Κατά το δεύτερο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου, το 430 π.Χ., ξέσπασε στην Αθήνα ένας καταστροφικός λοιμός. Η ασθένεια θα επέμενε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και της ανατολικής Μεσογείου μέχρι να εξασθενίσει το 426 π.Χ. Η προέλευση της επιδημίας τοποθετείται στην υποσαχάρια Αφρική, νότια της Αιθιοπίας. Εξαπλώθηκε προς τα βόρεια και δυτικά, μέσω της Αιγύπτου και της Λιβύης και σάρωσε τα παράλια της Μεσογείου Θάλασσας, φτάνοντας στην Περσία και την Ελλάδα. Η επιδημία έφτασε στην Αθήνα μέσω του λιμανιού του Πειραιά. Ο Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης κατέγραψε την πανδημία στο μνημειώδες έργο του για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404 π.Χ.) ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Σύμφωνα με διάφορους μελετητές, μέχρι το τέλος της, η επιδημία σκότωσε πάνω από το 1/3 του πληθυσμού, που αριθμούσε 250.000 – 300.000 κατά τον 5ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με τις περισσότερες καταγραφές, ο λοιμός που χτύπησε την Αθήνα ήταν το πλέον θανατηφόρο επιδημικό συμβάν της κλασσικής περιόδου στην Ελλάδα.
Η περιγραφή του λοιμού από τον Θουκυδίδη
Στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Θουκυδίδης διακόπτει την αφήγησή του για να παρέχει μια ιδιαίτερα λεπτομερή περιγραφή των συμπτωμάτων των ασθενών που είχε παρατηρήσει· συμπτώματα που γνώριζε καθώς χτυπήθηκε και ο ίδιος από την ασθένεια. Παρά την έλλειψη ιατρικών γνώσεων, ο Θουκυδίδης δίνει μια γλαφυρή περιγραφή της νόσου:
Όλοι, όμως, όσοι ήσαν υγιείς πάθαιναν την αρρώστια ξαφνικά. Στην αρχή με δυνατούς πονοκεφάλους, ψηλό πυρετό, με φλόγωση των ματιών, που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρωμούσε. Μετά απ᾽ αυτό άρχιζε φτέρνισμα και η αρρώστια κατέβαινε ύστερα από λίγο στο στήθος, προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις κάθε είδους χολής, απ᾽ τα όσα έχουν περιγράψει οι γιατροί. Μετά, τους περισσότερους τους έπιανε λόξιγκας που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς. Σ᾽ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ᾽ άλλους κρατούσε πολύ. Το σώμα, εξωτερικά, δεν ήταν, στην αφή, πολύ θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλωμό, γεμάτο φουσκαλίδες κι εξανθήματα. (Θουκυδίδης 2.49, μτφρ. Αγγ. Βλάχος)
Ο Θουκυδίδης περιγράφει περαιτέρω ασθενείς με πυρετό τόσο υψηλό ώστε δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα και προτιμούσαν να μένουν γυμνοί, ενώ ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να βυθιστούν σε δροσερό νερό. Ο Θουκυδίδης παρατήρησε ότι οι άρρωστοι υπέφεραν από «ακατάπαυτη δίψα», που όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Πολλοί δεν μπορούσαν να βρουν ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία. Οι περισσότεροι πέθαιναν μέσα σε 7-9 ημέρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Αν ο ασθενής ήταν αρκετά τυχερός ώστε να ξεπεράσει το αρχικό στάδιο της μόλυνσης, ο Θουκυδίδης παρατήρησε ότι στη συνέχεια υπέφερε από «ισχυρή έλκωση» και ακατάσχετη διάρροια που συνήθως επέφερε τον θάνατο από εξάντληση. Όσοι κατάφερναν να επιβιώσουν, συχνά υφίσταντο παραμόρφωση στα γεννητικά όργανα και στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών (που κάποιες φορές τα έχαναν), τύφλωση και αμνησία (δεν ήξεραν ποιοι είναι και δεν αναγνώριζαν τους οικείους τους). Ο Θουκυδίδης πρόσεξε ότι σε κάποιες περιπτώσεις, τα όρνια και άλλα ζώα που τρέφονταν με ανθρώπινη σάρκα, δεν πλησίαζαν τα άταφα σώματα ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, ψοφούσαν.
Ποια ήταν η ασθένεια;
Για σχεδόν 2.500 χρόνια, ιστορικοί και μελετητές επιχειρούν να ταυτοποιήσουν την ασθένεια που σάρωσε την Αθήνα προκαλώντας τόσους θανάτους. Ο Θουκυδίδης, που δεν είχε ιατρική εκπαίδευση, δεν προσδιορίζει μια συγκεκριμένη ασθένεια, αλλά μόνο τα διάφορα συμπτώματα, την εξέλιξη της και την αντίδραση των ανθρώπων που νοσούσαν. Σημειώνει ότι οι γιατροί δοκίμασαν διάφορες θεραπείες και φάρμακα, τα οποία απέτυχαν. Οι γιατροί ήταν από τα πρώτα θύματα, λόγω της συνεχούς επαφής τους με τους ασθενείς, κάτι που δείχνει ότι όποια και αν ήταν η ασθένεια, ήταν μεταδοτική. Μέσα στη θέρμη του πολέμου, ειπώθηκε ότι το νερό των δεξαμενών του Πειραιά είχε δηλητηριαστεί, προκαλώντας την νόσηση ακόμα και ακμαίων ανδρών.
