Στο βιβλίο Β της Πολιτείας του, ο Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων (428 – 348 π.Χ.), ασχολείται με το ζήτημα του πώς μπορεί κάποιος να γνωρίζει ότι οι πεποιθήσεις του είναι ορθές. Στην πορεία της σκέψης του εγείρει ερωτήματα όπως «Πώς γνωρίζουμε εάν οι πιο βαθιές πεποιθήσεις μας είναι έγκυρες ή απλώς το αποτέλεσμα της ανατροφής, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος και της θρησκείας μας;». Ο Πλάτων επιχειρεί να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, εντοπίζοντας ένα μεγάλο εμπόδιο: το «ψεύδος στην ψυχή», ένα ψέμα που κάποιος αποδέχεται ως αλήθεια σε θεμελιακό επίπεδο, το οποίο στρεβλώνει την ερμηνεία της πραγματικότητας και της συμπεριφοράς και των κινήτρων των άλλων, αλλά και την ίδια την αντίληψη για τον εαυτό του και την αλήθεια.
Το «ψεύδος στην ψυχή» είναι πολύ επικίνδυνο, επειδή κάποιος δεν γνωρίζει ότι το έχει. Μάλιστα, η ιδέα αυτή μπορεί να ισχύει και για την αντίδραση πολλών αναγνωστών της Πολιτείας. Η Πολιτεία του Πλάτωνα εκλαμβάνεται συνήθως, εξ ορισμού, ως πολιτική φιλοσοφία και έχει επικριθεί ευρέως ότι προάγει ένα φασιστικό κράτος, στο οποίο ένας αγαθός φιλόσοφος-δικτάτορας – που υποτίθεται ότι γνωρίζει το καλό του λαού – εγκαθιστά μια αυστηρή κοινωνική ιεραρχία, λογοκρίνει την ελεύθερη έκφραση και καταπιέζει τις ζωές των πολιτών για να προσαρμοστούν στο δικό του ιδανικό του κοινού καλού.
Η κριτική αυτή αγνοεί συστηματικά τον ρητά δηλωμένο σκοπό του διαλόγου – να οριστεί η δικαιοσύνη – και το καίριο απόσπασμα 369 του Βιβλίου Β, στο οποίο ο Σωκράτης λέει ότι προκειμένου να κατανοήσουμε την αξία της δικαιοσύνης για το άτομο, πρέπει να εξετάσουμε πώς λειτουργεί η δικαιοσύνη σε μεγαλύτερη κλίμακα:
Ίσως λοιπόν να υπάρχει και περισσότερη δικαιοσύνη στο μεγαλύτερο, και επομένως να είναι ευκολότερο να μελετηθεί επάνω σ᾽ αυτό. Αν λοιπόν θέλετε, λέγω να εξετάσομε πρώτα [369a] στις πολιτείες την ουσία της δικαιοσύνης· κι έτσι έπειτα την εξετάζομε και σε κάθε άτομο χωριστά, προσπαθώντας να ιδούμε την ομοιότητα του μεγαλύτερου μέσα στη μορφή του μικρότερου. (Πολιτεία Β 369, μτφρ. Ι. Γρυπάρης)
Με άλλα λόγια, καθορίζοντας το πώς η αξία της δικαιοσύνης λειτουργεί στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινωνίας, στη συνέχεια μπορούμε να εξετάσουμε πώς λειτουργεί στο άτομο. Επομένως, η Πολιτεία δεν είναι απλώς ένα προσχέδιο για την ιδανική κοινωνία, αλλά ένας οδηγός για το πώς το άτομο μπορεί να κυριαρχήσει στις διάφορες πτυχές της προσωπικότητάς του, ώστε να γίνει η καλύτερη – πιο δίκαιη – έκδοση του εαυτού του. Ένα σημαντικό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, είναι να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν τα «γενναία ψεύδη» και τα «ψεύδη στην ψυχή», τι είναι και πώς μπορεί κάποιος να προστατευθεί ή να απαλλαγεί από αυτά, ώστε να κατανοήσει την αλήθεια με τη λογική.
