι βασιλείς και οι ανώτερες τάξεις απολάμβαναν τη ζωή τους σε βάρος των χωρικών. Ο βασιλιάς και η αυλή τους ήταν πιο λεπτομερώς καταγεγραμμένοι, επειδή τότε, όπως και σήμερα, οι άνθρωποι έδιναν μεγαλύτερη προσοχή στις διασημότητες από όσο στους γείτονές τους και οι γραφείς που κατέγραφαν την ιστορία της εποχής κατέγραφαν ό,τι είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά, οι αναφορές μεταγενέστερων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, καθώς και τα αρχαιολογικά στοιχεία και επιστολές από διάφορες χρονικές περιόδους, δείχνουν ότι οι Αιγύπτιοι όλων των κοινωνικών τάξεων εκτιμούσαν τη ζωή και διασκέδαζαν όσο πιο συχνά μπορούσαν, όπως και οι άνθρωποι στη σύγχρονη εποχή.
Πληθυσμός και κοινωνικές τάξεις
Ο πληθυσμός της Αιγύπτου ήταν αυστηρά διαχωρισμένος σε κοινωνικές τάξεις, με τον βασιλέα στην κορυφή, τον βεζίρη του, τα μέλη της αυλής, τους περιφερειακούς διοικητές (που ονομάστηκαν «νομάρχες»), τους στρατηγούς (μετά την περίοδο του Νέου Βασιλείου), τους επιβλέποντες τα εργοτάξια (επόπτες) και τους χωρικούς. Η κοινωνική κινητικότητα δεν ενθαρρυνόταν ούτε παρατηρείται στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της Αιγύπτου, καθώς πιστευόταν ότι οι θεοί είχαν ορίσει την τελειότερη κοινωνική ιεραρχία, η οποία αντανακλούσε τη δική τους. Οι θεοί είχαν δώσει στους ανθρώπους τα πάντα και είχαν ορίσει τον βασιλέα ως τον καταλληλότερο για να κατανοήσει και να εφαρμόσει το θέλημά τους. Ο βασιλέας ήταν ο μεσάζοντας μεταξύ των θεών και των ανθρώπων από την Προδυναστική Περίοδο μέχρι το Παλαιό Βασίλειο (π. 2613-2181 π.Χ.), όταν οι ιερείς του θεού Ήλιου – Ρα άρχισαν να αποκτούν περισσότερη δύναμη. Ακόμα και τότε, όμως, ο βασιλιάς εξακολουθούσε να θεωρείται ο εκλεκτός απεσταλμένος του θεού. Ακόμη και κατά την τελευταία περίοδο του Νέου Βασιλείου (1570-1069 π.Χ.), όταν οι ιερείς του Άμμωνα στις Θήβες είχαν μεγαλύτερη εξουσία από τον βασιλιά, ο μονάρχης εξακολουθούσε να είναι σεβαστός ως θεόσταλτος.
Η ανώτερη τάξη
Ο βασιλιάς της Αιγύπτου (που δεν αποκαλούνταν Φαραώ μέχρι το Νέο Βασίλειο), ως εκλεκτός του θεού, «απολάμβανε μεγάλο πλούτο και κύρος και πολυτέλειες αδιανόητες για την πλειοψηφία του πληθυσμού» (Wilkinson, 91). Ήταν ευθύνη του βασιλιά να κυβερνά σύμφωνα με το ma'at, και καθώς αυτό ήταν ένα σοβαρό καθήκον, θεωρήθηκε ότι του άξιζαν αυτές οι πολυτέλειες, οι οποίες άρμοζαν στην ιδιότητά του και στο βάρος των καθηκόντων του. Ο ιστορικός Don Nardo γράφει:
Οι βασιλείς απολάμβαναν μια ζωή σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένη από την ανάγκη. Είχαν εξουσία και κύρος, υπηρέτες για να κάνουν τις ταπεινές εργασίες, άφθονο ελεύθερο χρόνο για να ψυχαγωγούνται, όμορφα ρούχα και άφθονη πολυτέλεια στις κατοικίες τους. (10)
Ο βασιλιάς απεικονίζεται συχνά ως κυνηγός και οι επιγραφές αναφέρονται τακτικά στον αριθμό των μεγάλων και επικίνδυνων ζώων που ένας συγκεκριμένος μονάρχης είχε σκοτώσει στη διάρκεια της βασιλείας του. Όμως, σχεδόν ανεξαιρέτως, ζώα όπως λιοντάρια και ελέφαντες συλλαμβάνονταν από βασιλικούς θηροφύλακες και μεταφέρονταν σε καταφύγια, όπου στη συνέχεια ο βασιλιάς «κυνηγούσε» τα θηρία, ενώ περιβαλλόταν από φρουρούς που τον προστάτευαν. Ως επί το πλείστον, ο βασιλιάς κυνηγούσε στην ανοιχτή ύπαιθρο μόνο όταν είχαν απομακρυνθεί τα επικίνδυνα ζώα από την περιοχή.
Τα μέλη της αυλής ζούσαν με παρόμοια άνεση, αν και οι περισσότεροι από αυτούς είχαν λίγες υποχρεώσεις. Οι νομάρχες μπορούσαν, επίσης, να ζούν καλά, αλλά αυτό εξαρτιόταν από το πόσο πλούσια ήταν η περιοχή τους και πόσο σημαντική ήταν για τον βασιλιά. Ο νομάρχης μιας περιφέρειας που περιλάμβανε μια τοποθεσία όπως η Άβυδος, για παράδειγμα, θα περίμενε να ζει αρκετά καλά, λόγω της εκεί μεγάλης νεκρόπολης που ήταν αφιερωμένη στον θεό Όσιρι, η οποία έφερνε πολλούς προσκυνητές στην πόλη, συμπεριλαμβανομένου του βασιλιά και των αυλικών. Ο νομάρχης μιας περιοχής που δεν είχε τέτοια έλξη, θα περίμενε να ζει πιο ταπεινά. Ο πλούτος της περιοχής και η προσωπική επιτυχία του κάθε νομάρχη θα καθόριζαν αν θα ζούσε σε ένα μικρό παλάτι ή σε ένα ταπεινό σπίτι. Το ίδιο μοντέλο ίσχυε, σε γενικές γραμμές, και για τους γραφείς.