J. F. D. Shrewsbury - Ιλαρά
Τα τελευταία 60 χρόνια, ο λοιμός των Αθηνών έχει ταυτιστεί με δώδεκα διαφορετικές λοιμώδεις νόσους. Στο βιβλίο «The Plague of Athens», ο J.F.D. Shrewsbury χαρακτηρίζει την ασθένεια ως «νεόφερτη» στην Αθήνα. Ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι οι γιατροί δεν γνώριζαν ποια είναι η αρρώστια που χτύπησε τον πληθυσμό. Οι λόγοι που αποφάσισε να περιγράψει τα συμπτώματα, ήταν για να βοηθήσει στη διάγνωσή της στην περίπτωση που ενέσκηπτε ξανά στο μέλλον. Ο Shrewsbury παραθέτει μια σειρά γνωματεύσεων από την δεκαετία του 1940, που επιχειρούν να ταυτοποιήσουν την ασθένεια. Ο τύφος, ο τυφοειδής πυρετός, η ευλογιά, η πανούκλα και ένας συνδυασμός των προαναφερθέντων, προτάθηκαν ως υπαίτιοι της επιδημίας.
Η ευλογιά προτείνεται ως η πιο πιθανή αιτία, ακολουθούμενη από τον τύφο και τη βουβωνική πανώλη. Ο Shrewsbury απέκλεισε την ευλογιά, καθώς όσοι προσβάλλονται από αυτή την ασθένεια δεν είναι ικανοί να μετακινηθούν από τα κρεβάτια τους, πόσο μάλλον να μπουν μόνοι τους σε κρύο νερό, όπως λέει ο Θουκυδίδης ότι έκαναν κάποιοι. Ούτε αναφέρει ο Θουκυδίδης πόνους στην πλάτη, ένα σύμπτωμα χαρακτηριστικό της πρώτης φάσης της ασθένειας. Ο τύφος αποκλείστηκε καθώς δεν φαίνεται να υπήρχε ικανός πληθυσμός μαύρων αρουραίων που μεταφέρουν τις μολυσματικές ψείρες, ούτε υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η Αθήνα ή οι πολίτες της ζούσαν μέσα στη βρωμιά και τις ακαθαρσίες και δεν είχαν βασική προσωπική υγιεινή (μπάνιο ή καθαρά ρούχα) ώστε να ευνοούν τις ψείρες. Η κώφωση, και όχι η τύφλωση που προσέβαλε τους αρρώστους της Αθήνας, είναι ένα άλλο ενδεικτικό σύμπτωμα του τύφου. Η βουβωνική πανώλη απορρίφθηκε το ίδιο εύκολα, λόγω της απουσίας ενδείξεων περί παρουσίας μαύρων αρουραίων που μεταφέρουν ψύλλους με το βακτήριο Yesinia pestis. Η πνευμονική πανώλη απορρίφθηκε κι αυτή ως αιτία της επιδημίας, καθώς ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει αιμόπτυση, σύμπτωμα που συνδέεται συνήθως με αυτή τη θανατηφόρα ασθένεια. Ο τυφοειδής πυρετός, μια ασθένεια που μεταφέρεται στο νερό, επίσης αποκλείστηκε, αφού ο Θουκυδίδης δεν περιγράψει μολυσμένα κανάλια ή ασθενείς που έπασχαν από πρωκτορραγία. Τέλος, ο Shrewsbury καταλήγει στην ιλαρά ως αιτία. Η τοξικότητά της, μαζί με την περιγραφή από τον Θουκυδίδη κοινών συμπτωμάτων της, όπως η τύφλωση, η διάρροια, η γάγγραινα, το φτέρνισμα, ο πυρετός και η δίψα, υποδηλώνουν ότι ήταν νέα στην Αθήνα.
D. L. Page - Ιλαρά
Στο επιστημονικό του άρθρο “Thucydides' Description of the Great Plague at Athens”, ο D.L. Page φτάνει στο συμπέρασμα ότι μια τοξική μορφή ιλαράς σάρωσε την Αθήνα. Η διάγνωση βασίστηκε σε δύο σημεία της περιγραφής του Θουκυδίδη. Το πρώτο αφορά στους ασθενείς που παρέμειναν κινητικοί στα πρώτα στάδια της ασθένειας· δεν αναφέρεται δυσεντερία ή νευρολογικά συμπτώματα όπως παραλήρημα ή κώμα, αν και σε ορισμένους ασθενείς φαίνεται ότι εμφανίστηκε κατάθλιψη. Με βάση τη μετάφραση των ελληνικών όρων και του λεξιλογίου που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, η περιγραφή της δεύτερης φάσης των συμπτωμάτων υποδεικνύει ότι δεν υπάρχει περίοδος επώασης, με την ασθένεια να εκδηλώνεται άμεσα και να κορυφώνεται σε διάστημα 7-9 ημερών. Στην περίπτωση που κάποιος ασθενής επιβίωνε, εμφανίζονταν βλάβες στο έντερο συνοδευόμενες από αδυναμία και διάρροια. Απώλεια μνήμης, τύφλωση και γάγγραινα ακολουθούσαν σύντομα. Ο Θουκυδίδης σημειώνει ότι η ασθένεια δεν εμφανιζόταν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Αν είναι έτσι, τότε η ιλαρά φαίνεται ως η πιθανότερη εκδοχή, αν συγκριθούν οι σύγχρονες περιγραφές μιας επιδημίας ιλαράς με την περιγραφή του Θουκυδίδη. Η ευλογιά, ο τύφος, η βουβωνική πανώλη και ο τυφοειδής, αποκλείονται λόγω της ασυνεπούς συμπτωματολογίας και της ταχείας εξέλιξης του λοιμού της Αθήνας.