Σύντομη περίληψη
Η Πολιτεία αρχίζει με τον Σωκράτη, ως αφηγητή, να παρακολουθεί τους εορτασμούς των Παναθηναίων, μαζί με τον Γλαύκωνα (μεγαλύτερο αδελφό του Πλάτωνα) και στη συνέχεια να δέχεται πρόσκληση να επισκεφθεί το σπίτι του φιλόσοφου Πολέμαρχου. Ο Αδείμαντος (άλλος αδελφός του Πλάτωνα) βαδίζει μαζί με τον Πολέμαρχο και πιέζει τον Σωκράτη να αποδεχθεί την πρόσκληση. Στο σπίτι, η συνομιλία του Σωκράτη με τον πατέρα του Πολέμαρχου, Κέφαλο, οδηγεί σε μια συζήτηση περί δικαιοσύνης, στην οποία συμμετέχουν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι.
Στο Βιβλίο Α, η συζήτηση αυτή μετατρέπεται σε διαλεκτική μονομαχία ανάμεσα στον Σωκράτη και τον σοφιστή Θρασύμαχο, επισκέπτη στο σπίτι. Ο Θρασύμαχος επιμένει ότι η δικαιοσύνη ορίζεται απλά ως τα συμφέροντα των ισχυρότερων που επικρατούν έναντι εκείνων των ασθενέστερων. Ο Σωκράτης απορρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό, αποδεικνύοντας ότι η ζωή του δίκαιου ατόμου είναι καλύτερη από εκείνη του άδικου.
Στο Βιβλίο Β, η συζήτηση συνεχίζεται με τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο να αποδέχονται τον ισχυρισμό του Θρασύμαχου, μόνο και μόνο για να αναλυθούν περαιτέρω τα επιχειρήματα του Σωκράτη. Στο σημείο αυτό ο Σωκράτης προτείνει να εξετάσουν την έννοια της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της πόλης, ώστε να μπορέσουν να την διαχειριστούν καλύτερα στο επίπεδο του ατόμου.
Στην Πολιτεία περιέχονται μερικά από τα γνωστότερα και με τη μεγαλύτερη επιρροή αποσπάσματα ολόκληρου του πλατωνικού έργου, ανάμεσά τους ο Μύθος του Γύγη που διηγείται ο Γλαύκων – η ιστορία ενός βοσκού ο οποίος βρίσκει ένα δαχτυλίδι που μπορεί να τον κάνει αόρατο και το χρησιμοποιεί για προσωπικό του όφελος. Ο Γλαύκων λέει την ιστορία για να δείξει ότι οι άνθρωποι κάνουν ότι μπορούν για να ωφελούν μόνο τον εαυτό τους. Ο Σωκράτης αντικρούει τον ισχυρισμό του Γλαύκωνα, αποδεικνύοντας και πάλι, ότι η δίκαιη και ενάρετη ζωή είναι πάντα καλύτερη από την άδικη και ιδιοτελή.
Στα Βιβλία Γ – Θ η θέση αυτή αναπτύσσεται με την σταθερή οικοδόμηση της ιδανικής κοινωνίας, που κυβερνάται από έναν φιλόσοφο-βασιλιά και καθορίζεται από την ιεραρχία τριών κοινωνικών ομάδων:
- Φύλακες Άρχοντες – η άρχουσα τάξη που αναγνωρίζει την αλήθεια και επιδιώκει τη σοφία
- Φύλακες Επίκουροι – οι υπερασπιστές της πολιτείας που επιδιώκουν την τιμή και αυτοθυσιάζονται για την πόλη
- Δημιουργοί – εκείνοι που επιδιώκουν τον υλικό πλούτο και τις ηδονές και εργάζονται για το καλό της πόλης.