Γραφείς και Ιατροί
Οι γραφείς εκτιμούνταν ιδιαίτερα στην αρχαία Αίγυπτο, καθώς θεωρούνταν εκλεκτοί του θεού Θωθ, ο οποίος ενέπνεε και καθοδηγούσε την τέχνη τους. Ο αιγυπτιολόγος Toby Wilkinson σημειώνει ότι «η δύναμη του γραπτού λόγου να καθιστά μόνιμη μια επιθυμητή κατάσταση πραγμάτων, βρισκόταν στο επίκεντρο της αιγυπτιακής πίστης και πρακτικής» (204). Ήταν ευθύνη των γραφέων να καταγράψουν τα γεγονότα, προκειμένου αυτά να καταστούν αιώνια. Οι λέξεις των γραφέων χάραζαν τα καθημερινά γεγονότα στο αρχείο της αιωνιότητας, καθώς πιστευόταν ότι ο Θωθ και η σύζυγός του, Σεσχάτ, τις κρατούσαν στις αιώνιες βιβλιοθήκες των θεών. Το έργο των γραφέων τους καθιστούσε αθάνατους, όχι μόνο επειδή οι μετέπειτα γενιές θα διάβαζαν όσα είχαν γράψει, αλλά επειδή το γνώριζαν οι ίδιοι οι θεοί. Η Σεσχάτ, προστάτιδα θεότητα των βιβλιοθηκών και των βιβλιοθηκάριων, τοποθετούσε προσεκτικά το κάθε έργο στα ράφια της, όπως ακριβώς έκαναν οι βιβλιοθηκάριοι που την υπηρετούσαν στη γη. Οι γραφείς ήταν κυρίως άνδρες, αλλά υπήρχαν και γυναίκες, οι οποίες ζούσαν το ίδιο άνετα με τους συναδέλφους τους. Ένα δημοφιλές λογοτεχνικό έργο από την εποχή του Παλαιού Βασιλείου, γνωστό ως Η διδασκαλία του Ντουάουφ (Duauf's Instructions), προωθεί την αγάπη για τα βιβλία και ενθαρρύνει τους νέους για επιδιώξουν τη γνώση και να γίνουν γραφείς, ώστε να ζήσουν την καλύτερη δυνατή ζωή.
Όλοι οι ιερείς ήταν γραφείς, αλλά δεν γίνονταν όλοι οι γραφείς ιερείς. Οι ιερείς χρειαζόταν να μπορούν να γράφουν και να διαβάζουν για να εκτελούν τα καθήκοντά τους, ιδίως τις νεκρικές τελετουργίες. Καθώς οι γιατροί έπρεπε να είναι εγγράμματοι για να μπορούν να διαβάζουν τα ιατρικά κείμενα, άρχιζαν την εκπαίδευσή τους μαθαίνοντας γραφή. Οι περισσότερες ασθένειες πιστευόταν ότι προκαλούνταν από τους θεούς ως τιμωρία για κάποια αμαρτία ή ως ένα μάθημα, και έτσι οι γιατροί έπρεπε να γνωρίζουν ποιος θεός (ή κακό πνεύμα ή στοιχειό ή άλλος υπερφυσικός παράγοντας) μπορούσε να είναι υπεύθυνος. Προκειμένου να ασκούν τα καθήκοντά τους, έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζουν τη θρησκευτική βιβλιογραφία της εποχής, η οποία περιλαμβάνει έργα για την οδοντιατρική, τη χειρουργική, την ανάταξη σπασμένων οστών και τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών. Καθώς δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ της θρησκευτικής και της καθημερινής ζωής, οι γιατροί ήταν συνήθως ιερείς, μέχρι αργά στην ιστορία της Αιγύπτου, όταν παρατηρείται εκκοσμίκευση του επαγγέλματος. Όλοι οι ιερείς της θεάς Σερκέτ ήταν γιατροί και αυτή η πρακτική συνεχίστηκε ακόμη και μετά την εμφάνιση των κοσμικών γιατρών. Όπως και στην περίπτωση των γραφέων, οι γυναίκες μπορούσαν να ασκούν την ιατρική και οι γυναίκες γιατροί ήταν πολλές. Τον 4ο αι. π.Χ., η Αγνοδίκη της Αθήνας ταξίδεψε στην Αίγυπτο για να σπουδάσει ιατρική, καθώς οι γυναίκες έχαιραν μεγαλύτερης εκτίμησης και είχαν περισσότερες ευκαιρίες εκεί απ’ ότι στην Ελλάδα.
Στρατός
Πριν από την εποχή του Μέσου Βασιλείου, ο στρατός αποτελούνταν από περιφερειακές πολιτοφυλακές που επιστρατεύονταν από τους νομάρχες για ένα συγκεκριμένο σκοπό, συνήθως την άμυνα, και στη συνέχεια στέλνονταν στο βασιλιά. Στις αρχές της 12ης Δυναστείας του Μέσου Βασιλείου, ο Αμενεμχέτ Α’ (π. 1991-1962 π.Χ.) μεταρρύθμισε τον στρατό για να δημιουργήσει το πρώτο μόνιμο στράτευμα, μειώνοντας έτσι τη δύναμη και το κύρος των νομαρχών και θέτοντας τον στρατό απευθείας υπό τον έλεγχό του.
Μετά από αυτό, ο στρατός αποτελούνταν από διοικητές της ανώτερης τάξης και στρατιώτες της κατώτερης τάξης. Υπήρχε δυνατότητα ανέλιξης στο στρατό, η οποία δεν επηρεαζόταν από την κοινωνική τάξη του ατόμου. Πριν από το Νέο Βασίλειο, ο αιγυπτιακός στρατός ήταν κυρίως αμυντικός, αλλά διάφοροι Φαραώ, όπως ο Τούθμωσις Γ’ (1458-1425 π.Χ.) και ο Ραμσής Β’ (1279-1213 π.Χ.), εκστράτευσαν εκτός συνόρων, επεκτείνοντας την αυτοκρατορία τους. Γενικά, οι Αιγύπτιοι απέφευγαν να ταξιδεύουν σε άλλες χώρες, επειδή φοβούνταν ότι αν πέθαιναν εκεί, θα ήταν πιο δύσκολο να μεταβούν στη μεταθανάτια ζωή. Η πεποίθηση αυτή προκαλούσε ανησυχία στους στρατιώτες που πολεμούσαν στο εξωτερικό και υπήρχε μέριμνα για την επιστροφή των νεκρών στην Αίγυπτο για ταφή.