W. P. McArthur - Τύφος
Ο W. P. McArthur διαφωνεί στο άρθρο του “The Athenian Plague: A Medical Note”, ταυτίζοντας τον τύφο με την πιθανότερη αιτία. Παλαιότεροι μελετητές υποστήριζαν ότι προκειμένου να διαγνωστεί τύφος, οι Αθηναίοι έπρεπε να βρίσκονται σε τακτική επαφή με μαύρους αρουραίους. Ο McArthur απαντά ότι ο τύφος δεν μεταδίδεται από τους αρουραίους, αλλά από τις ψείρες. Πρόσθετα συμπτώματα υποδηλώνουν τύφο, όπως περιγράφονται από τον Θουκυδίδη, περιλαμβάνουν κάποιον βαθμό νευρολογικής δυσλειτουργίας, ανικανοποίητη δίψα, παραλήρημα, αυξημένα επίπεδα δύναμης και αντοχής, παραισθήσεις, αιμορραγία, μπλε απόχρωση του δέρματος, σπασμούς, διάρροια, τύφλωση και απώλεια δακτύλων.
P. Salway & W. Dell - Ερυσίβη
Εξαιτίας της έλλειψης συναίνεσης και των αντιφατικών συμπερασμάτων των διάφορων μελετητών, οι P. Salway και W. Dell συνέχισαν τη συζήτηση για τη φύση της ασθένειας που χτύπησε την Αθήνα, στο βιβλίο “Plague at Athens”. Αναγνωρίζοντας ότι ο Θουκυδίδης είναι η μοναδική πηγή πληροφοριών για την επιδημία, οι συγγραφείς εστιάζουν στα συγκεκριμένα συμπτώματα που αναφέρει ο αρχαίος ιστορικός. Η πολλαπλότητα των συμπτωμάτων καθιστά δύσκολη την εξαγωγή ακλόνητων συμπερασμάτων. Ο πυρετός, οι νευρολογικές διαταραχές, η εντερική αιμορραγία και η γάγγραινα, υποδηλώνουν πολλές πιθανές παθήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι πουλιά και ζώα αρρώσταιναν από την επαφή τους με μολυσμένα πτώματα. Όλες οι λοιμώδεις ασθένειες αποκλείστηκαν, καθώς τα συμπτώματα δεν ταιριάζουν με καμία γνωστή πάθηση. Έτσι, οι Salway και Dell έστρεψαν την προσοχή τους στην τροφή και το νερό, ως πιθανές πηγές μόλυνσης. Το νερό αποκλείστηκε, αφού από την επιδημία επηρεάστηκαν και στρατιώτες που πολεμούσαν μακριά από την Αθήνα. Επομένως, απομένουν τα «μολυσμένα σιτηρά» ως πιθανή αιτία. Συγκεκριμένα, ο τοξικός μύκητας ερυσίβη, σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, μπορεί να προσβάλει πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα. Τα αρχικά συμπτώματα της δηλητηρίασης από ερυσίβη, περιλαμβάνουν κατάθλιψη, κοιλιακό πόνο με κράμπες, μπλε δέρμα, κρύα άκρα και πόνους στον αυχένα. Καθώς η ασθένεια προχωρά, εμφανίζονται αϋπνία, αίσθηση εσωτερικού καύσου και κράμπες στα πόδια. Στο πιο σοβαρό της στάδιο, η ερυσίβη προκαλεί παραλήρημα, σπασμούς, γάγγραινα, ακατάσχετη διάρροια και φουσκάλες στα χέρια και τα πόδια, που συνοδεύονται από εκτεταμένες μοβ κηλίδες. Και οι παλαιότεροι μελετητές είχαν προτείνει την ερυσίβη, αλλά η διάγνωσή της είχε περιοριστεί στις υποσημειώσεις τους. Η καταστροφή των συγκομιδών και των καλλιεργειών υποδηλώνει ότι τα μολυσμένα σιτηρά και το αλεύρι μπορεί να προέρχονταν από τη Θράκη ή την Αττική.