Αυτές οι τρεις τάξεις αντιστοιχούν απευθείας στην αντίληψη του Πλάτωνα για την τριμερή φύση της ψυχής:
- Το λογιστικόν – που αναζητά την αλήθεια
- Το επιθυμητικόν – που αναζητά την τιμή
- Το θυμοειδές – που επιδιώξει την φυσική ικανοποίηση και τα υλικά αγαθά
Η «πόλη» στην Πολιτεία – αν και επιδέχεται κυριολεκτική ερμηνεία ως πολιτική οντότητα – είναι αλληγορικά η ψυχή. Το άτομο, κατά τον Πλάτωνα, πρέπει να οργανώσει τον εαυτό του με τον ίδιο τρόπο που θα δομούσε μια κοινωνική ιεραρχία. Ωστόσο, το πρώτο βήμα προς την αυτοπειθαρχία, είναι να βρίσκεται κανείς σε εγρήγορση και να είναι ικανός να ερμηνεύσει σωστά τον κόσμο και τη θέση του μέσα σε αυτόν.
Ο Πλάτων αναλύει αυτό το ζήτημα στο Βιβλίο Ζ, μέσω της περίφημης Αλληγορίας του Σπηλαίου, στην οποία άνθρωποι αλυσοδεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο ερμηνεύουν τις σκιές ως πραγματικότητα. Ένας από τους φυλακισμένους σπάει τα δεσμά του, βγαίνει από το σπήλαιο και αναγνωρίζει την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου και της φυλακής στην οποία κρατούνταν αυτός και οι άλλοι. Τότε, του παρουσιάζεται η επιλογή να επιστρέψει στο σκοτάδι και να προσπαθήσει να ελευθερώσει τους άλλους ή απλά να μείνει και να απολαύσει τη ζεστασιά του έξω κόσμου. Ο Πλάτων υποστηρίζει σθεναρά ότι είναι καθήκον του φιλοσόφου, ο οποίος έχει δει την αλήθεια, να επιστρέψει στο σπήλαιο και να βοηθήσει τους άλλους να επιτύχουν το ίδιο επίπεδο κατανόησης και να απελευθερωθούν από τις ψευδαισθήσεις τους. Επομένως, για να απελευθερωθεί κάποιος από το «ψεύδος στην ψυχή», χρειάζεται να ακολουθήσει το παράδειγμα του φωτισμένου φιλόσοφου.
Η Πολιτεία τελειώνει με την αφήγηση του πολεμιστή «Ηρός του Αρμενίου» - αναφέρεται συχνά ως Μύθος του Ηρός - (αν και ο ίδιος ο Πλάτων δεν τον χαρακτηρίζει ως «μύθο», αλλά τον παρουσιάζει σαν να συνέβη), στον οποίο, ένας στρατιώτης πεθαίνει, ταξιδεύει στη μετά θάνατο ζωή και επιστρέφει στον κόσμο των θνητών για να διηγηθεί την ιστορία του. Ο Πλάτων ολοκληρώνει τον διάλογο με τον Σωκράτη να λέει στον Γλαύκωνα:
Αν λοιπόν ακολουθώντας τη γνώμη μου παραδεχτούμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ικανή να υποφέρει όλα τα κακά και όλα τα καλά, θα μείνομε πάντα μέσα στον δρόμο που οδηγεί προς τα άνω και με κάθε τρόπο θα εκτελούμε τα έργα της ζωής με δικαιοσύνη μαζί και φρόνηση, έτσι ώστε και με τον εαυτό μας να είμαστε πάντα φίλοι και με τους θεούς, και, αφού κερδίσομε, κατά την εδώ διαμονή μας, τα βραβεία της αρετής, θριαμβευτικά περιερχόμενοι, όπως οι νικηφόροι αθλητές, να ευτυχούμε και εδώ και κατά τη χιλιόχρονη πορεία μας. (Πολιτεία Ι 621, μτφρ. Ι. Γρυπάρης)
Πλάτων και Πρωταγόρας
Ωστόσο, ένα σοβαρό πρόσκομμα στην επιδίωξη της δικαιοσύνης και της αρετής, είναι το «ψεύδος στην ψυχή», το οποίο μας εμποδίζει να αναγνωρίσουμε ακόμα και το τι σημαίνουν έννοιες όπως η αρετή και η δικαιοσύνη. Στο Βιβλίο Β (382a-382d), ο Πλάτων εισάγει την έννοια του «αληθινού ψεύδους». Μέσω μιας συζήτησης μεταξύ του Σωκράτη και του Αδείμαντου, ο Πλάτων ορίζει το «αληθινό ψεύδος» ως λανθασμένες πεποιθήσεις για τα πιο σπουδαία ζητήματα της ζωής. Η ιδέα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως απάντηση του Πλάτωνα στον σοφιστή Πρωταγόρα (π. 485-415 π.Χ.) και την περίφημη δήλωσή του ότι «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος» (πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος), ότι δηλαδή, αν κάποιος πιστεύει ότι κάτι είναι αληθινό, τότε είναι αληθινό.