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι γυναίκες υπηρέτησαν στο στρατό ή ότι, σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, επιθυμούσαν να υπηρετήσουν. Ο Πάπυρος Λάνσινγκ, για παράδειγμα, περιγράφει τη ζωή στον αιγυπτιακό στρατό ως μια ατελείωτη δυστυχία που οδηγεί σε πρόωρο θάνατο. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι γραφείς (ιδίως ο συγγραφέας του Παπύρου Λάνσινγκ) περιέγραφαν σταθερά τη δουλειά τους ως την καλύτερη και σημαντικότερη, και είναι αυτοί που παρέχουν τις περισσότερες αναφορές στη στρατιωτική ζωή.
Αγρότες και εργάτες
Η κατώτερη κοινωνική τάξη αποτελούνταν από αγρότες που δεν ήταν ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν ή των σπιτιών στα οποία ζούσαν. Η γη ανήκε στον βασιλιά, στα μέλη της αυλής, στους νομάρχες ή στους ιερείς. Μια συνηθισμένη φράση των αγροτών που ξεκινούσαν τη μέρα τους ήταν «Ας δουλέψουμε για τον άρχοντα!». Οι χωρικοί ήταν σχεδόν όλοι αγρότες, ανεξάρτητα από το αν ασκούσαν και άλλο επάγγελμα (βαρκάρης, για παράδειγμα). Φύτευαν και μάζευαν τη σοδειά τους, έδιναν το μεγαλύτερο μέρος της στον ιδιοκτήτη της γης και κρατούσαν ένα μέρος για τον εαυτό τους. Οι περισσότεροι είχαν ιδιωτικούς κήπους, τους οποίους φρόντιζαν οι γυναίκες, όσο οι άνδρες εργάζονταν στα χωράφια. Μέχρι την περσική εισβολή του 525 π.Χ., η αιγυπτιακή οικονομία λειτουργούσε με το σύστημα της ανταλλαγής και βασιζόταν στη γεωργία. Η νομισματική μονάδα της αρχαίας Αιγύπτου ήταν το ντεμπέν, το οποίο, σύμφωνα με τον ιστορικό James C. Thompson, «λειτουργούσε όπως και το δολάριο στη Βόρεια Αμερική σήμερα, για να γνωρίζουν οι καταναλωτές την τιμή των πραγμάτων, με τη διαφορά ότι δεν υπήρχε νόμισμα ντεμπέν» (Egyptian Economy, 1). Ένα ντεμπέν ήταν «περίπου 90 γραμμάρια χαλκού. Πολύ ακριβά πράγματα μπορούσαν επίσης να αποτιμηθούν σε ντεμπέν από ασήμι ή χρυσό, με ανάλογη μεταβολή της αξίας τους» (ό.π.). Ο Thompson συνεχίζει:
Εφόσον εβδομήντα πέντε λίτρα σιταριού κόστιζαν ένα ντεμπέν και ένα ζευγάρι σανδάλια επίσης ένα ντεμπέν, ήταν απόλυτα λογικό για τους Αιγύπτιους ότι ένα ζευγάρι σανδάλια μπορούσε να αγοραστεί με ένα σακί σιτάρι τόσο εύκολα όσο και με ένα κομμάτι χαλκό. Ακόμη και αν ο κατασκευαστής σανδαλιών είχε αρκετό σιτάρι στην κατοχή του, το δεχόταν ευχαρίστως ως πληρωμή, επειδή μπορούσε εύκολα να το ανταλλάξει με κάτι άλλο. Τα πιο συνηθισμένα αγαθά που χρησιμοποιούνταν για αγορές ήταν το σιτάρι, το κριθάρι και το λάδι μαγειρέματος ή φωτισμού, αλλά μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σχεδόν οτιδήποτε. (1)
Η κατώτερη κοινωνική τάξη παρήγαγε τα αγαθά που χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο και επομένως, προσέφερε τα μέσα για την ευημερία ολόκληρου του πολιτισμού. Από τους χωρικούς προήλθε και η εργατική δύναμη που έχτισε τις πυραμίδες και τα άλλα μνημεία της Αιγύπτου. Όταν ο Νείλος πλημμύριζε, η καλλιέργεια ήταν αδύνατη και άνδρες και γυναίκες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα έργα του βασιλιά. Η εργασία αυτή ήταν πάντοτε αμειβόμενη, και ο ισχυρισμός ότι οποιαδήποτε από τις μεγάλες κατασκευές της Αιγύπτου χτίστηκε με εργασία σκλάβων – ειδικά ο ισχυρισμός της βιβλικής Εξόδου ότι επρόκειτο για Εβραίους σκλάβους που καταπιέζονταν από Αιγύπτιους τυράννους – δεν υποστηρίζεται από κανένα γραπτό ή φυσικό στοιχείο σε καμία στιγμή της ιστορίας της Αιγύπτου. Ο ισχυρισμός ορισμένων συγγραφέων, όπως ο αιγυπτιολόγος David Rohl, ότι κάποιος χάνει τις αποδείξεις για τη μαζική υποδούλωση των Εβραίων επειδή εξετάζει τη λάθος χρονική περίοδο, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι τέτοιες αποδείξεις δεν υπάρχουν, όποια περίοδο της αιγυπτιακής ιστορίας και αν εξετάζει κανείς.
Η εργασία σε μνημεία όπως οι πυραμίδες και οι νεκροπόλεις, οι ναοί και οι οβελίσκοι, παρείχαν στους χωρικούς τη μοναδική ευκαιρία για κοινωνική άνοδο. Ειδικευμένοι καλλιτέχνες και χαράκτες είχαν μεγάλη ζήτηση στην Αίγυπτο και πληρώνονταν καλύτερα από τους ανειδίκευτους εργάτες που απλώς μετέφεραν τις πέτρες για τα κτίρια από το ένα μέρος στο άλλο. Οι αγρότες μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάστασή τους ασκώντας μια τέχνη για να παράγουν αγγεία, κύπελλα, πιάτα και άλλα κεραμικά που χρειάζονταν οι άνθρωποι. Οι ειδικευμένοι ξυλουργοί μπορούσαν να βγάλουν ένα καλό εισόδημα κατασκευάζοντας τραπέζια, γραφεία, καρέκλες, κρεβάτια και σεντούκια, ενώ οι ζωγράφοι ήταν απαραίτητοι για τη διακόσμηση των σπιτιών, των παλατιών, των τάφων και των μνημείων της ανώτερης τάξης.