C. H. Eby & H. D. Evjen - Μελιοείδωση
Στο βιβλίο “The Plague at Athens: A New Oar in Muddied Waters”, οι Clifford H. Eby και Harold D. Evjen αναγνωρίζουν ότι η περιγραφή των συμπτωμάτων της επιδημίας από τον Θουκυδίδη, που παραπέμπει σε μια σειρά από γνωστές μολυσματικές ασθένειες, επιτρέπει στον αναγνώστη να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα σχετικά με τη φύση της ασθένειας που έπληξε την Αθήνα το 430 π.Χ. Η μεταβαλλόμενη εξέλιξη της νόσου (τόσο της ασθένειας καθαυτής όσο και των συμπτωμάτων της, μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου) και η έλλειψη γνώσεων για την αρχαία ελληνική ιατρική, καθιστά προβληματική την ακριβή διάγνωση. Οι Eby και Evjen υιοθέτησαν μια νέα προσέγγιση για να λύσουν το μυστήριο: αναζήτησαν μια ασθένεια που δεν υπήρχε πλέον στους ευρωπαϊκούς και τους αμερικανικούς πληθυσμούς, της οποία τα συμπτώματα ταιριάζουν με εκείνα που περιγράφει ο Θουκυδίδης. Οι συγγραφείς εστίασαν ιδιαίτερα στον ισχυρισμό του Θουκυδίδη για τα πουλιά και τα ζώα που τρέφονται συνήθως με ανθρώπινα πτώματα. Η μοναδική εξαίρεση που απουσιάζει από την καταγραφή του Θουκυδίδη, είναι ο σκύλος. Μετά από γνωμοδότηση των κτηνιάτρων, προτάθηκε η μελιοείδωση ως πιθανή αιτία της επιδημίας, καθώς είναι κοινή ασθένεια στους ανθρώπους και τα κυνοειδή. Η μελιοείδωση παράγει συμπτώματα εξανθήματος, πυρετού, δερματικές βλάβες, βήχα, ρινικές και οφθαλμικές εκκρίσεις που οδηγούν σε σηψαιμία και αμέσως μετά στον θάνατο. Η ασθένεια υπήρχε τον 4ο αιώνα, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, αλλά είχε εξαλειφθεί από την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Η μελιοείδωση παρουσιάζεται κυρίως σε άλογα και μουλάρια, αλλά μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους μέσω της επαφής με τις ρινικές εκκρίσεις του μολυσμένου ζώου ή αν οι άνθρωποι μοιράζονται την ίδια μολυσμένη παροχή νερού. Όταν ένας άνθρωπος προσβληθεί από την ασθένεια, αυτή μπορεί να μεταδοθεί πολύ γρήγορα σε άλλους ανθρώπους, με το φτάρνισμα ή τον βήχα. Εφόσον η επιδημία ξέσπασε εν μέσω πολέμου, υπήρχαν σίγουρα άλογα και μουλάρια μέσα και γύρω από την Αθήνα, για την εξυπηρέτηση των στρατευμάτων. Λίγα μόνο μολυσμένα ζώα, σε στενή επαφή με ανθρώπους ή με τις πηγές νερού, θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει τον λοιμό. Η μελιοείδωση δεν είναι πάντα θανατηφόρα. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι κάποιοι ανάρρωσαν από την ασθένεια, που παρείχε έναν βαθμό ανοσίας στους επιζώντες στην περίπτωση νέας πανδημίας.
R. J. Littman & M. L. Littman - Ευλογιά
Η μελέτη των Robert J. Littman και M. L. Littman, “The Athenian Plague: Smallpox”, επανέφερε τη συζήτηση στη γλώσσα και τη μετάφραση, καθώς η ακρίβεια της γλώσσας και των εννοιών, επηρεάζει τη διάγνωση. Επιπλέον, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης εντοπίζει συμπτώματα, όπως το εξάνθημα, που είναι ελλιπές και πιθανώς ασήμαντο, και η δίψα, που είναι συχνή σε πολλές μολυσματικές ασθένειες. Οι Littman απέκλεισαν οποιαδήποτε ασθένεια δεν είναι μεταδοτική και δεν παράγει ανοσία, όπως περιγράφεται από τον Θουκυδίδη. Περαιτέρω, τα συμπτώματα και ειδικά τα δευτερεύοντα, αλλάζουν από τη μία επιδημία στην άλλη, ενώ κάθε άτομο δεν εμφανίζει όλα τα συμπτώματα. Δευτερεύουσες λοιμώξεις, όπως η πνευμονία, μπορεί να συγχέονται από μη γνώστες όπως ο Θουκυδίδης, με τα πρωτογενή συμπτώματα. Επαναξιολογώντας την περιγραφή του Θουκυδίδη τόσο για τα συμπτώματα όσο και για τη εξέλιξη της επιδημίας, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για ευλογιά. Οι διάφορες μορφές της πανώλης (βουβωνική, πνευμονική), ο τυφοειδής και η ερυσίβη αποκλείστηκαν, καθώς η ερυσίβη δεν είναι μολυσματική και ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει πρησμένους λεμφαδένες, που είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της πανώλης. Ο τύφος και η ιλαρά αποκλείστηκαν και αυτά, καθώς το εξάνθημα που συνδέεται και με τα δύο δεν ταιριάζει με την περιγραφή του Θουκυδίδη για φουσκάλες και πληγές. Ακόμα, οι φλύκταινες της ευλογιάς εμφανίζονται στα άκρα, αντίθετα με τον τύφο ή την ιλαρά. Ο Θουκυδίδης περιγράφει την τύφλωση ως συνέπεια της ασθένειας της Αθήνας, η οποία είναι συνήθης στην ευλογιά, αλλά όχι στον τύφο ή στην ιλαρά. Η περιγραφή του Θουκυδίδη για απώλεια μνήμης περιπλέκει τη διάγνωση, αλλά η ευλογιά μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλίτιδα που οδηγεί σε αμνησία. Η απώλεια δαχτύλων, που επισημαίνει ο Θουκυδίδης, είναι πιθανόν να προκλήθηκε από γάγγραινα, η οποία αποτελεί επιπλοκή της ευλογιάς. Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς από τον Θουκυδίδη σε ουλές, που αποτελούν συχνή μόνιμη συνέπεια της ευλογιάς, οφείλεται στο ότι ο ιστορικός ακολουθεί την θεωρία της σχολής του Ιπποκράτη, που έδινε έμφαση στην πρόγνωση και όχι στη διάγνωση.