Κατά την άποψη του Πρωταγόρα, όλες οι αξίες είναι αντικείμενο ατομικής ερμηνείας που βασίζεται στην εμπειρία. Αν δύο άνθρωποι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο και ο ένας υποστηρίζει ότι κάνει κρύο και ο άλλος ότι κάνει ζέστη, θα έχουν και οι δύο δίκιο. Εφόσον η αντίληψη της πραγματικότητας είναι αναγκαστικά υποκειμενική και βασίζεται στις εμπειρίες του και την ερμηνεία των εμπειριών του, ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αντικειμενικά ποια είναι η υποτιθέμενη «αλήθεια».
Ο Πλάτων αντιτέθηκε σθεναρά στην άποψη αυτή, υποστηρίζοντας ότι υπάρχει μια αντικειμενική αλήθεια και ένας κόσμος πάνω από το θνητό επίπεδο, που δίνει υπόσταση στις έννοιες που οι άνθρωποι θεωρούν «αληθείς» και επιβεβαιώνουν άλλες που τις θεωρούν «ψευδείς». Για παράδειγμα, για τον Πλάτωνα θα ήταν αληθές να πούμε ότι ο Παρθενώνας είναι όμορφος επειδή αυτή η κατασκευή μετέχει στην αιώνια ιδέα της ομορφιάς, η οποία υπάρχει σε έναν ανώτερο κόσμο και αντανακλάται στην φυσική παρουσία της στην Αθήνα. Για τον Πρωταγόρα, ο Παρθενώνας είναι όμορφος μόνο αν κάποιος πιστεύει ότι είναι όμορφος· δεν υπάρχει αντικειμενική ομορφιά. Ο Πλάτων θα θεωρούσε – και θεώρησε – την άποψη του Πρωταγόρα ως επικίνδυνο ψέμα.
Το ψεύδος στην ψυχή
Το «αληθινό ψεύδος» μπορεί να εξηγηθεί ως εξής: αν κάποιος πιστέψει κάποια στιγμή ότι το να τρώει καρότα σε κάθε γεύμα είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει για την υγεία του, αλλά αργότερα συνειδητοποιήσει ότι η υπερβολή μπορεί να είναι κακό πράγμα και σταματήσει να τρώει καρότα, αυτή η συνειδητοποίηση δεν θα έχει μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του. Αν, ωστόσο, πιστέψει ότι το πρόσωπο που αγαπά είναι παράδειγμα αρετής και στη συνέχεια ανακαλύψει ότι είναι ένας ψεύτης και ύπουλος κλέφτης, αυτή η ανακάλυψη μπορεί να υπονομεύσει την πίστη στον εαυτό του, την κρίση του, τους άλλους ανθρώπους, ακόμα και στον Θεό, καθώς όταν συνειδητοποιούμε ότι κάναμε λάθος για έναν άνθρωπο για τον οποίο ήμασταν βέβαιοι, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για πόσα άλλα σημαντικά ζητήματα στη ζωή μπορεί να σφάλουμε.