Οι ζυθοποιοί έχαιραν, επίσης, σεβασμού και μερικές φορές οι ζυθοποιίες διευθύνονταν από γυναίκες. Μάλιστα, στην πρώιμη αιγυπτιακή ιστορία, φαίνεται ότι τις λειτουργούσαν εξ ολοκλήρου γυναίκες. Η μπύρα ήταν το δημοφιλέστερο ποτό στην αρχαία Αίγυπτο και συχνά την χρησιμοποιούσαν ως αμοιβή (το κρασί δεν ήταν ποτέ τόσο δημοφιλές, με εξαίρεση τη βασιλική οικογένεια). Οι εργάτες της Γκίζας λάμβαναν μερίδες μπύρας τρεις φορές την ημέρα. Το ποτό πιστευόταν ότι είχε δοθεί στους ανθρώπους από τον θεό Όσιρι και τα ζυθοποιεία επιβλέπονταν από τη θεά Τενενέτ. Οι Αιγύπτιοι έπαιρναν τη μπύρα πολύ σοβαρά, όπως έμαθε η Ελληνίδα Φαραώ Κλεοπάτρα Ζ΄ (69-30 π.Χ.) όταν επέβαλε φόρο στην μπύρα – η δημοτικότητά της επλήγη περισσότερο από αυτόν τον έναν φόρο, παρά από τους πολέμους της με τη Ρώμη.
Η κατώτερη τάξη μπορούσε να βρει ευκαιρίες και μέσω της εργασίας στη μεταλλουργία, την κοσμηματοποιία και τη γλυπτική. Τα εξαίσια κοσμήματα της αρχαίας Αιγύπτου – πολύτιμοι λίθοι τοποθετημένοι με λεπτότητα μέσα σε περίτεχνα πλαίσια – δημιουργήθηκαν από τους χωρικούς. Αυτοί οι άνθρωποι, η πλειοψηφία του αιγυπτιακού πληθυσμού, επάνδρωναν επίσης τις τάξεις του στρατού και, σε σπάνιες περιπτώσεις, μπορούσαν να γίνουν γραφείς. Ωστόσο, το επάγγελμα και η θέση κάποιου στην κοινωνία, συνήθως μεταβιβαζόταν στον γιο του.
Σπίτια και επίπλωση
Οι καλλιτέχνες αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τη δημιουργία της επίπλωσης των πολυτελών παλατιών, των σπιτιών της ανώτερης τάξης και των ναών της Αιγύπτου, καθώς και των τάφων που θεωρούνταν η αιώνια κατοικία ενός ατόμου. Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και η οικογένειά τους, ζούσαν σε ένα παλάτι που ήταν πλούσια διακοσμημένο και οι ανάγκες τους εξυπηρετούνταν από υπηρέτες. Οι γραφείς ζούσαν μέσα ή κοντά στα συγκροτήματα των νεκροπόλεων ή των ναών, σε ειδικά διαμερίσματα, και εργάζονταν στα εργαστήρια γραφής, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, οι νομάρχες ζούσαν σε μεγαλύτερα ή μικρότερα καταλύματα, ανάλογα με το επίπεδο επιτυχίας τους. Οι χωρικοί που παρήγαγαν την τροφή για τις ανώτερες τάξεις, βοηθούσαν και στην οικοδόμηση των σπιτιών τους και στον εφοδιασμό τους με σεντούκια, συρταριέρες, καρέκλες, τραπέζια και κρεβάτια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για τίποτα από αυτά. Ο Nardo γράφει:
Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς, οι αγρότες επέστρεφαν στα σπίτια τους, τα οποία βρίσκονταν κοντά στα χωράφια ή σε μικρά αγροτικά χωριά σε κοντινή απόσταση. Το σπίτι ενός μέσου αγρότη διέθετε τοίχους από λασπότουβλα. Το ταβάνι ήταν φτιαγμένο από δέσμες φυτικών στελεχών και τα δάπεδα αποτελούνταν από πατημένο χώμα που καλυπτόταν από στρώμα άχυρου ή χαλιά από καλάμια. Υπήρχαν ένα ή δύο δωμάτια (ίσως και τρία, περιστασιακά) στα οποία ζούσαν ο αγρότης, η σύζυγος και τα παιδιά τους (αν υπήρχαν). Σε πολλές περιπτώσεις, στα ίδια δωμάτια στέγαζαν μερικά ή όλα τα ζώα της φάρμας τους. Επειδή σε αυτά τα ταπεινά σπίτια δεν υπήρχαν τουαλέτες, οι ένοικοι έπρεπε να χρησιμοποιούν ένα εξωτερικό αποχωρητήριο (μια τρύπα στο έδαφος) για τις ανάγκες τους. Περιττό να πούμε ότι το νερό έπρεπε να μεταφέρεται με κουβάδες από το ποτάμι ή το πλησιέστερο πηγάδι που είχε σκαφτεί με τα χέρια. (13)
Από την άλλη, το παλάτι του Φαραώ Αμενχοτέπ Γ’ (1386-1353 π.Χ.), με τη σύγχρονη ονομασία Μαλκάτα, κάλυπτε έκταση άνω των 30.000 τ.μ. και περιλάμβανε ευρύχωρα διαμερίσματα, αίθουσες συσκέψεων, αίθουσες ακροάσεων, την αίθουσα του θρόνου με χώρο υποδοχής, αίθουσα εκδηλώσεων, βιβλιοθήκες, κήπους, αποθήκες, κουζίνες, χαρέμι και έναν ναό του θεού Άμμωνα. Οι εξωτερικοί τοίχοι του παλατιού ήταν βαμμένοι σε αστραφτερό λευκό, ενώ στο εσωτερικό τα χρώματα ήταν ζωηρά μπλε, κίτρινα και πράσινα. Φυσικά, ολόκληρη η δομή έπρεπε να επιπλωθεί και τα είδη αυτά τα προμηθεύονταν από τους εργάτες της κατώτερης τάξης. Στην εποχή του, το παλάτι ήταν γνωστό ως «το σπίτι της χαράς» και με άλλα παρόμοια ονόματα. Σήμερα είναι γνωστό ως Μαλκάτα από τα αραβικά, που σημαίνει «τόπος από όπου μαζεύονται πράγματα» λόγω του τεράστιου πεδίου συντριμμιών από το ερειπωμένο παλάτι που βρέθηκε εκεί.
Τα διαμερίσματα και τα σπίτια των γραφέων, όπως και εκείνα των νομαρχών, ήταν πολυτελή ή ταπεινά, ανάλογα με το επίπεδο επιτυχίας τους και την περιοχή στην οποία ζούσαν. Ο συντάκτης του Παπύρου Λάνσινγκ, Νεμπμάρ Νακχτ, ισχυριζόταν ότι ζούσε με μεγαλοπρέπεια και ότι κατείχε την ίδια γη και δούλους με έναν μεγάλο βασιλιά. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αναμφισβήτητα αληθής, καθώς είναι διαπιστωμένο πως οι ιερείς μπορούσαν να αποκτήσουν τον ίδιο πλούτο και εξουσία με ορισμένους Αιγύπτιους ηγεμόνες, και οι γραφείς είχαν κι αυτοί τις ίδιες ευκαιρίες.