A. J. Holladay & J. C. F. Poole – Πολλαπλές ασθένειες
Στο άρθρο τους “Thucydides and the Plague of Athens”, οι A. J. Holladay και J. C. F. Poole επισημαίνουν ότι η περιγραφή του Θουκυδίδη για τον λοιμό της Αθήνας, απλά δεν ταιριάζει με καμία σύγχρονη ασθένεια. Όλα τα συμπτώματα που αναφέρει ο Θουκυδίδης μπορούν να αντιστοιχηθούν με σχεδόν οποιαδήποτε ασθένεια, αν ο ερευνητής επιλέξει να αγνοήσει κάποια από αυτά. Επιπλέον, τόσο τα παράσιτα όσο και οι ξενιστές, εξελίσσονται στην πορεία του χρόνου, λόγω της επανειλημμένης έκθεσης και αμφότεροι προσαρμόζονται για να επιβιώσουν. Οι συγγραφείς αναλύουν τις διάφορες διαγνώσεις και τα ζητήματα που προκύπτουν για καθεμία. Η ευλογιά είναι η πιο συχνά προτεινόμενη αιτία της επιδημίας. Η ευλογιά είναι μεταδοτική και συνοδεύεται από πυρετό και εξάνθημα με αποτέλεσμα υψηλό ποσοστό θνησιμότητας, ωστόσο οι επιζώντες αποκτούν κάποιο βαθμό ανοσίας από την έκθεση. Η μη αναφορά από τον Θουκυδίδη σε ουλές, είναι προβληματική, αλλά δεν αποκλείει απαραίτητα την ευλογιά. Η γάγγραινα των άκρων που αναφέρει, είναι εξαιρετικά σπάνια σε κρούσματα ευλογιάς. Ο μόνος γνωστός ξενιστής για την ευλογιά είναι οι άνθρωποι, ωστόσο ο Θουκυδίδης λέει ότι τα πουλιά και τα ζώα, ειδικά τα σκυλιά, προσβάλλονταν από την ασθένεια της Αθήνας. Το χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας δεν αποκλείει την ευλογιά, καθώς ο Θουκυδίδης αναφέρει ένα ποσοστό θανάτων 25% μεταξύ των στρατιωτών, αλλά δεν αναφέρει το ποσοστό μεταξύ των παιδιών, ειδικά εκείνων κάτω των 5 ετών, τα οποία είναι πιθανότερο να πεθάνουν.
Η περίπτωση της βουβωνικής πανώλης, παραμένει υποψήφια, καθώς επηρεάζει τόσο τον άνθρωπο όσο και τα ζώα. Όμως, η απουσία οποιασδήποτε περιγραφής από τον Θουκυδίδη για πρησμένους λεμφαδένες και το γεγονός η ασθένεια μεταδίδεται από ψύλλους και όχι από άνθρωπο σε άνθρωπο, μειώνει τις πιθανότητες ο αθηναϊκός λοιμός να ήταν πανώλη. Η οστρακιά αποκλείστηκε ως αιτία, καθώς επηρεάζει μόνο τους ανθρώπους και όχι τα ζώα, όπως αναφέρεται από τον Θουκυδίδη, και γενικά έχει πολύ χαμηλό ποσοστό θνησιμότητας (τουλάχιστον μέχρι τον 20ο αιώνα, αν και θα μπορούσε να ήταν υψηλότερο σε προηγούμενες εποχές). Η ιλαρά αποκλείστηκε για τους ίδιους λόγους και, επιπλέον, συνήθως εμφανίζεται σε πόλεις με πολύ πυκνούς πληθυσμούς άνω των 300.000, ελάχιστοι από τους οποίους υπήρχαν στον αρχαίο κόσμο. Και τα δύο είδη τύφου αποκλείονται, επειδή ο Θουκυδίδης περιέγραψε τα εξανθήματα των θυμάτων ως μικρές φουσκάλες και πληγές, ενώ ο τύφος εμφανίζει κόκκινες κηλίδες αλλά όχι φουσκάλες και δεν υπέδειξε ψυχικά συμπτώματα που συχνά εκδηλώνονταν από πάσχοντες από τύφο. Η προέλευση της ασθένειας δεν εντοπίζεται μέσα στην Αθήνα, αλλά σε διάφορα πηγάδια, οπότε ένα ξέσπασμα τυφοειδούς πυρετού απορρίπτεται ως αιτία της επιδημίας. Η ερυσίβη αποκλείεται, επίσης, καθώς δεν είναι μεταδοτική, δεν προκαλεί ανοσία στους επιζώντες και δεν προκαλείται από την εξάπλωση μικροβίων.