Επομένως, κατά τον Πλάτωνα, το «ψεύδος στην ψυχή» είναι η μεγαλύτερη πνευματική συμφορά που μπορεί να υποστεί κάποιος και διαφοροποιείται από το κοινό ψέμα ή τη μυθοπλασία. Όταν κάποιος λέει ένα ψέμα, γνωρίζει ότι δεν λέει την αλήθεια και όταν λέει μια ιστορία, γνωρίζει ότι δεν είναι απόλυτο γεγονός. Ωστόσο, όταν κάποιος έχει ψεύδος στην ψυχή, αγνοεί πως αυτό που πιστεύει ως αληθινό, είναι στην πραγματικότητα λανθασμένο και έτσι λέει συνεχώς αναλήθειες χωρίς να το γνωρίζει.
Οι λανθασμένες πεποιθήσεις για τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή, καθιστά τους ανθρώπους ανίκανους να αντιμετωπίσουν τη ζωή ρεαλιστικά και έτσι, εμποδίζει την οποιαδήποτε ακριβή αντίληψη της αλήθειας σε κάθε περίσταση, των κινήτρων και των προθέσεων των άλλων και ειδικά του εαυτού του και των δικών του προσωπικών κινήτρων, συνηθειών και συμπεριφορών.
Στον παρακάτω διάλογο από την Πολιτεία, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι:
- Κανείς δεν θέλει να σφάλει για τα πιο σημαντικά ζητήματα στη ζωή
- Ένα κοινό ψέμα δεν είναι το ίδιο με το «ψεύδος στην ψυχή»
- Το ψέμα με λόγια μπορεί να είναι χρήσιμο για να βοηθήσει τους φίλους ή για να δημιουργηθούν μύθοι που παρέχουν παρηγοριά και σταθερότητα στους ανθρώπους που αναζητούν απαντήσεις για την προέλευση και την ύπαρξή τους.
Για να αναγνωρίσει κάποιος το «ψεύδος στην ψυχή» του, πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα με αντικειμενικότητα και όχι με βάση την προσωπική του γνώμη. Για να φτάσει σε αυτό το ανώτερο επίπεδο, πρέπει να διδαχθεί από έναν φιλόσοφο και να επιδιώξει τη σοφία. Σε αυτή την αναζήτηση, θα καταλάβει ποιο είναι το «ψεύδος στην ψυχή» του και μόλις το συνειδητοποιήσει, θα μπορέσει να το αφήσει πίσω του και να ζήσει μια ζωή αλήθειας, ειλικρίνειας και διαύγειας.
Το ακόλουθο απόσπασμα από το Βιβλίο Β (382a-382d) της Πολιτείας, ορίζει την έννοια:
Σωκράτης: Δεν ξέρεις πως το αληθινό ψέμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, το αποστρέφουνται όλοι και θεοί και άνθρωποι;
Αδείμαντος: Πώς το εννοείς αυτό;
Σωκράτης: Να, έτσι· πως κανείς δεν επιτρέπει με τη θέλησή του να μπαίνει το ψέμα στο σπουδαιότερο μέρος του εαυτού του και αναφορικώς μάλιστα με τα σπουδαιότερα πράγματα, αλλά περισσότερο παρά καθετί άλλο φοβάται να το έχει εκεί μέσα του.
Αδείμαντος: Ούτε τώρα εννόησα περισσότερο.
Σωκράτης: Γιατί φαντάζεσαι πως πρόκειται ίσως για τίποτα μυστήρια της αποκαλύψεως· ενώ εγώ λέγω απλούστατα πως, όταν εισχωρήσει μέσα στην ψυχή το ψέμα για ό,τι αφορά την ουσία των όντων και μένει επομένως αυτή στην απάτη και την άγνοια, είναι πράγμα που κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να το δεχτεί και πως τίποτα δε μισούν όλοι περισσότερο, παρά να έχουν θρονιασμένο ένα τέτοιο ψέμα μέσα σ᾽ ένα τέτοιο μέρος.
Αδείμαντος: Τα πιστεύω.