Έγκλημα και τιμωρία
Στην αρχαία Αίγυπτο, όπως σε κάθε περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, ο πλούτος ενός ανθρώπου γινόταν στόχος κάποιου άλλου που ίσως επέλεγε να τον κλέψει και σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αιγυπτιακός νόμος ήταν άμεσος. Μετά το Νέο Βασίλειο υπήρχε αστυνομική δύναμη, αλλά ακόμα και πριν από την εποχή αυτή, οι άνθρωποι οδηγούνταν ενώπιον του τοπικού αξιωματούχου και κατηγορούνταν για εγκλήματα που κάλυπταν όλο το φάσμα της σύγχρονης εγκληματικής δράσης. Το κράτος δεν αναμιγνυόταν στις τοπικές υποθέσεις, εκτός αν ο εγκληματίας λήστευε ή κατέστρεφε κρατική περιουσία, π.χ. έναν τύμβο. Ο αιγυπτιολόγος Steven Snape γράφει:
Οι ευκαιρίες για εγκληματική δράση που έδινε η συγκέντρωση του πλούτου και ιδιοκτησίας σε πόλεις και κωμοπόλεις, αρπάζονταν από ορισμένους αρχαίους Αιγυπτίους, όπως ακριβώς συνέβαινε σε όλες τις κοινωνίες. Αντιστοίχως, τα σημαντικά πληθυσμιακά και διοικητικά κέντρα διέθεταν χώρους όπου μπορούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη και να επιβληθούν ποινές. Ωστόσο, η εικόνα που αποκομίζουμε από την αρχαία Αίγυπτο είναι ότι η απονομή της δικαιοσύνης ήταν επικεντρωμένη σε απόλυτα τοπικό επίπεδο. Οι χωρικοί αναμενόταν να ρυθμίζουν μόνοι τους τις υποθέσεις τους. (111)
Η κρίση και η δικαιοσύνη ήταν τελικά ευθύνη του βεζίρη, του «δεξιού χεριού» του βασιλιά, που ανέθετε την αρμοδιότητα αυτή σε υπαλλήλους κάτω από αυτόν, οι οποίοι την μετατόπιζαν περαιτέρω σε άλλους. Ακόμα και πριν από το Νέο Βασίλειο, υπήρχε ένα κτίριο διοίκησης σε κάθε πόλη που ονομαζόταν Αίθουσα των Κρίσεων, όπου συζητούσαν τις υποθέσεις και εξέδιδαν ετυμηγορίες. Στις μικρές κωμοπόλεις και στα χωριά, τα δικαστήρια αυτά μπορούσαν να λειτουργούν στις αγορές. Το τοπικό δικαστήριο, γνωστό ως κενμπέτ (kenbet), αποτελούνταν από ηγέτες της κοινότητας με υγιή ηθική κρίση, οι οποίοι εξέταζαν υποθέσεις και αποφάσιζαν για την ενοχή ή την αθωότητα. Κατά το Νέο Βασίλειο, η Αίθουσα των Κρίσεων και το κενμπέτ αντικαταστάθηκαν σταδιακά από μαντικές κρίσεις, στις οποίες ο θεός Άμμων έδινε άμεσα συμβουλές για την ετυμηγορία. Αυτό γινόταν μέσω ενός ιερέα που έθετε στο άγαλμα του θεού ένα ερώτημα και στη συνέχεια ερμήνευε την απάντηση με διάφορα μέσα. Κάποιες φορές, το άγαλμα έγνεφε και άλλες φορές έδειχνε διαφορετικά σημάδια. Αν ο κατηγορούμενος κηρυσσόταν ένοχος, τότε η τιμωρία ήταν άμεση.
Για τα ήσσονος σημασίας αδικήματα, η ποινή ήταν συνήθως πρόστιμο, αλλά ο βιασμός, η ληστεία, ο φόνος ή η τυμβωρυχία, μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμό (κόψιμο της μύτης, των αυτιών ή των χεριών), φυλάκιση, καταναγκαστική εργασία (ουσιαστικά ισόβια δουλεία σε πολλές περιπτώσεις) ή θάνατο. Στη Μεγάλη Φυλακή των Θηβών κρατούνταν καταδικασμένοι κακοποιοί που παρείχαν χειρωνακτική εργασία στο Ναό του Άμμωνα στο Καρνάκ και σε άλλα έργα. Στις αιγυπτιακές φυλακές δεν υπήρχαν θανατοποινίτες, καθώς ένα άτομο που κρινόταν ένοχο για κάποιο σοβαρό αδίκημα που επέφερε τη θανατική ποινή, εκτελούνταν αμέσως. Δεν υπήρχαν δικηγόροι για να υποστηρίξουν μια υπόθεση και δεν γίνονταν εφέσεις μετά την έκδοση της ετυμηγορίας. Ο λαός εμπιστευόταν τους ιερείς να διεξάγουν μια δίκαιη δίκη για κάθε καταγγελία και να δικάζουν σύμφωνα με τις εντολές των θεών, γνωρίζοντας ότι αντιμετώπιζαν πολύ χειρότερη μοίρα στη μεταθανάτια ζωή, αν αποτύγχαναν σε αυτά τα καθήκοντα.
Οικογένεια και ελεύθερος χρόνος
Οι ιερείς μπορούσαν να είναι άνδρες ή γυναίκες. Συνήθως, οι αρχιερείς της κάθε λατρείας ήταν του ίδιου φύλου με τη θεότητα που υπηρετούσαν. Επικεφαλής της λατρείας της Ίσιδας ήταν μια γυναίκα, ενώ του Άμμωνα ένας άνδρας. Οι ιερείς μπορούσαν να έχουν – και είχαν – οικογένειες και τα παιδιά τους συνήθως γίνονταν κι αυτά ιερείς.
Αυτό ήταν το πρότυπο για όλη την Αίγυπτο όσον αφορά στη διαδοχή: τα παιδιά συνέχιζαν το επάγγελμα των γονέων, συνήθως του πατέρα. Οι γυναίκες είχαν σχεδόν ίσα δικαιώματα στην αρχαία Αίγυπτο. Μπορούσαν να έχουν τις δικές τους επιχειρήσεις, τη δική τους γη και τα δικά τους σπίτια, μπορούσαν να ζητούν διαζύγιο, να συνάπτουν συμβόλαια με τους άνδρες, να κάνουν εκτρώσεις και να διαθέτουν την περιουσία τους κατά το δοκούν – αυτό ήταν ένα επίπεδο ισότητας των φύλων που κανένας άλλος αρχαίος πολιτισμός δεν πλησίασε και το οποίο στη σύγχρονη εποχή ξεκίνησε – υπό πίεση – μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα μ.Χ.