Η πιθανότητα να ήταν ο λοιμός των Αθηνών ένας συνδυασμός ασθενειών, είναι πολλά υποσχόμενη, ειδικά εάν όλες οι άλλες ασθένειες, από μόνες τους, αποκλείονται ως πιθανές αιτίες της επιδημίας. Πολλαπλές ασθένειες μπορούν να υπάρχουν και υπάρχουν ταυτόχρονα σε κάθε κοινωνία και η επιβίωση από μια ασθένεια δεν εγγυάται ότι ένα άτομο θα επιβιώσει από άλλες ασθένειες που υπάρχουν. Ωστόσο, η θεωρία του συνδυασμού είναι αμφισβητήσιμη, λόγω της αναφοράς του Θουκυδίδη σε ανοσία των επιζώντων. Οι σύγχρονοι μελετητές υπέθεσαν λανθασμένα ότι η επιδημία που έπληξε την Αθήνα οφειλόταν σε μία γνωστή σήμερα ασθένεια. Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, η ασθένεια που αποδεκάτισε την Αθήνα να έχει πλέον εξαλειφθεί ή, μετά από 24 αιώνες, το μικρόβιο που την προκάλεσε να έχει αλλάξει σημαντικά, μαζί με τα διάφορα συμπτώματα, ώστε να μην αναγνωρίζεται πλέον. Το ερώτημα του τι έπληξε την Αθήνα το 430 π.Χ. μπορεί να παραμείνει αναπάντητο, όσο οι ερευνητές προσπαθούν να αντιπαραβάλλουν την αρχαία ασθένεια με τις εκδοχές μιας σύγχρονης πάθησης.
J. Longrigg - Πολλαπλές ασθένειες
Απαντώντας στις διάφορες μελέτες που ταύτιζαν την επιδημία της Αθήνας με μία από τουλάχιστον δώδεκα γνωστές ασθένειες, ο James Longrigg σημειώνει στο άρθρο “The Great Plague of Athens”, ότι στα αρχικά στάδια πολλών ασθενειών, είναι δύσκολο να γίνουν ακριβείς διαγνώσεις, καθώς τα πρώτα συμπτώματα είναι συχνά κοινά σε πολλές διαφορετικές λοιμώξεις. Η διάγνωση γίνεται πιο δύσκολη, όταν η πρωταρχική πηγή πληροφοριών είναι μια λογοτεχνική αφήγηση και όταν ο συγγραφέας της αφήγησης – εν προκειμένω ο Θουκυδίδης – είναι ο ίδιος θύμα της νόσου. Ασθένειες που προσβάλλουν έναν παρθένο πληθυσμό (μια ομάδα ανθρώπων που δεν είχαν εκτεθεί προηγουμένως σε μια συγκεκριμένη ασθένεια) είναι συχνά πιο μολυσματική, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Θουκυδίδης μπορεί να περιγράφει μια νέα ασθένεια που έφτασε στην Αθήνα. Η πλειοψηφία των όρων που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης στην αφήγησή του, είναι εθιμικοί και συνηθισμένοι ιατρικοί όροι που χρησιμοποιούνταν τον 4ο και 5ο αιώνα π.Χ. Η περιγραφή του δεν υποδηλώνει κάποια συγκεκριμένη ασθένεια αλλά μπορεί να ισχύει για πολλές ασθένειες. Δεδομένου ότι μια νόσος μπορεί να κάνει οποιονδήποτε πληθυσμό ευπαθή σε άλλες ασθένειες, ο Longrigg κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν ανόητο για τη σύγχρονη ιατρική να προσπαθεί να εντοπίσει μια ακριβώς όμοια ασθένεια ως αιτία της αθηναϊκής επιδημίας.
J. A. H. Wylie & H. W. Stubbs - Βακτηριακή μόλυνση
Στο άρθρο “The Plague of Athens: 430-428 B.C. Epidemic and Epizoötic”, οι J. A. H. Wylie και H. W. Stubbs επανεξέτασαν την πιθανότητα ο αθηναϊκός λοιμός να προήλθε από από τα ζώα (επιζωοτική νόσος). Επισημαίνουν ότι σκύλοι και πουλιά απέφευγαν τους νεκρούς ανθρώπους και όταν δεν το έκαναν, νοσούσαν. Τα βοοειδή που παρέμεναν στην πόλη φάνηκε να επιμηκύνουν τόσο την διάρκεια της νόσου όσο και την δραστικότητά της. Οι συγγραφείς προτείνουν ότι η λεπτοσπείρωση, μια βακτηριακή λοίμωξη που εξαπλώνεται από σκύλους και βοοειδή, υπήρχε στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα: υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού, κακές συνθήκες διαβίωσης και κακή τροφοδοσία. Η τουλαραιμία, μια άλλη βακτηριακή ασθένεια που μοιράζονται άνθρωποι και τα ζώα, μπορεί εύκολα να εξαπλωθεί από τα τρωκτικά και να μολύνει τους ανθρώπους, μέσω των τσιμπημάτων ψύλλων ή τσιμπουριών, της επαφής με μολυσμένα ζώα ή του μολυσμένου νερού. Τα περισσότερα συμπτώματα που περιγράφει ο Θουκυδίδης θα μπορούσαν να ισχύουν για τις επιζωοτικές ασθένειες, εκτός από εκείνα τα συμπτώματα που είναι συχνά κοινά σε ένα πλήθος λοιμώξεων. Ενώ οι ασθένειες αυτές είναι πολύ λιγότερο σοβαρές σήμερα, κυρίως λόγω της χρήσης των αντιβιοτικών, οι συνθήκες στην αρχαία Αθήνα το 430 π.Χ. θα είχαν προκαλέσει μια πιο σοβαρή επιδημία. Τελικά, η μετάλλαξη των βακτηρίων ή του ιού που έπληξε την Αθήνα, στο πέρασμα του χρόνου, περιπλέκει τη σύγχρονη διάγνωση.