Σωκράτης: Αλλά πολύ σωστά λοιπόν, καθώς έλεγα και πριν, αυτό είναι που θα έπρεπε να ονομάζεται αληθινό ψέμα, η άγνοια δηλαδή που είναι μέσα στην ψυχή του απατημένου· γιατί αυτό που λέμε συνήθως ψέμα είναι μίμησις με λόγια αυτού του παθήματος της ψυχής και όχι καθαρό ψέμα, αλλά κάτι σαν φάντασμα που γεννιέται κατόπι. Ή δεν είναι έτσι;
Αδείμαντος: Παραείναι μάλιστα.
Σωκράτης: Το αληθινό λοιπόν ψέμα το μισούν όχι μόνο οι θεοί αλλά και οι άνθρωποι.
Αδείμαντος: Το παραδέχομαι.
Σωκράτης: Μα πώς; το άλλο, το ψέμα με τα λόγια, πότε και σε ποιόν είναι χρήσιμο, ώστε να μην αξίζει μίσος; Μήπως τάχα στους εχθρούς ή και στους φίλους μας εκείνους, που από τρέλα ή από ανοησία είναι έτοιμοι να κάμουν τίποτα κακό, μπορεί να είναι χρήσιμο σαν προληπτικό φάρμακο; Ή και στα μυθολογήματα, που λέγαμε πριν, επειδή δεν ξέρομε ποια ακριβώς είναι η αλήθεια για πράγματα τόσο παλαιά, μήπως, με το να δίνομε στο ψέμα τη μορφή της αλήθειας, το κάνομε έτσι οπωσδήποτε χρήσιμο;
Αδείμαντος: Έτσι πραγματικώς θα είναι. (Πολιτεία Β 382a-382d, μτφρ. Ι. Γρυπάρης)
Συμπέρασμα
Στη συνέχεια, ο Πλάτων επεξηγεί περαιτέρω την ιδέα της δικαιοσύνης από το Βιβλίο Α της Πολιτείας και συμπληρώνει τον υπόλοιπο διάλογο έως το Βιβλίο Ι. Η ιδέα του «αληθινού ψεύδους» διαπερνά ολόκληρο έργο του Πλάτωνα, με την έννοια ότι ο φιλόσοφος επιμένει στην ύπαρξη μιας υπέρτατης αλήθειας, την οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε για να ζήσουμε μια ουσιαστική ζωή. Επιχειρώντας να αντικρούσει την υποκειμενική αντίληψη της πραγματικότητας που προτείνει ο Πρωταγόρας, ο Πλάτων επηρέασε άμεσα τα θεμέλια των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου – Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ – και περαιτέρω διαμόρφωσε έμμεσα αυτά τα συστήματα, μέσω των έργων του μαθητή του, Αριστοτέλη.
Ο Πλάτων πέρασε τη ζωή του προσπαθώντας να αποδείξει ότι μπορεί κάποιος να εντοπίσει και να δείξει σε όλον τον κόσμο την απόδειξη της ύπαρξης μιας απόλυτης αλήθειας που είναι προφανής σε όλους. Από τον πρώτο διάλογό του ως τον τελευταίο, όσο περίτεχνοι και διεισδυτικοί κι αν είναι, δεν καταφέρνει να βρει τρόπο να αποδείξει οριστικά την πεποίθησή του, για έναν απλό λόγο: ακόμα κι αν κάποιος παραδεχθεί ότι υπάρχει μια τέτοια αλήθεια, αυτή πρέπει κατ’ ανάγκη να ερμηνευτεί υποκειμενικά από κάθε ένα άτομο που την κατανοεί – και είναι με αυτήν την πράξη της ερμηνείας που κάποιος διακινδυνεύει να εγκαταστήσει το «ψεύδος στην ψυχή», το οποίο διαστρεβλώνει αυτήν την αλήθεια. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Πλάτων, ήταν να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για τον κίνδυνο όπως τον έβλεπε και να παράσχει τις καλύτερες συμβουλές για το πώς να εμποδίσει κανείς το αληθινό ψέμα να διαστρέψει την αντίληψή του και να σταματήσει τη συναισθηματική και πνευματική του ανάπτυξη.