Τουλάχιστον τέσσερις γυναίκες βασίλεψαν στην Αίγυπτο, με τις δύο πιο γνωστές να είναι η Χατσεψούτ (1479-1458 π.Χ.) και η Κλεοπάτρα Ζ’. Ωστόσο, αυτός δεν ήταν ο κανόνας, καθώς οι περισσότεροι ηγεμόνες ήταν άνδρες. Ως επί το πλείστον, οι γυναίκες με βασιλικό αίμα είχαν σκλάβους και υπηρέτες που φρόντιζαν τα παιδιά και δεν είχαν καμία ευθύνη για την καθαριότητα ή τη φροντίδα του σπιτιού. Βοηθούσαν τους συζύγους τους στην υποδοχή ξένων αξιωματούχων και στην προώθηση ορισμένων πολιτικών. Οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων είχαν έναν παρόμοιο τρόπο ζωής, αλλά μπορεί να αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών, ενώ στις κατώτερες τάξεις, η φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών ήταν εξ ολοκλήρου ευθύνη της γυναίκας.
Οι γάμοι στην αρχαία Αίγυπτο ήταν περισσότερο κοσμική παρά θρησκευτική υπόθεση. Οι περισσότεροι γάμοι, σε όλες τις τάξεις, αποφασίζονταν από τους γονείς. Τα κορίτσια παντρεύονταν συνήθως γύρω στα 12 τους χρόνια και τα αγόρια γύρω στα 15. Τα βασιλικά τέκνα αρραβωνιάζονταν με εκείνα των ξένων βασιλιάδων, σε επισφράγιση συνθηκών, όταν ήταν βρέφη, αν και απαγορευόταν στις γυναίκες να φύγουν από την Αίγυπτο ως νύφες ξένων ηγεμόνων, καθώς πιστευόταν ότι δεν θα ήταν ευτυχισμένες έξω από τη χώρα τους. Δεδομένου ότι η Αίγυπτος ήταν το καλύτερο από όλα τα μέρη, θεωρούνταν ασέβεια προς μια νεαρή γυναίκα να την στείλουν σε κάποιο λιγότερο καλό μέρος. Όμως, ήταν απολύτως αποδεκτό για μια ξένη γυναίκα να έρθει ως νύφη στην Αίγυπτο. Όταν έφταναν στην Αίγυπτο, οι γυναίκες αυτές έχαιραν του ίδιου σεβασμού με τις ντόπιες. Οι γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων θεωρούνταν ισότιμες με τους συζύγους τους, παρόλο που ο άνδρας θεωρούνταν επικεφαλής του νοικοκυριού. Ο Nardo γράφει:
Οι σύζυγοι της ανώτερης τάξης δειπνούσαν, έκαναν πάρτι και πήγαιναν μαζί για κυνήγι, ενώ τόσο οι εύπορες όσο και οι φτωχότερες γυναίκες, μοιράζονταν πολλά νομικά δικαιώματα με τους άνδρες. Για την ακρίβεια, οι αρχαίες Αιγύπτιες φαίνεται ότι απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία στην ιδιωτική τους ζωή από τις γυναίκες στις άλλες αρχαίες κοινωνίες, ακόμη και αν οι άνδρες έπαιρναν τις περισσότερες σημαντικές αποφάσεις. Οι Αιγύπτιοι ωφελούνταν από θετικές, στοργικές σχέσεις όσο και οι γυναίκες τους. (23)
Αν και οι γυναίκες των αγροτών δεν έβγαιναν στα χωράφια με τους συζύγους τους (ως επί το πλείστον), εξακολουθούσαν να έχουν πολλές δουλειές να κάνουν για να διατηρήσουν το σπίτι καθαρό, να φροντίσουν τα ζώα που δεν χρησιμοποιούνταν στο όργωμα, να φροντίσουν τις ανάγκες των ηλικιωμένων της οικογένειας και να αναθρέψουν τα παιδιά. Επίσης, οι γυναίκες και τα παιδιά φρόντιζαν τον οικογενειακό κήπο, ο οποίος αποτελούσε σημαντικό πόρο για κάθε οικογένεια. Η καθαριότητα είχε μεγάλη αξία για τους Αιγυπτίους και το πρόσωπο και το σπίτι του καθενός έπρεπε να το αντανακλούν αυτό. Οι γυναίκες και οι άνδρες όλων των τάξεων έκαναν συχνά μπάνιο (οι ιερείς περισσότερο από κάθε άλλο επάγγελμα) και ξύριζαν το κεφάλι τους για να αποφύγουν τις ψείρες και για να χρειάζεται λιγότερη φροντίδα. Όταν η περίσταση το απαιτούσε, φορούσαν περούκες. Άνδρες και γυναίκες φορούσαν και οι δύο μακιγιάζ, ιδίως κολ κάτω από τα μάτια, για να μειώσουν την αντανάκλαση του ήλιου και να διατηρήσουν το δέρμα τους απαλό. Ακόμα, οι επιτύμβιες επιγραφές και οι ζωγραφιές, δείχνουν άνδρες και γυναίκες να οργώνουν και να θερίζουν μαζί ή να χτίζουν ένα σπίτι.
Όμως, η ζωή των αρχαίων Αιγυπτίων δεν ήταν μόνο σκληρή δουλειά. Έβρισκαν αρκετό χρόνο για να διασκεδάσουν με αθλήματα, επιτραπέζια παιχνίδια και άλλες δραστηριότητες. Τα αρχαία αιγυπτιακά αθλήματα περιελάμβαναν το χόκεϊ, το χάντμπολ, την τοξοβολία, την κολύμβηση, την διελκυστίνδα, τη γυμναστική, την κωπηλασία και ένα άθλημα γνωστό ως «θαλάσσια κονταρομαχία», η οποία ήταν μια ναυμαχία με μικρές βάρκες στον ποταμό Νείλο, κατά την οποία ένας «κονταρομάχος» προσπαθούσε να ρίξει τον άλλον από τη βάρκα του, ενώ ένα δεύτερο μέλος της ομάδας έκανε ελιγμούς με το σκάφος. Τα παιδιά μάθαιναν να κολυμπούν σε μικρή ηλικία και το κολύμπι ήταν ένα από τα πιο δημοφιλή αθλήματα, γεγονός που οδήγησε σε άλλα παιχνίδια στο νερό. Το επιτραπέζιο παιχνίδι σένετ ήταν εξαιρετικά δημοφιλές και αντιπροσώπευε το ταξίδι κάποιου στη ζωή προς την αιωνιότητα. Η μουσική, ο χορός, η χορογραφημένη γυμναστική και η πάλη, ήταν επίσης δημοφιλή, ενώ αγαπημένη ασχολία για τις ανώτερες τάξεις αποτελούσε το κυνήγι μεγάλων ή μικρών θηραμάτων.