D. M. Morens & R. J. Littman – Νόσος του αναπνευστικού
Χρησιμοποιώντας μια επιδημιολογική προσέγγιση και μαθηματικά μοντέλα για να συγκρίνουν την επιδημία της Αθήνας με άλλες αρχαίες επιδημίες που είχαν περιγραφεί προηγουμένως, η έρευνα των David M. Morens και Robert J. Littman με τίτλο “Epidemiology of the Plague of Athens”, περιόρισε τα πιθανά μέσα μετάδοσης, αποκλείοντας έτσι ορισμένες αιτίες και διαγνώσεις. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, υπάρχουν τρεις τύποι μετάδοσης: μέσω κοινής πηγής (που προέρχεται από την τροφοδοσία τροφίμων ή νερού), από άτομο σε άτομο και με ενεργοποίηση λανθάνουσας λοίμωξης (επιδημική πηγή από ένα ζώο, έντομο ή το περιβάλλον). Για να εξαπλωθεί η ασθένεια με τέτοια ταχύτητα και διασπορά, προκαλώντας τόσο εκτεταμένη καταστροφή της ανθρώπινης ζωής, ήταν πιθανότατα αναπνευστικής φύσης, με πιθανή προέλευση τα ζώα ή τα εντόμα. Σε αυτήν την περίπτωση, η επιδημία στην Αθήνα μοιάζει περισσότερο με ένα επεισόδιο τυφού ή ευλογιάς, που ταιριάζουν καλύτερα στην περιγραφή του Θουκυδίδη.
J.M.H.Hopper - Πυρετός της Λάσα
Το άρθρο του “An arenavirus and the plague of Athens”, ο J. M. H. Hopper αποκλείει να οφείλεται ο λοιμός σε έντομο – φορέα που ξεκίνησε από την Αιθιοπία και διέσχισε τον Νείλο. Επειδή η επιδημία περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην Αθήνα, χωρίς να εξαπλωθεί σε όλη την Ελλάδα, ο Hopper εξέτασε ως πιθανούς φορείς τους αρουραίους, τα ποντίκια, τους ψύλλους, τις ψείρες και τις κατσαρίδες. Ένας μικρός αρουραίος, ο οποίος μόλυνε τα τρόφιμα και τη σκόνη με τα ούρα του, βοηθώντας έτσι στη δημιουργία των συνθηκών για την εξάπλωση της νόσου από άτομο σε άτομο, είναι ο πιο πιθανός ύποπτος για τη μετάδοση του πυρετού της Λάσα. Η νόσος αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη Νιγηρία το 1969 και παρουσιάζει τα περισσότερα από τα συμπτώματα που περιγράφει ο Θουκυδίδης: πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο, ναυτία, εμετό, εξογκώματα στο δέρμα, στοματικά έλκη, εξανθήματα και ζάλη. Αν δεν θεραπευτεί, ο πυρετός της Λάσα μπορεί να επιφέρει τον θάνατο εντός 7 – 26 ημερών.
J. Bellemore, I. M. Plant & M. Cunnigham - Διατροφική Τοξική Αλευκία
Στο “Plague of Athens - Fungal Poison?”, οι Jane Bellemore, Ian M. Plant και Lynne M. Cunningham, επανεξετάζουν την πιθανότητα η επιδημία της Αθήνας να προκλήθηκε από κάποιου τύπου μυκητιασική δηλητηρίαση. Η δηλητηρίαση από ερυσίβη, που είχε προταθεί προηγουμένως, αποκλείστηκε επειδή το συγκεκριμένο είδος μύκητα εμφανίζεται κυρίως στη σίκαλη, την οποία η πλειοψηφία των Αθηναίων δεν κατανάλωνε. Ως εναλλακτική προτείνεται η Διατροφική Τοξική Αλευκία (ΔΤΑ), η οποία προκαλείται από μολυσμένο σιτάρι. Οι συγγραφείς στήριξαν το συμπέρασμά τους για τη φύση της επιδημίας στη σύγκριση με τα ποσοστά θνησιμότητας της ΔΤΑ που εμφανίστηκε στη Ρωσία τις δεκαετίες 1930 και 1940. Σχεδόν το 60% των νοσούντων κατέληξε μετά από κατανάλωση σιταριού που είχε αποθηκευτεί στη διάρκεια του χειμώνα. Ο μύκητας της ΔΤΑ δεν είναι ορατός με γυμνό μάτι και μπορεί να παραμείνει ενεργός στο αποθηκευμένο σιτάρι έως και επτά χρόνια. Τα συμπτώματα της ΔΤΑ εμφανίζονται σε 2-3 εβδομάδες και ο θάνατος επέρχεται σε 6-8 εβδομάδες. Τα συμπτώματα της ΔΤΑ ταιριάζουν απόλυτα με την περιγραφή του Θουκυδίδη: αίσθημα καύσου, πρησμένη γλώσσα, εμετός, διάρροια, στομαχικός πόνος, πονοκέφαλος, ζάλη, κόπωση, σιελόρροια, πόνοι στην πλάτη και τις αρθρώσεις, αιμορραγίες του δέρματος, φλύκταινες, σκίσιμο του δέρματος, αιμορραγία της μύτης, του στόματος και των πνευμόνων, παραλήρημα, σπασμοί, κατάθλιψη και αποπροσανατολισμός. Η πλήρης ανάρρωση από ΑΤΑ είναι δυνατή, υπό την προϋπόθεση ότι ο ασθενής δεν θα εκτεθεί ξανά στον μολυσμένο καρπό.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, περίπου 10.000 από τα 420.000 άτομα που είχαν καταλύσει εντός των τειχών, χάθηκαν· μια θνησιμότητα 2-5%. Από τις πλούσιες τάξεις, πέθανε το 25-30%, με βάση τον αριθμό των θανάτων μεταξύ ιππέων και οπλιτών. Η χαμηλότερη θνησιμότητα στις φτωχότερες τάξεις του γενικού πληθυσμού, μπορεί να συσχετιστεί με το γεγονός ότι οι πιο φτωχοί έτρωγαν κυρίως κριθάρι, ενώ οι πλούσιοι και οι καλύτερα αμειβόμενοι ιππείς και οπλίτες, μπορούσαν να αγοράσουν πιο ακριβά δημητριακά, όπως το σιτάρι. Η χρονική περίοδος από την κατανάλωση του μολυσμένου καρπού μέχρι την εκδήλωση της ασθένειας, δεν προσδιορίζεται από τον Θουκυδίδη και έτσι, δεν εξετάστηκε το ενδεχόμενο δηλητηρίασης από μύκητα (η μυκητιασική δηλητηρίαση δεν αναγνωρίστηκε ιατρικά μέχρι τον 16ο-17ο αιώνα). Αν και η δηλητηρίαση είχε θεωρηθεί και προηγουμένως ως πιθανή αιτία του λοιμού της Αθήνας, οι παλαιότεροι μελετητές εξέτασαν το νερό της Αθήνας και όχι τα αποθέματα τροφίμων της.