Υπήρχε, επίσης, ένα άθλημα που ονομαζόταν «ρίξιμο στα ορμητικά νερά», το οποίο περιγράφεται από τον Ρωμαίο θεατρικό συγγραφέα Σενέκα τον Νεότερο (1ος αιώνας μ.Χ.) που έζησε στην Αίγυπτο:
Οι παίκτες επιβιβάζονται σε μικρές βάρκες, δύο ανά βάρκα, και ο ένας κωπηλατεί, ενώ ο άλλος αδειάζει το νερό. Στη συνέχεια, πέφτουν βίαια στα ορμητικά ρεύματα. Στο τέλος φτάνουν στα στενότερα κανάλια και, παρασυρόμενοι από όλη τη δύναμη του ποταμού, οδηγούν τη βάρκα με τα χέρια και βυθίζονται με τη μύτη προς τα κάτω, προς μεγάλο τρόμο των θεατών. Θα πίστευε κανείς με θλίψη ότι πλέον έχουν πνιγεί και καταπλακωθεί από μια τέτοια μάζα νερού, όταν, μακριά από το σημείο όπου έπεσαν, εκτοξεύονται σαν από καταπέλτη, εξακολουθώντας να πλέουν, και το κύμα που υποχωρεί δεν τους βυθίζει αλλά τους μεταφέρει σε ομαλά νερά. (παρατίθεται στον Nardo, 20)
Μετά από αυτές τις εκδηλώσεις ή και κατά τη διάρκεια, οι θεατές απολάμβαναν το αγαπημένο τους ποτό: την μπύρα. Η αγαπημένη συνταγή που καταναλωνόταν συχνότερα ήταν η Χεκέτ (που αναφέρεται επίσης ως Χεκτ), μια μπύρα με γεύση μελιού, παρόμοια αλλά ελαφρύτερη από το μεταγενέστερο υδρόμελο της Ευρώπης. Υπήρχαν πολλά είδη μπύρας (γενικά γνωστή ως zytum), και συχνά συνταγογραφούνταν ως φάρμακο, καθώς έκανε την καρδιά ελαφρύτερη και βελτίωνε το κέφι. Η μπύρα παρασκευαζόταν και για εμπορικούς σκοπούς και στο σπίτι και καταναλωνόταν στις πολλές γιορτές που διοργάνωναν οι Αιγύπτιοι.
Γιορτές, τροφή και ένδυση
Όλοι οι θεοί των Αιγυπτίων είχαν γενέθλια τα οποία έπρεπε να γιορτάζονται, και επιπλέον υπήρχαν ανθρώπινα γενέθλια, επέτειοι σπουδαίων πράξεων του βασιλιά, έθιμα που σχετίζονταν με τις παρεμβάσεις των θεών στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς και κηδείες, αγρυπνίες, εκδηλώσεις για ένα νέο σπίτι και γεννήσεις. Όλα αυτά και πολλά άλλα τιμώνταν με ένα πάρτι ή ένα πανηγύρι.
Τα πανηγύρια στην αρχαία Αίγυπτο είχε το καθένα μοναδικό χαρακτήρα, ανάλογα με τη φύση της εκδήλωσης, αλλά όλα είχαν κοινό χαρακτηριστικό το ποτό και το γλέντι. Η αιγυπτιακή διατροφή ήταν κυρίως χορτοφαγική και αποτελούνταν από δημητριακά (σιτάρι) και λαχανικά. Το κρέας ήταν πολύ ακριβό και συνήθως, μόνο οι βασιλείς μπορούσαν να το αγοράσουν. Επίσης, το κρέας ήταν δύσκολο να διατηρηθεί στο ξηρό αιγυπτιακό κλίμα και έτσι τα ζώα, τα οποία σφάζονταν τελετουργικά, έπρεπε να καταναλωθούν γρήγορα.
Οι γιορτές αυτές ήταν η τέλεια ευκαιρία για να επιδοθεί κανείς σε κάθε είδους υπερβολή, περιλαμβανομένης της κατανάλωσης κρέατος, για όσους το επέλεγαν, αλλά η υπερβολική καλοπέραση δεν άρμοζε σε κάθε συγκέντρωση. Κάθε γιορτή είχε τα δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά, όπως εξηγεί η ιστορικός Margaret Bunson:
Η Όμορφη Γιορτή της Κοιλάδας, προς τιμήν του θεού Άμμωνα, που πραγματοποιούσαν στη Θήβα, γιορταζόταν με μια πομπή των πλοίων των θεών, με μουσική και λουλούδια. Η Γιορτή της Αθώρ, που τελούνταν στα Δένδερα, ήταν μια περίοδος ηδονής και μέθης, σύμφωνη με τους μύθους της λατρείας της θεάς. Η γιορτή της θεάς Ίσιδας στη Βούσιρι και η γιορτή προς τιμήν της Μπαστέτ στη Βούβαστι, ήταν επίσης στιγμές ξεφαντώματος και μέθης. (91)
Αυτές οι γιορτές «είχαν συνήθως θρησκευτικό χαρακτήρα και γίνονταν σε συνάρτηση με το σεληνιακό ημερολόγιο σε ναούς», αλλά μπορούσαν και «να τιμούν ορισμένα συγκεκριμένα γεγονότα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων» (Bunson, 90). Στις κηδείες, όπως θα περίμενε κανείς, οι άνθρωποι ντύνονταν με σεβασμό στα μαύρα (αν και οι ιερείς φορούσαν συνήθως λευκά), ενώ στα γενέθλια ή σε άλλες γιορτές φορούσε κανείς ό,τι ήθελε. Στη γιορτή της Μπαστέτ, οι γυναίκες δεν φορούσαν τίποτε άλλο παρά μια κοντή φούστα, την οποία συχνά σήκωναν προς τιμήν της θεάς.
Τα ενδύματα στην αρχαία Αίγυπτο ήταν υφαντά από βαμβάκι. Κατά την Προδυναστική και την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες φορούσαν απλές λινές φούστες. Τα παιδιά κυκλοφορούσαν γυμνά από τη γέννησή τους μέχρι περίπου την ηλικία των δέκα ετών. H Bunson σημειώνει ότι «στην πορεία, οι γυναίκες φόρεσαν μια μακριά φούστα αυτοκρατορικού τύπου που κρεμόταν ακριβώς κάτω από το ακάλυπτο στήθος τους. Οι άνδρες διατήρησαν τις απλές φούστες. Τα ενδύματα αυτά μπορούσαν να βαφτούν με εξωτικά χρώματα ή σχέδια, αν και το λευκό ήταν μάλλον το χρώμα που χρησιμοποιούνταν στις θρησκευτικές τελετές ή στις εκδηλώσεις της αυλής» (67). Την εποχή του Νέου Βασιλείου, οι γυναίκες φορούσαν λινά φορέματα που κάλυπταν το στήθος τους και έφταναν μέχρι τους αστραγάλους τους, ενώ οι άνδρες φορούσαν κοντή φούστα και μερικές φορές φαρδύ πουκάμισο. Συχνά, οι γυναίκες της κατώτερης τάξης, οι σκλάβες και οι υπηρέτριες, εμφανίζονται να φορούν μόνο φούστα κατά την περίοδο του Νέου Βασιλείου. Την ίδια εποχή, οι γυναίκες βασιλικής ή αριστοκρατικής καταγωγής, απεικονίζονται να φορούν εφαρμοστά φορέματα από τον ώμο μέχρι τους αστραγάλους και οι άνδρες διάφανες μπλούζες και φούστες. Στον ψυχρότερο καιρό της εποχής των βροχών, χρησιμοποιούνταν μανδύες και εσάρπες.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, κάθε κοινωνικής τάξης, περπατούσαν ξυπόλητοι, μιμούμενοι τους θεούς που δεν είχαν ανάγκη από υποδήματα. Σε ειδικές περιπτώσεις ή όταν κάποιος πήγαινε σε μακρινό ταξίδι ή σε μέρος όπου θα μπορούσε να τραυματίσει τα πόδια του ή σε ένα πιο ψυχρό κλίμα, φορούσε σανδάλια. Τα φθηνότερα σανδάλια ήταν φτιαγμένα από πλεγμένα καλάμια, ενώ τα ακριβότερα ήταν από δέρμα ή βαμμένο ξύλο. Τα σανδάλια δεν φαίνεται να είχαν μεγάλη σημασία για τους Αιγυπτίους μέχρι το Μέσο και το Νέο Βασίλειο, όταν άρχισαν να θεωρούνται σύμβολα κύρους. Ένα άτομο που μπορούσε να αγοράσει καλά σανδάλια, προφανώς τα πήγαινε καλά, ενώ οι φτωχότεροι περπατούσαν ξυπόλητοι. Αυτά τα σανδάλια ήταν συχνά ζωγραφισμένα ή διακοσμημένα με εικόνες που μπορούσαν να είναι αρκετά περίτεχνες.
Στις περιόδους των εορτών – και υπήρχαν πολλές καθ’ όλη τη διάρκεια του αιγυπτιακού έτους – τα ρούχα των ιερέων ήταν λευκά, αλλά οι άνθρωποι μπορούσαν να φορούν ό,τι θέλουν ή σχεδόν τίποτα. Οι Αιγύπτιοι ήθελαν να ζήσουν τη ζωή στο έπακρο, να βιώσουν ό,τι είχε να δώσει ο χρόνος τους στη γη και προσδοκούσαν τη συνέχισή της μετά θάνατον.
Η ζωή κάποιου στη γη ήταν μόνο ένα μέρος ενός αιώνιου ταξιδιού και ο θάνατός του αντιμετωπιζόταν ως μια μετάβαση από τη μία φάση στην άλλη. Η πρέπουσα ταφή ήταν ύψιστης σημασίας για τους αρχαίους Αιγυπτίους κάθε τάξης. Το σώμα του νεκρού πλενόταν, τυλιγόταν με επιδέσμους (μουμιοποίηση) και θαβόταν μαζί με τα αντικείμενα που θα ήθελε ή θα χρειαζόταν στη μεταθανάτια ζωή. Φυσικά, όσο περισσότερα χρήματα είχε κάποιος, τόσο πιο περίτεχνος ήταν ο τάφος του και τα κτερίσματά του, αλλά ακόμα και οι φτωχότεροι παρείχαν κατάλληλους τάφους στους αγαπημένους τους. Χωρίς μια σωστή ταφή, δεν μπορούσε κάποιος να ελπίζει ότι θα προχωρούσε στην Αίθουσα της Αλήθειας και θα περνούσε την κρίση του Όσιρι. Ακόμα, αν μια οικογένεια δεν τιμούσε τον νεκρό της, ήταν σχεδόν εγγυημένο ότι το πνεύμα του θα επέστρεφε στοιχειώνοντάς τους και προκαλώντας τους όλων των ειδών τα προβλήματα. Η απόδοση τιμής στον νεκρό, σήμαινε την απόδοση σεβασμού όχι μόνο στο συγκεκριμένο άτομο, αλλά και στη συμβολή και τα επιτεύγματά του στη ζωή, τα οποία έγιναν δυνατά χάρη στην καλοσύνη των θεών.
Ζώντας συνειδητά με καλοσύνη, αρμονία, ισορροπία και ευγνωμοσύνη προς τους θεούς, ήλπιζαν ότι οι καρδιές τους θα βρεθούν ελαφρύτερες από το φτερό της αλήθειας, όταν θα πήγαιναν να σταθούν ενώπιον του Όσιρι μετά θάνατον. Εφόσον δικαιώνονταν, θα περνούσαν σε μια αιωνιότητα της ίδιας καθημερινής ζωής που είχαν αφήσει πίσω τους όταν πέθαναν. Όσα φαίνονταν χαμένα με τον θάνατο, επέστρεφαν στη μετά θάνατον ζωή. Η έμφαση, σε κάθε πτυχή της ζωής τους, δινόταν στο να δημιουργήσουν μια ζωή που να αξίζει να τη ζήσουν για μια αιωνιότητα. Αναμφίβολα, πολλά άτομα απέτυχαν σε αυτό, αλλά ως ιδανικό άξιζε τον κόπο και διαπότιζε την καθημερινή ζωή των αρχαίων Αιγυπτίων με ένα νόημα και έναν σκοπό που χαρακτήρισε και ενέπνευσε τον εντυπωσιακό πολιτισμό τους.