M. J. Papagrigorakis et al – Τυφοειδής
Πρόσφατη έρευνα του Μανώλη Παπαγρηγοράκη κ. ά. (“DNA examination of ancient dental pulp incriminates typhoid fever as aprobable cause of the Plague of Athens”) για τα αίτια της επιδημίας της Αθήνας, έκανε χρήση των μεθόδων ανάλυσης DNA. Λείψανα περίπου 150 ανθρώπων ανασύρθηκαν το 1995 από ομαδικό τάφο στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, τοποθεσία που έχει συνδεθεί με τον λοιμό της Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο τάφος περιείχε αρκετά οστά και δόντια ώστε να είναι δυνατή η λήψη δειγμάτων DNA, ειδικά από οδοντικό πολφό που επιτρέπει μια ακριβέστερη βιοϊατρική ανάλυση του τι συνέβη το 430 π.Χ. Τα διάφορα στάδια της εξέτασης έδειξαν ότι η βουβωνική πανώλη, ο τύφος, ο άνθρακας, η φυματίωση, η δαμαλίτιδα και η φελίνωση, δεν ήταν οι αιτίες της μαζικής ασθένειας. Το έβδομο στάδιο αναλύσεων αποκάλυψε ίχνη τυφοειδούς πυρετού στα δόντια τριών θυμάτων. Πολλά από τα συμπτώματα που περιγράφει ο Θουκυδίδης, όπως ο πυρετός, το εξάνθημα και η διάρροια, ταιριάζουν με τα συμπτώματα του τυφοειδούς, ενώ άλλα δεν ταιριάζουν. Αυτό μπορεί να εξηγείται από την εξέλιξη της νόσου στο πέρασμα του χρόνου.
Συμπέρασμα
Το ξέσπασμα του λοιμού της Αθήνας το 430 π.Χ. παραμένει ένα μυστήριο. Μεταξύ των πολλών πιθανών διαγνώσεων, έχουν προταθεί ο Έμπολα, ο τυφοειδής, η ευλογιά, η ιλαρά, η βουβωνική πανώλη, η χολέρα, η γρίπη, η ερυσίβη και μια σειρά από ασθένειες των ζώων. Η επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχει αποδεχτεί καμία ως την υπαίτια θανατηφόρα ασθένεια. Επιπλέον, η περιγραφή που προσφέρει ο Θουκυδίδης έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, όσον αφορά στο τι πραγματικά σημαίνουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της νόσου σε μετάφραση. Περαιτέρω, ο Θουκυδίδης ερευνάται τόσο για το κίνητρό του να συμπεριλάβει το επεισόδιο της νόσου στο βιβλίο του, αλλά και για το γεγονός ότι δεν ήταν υγειονομικός οποιουδήποτε είδους και επομένως η αξιοπιστία του στη διάγνωση των συμπτωμάτων είναι αμφισβητήσιμη. Η πρόσφατη ανακάλυψη των μαζικών τάφων της περιόδου, προσέφερε νέες ελπίδες ότι θα υπάρξει μια οριστική διάγνωση, καθώς οι σύγχρονες τεχνικές ανάλυσης DNA θα θέσουν οριστικό τέλος σε μια διαμάχη σχεδόν 2.000 ετών. Τα δείγματα DNA που εξήχθησαν από δόντια έδειξαν τον τυφοειδή πυρετό ως πιθανότερο αίτιο, αλλά αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης, η διάγνωση αμφισβητήθηκε από άλλους επιστήμονες, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ήταν προβληματική. Η δυνατότητα δειγματοληψίας DNA είναι περιορισμένη, ειδικά για την ανίχνευση ιών που απαιτούν δοκιμές RNA, αλλά και οι ιοί αλλοιώνονται γρήγορα με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να ανακαλύψουμε κάποτε τι συνέβη στην Αθήνα.